Πρόσφατα μου γνωστοποιήθηκε, μέσα στη νύχτα, η είδηση του ξαφνικού φευγιού σου από τη ζωή. Ξαγρύπνησα ανήμπορη να πιστέψω το θλιβερό μαντάτο. Είκοσι μέρες πριν μας είχες τηλεφωνήσει για να στείλεις τα χαιρετίσματά σου και μήνυσες πως θα ερχόσουν να ιδωθούμε, ύστερα από πολύ καιρό. Η συνάντηση αυτή βέβαια δεν έγινε, τη ματαίωσε η αδυσώπητη μοίρα. Το ξημέρωμα με βρήκε να κάνω αναδρομή της ζωής σου, ξεκινώντας από τα παιδικά σου χρόνια, και να αποτυπώνω στο χαρτί εικόνες από τα περασμένα. Διάλεξα αυτό τον τρόπο για να επικοινωνήσω με την οικογένειά σου, θέλοντας να αποφύγω την τετριμμένη έκφραση συλλυπητηρίων.
Αγαπημένο μου παιδί Γιώργο,
Γεννήθηκες στο αρχοντοχώρι Κομιτάδες των Σφακιών, τόπο με μεγάλη ναυτική παράδοση. Ήσουν το πρώτο, κατά σειρά ηλικίας, παιδί της οικογένειας, γόνος ευλογημένων γονιών και παππούδων, θεοσεβούμενων και αγαπημένων. Το αδιάκοπο τραγούδι της θάλασσας, ο παφλασμός των κυμάτων σε νανούριζε κι αντηχούσε ιστορίες μακρινών τόπων στα όνειρά σου. Καθώς μεγάλωνες ήρθαν από κοντά και τα άλλα παιδιά της οικογένειας, τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Τα πρώτα σου παιχνίδια ήταν τα πολύχρωμα βότσαλα της θάλασσας, που ο δαντελένιος αφρός της απίθωνε στην άμμο. Τα βράδια περιπλανιόσασταν, με φανταστικά πλεούμενα και οδηγό τις ιστορίες που διηγόταν ο πατέρας σας, ο στοχαστικός και συνετός Μανώλης, ο οποίος ήδη ταξίδευε τον πολύ καιρό. Κόσμοι μαγικοί και ανείδωτοι ανοίγονταν μπροστά στα διάπλατα μάτια σας. Η παιδική ψυχή σου δέθηκε άρρηκτα με τη ζωή της θάλασσας, την οποία ακολούθησες και εσύ. Σπούδασες, για το σκοπό αυτό. Σταδιακά τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και άλλα δυο αδέλφια σου. Έτσι ήρθε κάποια στιγμή που η αξέχαστη μητέρα σας Άννα, από την ιστορική γενιά των Φασούληδων, πάνω στην οποία είχαν πέσει όλα τα βάρη της οικογένειας, βρέθηκε να έχει τον άνδρα της και τρία από τα παιδιά της στη θάλασσα. Οι εκκλησίες του χωριού ήταν ο τόπος παρηγοριάς και καταφυγής της. Εκεί έμεναν οι δακρυσμένες δεήσεις, επικλήσεις και ικεσίες της για την προστασία των αγαπημένων της.
Στο διάστημα αυτό εσύ ταξίδευες με εμπορικά καράβια όπου γης. Eίδες λιμάνια, τόπους, γνώρισες χώρες και πολιτισμούς σε όλο τον πλανήτη, μέχρι που προσλήφθηκες στην Α.Ν.Ε.Κ.
Το δίκαιο και έντιμο ανέβασμά σου στη ζωή έγινε με τις ικανότητές σου και μόνο. Σοβαρός και υπεύθυνος στο καθήκον σου, προστάτης τόσων ψυχών σε κάθε ταξίδι, με ήρεμο ή φουρτουνιασμένο καιρό, άφηνες πάντοτε τις καλύτερες εντυπώσεις σε όλους τους Κρητικούς –και όχι μόνο- που ταξίδεψαν με τα επιβατικά πλοία «CANDIA” , “RETHΙMNON” και άλλα. Όλοι είχαν να λένε για τον Καπετάνιο με το φωτεινό πρόσωπο και το καθάριο βλέμμα που καθρέφτιζε τα χρώματα των ωκεανών. Σε διέκρινε μια ατόφια ανθρωπιά, η αφοσίωση στην οικογένειά σου, η αγάπη και αλληλεγγύη για το συνάνθρωπο, και μια ανεπιτήδευτη μετριοφροσύνη. Υπήρξες πρόθυμος αρωγός σε συγγενείς, συγχωριανούς και συντοπίτες, σε φίλους και γνωστούς, αλλά και σε όποιον άνθρωπο ζητούσε στήριξη στα προβλήματά του, ιδίως αν επρόκειτο για προβλήματα υγείας. Με δυο λόγια, υπήρξες ο καλός Άγγελος όλων, με συμπαραστάτη πάντοτε την αγαπημένη σύντροφο της ζωής σου Έφη, με την οποία αποκτήσατε ένα χαριτωμένο γιο.
Aνήμερα Χριστούγεννα ήταν όταν έπεσε, σαν κεραυνός, η είδηση της βύθισης του καραβιού με το οποίο ταξίδευε ο αδελφός σου Γιάννης, δεύτερος γιος της οικογένειας. Το καράβι, φορτωμένο με σίδερα, χάθηκε στο πέλαγος δίχως ν’ αφήσει κανένα ίχνος. Αντίθετα, άφησε φθοροποιές αμφιβολίες και χιμαιρικές ελπίδες -χειρότερες και από το θάνατο- για το ότι ίσως, κάποια μέρα θα επέστρεφαν οι αγνοούμενοι ναυτικοί, σώοι και υγιείς, στις οικογένειές τους.
Αυτό το αναπάντεχο χτύπημα σημάδεψε ανεξίτηλα και τη δική σου ζωή. Και πάλι, όμως, βρήκες τη δύναμη να παλεύεις για όλους, να συντρέχεις και να παρηγορείς, να αφοσιωθείς, ακόμα περισσότερο, στο χρέος και την ευθύνη. Μαζί σου είχες πάντοτε την αγάπη και το σεβασμό συνεργατών και υφισταμένων. Γλυκομίλητος στο συμβουλευτικό λόγο σου και δίχως την έπαρση της αυθεντίας, συναντούσες την αμέριστη ανταπόκριση των ανθρώπων που αγωνίζονταν μαζί σου- και πάντοτε με την καθοδήγησή σου- ενάντια στα στοιχεία της φύσης και μέσα στα πελάγη. Τίμησες τον όρκο σου, το επάγγελμά σου το οποίο πάντοτε άσκησες ως λειτούργημα, το χωριό σου, τόπο σου.
Κάποτε, που έτυχε να σε περιμένουμε στη Σούδα, άκουγα από τους εργάτες, διατυπωμένη με πολύ σεβασμό, τη φράση: «Ο Καπετάν Σανδάλης αράζει». Ήσουν για όλους ένας σπουδαίος καπετάνιος. Καπετάνιος της ζωής, της πρεπιάς και της αξιοσύνης.
Σαν άραξε το καράβι μας πήρες με το αυτοκίνητό σου και μας πήγες στα Σφακιά, από τ’ Ασκύφου μέχρι τον Άη Γιάννη. Πρωταρχικό σου μέλημα σε αυτή τη διαδρομή ήταν να σταθείς στην Παναγία τη Θυμιανή και να ανάψεις, με βουρκωμένα μάτια, το καντήλι στο μνήμα των γονιών σου.
Όταν συνταξιοδοτήθηκες δεν αποσύρθηκες από τη θάλασσα, την οποία ήταν αδύνατο να αποχωριστείς. Η νοσταλγία σε οδηγούσε πάντα να μπαρκάρεις για νέα ταξίδια και ήσουν έτοιμος να ταξιδέψεις για την Αφρική. Όμως ο φθονερός Χάρος καιροφυλακτούσε να σε χτυπήσει πισώπλατα. Την ώρα που βρισκόσουν στο σπίτι σου, τη φωλιά της αγαπημένης σου οικογένειας, ήρθε να κόψει το νήμα της ζωής σου. Όμως πρόλαβε χέρι θεϊκό να σε τραβήξει απαλά από τον ύπνο στα ουράνια δώματα, πριν νιώσεις τον πόνο από το δρεπάνι. Έτσι έφυγες μέσα στο όνειρο, σαν αέρι θαλασσινό, σαν τραγούδι που σβήνει γλυκά ο αντίλαλός του. Ταξίδεψες για να δέσεις κάβο στην αιωνιότητα. Από εκεί ασφαλώς θα κοιτάζεις πάντοτε, με βλέμμα γεμάτο έγνοια και στοργή, την ακριβή σου σύντροφο, τον καμαρωμένο γιο σου, τα αγαπημένα αδέλφια και ανίψια σου.
Για εμάς τους συγγενείς σου αλλά και όλους όσοι σε γνώρισαν θα είσαι πάντα παρών, σε έναν κόσμο που θα ήταν πολύ καλύτερος, δικαιότερος, ευτυχέστερος, αν υπήρχαν αρκετοί με τις αρετές της ψυχής σου.
Γιώργο, Καπετάνιε μας, τι άλλο να σου πω; Άμποτε το τέλος σου να είχα και εγώ…
Η θεία σου
Ε.Ι.Ν.