Συνέντευξη Μ. Αρσενίδου στον «Α.τ.Κ.»: Θα παλέψω για μια δίκαιη, συμπεριληπτική κοινωνία με ίσες ευκαιρίες για όλους και όλες

Η Μάγκυ Αρσενίδου – Μανουσέλη γεννήθηκε σε μία εργατική οικογένεια στον Πειραιά το 1973 και μεγάλωσε στον Κορυδαλλό, όμως από το 2004 ζει μόνιμα στα Χανιά.

Αισθάνεται υπερήφανη που εργαζόταν ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια.

Τα τελευταία 7 χρόνια ως Διευθύντρια της ΕΛΕΠΑΠ Χανίων, προσφέρει σημαντικό έργο σε έναν ευαίσθητο τομέα που στη χώρα μας δε λαμβάνει της προσοχής που πρέπει. Συμμετέχει σε εθελοντικούς φορείς και συλλογικότητες.

Ήταν σύζυγος του Γιώργου Μανουσέλη, ενώ μετά την απώλεια του, μεγαλώνει μόνη της τον γιο που μαζί απόκτησαν, τον Σπύρο.

Αποτελεί μία διαφορετική πρόταση από το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ στα Χανιά, μίας γυναίκας δυναμικής που δουλεύει όμως αθόρυβα σε έναν τομέα που οι ανάγκες είναι πολύ μεγάλες. Ως εκ τούτου, οι θέσεις της για το συγκεκριμένο θέμα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.

Όπως τονίζει στη συνέντευξη που μας έδωσε πιστεύει ότι δεν έχουμε περιθώριο να απογοητευόμαστε γιατί όσο καλοί άνθρωποι αποφασίζουν να μένουν μακριά από τα κέντρα αποφάσεων «τόσο το κενό που δημιουργείται καλύπτεται από ανθρώπους που όχι μόνο ανίκανοι μπορεί να είναι αλλά πολλές φορές αποδεικνύονται και επικίνδυνοι». Λέει ότι εφόσον εκλεγεί, ως μονογονέας και εργαζόμενη σε μία δομή ενός ευαίσθητου τομέα – αυτόν της παροχής κοινωνικής φροντίδας και αποκατάστασης σε παιδιά με αναπηρία – θα παλέψει «για να διεκδικήσουμε μια δίκαιη, συμπεριληπτική κοινωνία με ίσες ευκαιρίες για όλους και όλες».

Οι θέσεις της κ. Αρσενίδου αναφορικά με την απουσία ενδιαφέροντος της πολιτείας για τα άτομα και ειδικά τα παιδιά με αναπηρία έχουν βαρύτητα λόγω και της εμπειρίας της σε αυτό τον τομέα.

Περιγράφει μία πραγματικότητα όπου το κράτος ουσιαστικά απέχει και οι πολίτες καλούνται να αναλάβουν όλη την ευθύνη και τα κόστη με τις δομές και τις αναγκαίες υπηρεσίες να απουσιάζουν.

Τα κόστη είναι τεράστια για τις οικογένειες με παιδιά με αναπηρία για τη λήψη θεραπειών, αλλά ακόμη πιο σημαντική η επιβάρρυνση για τη φοίτηση των παιδιών, ακόμη και για τη συμμετοχή τους σε έναν βρεφονηπιακό σταθμό. Ειδικά στα Χανιά όπως αναφέρει σημαντικό πρόβλημα είναι η ανυπαρξία  σε απαραίτητες ειδικότητες γιατρών σε δημόσιες δομές τόσο για την περίθαλψη όσο και για τις παραπομπές των θεραπειών αυτών των παιδιών. «Δεν είναι δυνατόν ένα νοσοκομείο που εξυπηρετεί τόσο πληθυσμό να μην έχει έναν παιδονευρολόγου ή το Κέντρο Ψυχικής Υγείας έναν Παιδοψυχίατρο και κατά συνέπεια να πρέπει ο γονιός είτε να ταξιδεύει στην καλύτερη περίπτωση στο Ηράκλειο ή να πληρώνει ακόμα και αν δεν του το επιτρέπει η οικονομική του κατάσταση αναγκαστικά κάποιον ιδιώτη γιατρό», αναφέρει.

Της επισημάναμε πάντως ότι η πόλη μας έλαβε «έπαινο» ως μία από τις πιο προσβάσιμες πόλεις της Ευρώπης. Η κ. Αρσενίδου σημείωσε ότι η βράβευση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού «τα Χανιά έχουν πολύ, μα πολύ δρόμο ακόμα για να είναι μια φιλόξενη και σύγχρονη, προσβάσιμη πόλη που να ανταποκρίνεται στην ισότιμη μεταχείριση τωνΑμεΑ».

Το ζήτημα της αναπηρίας δεν βιώνεται υπό ίσους όρους. Η οικονομική δυνατότητα, η ταξική προέλευση του ανθρώπου με αναπηρία, επηρεάζει έντονα την εμπειρία της αναπηρίας. Θέσαμε αυτό το ζήτημα στην κ. Αρσενίδου η οποία επισήμανε εύστοχα ότι «η αναπηρία δεν είναι η βλάβη που υπάρχει στο σώμα αλλά τα εμπόδια και ο αποκλεισμός που επιβάλλονται» προτείνοντας μία σειρά μέτρα που πρέπει να λάβει η πολιτεία ώστε να βελιωθεί η αυτονομία των ανθρώπων με αναπηρία.

Εφόσον εκλεγεί θα θεωρήσει επιτυχημένη τη θητεία της αν κι εφόσον μέσα από τον αγώνα της στο κοινοβούλιο κατορθώσει να αναπτύξει αυτή μαζί με το κόμμα της ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο.

«Δεν είναι δυνατόν το 2023 να αναφερόμαστε σε όρους και κανόνες του ’93 που έχουν θεσπιστεί τόσο για τα Κέντρα Αποκατάστασης και Αποθεραπείας όσο και για τα Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ατόμων με Αναπηρία με αποσπασματικές μόνο παρεμβάσεις όλα τα υπόλοιπα χρόνια».

"google ad"

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη της Μάγκυ Αρσενίδου στον “Αγώνα της Κρήτης”:

ΕΡΩΤΗΣΗ: κ. Αρσενίδου, γιατί επιλέξατε να είστε υποψήφια σε αυτή την εκλογική μάχη; Τι πιστεύετε ότι μπορείτε να προσφέρετε εφόσον εκλεγείται;

Μάγκυ Αρσενίδου: Επέλεξα να συμμετέχω σ’ αυτήν την εκλογική μάχη γιατί πιστεύω ότι ζούμε σε μια πραγματικότητα που οφείλουμε να γίνουμε πιο ενεργοί. Δεν αρκεί η κριτική χρειάζεται δουλειά,να πάρουμε μέρος στις αποφάσεις που λαμβάνονται και αφορούν τις δικές μας ζωές. Γιατί δυστυχώς όσο εμείς απογοητευόμαστε και μένουμε μακριά από τα κέντρα των αποφάσεων τόσο το κενό που δημιουργείται καλύπτεται από ανθρώπους που όχι μόνο ανίκανοι μπορεί να είναι αλλά πολλές φορές αποδεικνύονται και επικίνδυνοι.

Έτσι επέλεξα να ενώσω τις δυνάμεις μου με τη μεγάλη ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μετά από την τιμητική πρόταση που μου έγινε παρ’ όλο που δεν είμαι μέλος ή κομματικό στέλεχος κι αυτό προσωπικά το εκτίμησα ιδιαίτερα.

Ως μονογονέας και εργαζόμενη σε μια δομή ενός ευαίσθητου τομέα αυτόν της παροχής κοινωνικής φροντίδαςκαι αποκατάστασης σε παιδιά με αναπηρία, βιώνω τα προβλήματα και τα αδιέξοδα που ερχόμαστε αντιμέτωποι στην καθημερινότητά μας.

Θα δώσω λοιπόν τη μάχη για την πόλη μου, να διεκδικήσουμε μια δίκαιη, συμπεριληπτική κοινωνία με ίσες ευκαιρίες για όλους και όλες.

ΕΡ.: Ως διευθύντρια της ΕΛΕΠΑΠ έχετε μακρά εμπειρία από πρώτο χέρι για τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με αναπηρία. Σε σχέση με τις πολιτικές που αφορούν την αναπηρία βλέπετε να έχει γίνει κάποια πρόοδος τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας; Είναι αρκετή;

Μ.Α.: Δυστυχώς οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια από το κράτος και αφορούν όχι μόνο τα παιδιά με αναπηρία αλλά και γενικά όλο το πληθυσμό αυτής της μεγάλης ομάδας των συνανθρώπων μας είναι από μηδαμινή έως ανύπαρκτη. Ακόμα και σήμερα το κράτος δεν έχει αναλάβει τις ευθύνες του για την παροχή των απαραίτητων υπηρεσιών στα άτομα με αναπηρία και τις περισσότερες φορές αυτήν την ευθύνη αναλαμβάνουν σωματεία γονέων και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί.

Συζητώντας πολλές φορές με συναδέλφους μου και από άλλες δομές και βέβαια με γονείς που καλούνται να ανταπεξέλθουν καθημερινά σε βασικά θέματα όπως αυτή της λήψης θεραπειών και την κάλυψη του κόστους τους, τη φοίτηση των παιδιών τους στο σχολείο ή τη δυνατότητα συμμετοχή τους σε έναν βρεφονηπιακό σταθμό περιγράφουν μία κατάσταση που τις περισσότερες φορές όχι μόνο δεν γίνεται καλύτερη αλλά δυσκολεύει ακόμα περισσότερο, μπλεγμένη σε αποφάσεις που δεν «πατούν» στις πραγματικές ανάγκες.Και δυστυχώς σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί, τουλάχιστον για τη δική μας πόλη τα Χανιά,η ανυπαρξία σε απαραίτητες ειδικότητες γιατρών σε δημόσιες δομές τόσο για την περίθαλψη όσο και για τις παραπομπές των θεραπειών αυτών των παιδιών.

Δεν είναι δυνατόν ένα νοσοκομείο που εξυπηρετεί τόσο πληθυσμό να μην έχει έναν παιδονευρολόγου ή το Κέντρο Ψυχικής Υγείας έναν Παιδοψυχίατρο και κατά συνέπεια να πρέπει ο γονιός είτε να ταξιδεύει στην καλύτερη περίπτωση στο Ηράκλειο ή να πληρώνει ακόμα και αν δεν του το επιτρέπει η οικονομική του κατάσταση αναγκαστικά κάποιον ιδιώτη γιατρό.

Δεν είναι δυνατόν σημαντικοί φορείς όπως το ΚΕ.ΔΑ.ΣΥΧανίων να στεγάζονται σ ένα εντελώς ακατάλληλο περιβάλλον και να ζητείτε από τους θεραπευτές να προβαίνουν στις αξιολογήσεις των παιδιών και από αυτά να προσδοκούν την συνεργασία τους.Τα προβλήματα όπως καταλαβαίνεται είναι πολλά και όχι μόνο αυτά που αναφέρθηκαν.

ΕΡ.: Η πόλη μας έλαβε «έπαινο» ως μία από τις πιο προσβάσιμες πόλεις της Ευρώπης. Εσείς συμφωνείτε με αυτή τη βράβευση; Πώς βλέπετε την κατάσταση στα Χανιά;

Μ.Α.: Πολλές φορές τα βραβεία αφορούν την επίτευξη ή την καταγραφή στοιχείων με κριτήρια τόσο στενά και συγκεκριμένα που δεν ανταποκρίνονται σε καμία περίπτωση στην πραγματική εικόνα.Τα Χανιά έχουν πολύ, μα πολύ δρόμο ακόμα για να είναι μια φιλόξενη και σύγχρονη, προσβάσιμη πόλη που να ανταποκρίνεται στην ισότιμη μεταχείριση τωνΑμεΑ.

Θεωρώ ότι το επόμενο διάστημα η δημοτική αρχή με τη καθοριστική συμβολή του κεντρικού κράτους θα πρέπει να είναι στις άμεσες προτεραιότητές της.

Εκτός των άλλων είναι τουλάχιστον προβληματικό σε έναν τόπο που προσβλέπει στον τουρισμό, μιας και αυτός καταλαμβάνει τη σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα, να μην δίνετε η απαραίτητη σημασία στη δημιουργία υποδομών ώστε να μπορέσει να φιλοξενήσει ΑμεΑ.

ΕΡ.: Το ζήτημα της αναπηρίας είναι και ζήτημα ταξικό, ειδικά σε μία χώρα όπου απουσιάζουν οι υποδομές. Υπάρχει κάποιος σχεδιασμός για μείωση του χάσματος των ευκαιριών που παρουσιάζονται μεταξύ φτωχών και πλουσίων;

Μ.Α.: Σίγουρα το ζήτημα της αναπηρίας είναι ταξικό. Άλλωστε η αναπηρία δεν είναι η βλάβη που υπάρχει στο σώμα αλλά τα εμπόδια και ο αποκλεισμός που επιβάλλονται. Μια σειρά από μέτρα θα μείωναν το χάσμα των ευκαιριών με αίσθημα δικαιοσύνης. Όπως:

  • Δημόσια Κέντρα Αποκατάστασης που να δίνουν έμφαση τόσο στην Πρώιμη Παρέμβαση όσο και στην εκπαίδευση της αυτονομίας των ΑμεΑ.
  • Ισότητα στην συμμετοχή στην εκπαίδευση και παροχή όλων των απαραίτητων ειδικοτήτων, παράλληλη στήριξη, βοηθητικό και νοσηλευτικό προσωπικό για όποιο παιδί το χρειάζεται.
  • Ανάπτυξη προγραμμάτων για την πρόσβαση ατόμων με αναπηρία στην εργασία και την ισότιμη μεταχείρισή τους.
  • Να ολοκληρωθεί, να διευρυνθεί και να γίνουν διορθώσεις στο πρόγραμμα του προσωπικού βοηθού που αυτή τη στιγμή εξυπηρετεί πάρα πολύ μικρό πληθυσμό και όλη η Περιφέρεια είναι εκτός.
  • Πρόσβαση των παιδιών και όχι μόνο σε προγράμματα αθλητισμού και τεχνών

Και βέβαια το μεγάλο ζήτημα της αυτόνομης διαβίωσης με την ανάπτυξη Στεγών Υποστηριζόμενης Διαβίωσης σε κάθε πόλη.

ΕΡ.: Εφόσον εκλεγείται, τι θα θεωρήσετε ως επιτυχία σας αν έχετε κατορθώσει μέχρι να ολοκληρώσετε τη θητεία σας;

Μ.Α.: Ένα από τα μεγάλα θέματα που άμεσα χρειάζεται να λυθεί είναι η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου νομοθετικού πλαισίου. Δεν είναι δυνατόν το 2023 να αναφερόμαστε σε όρους και κανόνες του ’93 που έχουν θεσπιστεί τόσο για τα Κέντρα Αποκατάστασης και Αποθεραπείας όσο και για τα Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ατόμων με Αναπηρία με αποσπασματικές μόνο παρεμβάσεις όλα τα υπόλοιπα χρόνια. Το μόνο που κατορθώνουν είναι να μπερδεύουν περισσότερο τη λειτουργία των Κέντρων αυτών. Άρα χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο το οποίο θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες και δεν θα «τσουβαλιάζει» τους διαφορετικούς πληθυσμούς ωφελούμενων.

Επίσης το θέμα της συμπερίληψης και της παροχής του κατάλληλου προσωπικού εκπαιδευτικού ή μη σε κάθε παιδί και έγκαιρα με την έναρξη της σχολικής χρονιάς θα ήταν μια μεγάλη επιτυχία που δεν έχει ακόμα επιτευχθεί.