14.8 C
Chania
Wednesday, May 8, 2024

Ποίηση: “Ερωδιού καλιά” του Ν.Ε. Παπαδογιαννάκη

Ημερομηνία:

Της Νεφέλης Ευαγγέλου

Τη βλέπει κάποιος από μακριά και δεν φαντάζεται, τι κρύβει πίσω από την αινιγματική μορφή της. Προκαλεί δέος ο σπαραγμός, η διαμαρτυρία της, αισθήματα συμπόνιας, η θλίψη της, η αποχαιρετιστήρια στιγμή του έρωτά της, ο ισόβιος πόνος από τον άκαιρο, ειδικά, θάνατο. Νομίζουν κάμποσοι, πως μπορούν να την κατακτήσουν, να τη σαγηνέψουν μα, αυτή όλο ξεγλιστρά, απομακρύνεται και ψάχνει ν’ ακουμπήσει σε βράχο ακλόνητο, να ξαποστάσει. Είναι δύσκολη η προσέγγισή της και η αποδοχή από εκείνη…

Ο Ν. Παπαδογιαννάκης, κατάφερε να τη δαμάσει. Ενέπνευσε θαυμασμό και εμπιστοσύνη το λογοτεχνικό εκτόπισμά του και, βέβαια, το χάρισμα της πειθούς.

Γνωρίζει και κάποια τρωτά σημεία για τις επιθυμίες και τα μυστικά της και έχει το θάρρος να την αποκαλύπτει –κάποιες φορές- απομυθοποιώντας την χωρίς, όμως, να την αδικεί. Ως ποιητής κύρους, καταθέτει την ψυχή του και εκείνος και την αλήθεια του για την αγάπη, τους ανθρώπους, τη φύση, τις ιδέες, τη ζωή, το θείο. Θα έλεγα πως την χρησιμοποιεί περισσότερο, για να χρωματίσει και να αναδείξει την αλήθεια της ψυχής όλων, ποιητών και μη και τον πόνο –πολύ πόνο-  για το ανέφικτο, απραγματοποίητο, ή το χαμένο παντοτινά.

Ανυψώνεται μαζί της στις διαστάσεις της απεραντοσύνης της ανεξιχνίαστης που απλώνει τη δύναμή της στα πέρατα των ψυχικών, αισθησιακών, πνευματικών ωκεανών της οικουμένης. Της εξομολογείται, της τραγουδά, την υμνεί, την ικετεύει….

Μικρή αχιβάδα της αγάπης

περίκλειστο εμβατήριο

της σωτηρίας

που ποταμίζεις του λόγου

τα ρείθρα

ωτάριον ανάμεσα στις καλαμιές

και στα βαλτόνερα των ονείρων

δώσε γλυκασμόν.

Η αγάπη δεν μπαίνει σαν στόχος στη ζωή. Είναι ίδια η ζωή. Μέσα της, κινούνται όλοι οι πόνοι που στοχεύουν σε κάθε είδους ελπίδα και σωτηρία. Γνωρίζει ο ποιητής, πως, αν αφεθεί στην «απολογία» των στίχων, το κάνει, μη βρίσκοντας διέξοδο η ορμή, που δονεί το μυαλό, πιέζει τα μηνύματα της καρδιάς, ν’ απελευθερωθούν να «μιλήσουν».

"google ad"

Σκύψε.

Μην περιμένεις απ’ τον στίχο λύτρωση.

Είναι σαν την αγάπη.

Είναι σαν το ποκάμισο του Νέσσου που μαδεί

τις σάρκες, σκάβει τα κόκκαλα…

Στο τέλος

μένει μόνο το σαρανταπληγιασμένο άλογο

που κουβαλεί στη ράχη του

τον ινδαλγό του ονείρου.

Σεργιανίζει με την ποίηση –την αγάπη του-  στους ουρανούς, ταξιδεύουν με τα πουλιά και αναρωτιέται,  «πού πήγαν» οι ψυχές τους από την καλιά του Απρίλη;

Ήταν μία ανάσα το τραγούδι τους.

………………………………………

Το χελιδόνι της αυλής μου

κουβαλεί πηλό και χόρτα

να βουλώσει τη ρωγμή του Χρόνου…

 

Πρέπει πάλι τον άλλο Απρίλη

να ψάλλει η ψυχή τους!

Αιωρείται στο άπειρο, σε συνεννόηση με τα σύννεφα; Πριν τη βρόχινη μετάλλαξή τους, για να γίνουν οι ενδιάμεσοι κρίκοι με τον θόλο του Θεού. Εκεί που βασιλεύει η άκρατη σιωπή  και η αρμονία της δίκαιης ανταπόδοσης, φτάνουν προσεχτικά, κατανυκτικά οι ικεσίες και των ποιητών, μέχρι τη δική  Του κρίση για όλα! Αφουγκράζονται αυτοί πρώτοι και όσοι είναι σαν εκείνους, τη φωνή του υπερκόσμου…

Η σιωπή είναι η φωνή του Θεού μέσα στη νύχτα.

Ανάμεσα στα δις άστρα

 

Η σιωπή είναι η κραυγή του ασκητή

 

Η σιωπή είναι των λουλουδιών το χρώμα

 

Η σιωπή είναι του έρωτα τα λόγια.

Στις παύσεις των τρυφερών διαλόγων, του γέλιου, των δακρύων, «αμνηστεύονται» τα πιο δυνατά, τα πιο βαθιά ανομολόγητα των ερώτων.

Ας λένε οι ποιητές και οι τροβαδούροι…

Ας ταιριάζουν παρακλαυσίθυρα πλάνα

στης Καλής τη στράτα…

Δεν μπόρεσαν κι’ ούτε και θα ….

Σπαρακτικός, στα όριά του, στο «Νυξ λυγηρά», με τα απατηλά φεγγάρια, ο πολύ σπουδαίος, Ν. Παπαδογιαννάκης, που δεν περιορίζεται η έκφρασή του σε ένα είδος ποιητικού λόγου.

Κράτησε γερά τον χρόνο.

……………………………..

Δεν θα ξαναχορέψουμε έτσι·

έξω παραμονεύει Νυξ λυγηρά

…………………………………..

Δεν θα ξαναχορέψουμε έτσι.

Ήταν μόνο μια στιγμή, όσο η φλόγα ενός σπίρτου

που με κοίταξες πέρα και περισσότερο

από το καθημερινό καλόκαρδο χαμόγελο.

Όσα ποιήματα και αν γραφτούν για το βλέμμα του έρωτα, τα βαθιά, απύθμενα μετρήματα της αγάπης, ως τα έγκατα της ψυχής…

Για το πάθος, την αιώνια, αβυσσαλέα εκδικητική μανία για την άρνηση και την απόρριψη ή την προδοσία για νέο έρωτα…

Για την ανεξήγητη ανοχή και συγχώρεση της αγάπης, που δεν άξιζε οίκτο και νέα ευκαιρία….δεν θα ‘πει κανείς πως ναι, γράφτηκαν όλα!

Περιμένει το ποίημα που δεν ήρθε ακόμη που «το πήραν τα πετεινά του ουρανού, που σάρωσε ο άνεμος με τη μελωδία του και το έκανε μοναξιά το ξεροβόρι».

Το ποίημα που δεν γράφτηκε

γυμνό από λέξεις

άστικτον, λαμπρύνεται

στην παρθενία του πρωιού

κι η σκιά του, μελιγάρνες φθόγγοι·

ρυτίδες στο μέτωπο του ποιητή.

Οι ποιητές σαν άγγελοι της λαλιάς του Θεού (Γ. Μανουσάκης) πασχίζουν να την μεταφέρουν στους κοινούς θνητούς που μπορεί –αν και μη ποιητές- να καταλαβαίνουν περισσότερα από εκείνους.

Κάθε πρωί παίρνουν ένα μεγάλο φτερό χήνας και το βουτάνε εκεί στο μέρος της καρδιάς.

Γεμίζουν με αρώματα και φτερά τον ουρανό και ύστερα…πάνε και κοιμούνται ήσυχα, ασκανδάλιστα, πέρα από Φθόνο και Ανάγκη.

Ποιήματα που μοσχοβολούν άρωμα γιασεμιών και άλλα που αναδίδουν οσμές αιώνων. Πότε ευχάριστες, μεθυστικές και άλλοτε με αίσθηση πικρή  -σφάκας-  να μη μονοπωλεί έπαρση μόνο η ομορφιά, πως αυτή ανέδειξε μεγάλα γεγονότα. Όχι! Γίνηκαν και άσχημα, και άτοπα και άδικα, στο όνομά της. Οι εμβληματικές μορφές, δεν δικαιώθηκαν σπέρνοντας καταστροφές στους αντιπάλους και καμώνονταν πως λυπούνταν για το «άδειο χρύσεον δέπας των ερώτων». Με τον Πάρη, κάτω από τις στάχτες της καμένης πολιτείας. Για των Ατρειδών τον οίκο, τα σαπρά δοκάρια και τρύπια κρανία, δίχως μνήμες στο στέγος του ανακτόρου. Δεν θρηνούν οι φονιάδες τα θύματά τους, άλλο πως μπορεί να σέβονται ή να αποδέχονται την ανδρεία και τον ηρωισμό τους. Ήταν ορατή η λάβρα της φωτιάς που θα αφάνιζε το Ίλιον.

Της Κασσάνδρας τα μάτια

κοιτάνε περίλυπα το ξύλινο άλογο

στο Σκαμάνδριο πεδίο

……………………………………….

ως και ο Πρίαμος κι η Εκάβη

ξέχασαν το πένθος τους για το ρηγόπουλο.

Αχ!

Δε ξαγρυπνά βιγλάτορας σ’ αυτή την πόλη

των τυφλών.

Έμειναν πρόσωπα, αθάνατα, στη μνήμη της ιστορίας, που κουβαλά αιώνες –όχι, τρανταχτά ονόματα- όχι, δοξασμένα και τιμημένα πάντα. Δεν μένουν μόνο τα μεγάλα στα κατακάθια της κρίσης της. Γνωρίζει, πως οι ρόλοι των πρωταγωνιστών είναι  -κάποιες φορές- υποδεέστεροι από μικρότερους ρόλους-  κλειδιά και αξίζουν καλύτερη μεταχείριση και μεγαλύτερη τιμή από την αποδιδόμενη στους πρώτους. Η Ερμιόνη, είναι ένα πρόσωπο που, πιθανότατα, έπρεπε να αποσπάει εύφημη μνεία για την άδολη φύση της, την πίστη και το πάθος στον έρωτά της. Άλλης γενιάς γυναίκα, μακριά από τη μήνι του πολέμου και του θανάτου την κατάρα.

Δεν ήξεραν από ξύλινα άλογα.

Τους θάμπωνε η αιγλήεσσα όψη του Απόλλωνα…

η λευκώλενος Ελένη.

Δεν ήξεραν…

Κι όμως,

στην καρδιά του ξύλου

κρύβεται πάντα ο θάνατος.

Θάνατος με ζωή, πάνε αντάμα. Ο ένας είναι φυσική συνέπεια της ύπαρξης της άλλης. Δεν αναιρείται η λειτουργία της δημιουργίας, με καταστροφές και θανάτους, όσο η μεγάλη μητέρα, η Φύση, δεν παύει ν’ αναγεννιέται ως είδος, ως σκοπός. Οι ποιητές κοντοστέκουν για το «δέντρο» που χάθηκε μα, θα γράφουν πιο πολλά για εκείνα που γλυκαίνουν τη θωριά με ελπίδα και ομορφιά. Για όσα δώρα της φύσης προκαλούν αγαλλίαση και έμπνευση. Ο δικός μας ποιητής, εδώ, κάθισε ήσυχα δίπλα στον ποταμό…

Με τους δόνακες να ηχούν

αγκαλιά με την κύπερη

Και τις πικραλίδες, παραπέρα στην απλωσιά να παρατηρεί τον ερωδιό, με το κάτασπρο λοφίο, γνοιασμένο με την επώαση των κελαηδισμών, να είναι άφροντις και περινούστατος στην καλιά του… Περιμένει την πολυχρωμία της ερωτικής έξαρσης. Απίστευτη ομορφιά! Ο Ν. Παπαδογιαννάκης, κράτησε σφιχτοφυλαγμένα τα δικά του φτερά, ώσπου ήρθε η στιγμή να τ’ απλώσει, να ξετυλιχτεί πάνω σε σελίδες, σε βιβλίο, η μοναδική τέχνη ενός ποιητή, που ήξερε να περιμένει τη μοιραία συνάντηση. Η ποίηση, όχι μόνο τον αποδέχτηκε, τον επιβράβευσε κιόλας… Τα χρώματα των ποιημάτων του, δεν είναι σαν του ερωδιού τα φτερά. Είναι για πάντα! Το «Ερωδιού καλιά»,  απευθύνεται σε πολλούς, αλλά μπορούν όλοι να αντικρίσουν σε κάποιο «καθρέφτη» το είδωλό τους. Φιλοξενεί σπουδαίους και καταξιωμένους ποιητές, που κόσμησαν και αυτοί το πολύτιμο, κατεργασμένο πετράδι του ιστορικού  – λογοτέχνη, του μύστη της ιστορίας του τόπου του, τον λάτρη των μνημείων της λαογραφίας, τον λόγιο, τον φυσιολάτρη, τον μεγαλόπνευστο, τον ερωτικό ποιητή, Ν. Παπαδογιαννάκη, ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Κλείνω το αφιέρωμα με ένα ριζίτικο δικό του, με τίτλο «Απορία» (εις εαυτόν).

Ίντα γυρεύγουσι μωρέ εις την ξερομαδάρα

καλαμαράδες αχαμνοί που πίνουσι μελάνι;

Επά, μωρέ διαβαίνουσι δράκοι και Διγενήδες

και γεύγουνται λαγόπουλα και κυνηγούν αγρίμια

και πίνουσι ν-κρυγιό νερό και του χονιού τη δρόσο

και τραγουδούν ν’τζη ξαστεριάς.

Τρακόσες σαράντα μία σελίδες, με ποιήματα σε επτά ενότητες, Εκδ. «Λεξίτυπον».

 

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Πως κατασκευάζεται ένα (συνδεδεμένο) «πράσινο νησί»

Της Βάννας Σφακιανάκη Ξεκινώντας ενοχοποιείς τους νησιώτες λέγοντας ότι επιβαρύνουν...

Αντιπυρική προστασία: οι κομματικές φιέστες και ο λάθος προσανατολισμός

Του Λευτέρη Καρχιμάκη * Το νέο δόγμα πυρόσβεσης μας υπόσχεται...

«Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω δει τέτοιο βομβαρδισμό» – Δραματική η κατάσταση στη Ράφα

Τουλάχιστον 12 άνθρωποι έχουν αναφερθεί ότι σκοτώθηκαν κατά τη...