Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Λυκούργος Καλλέργης.
Επί εξήντα χρόνια έπαιξε πάνω από 500 ρόλους, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στο ραδιόφωνο. Πέρασε στη σκηνοθεσία, δίδαξε νέους ηθοποιούς σε δραματικές σχολές, μετέφρασε θεατρικά έργα, δραστηριοποιήθηκε στον συνδικαλισμό, διετέλεσε βουλευτής του ΚΚΕ το 1977. Καταγόταν από οικογένεια Κρητικών οπλαρχηγών και ήταν γιος του πρωτοπόρου σοσιαλιστή Σταύρου Καλλέργη, πρωτεργάτη της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα. Γεννήθηκε το 1914, στον Μυλοπόταμο Ρεθύμνου. Τέλειωσε τη μέση εκπαίδευση στην Αθήνα -όπου και ήρθε στα δέκα του χρόνια- και έκανε θεατρικές σπουδές στην δραματική σχολή της Λαϊκής Σκηνής του Κάρολου Κουν.
Ίσως δεν ήταν τυχαίο ότι ο πρώτος του ρόλος στο θέατρο ήταν ο Πανάρετος στην «Ερωφίλη» του Χορτάτζη, που έπαιξε με τη «Λαϊκή Σκηνή» του Κάρολου Κουν το 1934.
Εξίσου, είχε ομολογήσει ότι στα νεανικά του χρόνια, τον είχε συγκλονίσει η ανάγνωση των έργων του Ντοστογιέφσκι και αργότερα στο θέατρο ο Τσέχωφ, του οποίου έπαιξε και μετέφρασε τα περισσότερα θεατρικά έργα.
Στην πολύχρονη διαδρομή του στην ελληνική θεατρική σκηνή, άνοιξε την καλλιτεχνική του βεντάλια, στην ελληνική και ξένη δραματουργία: αρχαία τραγωδία, Σαίξπηρ, Στρίντμπεργκ, Πιραντέλο, Γκόγκολ, Ονήλ κ.α.
Κορυφαία στιγμή της καριέρας του ο ίδιος θεωρούσε τον «Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ίψεν, την «Ερωφίλη» του Χορτάτζη και την «Αντιγόνη» του Ανούϊγ.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρωταγωνιστής του Θεάτρου Τέχνης, (1942-1950), όπου έμελε να γνωρίσει την πρώτη σύζυγό του, επίσης ηθοποιό, Μαρία Φωκά, η οποία βρέθηκε συγκατηγoρούμενη το 1952 στην δίκη Μπελογιάννη. Μαζί της απέκτησε μια κόρη, ενώ από τον δεύτερο γάμο του με την ηθοποιό Τζένη Κολάρου, έναν γιο.
Ο Λυκούργος Καλλέργης , πρωταγωνίστησε στη συνέχεια σε πολλούς θιάσους του ελεύθερου θεάτρου και επί 18 χρόνια στο Εθνικό Θέατρο , του οποίου και διετέλεσε καθηγητής της Δραματικής Σχολής. Συνεργάστηκε με όλα τα «ιερά τέρατα» της ελληνικής θεατρικής σκηνής, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κατερίνα Ανδρεάδη, Αιμίλιο Βεάκη, Κατίνα Παξινού, Αλέξη Μινωτή κ.ά.
Εξίσου σημαντική ήταν η πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο που ξεκίνησε το 1949 με τον «Κόκκινο βράχο» του Γρηγόρη Γρηγορίου και τελείωσε το 2001 με τον «Αλέξανδρο και Αϊσέ» του Δημήτρη Κολλάτου.
Συμμετείχε επίσης στις τηλεοπτικές διασκευές του βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1975) και στους «Πανθέους» του ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη (1977), παραγωγές που έγραψαν ιστορία στα τηλεοπτικά χρονικά.
Διετέλεσε γενικός γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών για μια δεκαετία από το 1956 και για μικρό διάστημα πρόεδρος. Επίσης, υπήρξε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος – Ακροάματος καθώς και Αντιπρόεδρος του Ταμείου Συντάξεως Ηθοποιών.
Το 2007, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η μαρτυρία του Λυκούργου Καλλέργη για τις συνεδριάσεις με τον Νίκο Μπελογιάννη και τον Νίκο Πλουμπίδη
Ακολουθεί η μαρτυρία του, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά» όταν ο Λυκούργος Καλλέργης παραχωρούσε το σπίτι του για να συναντώνται παράνομα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως ο Νίκος Μπελογιάννης και ο Νίκος Πλουμπίδης
Το 1951-1952 συνεδρίαζαν στο σπίτι μου, σε τακτικά διαστήματα, ο Νίκος Πλουμπίδης, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δρομάζος και η Έλλη Παππά. Δεν μετείχα στις συνεδριάσεις τους αλλά τους χαιρετούσα και με χαιρετούσαν. Υπήρχε μια ζεστασιά σε αυτούς τους τέσσερις ανθρώπους. Ο Πλουμπίδης μάλιστα μου είχε ιδιαίτερη συμπάθεια και μου έλεγε: «Εσύ είσαι κάτι σπουδαίο, σε ξέρω εσένα». Ήταν ωραίος άνθρωπος, πολύ ωραίος τύπος. Όπως και ο Μπελογιάννης, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα σεμνός και σοβαρός. Κάποια στιγμή τους έχασα, έπαψαν να συνεδριάζουν γιατί είχαν ήδη συλληφθεί ο Μπελογιάννης και η Έλλη.
Κατά σύμπτωση, την εποχή εκείνη έπαιζα στο θέατρο ένα έργο του Εγγλέζου συγγραφέα Τζον Πρίσλεϊ, το οποίο λεγόταν “Ο ανακριτής έρχεται”. Ήταν ένα έργο συμβολικό, ο συγγραφέας του ήταν αριστερός και εγώ έπαιζα τον ανακριτή, το πρόσωπο που έφερνε την ειρήνη και την τάξη σε μια χώρα, σε μια οικογένεια. Εκείνο τον καιρό, η τότε σύζυγός μου Μαρία Φωκά είχε πάει στο Παρίσι, όπου είχε συνδεθεί με αριστερούς που της έδωσαν χρήματα για να τα φέρει στο κόμμα. Έλειπε όμως αυτός στον οποίο έπρεπε να παραδώσει τα χρήματα και η Φωκά του άφησε κάποιο σημείωμα. Η αστυνομία έκανε έφοδο στο αρτοποιείο, όπου θα παραδίδονταν τα χρήματα, βρήκε το σημείωμα και ενοχοποίησε τη Φωκά.
Μας συνέλαβαν οικογενειακώς, τη Φωκά, εμένα και την κόρη μας που ήταν τότε πέντε χρονών και μας κουβάλησαν κακήν κακώς στην Ασφάλεια. Καθώς έμπαινα στην Ασφάλεια, όλοι όσοι με έβλεπαν, φώναζαν: «Α! ήρθε ο κύριος Ανακριτής». Παρουσιάστηκα στο διοικητή της Ασφάλειας, ο οποίος με υποδέχτηκε, γιατί και εκείνος είχε δει το έργο, λιγάκι σαν συνάδελφο και μου είπε: «Κύριε Καλλέργη, εδώ είναι το σημείωμα της συζύγου σας, αυτά είναι τα γράμματά της, συνεπώς είναι συνένοχη και την κρατάμε. Εσείς μπορείτε να φύγετε». Έφυγα εγώ με την κόρη μου ενώ η Φωκά μπήκε στην απομόνωση, στο κτίριο της Ασφάλειας στην οδό Καποδιστρίου.
Η Φωκά παραπέμφθηκε σε δίκη μαζί με τον Μπελογιάννη και τους άλλους. Το διάστημα πριν από τη δίκη προσπαθούσα να κάνω κάποιες ενέργειες, να κινητοποιήσω ειδικά το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, για τη Φωκά που ήταν καλλιτέχνις, έτσι ώστε να έχει κάποια ειδική μεταχείριση. Σχηματίσαμε λοιπόν μια επιτροπή και πήγαμε στον υπουργό Εσωτερικών και Ασφαλείας, τον Ρέντη, ο οποίος με πήρε ιδιαιτέρως και μου είπε: «Κύριε Καλλέργη, έχετε υπ’ όψιν σας ότι αυτή η δίκη είναι φτιαγμένη έτσι ώστε δεν πρόκειται να αλλάξει το παραμικρό. Οι αποφάσεις έχουν ληφθεί από τους Αμερικανούς και αναγκαστικά και από την κυβέρνηση, η οποία δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Μην ασχολείστε λοιπόν, σας συμβουλεύω να σταματήσετε να ενεργείτε για το καλό σας». Το ύφος του ήταν δήθεν φιλικό αλλά επί της ουσίας απειλητικό. Κατάλαβα τότε περί τίνος πρόκειται. Ήταν η καλύτερη εξήγηση που δόθηκε για την υπόθεση αυτή.