Ο Καζαντζάκης το 1943 με τη γατούλα του Σμινθίτσα. Τον είχε σώσει από ασφυξία. Μια μέρα που έγραφε απορροφημένος δίπλα σε ένα μαγκάλι την είδε να σηκώνεται και να παραπαίει προς την πόρτα του γραφείου.Την ακολούθησε ανήσυχος. Λιποθύμησαν και οι δύο μόλις βγήκαν στο διάδρομο
Γράφει το 1943 ο Καζαντζάκης στην Ελένη του, εν μέσω Κατοχής:
«Εγώ εδώ τα βολεύω, οι φίλοι με καλούν τραπέζι, φοβούμενοι μην πάθω από ασιτία. Η Σμινθίτσα μεγαλώνει, τρώει, τη γύμνασα, έγινε σχεδόν τέλεια. (ΣΣ: Σμίνθος ήταν το ποντίκι στα αρχαία και «Σμινθεύς», λατρευτικό επώνυμο του Απόλλωνα, ως εξολοθρευτή των ποντικών).
Μόλις αρχίζει να ξημερώνει τρέχει και μου τσαγκρουνάει την πόρτα. Αν είναι πολά πρωί, της φωνάζω: “Ακόμα!” πολύ δυνατά κι αποσύρεται∙ μετά μισή ώρα ξανάρχεται και της ανοίγω. Έρχεται ρονρονίζοντας και παίρνει το τελευταίο της γλυκοΰπνι στο κρεβάτι μου.
Γράφω, διαβάζω, βρίσκει μια θέση, κυρίως στον ώμο ή στα γόνατα, και περιμένει να τελειώσω τη μυστηριώδη αυτή άσκοπη εργασία. Σηκώνουμε τότε και τρέχει πίσω μου και η ουρά της γίνεται κυπαρίσσι. Αν μείνει μερικούς μήνες μαζί μου ή θα μάθω να νιαουρίζω ή θα μάθει να μιλά ελληνικά τσάτρα-πάτρα
[…]
Για μένα μη στεναχωριέστε καθόλου, περνώ regular, τρώγω, μαγερεύω όσο το δυνατό κατώτερης ποιότητας τρόφιμα, για να ‘χετε σαν έρθετε τις χυλοπίτες, τον τραχανά, το ρύζι.
Έπειτα τι άθλια που μαγειρεύω! Η Σμινθίτσα με κοιτάζει, άμα της βάλω το φαΐ της, κι έπειτα σκύβει, μυρίζεται ξανά το φαΐ, με ξανακοιτάζει με παράπονο κι έκπληξη, σα να μου λέει: “Τι’ ναι αυτό, στο Θεό Σου; Φαΐ είναι αυτό; Μήτε για σκυλιά!” Τι να κάμω; Πότε πολύ λάδι, πότε λίγο και δεν κατάφερα ακόμα ανθρώπινες (μήτε γατίσιες) τηγανίτες. Πότε σκορπούν και πότε παλαστούπες».
Γράφει μετά η Ελένη στις σημειώσεις της:
«Απελπισμένοι και θεονήστικοι, δεν ξέραμε πια τι ν’ αποφασίσουμε, όταν ο Άγιος Φραγκίσκος, ο αγαπημένος άγιος του Νίκου, ήρθε βοήθειά μας. Μια μέρα οι καθολικοί παπάδες πρότειναν στον Νίκο: “Αν δέχεστε να μας μεταφράσετε ένα βιβλίο και να μας γράψετε κι ένα μεγάλο πρόλογο, θα σας ανταμείψουμε με τρόφιμα”.
Και ο Καζαντζάκης έπιασε πάλι την πένα με μεγάλο κέφι. Η γατούλα έκανε κι αυτή το θάμα της. Ο Νίκος δούλευε δίπλα στη σόμπα με τη Σμινθίτσα. Της άρεσε πολύ να παρακολουθεί το γρατσούνισμα της πένας του τροφοδότη της πάνω στο άσπρο χαρτί.
Ξάφνου ένα απόβραδο η Σμινθίτσα έπεσε ξερή στο πάτωμα. Ανήσυχος ο Νίκος τινάχτηκε πάνω, πήρε τη γάτα στην αγκαλιά του, άνοιξε την πόρτα… Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε κοκαλιασμένος πάνω στα πλακάκια και με φοβερό πονοκέφαλο. Η Σμινθίτσα έβαλε πολλές μέρες να συνέλθει από τη δηλητηρίαση που της προκάλεσε το ανθρακικό οξύ της σόμπας».
Όλη η αγάπη του Καζαντζάκη αποτυπώνεται σε μια τελευταία πρόταση:
«Η Σμινθίτσα όλο στην αυλή και κυνηγάει πεταλούδες. Τινάζεται ανάερα, σηκώνει τα μπροστινά πόδια και τις αρπάζει – σώζω όσες μπορώ. Μα τα μουστάκια της είναι συχνά πασπαλισμένα από τη χρυσή σκόνη, που ’χουν οι φτερούγες της πεταλούδας…».
Ο Ανήφορος – το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη