13.8 C
Chania
Tuesday, December 24, 2024

“Μάχη για την αποκατάσταση της μνήμης ενάντια στη λήθη” – Συνέντευξη του εξόριστου γιατρού Γιάννη Αντωνιάδη: Στη Γαύδο οι σύντροφοί μας είναι τυλιγμένοι με το θάνατο!

Ημερομηνία:

Συχνά η αλήθεια δεν είναι παρά μια μάχη για την αποκατάσταση της μνήμης ενάντια στη λήθη…

Γράφει ο Δημήτρης Δαμασκηνός,

φιλόλογος-ιστορικός

negreponte2004@yahoo.gr

Ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό, μα η Γαύδος τον Μεσοπόλεμο, αυτό το έρημο, ορεινό και άγονο νησί, όπου σπάνιζαν οι άνθρωποι, τα δέντρα και τα ζα [1],  είχε δίκαια τη φήμη πως ήταν το “νησί του θανάτου” [2], αφού πέθαναν αρκετοί εξόριστοι κομμουνιστές από την πείνα, τις στερήσεις και τις αρρώστιες. Χωρίς αμφιβολία λειτούργησε τουλάχιστον ως το 1941 ως η πιο σκληρή εκτόπιση.

Untitled1
Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], Εκτοπίζονται σήμερα δεκατρείς ακόμα δημοκρατικοί πολίτες, ενώ αμνηστεύονται οι Λουκίδηδες, οι Σάσσαλοι και τα εγκλήματα των χαφιέδων. Καινούργιες συλλήψεις εργατών στη Λάρισα – Δριμύ κατηγορώ του γιατρού Αντωνιάδη, εφημερίδα “Ριζοσπάστης”,  Δευτέρα 2 Δεκέμβρη 1935, σελ. 1.
Δυσεύρετες και γι’ αυτό πολύτιμες είναι -βέβαια- οι μαρτυρίες των αγωνιστών για τις συνθήκες που αντιμετώπισαν ως εξόριστοι στη Γαύδο προσπαθώντας να επιβιώσουν εκεί. Μια από αυτές αφορά στη συνέντευξη του γιατρού Γιάννη Αντωνιάδη [5] που είχε εκτοπιστεί σ’ αυτό το “διαβολονήσι”  τον Αύγουστο του 1935, επί πρωθυπουργίας Τσαλδάρη μόνο για τέσσερις μήνες [6], ωστόσο, ως αποτέλεσμα της κακής διατροφής, παρέμεινε στο κρεβάτι για έναν μήνα μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, με 39 πυρετό και πεσμένα όλα τα νύχια του από τις ρίζες.

Σε κανένα άλλο νησί η απομόνωση από τον έξω κόσμο δεν ήταν τόσο ολοκληρωτική. Η έλλειψη τροφής και η απουσία μιας στοιχειώδους υγειονομικής υποδομής συνέθεταν το αποτύπωμα της κρατικής βαρβαρότητας που άφηνε τραχιά τα σημάδια της πάνω στα σώματα των εκτοπισμένων, οι οποίοι  με την εφαρμογή του “ιδιώνυμου” [3] το 1929 [4] άρχισαν να πληθαίνουν.

“Η όψη του ήταν απαίσια, απαίσια…”, δήλωσε στον Αυστραλό δημοσιογράφο Μπερτ Μπερτλς η γυναίκα του, μια λεπτοκαμωμένη, γοητευτική και κατά κάποιον τρόπο νευρική Γαλλίδα. “Τα μάγουλά του είχαν βουλιάξει, ενώ στο πρόσωπό του και γύρω από τα μάτια του υπήρχαν ρυτίδες” προφανώς από την έλλειψη τροφής, αφού έλειπαν στο καθημερινό… “διαιτολόγιο” των εξόριστων οι απαραίτητες βιταμίνες: “Κι αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Το μόνο τους πρόγευμα ήταν μαύρο ψωμί και φασκόμηλο. Τίποτε άλλο. Ούτε τυρί, ούτε βούτυρο, ούτε αυγά, τίποτε απ’ όλα αυτά. Μερικές φορές έτρωγαν λίγο μέλι, μάλιστα, λίγο μέλι, αυτό ήταν όλο, μέλι που αγόραζαν από τους χωρικούς. Αλλά ακόμα και όσοι διέθεταν χρήματα δεν μπορούσαν να αγοράσουν κάτι άλλο, ήταν αδύνατον, επειδή δεν υπήρχε τίποτε για να αγοράσουν στο νησί. Και τα δέματα με τα τρόφιμα που τους στέλνονταν –έστειλα κι εγώ και άλλοι άνθρωποι– τα έκλεβαν οι αστυνομικοί του νησιού, άκουσον-άκουσον, ούτε και οι αστυνομικοί τρέφονταν καλά και έπαιρναν αυτά που στέλνονταν στους εξόριστους” [7].

Μόλις ανέκτησε κάπως τις δυνάμεις του από τα βάσανα και τις κακουχίες, ο γιατρός Γιάννης Αντωνιάδης έδωσε συνέντευξη στον “Ριζοσπάστη” [8]. Σ’ αυτήν, αφού πρώτα περιέγραψε την εμπειρία του στο Τμήμα Μεταγωγών και τα φυσικά και ψυχολογικά βασανιστήρια που υπέστη ως που να φτάσει στον τόπο της εξορίας του, χαρακτήρισε τη Γαύδο “νησί του θανάτου” και “στίγμα στο χάρτη της Ελλάδας, μια κηλίδα θεόρατη στα μούτρα του “πολιτισμού” της”. Επιπρόσθετα απαίτησε “να σβύσει το γρηγορώτερο από τα χαρτιά της λεγόμενης Δικαιοσύνης και Ασφάλειας σαν τόπος εκτόπισης ανθρώπων” συντασσόμενος προφανώς με το αίτημα της ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΜΝΗΣΤΕΙΑΣ.

Untitled2
Εξόριστοι έξω από το σπίτι τους στο Σαρακήνικο (1936-1937). Από το αρχείο του Νίκου Γ. Παπαδόπουλου, εξόριστου συνδικαλιστή [9].
Ολόκληρη η συνέντευξη-μαρτυρία που ζωντανεύει τη βαρβαρότητα του Ελληνικού αστυνομικού κράτους στον Μεσοπόλεμο σε βάρος πρωτοπόρων αγωνιστών του εργατικού κινήματος, βλέπει και πάλι το φως της δημοσιότητας έπειτα από 82 ολόκληρα χρόνια ως συμβολή στη μελέτη της τοπικής ιστορίας:

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΓΙΑΤΡΟ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ

Το γιατρό Αντωνιάδη, που γύρισε απ’ το νησί του θανάτου, τη Γαύδο, όπου είχε εκτοπισθεί επί τρίμηνο, επισκέφτηκε χθες συντάκτης μας και του ζήτησε πληροφορίες για τη ζωή και την κατάσταση των εξορίστων της Γαύδου.

– Κε Αντωνιάδη. Δυο λόγια για την εξορία σας, για τη Γαύδο, για τη ζωή των συντρόφων μας εκεί.

– Δυο λόγια; Ολάκαιρο βιβλίο χρειάζεται (τώχω έτοιμο) για να δώσει κανείς την εικόνα της Γαύδος, της ζωής των κατοίκων της, του μαρτυρίου των πολιτικών εξορίστων, των αγαπημένων μου συντρόφων. Η Γαύδος, το νησί αυτό του θανάτου, που απέχει 140 μόνο μίλια από τον κοντινώτερο αφρικανικό κάβο και 200 από την Αθήνα, που το καίει ο ήλιος την ημέρα, το πνίγει ο πουνέντες [10] κι’ η άμμο, που στραβώνει ό,τι ζωντανό, ενώ τη νύχτα το μουσκεύει η υγρασία, έως τα κόκκαλα∙ η Γαύδος στίγμα στο χάρτη της Ελλάδας, μια κηλίδα θεόρατη στα μούτρα του “πολιτισμού” της, πρέπει να σβύσει το γρηγορώτερο από τα χαρτιά της λεγόμενης Δικαιοσύνης και Ασφάλειας σαν τόπος εκτόπισης ανθρώπων, προ πάντων ανθρώπων, που το μοναδικό τους κακούργημα είνε να μη δέχονται, να μη νοιώθουνε ωφέλιμο πως πρέπει να κυβερνηθεί ο τόπος τους με τις μέθοδες Κονδύλη, Τσαλδάρη ή Βενιζέλου, με τις μέθοδες των συμφερόντων των λίγων σε βάρος των πολλών.  

Οι πολιτικοί εξόριστοι, οι κομμουνιστές και οι δημοκράτες, δέχονται πως είνε εχθροί του σημερινού “Κράτους” των Μποδοσάκηδων-Κονδύληδων-Μαρήδων, δέχονται πως τούτο είνε ταξικό κράτος που κάνει πάλη ενάντια σ’ εκείνους που θέλουνε να το αντικαταστήσουνε μ’ ένα άλλο, το λαϊκό, μα δε, δέχονται και τα φυσικά και ψυχικά βασανιστήρια των μεσαιωνικών τμημάτων μεταγωγών και τη Γαύδο, εφόσον το Ελληνικό αυτό Κράτος δεν έχει την τόλμη, το θάρρος, να πετάξει τη μάσκα και να πει πως είνε βάρβαρο, μεσαιωνικό, φασιστικό, πως δεν έχει σύνταγμα, του 1911 και του 1926, με απαγόρεψη ρητή βασανιστηρίων, εφ’ όσον δε κηρύχνει επίσημα πως είνε κράτος γκάγκστερς, που εννοεί για νάχει τα λεφτά μια χούφτα ατόμων και να καλοζεί, να βασανίζει τους αιχμαλώτους του σ’ άγνωστα κι έρημα νησιά, αρπάζοντάς τους καταμεσής του δρόμου, όπως βρίσκονται.  

 ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ

Τμήμα Μεταγωγών! Τόπος που μαρτυρώντας βέβαια, βγαίνει ο καθένας, άλλος άνθρωπος, αντικρύζοντας κατάματα τον ελληνικό “Πολιτισμό”. Βρώμα, αδιαχώρητο, βαναυσότητα, βρισιές, που δεν πρέπει να επιτρέπονται σε καμμιά περίπτωση από την ιθύνουσα τάξη του οποιουδήποτε Κράτους -εκτός αν είνε κράτος μαστροπών και καταγωγίων- στους υπαλλήλους του πολιτικούς ή στρατιωτικούς. Κοκκινίζω από ντροπή σαν σκέφτομαι πως το μεγαλύτερο μέρος της φαμίλιας μου, στρατιωτικοί, πολιτικοί, ελεύθεροι επιστήμονες έχουνε στο ισνάφι [11] τους τέτοιους εκπροσώπους που με τον ευκολώτερο τρόπο αφήνουν φράσεις σαν: “Πούστηδες… Θα σας… το Χριστό κλπ” ή “εμπρός κατουρίστε και χέστε..”. Ας αφήσουμε το ταπεινό, και όχι αντρίκιο δάρσιμο των κρατουμένων για εκδίκηση, σωφροσύνη! Ας φυλακίζουν, εξορίζουν, τουφεκίζουν.

Λένε, ότι πια με τη Βασιλεία θα αλλάξει η διανόηση της διοίκησης. Το πρώτο θάναι η προσωπική επέμβαση του Βασιληά για την κατάπαυση του αίσχους αυτού, που αντανακλάει στη σημερινή κατάσταση. Να γίνει ανθρώπινη η συμπεριφορά προς τους οποιουσδήποτε κρατουμένους, να προσπαθούνε τα κρατικά όργανα να δείξουν ότι είνε ανώτερα από κείνους. Να γίνουν τμήματα μεταγωγών γι’ ανθρώπους κι’ όχι σαν τα σημερινά για υπανθρώπους, για κτήνη.   

Εγώ είχα την τύχη -θα την πω καλή, μια που είδα τόσα όσα δε φανταζόμουνα- ν’ αλυσοδεθώ με 40 βαρυποινίτες των φυλακών Ζακύνθου, που τους πήγαιναν στις φυλακές Ιτζεδίν. Δεμένοι σφιχτά, περπατώντας στους δρόμους του Πειραιά, των Χανίων, δυο-δυο, τι θέαμα και τι παράσταση πολιτισμού που δίναμε του κράτους, της καλωσύνης, της αξιοπρέπειάς του. Στριμωγμένοι σαν “αιγοπρόβατα”, στο κατάστρωμα ενός σκυλοπνίχτη που δε μεταφέρει επιβάτες, μείναμε δεμένοι σ’ όλη, ίσαμε τα Χανιά, τη διαδρομή κι’ ο ένας ξερνώντας τραβούσε άθελά του και τον άλλον στα κάγκελα του καραβιού ή θέλοντας να πάει προς ανάγκη του υποχρέωνε και τον αλυσσόδετο σύντροφό του να συμμεριστεί τη θέση του. Αισχρότερο και ταπεινώτερο Κράτος δεν μπορεί να γίνει σαν ανέχεται ατιμώρητα τούτα. Νηστικούς, κάτω από τον άνεμο και την τρικυμία του Μυρτώου πελάγους μια δύναμη διπλάσια χωροφυλάκων να κρατάει αλυσσοδεμένους 45 ανθρώπους-πτώματα.

Untitled3

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Μα, ας έρθουμε στο Γολγοθά, τον αληθινό Γολγοθά και για ξεκούραστους -φανταστείτε για ασυνήθιστους, για εξαντλημένους και νηστικούς σαν κι’ εμάς- την κάθοδο από το Ασκίφου στη Χώρα των Σφακίων, το κουτρουβάλιασμα πέντε ώρες στη νότια πλευρά των Λευκών Ορέων. Φορτωμένοι, διψασμένοι κάτω από τον καυτό ήλιο, πέντε ώρες να γδερνόμαστε, να ξεσκιζόμαστε απάνω στις θρυλικές μαδάρες [12] , όπως και το κρητικό δίστιχο λέει:

Κι’ α δε σε κάμω να διαβείς τσί Σφακιανές μαδάρες

Να σε γυρεύγ’ η μάννα σου τέσσερες εβδομάδες

Α! Μήνες, χρόνια θα γυρεύουν τους συντρόφους μας οι μαννάδες τους, αν τους αφήσουμε. Όποιος δεν έκανε το ταξείδι αυτό δε γνώρισε βάσανα!

Στη Χώρα Σφακίων, τους βράχους τούτους τους άδεντρους με τις αετοφωληές-κατοικίες, όπου αντίκρυ τους ξεπροβάλλει γλυστερή η καυκάλα της θαλασσοχελώνας, της Γαύδος, με το χελωνάκι της δίπλα τη Γαυδοπούλα, θα νόμιζε κανένας λογικός, πως μένουμε λεύτεροι πια να πλυθούμε, να φάμε, να κοιμηθούμε. Τι εξόριστοι εδώ, τι απέναντι. Λάθος! Ενώ είσαι εκτοπισμένος, πολιτικός εξόριστος, τα όργανα της τάξης, οι χωροφύλακες, νομίζουνε πως είσαι φυλακισμένος κι’ ότι πρέπει -είνε ευχαρίστηση, βλέπεις, του αμόρφωτου δύστυχου λαού να παιδεύει το συνάνθρωπό του σαν του πέφτει στα χέρια- να σε κλειδώσει μέσα στο μπουντρούμι [13], ακολουθώντας τα χνάρια της Αθήνας, Πειραιά, του εν “πλώ” πολιτισμού.       

Κι’ εδώ να μην ξέρεις πότε θάρθει το καΐκι. Μέρες φυσικών και ψυχικών βασανιστηρίων, έτσι που το καταραμένο απέναντι νησί του θανάτου, η Γαύδο, μ’ όλες τις συμφορές που σε περιμένουν σαν σε ξεβράσουν απάνω του, να το βλέπεις σαν το… νησί της Ουτοπίας.

Κι’ έρχεται και μας παίρνει και μας θαλασσοδέρνει 5, 6, 8 ώρες και μας ρίχνει στον Πύργο κάτι φαλαίς (sic), κάτι απερίγραφτους γκρεμνούς, απ’ όπου επί δυο ώρες φορτωμένοι και πεζοπορώντας μεσ’ την άμμο και τα κατσάβραχα φτάνουμε στο Καστρί, τα 3-4 σπιτάκια όπου και ο αστυνομικός σταθμός. 

Από δω πια είμαστε λεύτεροι -μα πεθαμένοι και άθαφτοι. Και ως τόσο η ανάγκη της αυτοσυντήρησης, δημοκράτες και κομμουνιστές, μας σπρώχνει να βαδίσουμε και μιάμιση ώρα ακόμα, περνώντας βουνά πετρώδικα και ρεματιές για να φτάσουμε στην άλλη άκρη του νησιού, το Σαρακήνικο, όπου είνε η κολεχτίβα [14] και ζούνε οι μάρτυρες της Εργατικής Τάξης.

Από δω και πέρα δε μιλώ για μας. Ό,τι έγινε με μας γίνεται  με όλους. Όλα τα ανθρώπινα πια κουρέλια που πετάει με τόση απανθρωπιά και εκδίκηση το Κράτος στο ξερονήσι αυτό. Εκεί ζούνε σήμερα 62 εξόριστοι, στην κολεχτίβα, σπίτι χτισμένο από τα ίδια τα χέρια των συντρόφων, θεονήστικων, καθώς και σε άλλα δυο Γαυδιώτικα σπίτια από ξερολιθιά, σπίτια-σπηλιές-ντάμια [15], όπως είνε κι’ όλα τα σπίτια της Γαύδος.

Untitled4
Tο σωζόμενο “σπίτι του Βελουχιώτη” στο Σαρακήνικο της Γαύδου που έχτισε για τις ανάγκες της το 1931-1933 η πρώτη φουρνιά εξόριστων με γραμματέα της κολλεκτίβας τον T. Φίτσο. Xτίστηκε από τους ίδιους τους εξόριστους και ήταν ιδιοκτησία της Oμάδας Συμβίωσης [16].

Το φαΐ μας είνε το μεσημέρι κουκιά με μαμούνια τεράστια και πέντε (5) δράμια [17] λάδι με εκατό δράμια μαύρο ψωμί. Το βράδυ ένα κομμάτι τυρί-κιμωλία, που οι Γαυδιώτες, αφού το αποβουτυρώσουν το διατηρούνε με λάδι και ένα κύπελλο φασκόμηλο. Τα κουκιά εναλάζονται με φασόλια, γυφτοφάσσουλα, ρεβίθια, φακές της χειρότερης ποιότητας, καθώς και πάτσα, που οι περισσότεροι την συχαίνονται και να την ιδούν. Ούτε χορταρικό, ζαρζαβατικό, ούτε φρούτο, ούτε τίποτα. Κάθε 1-2 μήνες κανένα κατσίκι, που θα μπορέσουμε να αγοράσουμε. Η μονότονη αυτή διατροφή φέρνει κλονισμό στην υγεία, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με φάρμακα,  ανύπαρκτα κι’ αυτά για απλούστερες ανάγκες. Απομόνωση από τον έξω κόσμο, από τη δράση, τον πολιτισμό, τη φαμίλια με το καΐκι κάθε 8-10-15-20 μέρες, με κατοίκους αφημένους σε μια ζωή πριν χίλια-χίλια πεντακόσια χρόνια, σε κατάσταση αγριότητας, γεμάτη καλωσύνη κι’ αγαθότητα, με υπολείμματα πρωτόγονου πολιτισμού, με διατροφή τέτοια, νερό γλυφό και αμμώδικο, εξήντα δυο άντρες και δυο γυναίκες, γεμάτοι ελπίδες, όνειρα, πεποιθήσεις, φλόγα, ρέβουνε [18] εκεί,  όπου μόνο αλάτι κι’ άμμος βρίσκονται σε αφθονία.  

Untitled5
Ογδόντα δύο (82) χρόνια μετά την κατασκευή του το 1933, με ευθύνη της νέας δημοτικής αρχής μια καλαίσθητη επιγραφή τοποθετήθηκε το 2015 μπροστά στο “σπίτι του Βελουχιώτη” στο Σαρακήνικο της Γαύδου, το καμάρι της Ο.Σ.Π.Ε. (Ομάδας Συμβίωσης Πολιτικών Κρατουμένων) του νησιού [19].

Κι’ αν αρρωστήσουν; Θα πεθάνουν αν δε βαστάξουν, όπως πέθανε κι’ ο Καραντεμίρης [20], πούνε θαμμένος απέναντι στη Χώρα σ’ ένα ερημοκλησάκι απόξω -σαν ξενοτοπίτης μακριά από τους ντόπιους και το νεκροταφείο τους- και όπου με χίλιους τρόπους κατώρθωσα να το ανακαλύψω, τιμώντας τη μνήμη του ήρωα-θύματος της ιδέας! Θα πεθάνουν, γιατί ίσαμε νάρθει το καΐκι, ίσαμε να πάει την αναφορά στη Χώρα, από κει στα Χανιά, κι’ όπως έγινε με μένα που αρρώστησα στην Αθήνα, ο άρρωστος θάχει σκεβρώσει [21] μεσ’ στην άμμο πεθαμένος από βδομάδες. Φανταστείτε πως για μένα, με όλες τις αυτοπρόσωπες βεβαιώσεις της αστυνομίας, η πρωτεύουσα ακόμα ν’ απαντήσει για να μεταφερθώ, όπως απαιτούσε η κατάστασή μου, γρήγορα στα Χανιά.   

Να γιατί είνε ακόμα νησί του θανάτου η Γαύδος, να γιατί ο Βασιληάς, σαν θέλει νάνε σε πολιτισμένο Κράτος κύριος πρέπει να το απαγορέψει για τόπο εξορίας.

ΧΩΡΙΣ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥΡΤΟΥΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΥΓΡΗ ΝΥΧΤΑ

Αλλά με ρωτάτε αν είνε ντυμένοι οι σύντροφοι στη Γαύδο. Μα πως νάνε; Αφού εγώ ίσαμε να φτάσω εκεί κατάστρεψα τα ρούχα μου, πως εργάτες φτωχοί κι’ αγρότες οι περισσότεροι νάχουνε ρούχα; Ούτε ρούχα, ούτε εσώρρουχα, ούτε σεντόνια, κουβέρτες, παπούτσια, κάλτσες, κασκέτα έχουν. Ζούνε μέσα σε κουρέλια. Η κατάστασή τους εκεί είνε άθλια. Μόνο που είνε εξαιρετικά καθαροί. Ξυπόλητοι με υπολείμματα παπουτσιών, με παντελόνια έτσι κουρελιασμένα, ώστε ξεσκίζουνε τα μπατζάκια από τα γόνατα και κάτω για να μπαλώσουνε τον πισινό τους, με δίχως πουκάμισα, τουρτουρίζουνε την νύχτα την υγρή, μουσκεμμένη, γλυτσιασμένη, καταραμένη νύχτα της Γαύδου. Και νάχουν τόσες δουλειές όλη μέρα, να κουβαλάνε από μίλια μακρυά το νεράκι για πιόμα, το νερό για πλύσιμο, τα ξύλα για κάψιμο, τα ξύλα για φτιάσιμο κρεββατιών των καινούργιων που έρχονται, να σκουπίσουν να πλύνουν, να διαβάσουν, να αυτομορφωθούν, να μορφώσουν επίσης όσους δεν είνε μορφωμένοι από τους άλλους. Γιατί έχουμε και αγράμματους ολότελα που τους μαθαίνουμε γράμματα, μια που κανένας στα 30 τους χρόνια δε νοιάστηκε γι’ αυτό.

Untitled6
Μέλη της ΟΣΠΕ Ανάφης μαζεύουν και μεταφέρουν φρύγανα για προσάναμμα στα μαγειρεία. Πηγή: Margaret E. Kenna, Η κοινωνική οργάνωση της εξορίας, Αθήνα, 2004. 

– Κι’ οι κάτοικοι;

– Πολύ καλοί, φρόνιμοι, ευγενικοί, μα πεινάνε, δυστυχούνε, ζούνε σαν ζώα με τα ζώα τους στις σπηλαιώδικες κατοικίες τους, τρώγοντας το κριθαράκι που αλέθουν στο χειρόμυλο, λίγο λαδάκι, κουκιά και κέδρα. Τα κέδρα! Είνε το φρούτο της Γαύδου. Σ’ αυτά, Σεπτέμβρη-Οκτώβρη, σαν ωριμάζουν, καταφεύγουνε κι’ οι σύντροφοί μας, πεινασμένοι, λιμασμένοι [22] για κάτι γλυκό, για λίγο φρούτο, ενστικτώδικη αναζήτηση βιταμινών.

Απαίσιοι, κουβαριασμένοι σπάγγοι λίγο γλυκοί τυλιγμένοι σε μια σκληρή φλούδα, μ’ ένα άρωμα ρετσίνας, να τα κέδρα. Κι’ όμως όλη μέρα, ή το βραδάκι προ πάντων, ακούς, τάχατες αστεία, τους συντρόφους να λένε “Πάμε να βοσκήσουμε;”

Αυτή είνε με δυο λόγια, που ζητήσατε, η ζωή της Γαύδος, των κατοίκων της, των συντρόφων μας, η χθεσινή ζωή μου.

– Μα καλά. Ψάρια;

– Ούτε στις γιορτές. Οι Γαυδιώτες από χρόνια δεν ψαρεύουν. Αν έρθουνε στα κρυφά ψαράδες από αντίκρυ, την Κρήτη, ρίχνουν δυναμίτες, πιάνουν ό,τι πιάσουν και στρίβουν. Ούτε ψάρια δεν έχουνε οι σύντροφοί μας. Από παντού είνε τυλιγμένοι με τον θάνατο. Η πικρή θάλασσα, η πείνα, η ζέστη, η υγρασία, η άμμος, η μόνωση. Η μόνη τους ευτυχία είναι ο ερχομός του καϊκιού: Το ταχυδρομείο, ένα γράμμα από το σπίτι, την αγαπημένη, τον φίλο, την Εργατική Βοήθεια [23], έναν όμιλο [24], μια εφημερίδα, μια επιταγή. Τι πόνος σε όποιον δεν έχει τίποτα! Στους πολέμους δεν πόνεσε τόσο η ψυχή μου όσο στη Γαύδο κοντά στους κακούς μου συντρόφους, που όσο δεν καταργιέται το θανατερό αυτό νησί, πρέπει με ό,τι έχει η Ελλάδα, η εργαζόμενη και πονετική, η καλή και τίμια, να τους βοηθήσουμε, να τους γλυκάνουμε, να τους βαλσαμώσουμε τις πληγές τους, να τους στείλωμε έστω και μπαλωμένα ρούχα, εσώρρουχα, παπούτσια, βιβλία, τσιγάρα, γραμματόσημα. Τους εξόριστους της Γαύδου πρέπει να τους πονέσουμε πολύ, γιατί είνε οι πιο αγαπημένοι, οι πιο βασανισμένοι αγωνιστές μας. Προ πάντων όμως πρέπει ν’ απαιτήσωμε πρώτα-πρώτα τη γενική αμνηστεία όλων των πολιτικών εξόριστων και δεύτερα την κατάργηση του νησιού αυτού του θανάτου σαν τόπου εξορίας.

Untitled7
Μέλη της ΟΣΠΕ Ανάφης έτοιμα να ξεφορτώσουν τα εφόδια και να υποδεχθούν τους νέους εξόριστους που έφθαναν με το καράβι μια φορά την εβδομάδα, εφόσον το επέτρεπε ο καιρός. Πηγή: Margaret E. Kenna, Η κοινωνική οργάνωση της εξορίας, Αθήνα, 2004 

Μα στο βιβλίο που θα βγει, θα τα δήτε όλα αυτά και με φωτογραφίες ζωντανεμένα.      

Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], Εκτοπίζονται σήμερα δεκατρείς ακόμα δημοκρατικοί πολίτες, ενώ αμνηστεύονται οι Λουκίδηδες, οι Σάσσαλοι και τα εγκλήματα των χαφιέδων. Καινούργιες συλλήψεις εργατών στη Λάρισα - Δριμύ κατηγορώ του γιατρού Αντωνιάδη, εφημερίδα "Ριζοσπάστης",  Δευτέρα 2 Δεκέμβρη 1935, σελ. 4.
Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], Εκτοπίζονται σήμερα δεκατρείς ακόμα δημοκρατικοί πολίτες, ενώ αμνηστεύονται οι Λουκίδηδες, οι Σάσσαλοι και τα εγκλήματα των χαφιέδων. Καινούργιες συλλήψεις εργατών στη Λάρισα – Δριμύ κατηγορώ του γιατρού Αντωνιάδη, εφημερίδα “Ριζοσπάστης”, Δευτέρα 2 Δεκέμβρη 1935, σελ. 4.
Η δήλωση του γιατρού Γιάννη Αντωνιάδη είχε πραγματική βάση, μιας και τριες μήνες αργότερα, στον “Ριζοσπάστη” της Πέμπτης 26 Μαρτίου 1936, την επόμενη δηλαδή μέρα του γιορτασμού της 25ης Μαρτίου, εμφανίστηκε  προδημοσίευση ενός κομματιού από το βιβλίο του για τη Γαύδο που επρόκειτο να κυκλοφορήσει η Εργατική Βοήθεια Ελλάδας. Έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο: “Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη” παραπέμποντας σατιρικά και πικρόχολα στον “Ύμνο εις την Ελευθερίαν” του Δ. Σολωμού, αν και κυριολεκτικά αναφέρεται στα κόκκαλα με τα οποία έφτιαχνε τη σούπα της μια κολεχτίβα τεσσάρων κομμουνιστών εργατών στις Σέρρες, για να μην πεθάνουν της πείνας. Αυτό το γεγονός ανασύρει από τη μνήμη του ο εξόριστος στη Γαύδο Γιαννόπουλος, την ώρα που βάζουν τα δυνατά τους οι σύντροφοί του να ξεγελάσουν την πείνα τους τρώγοντας κρεμύδια πρωί-μεσημέρι-βράδυ. 

Από τη μέχρι τώρα έρευνα δεν έγινε δυνατό να διαπιστωθεί αν πράγματι κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γ. Αντωνιάδη ή το έφαγε κι αυτό το μαύρο το σκοτάδι με την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, όπως τόσες άλλες εκδόσεις που είχαν προαναγγελθεί. Το κομμάτι, όμως, που έχει διασωθεί είναι το παρακάτω:

 

Untitled9

Το μεσημέρι τρώμε νερό∙ βραστά φασόλια. Στο πιάτο του καθένα ρίχνει ο μάγερας μια “λαδιά”. (Για να διατηρεί τις βιταμίνες του, φαίνεται, δεν βράζει το λάδι στη χύτρα). Όποιος έχει τον παρά, βέβαια, ρίχνει όσες λαδιές θέλει. Απάνω στο λάδι, όπως και στο τσιγάρο, γίνονται πολλές γαλαντομίες [25] -τράκες [26]– απ’ όσους έχουνε. Έτσι εξηγιέται το πρωινό πείραγμα του Παπαγιαννόπουλου στον Γούναρη. Διασταυρώνονται απάνω από τα πιάτα ματιές του ένα στον άλλον, του Παπαγιαννόπουλου στον Δεναξά, ή του Σαρόπουλου προς τον Γιαννόπουλο, που και λαδιάς προσονομάζεται για τη μανία του στο λάδι.

– Τι να μου κάνει μια “λαδιά”, λέει ο φουκαράς, ενώ γρονθοκοπάει στο τραπέζι ένα κρεμύδι – κατά βούλησι τα κρεμύδια σαν προσφάι, φαί ή φρούτο, όπως και τα σκόρδα από το κεφάλι του “εσταυρωμένου”. – Στις Σέρρες πούμασταν σαν κολεχτίβα τέσσεροι καπνεργάτες σύντροφοι, είχαμε πεθάνει τα κόκκαλα. Αλλοιώς θα μας είχε θερίσει η πείνα. Ανεργία και των γονέων. Επιδόματα μηδέν. Η περιουσία στις Τράπεζες! Ντύνουμε, λοιπόν, κι’ εγώ μια μέρα καλά, γραβατίτσα, παπιγιόν, ρεμπούμπλικα [27] εν τάξει και την ομπρέλλα σαν μπαστούνι, σφιχτοδεμένη στον αγκώνα, ίδιος μουσιούς [28], και πηγαίνω στο καλύτερο κρεοπωλείο της πόλης. Ζητάω μερικά κόκκαλα. Ο χασάπης πρόθυμα μου δίνει πεντέξη οκάδες [29] μ’ ένα τάλληρο.  Ύστερα από δυο μέρες ξαναγυρίζω, τα ίδια και τα ίδια, πάντα κυτάζοντας να πετυχαίνω εκείνα πούχαν και λίγο κρεατάκι.

– Μα πόσα σκυλιά έχετε, κύριε; με ρωτάει κάποτε ο χασάπης σα τονε πλήρωνα.

– Τέσσερα, λέω, αποκρύβοντας και το συμπλήρωμα: “με μένα τον ίδιο”.

– Το λοιπόν, είχαμε και μια γρηά που δεν είχε κανέναν στον κόσμο -δυο γυιοί της είχανε πεθάνει φτισικοί [30] καπνεργάτες, ο γαμπρός της είχε πάει στην Αμέρικα, μα χάθηκε χρόνια τώρα. Αυτή είχε αναλάβει να μας περιποιγιέται∙ κοπάνιζε τα κόκκαλα, τα ‘ριχνε στη χύτρα με σέλινα, καρότα, πράσα και γινότανε μια σούπα μεγαλείο. Ρίχναμε και μπόλικο ψωμί μέσα κι ύστερα… γλύφαμε και γδέρναμε τις κοκκάλες με τα δόντια -έχω κάτι δόντια, ρε παιδιά, κυττάτε, μπορώ να σας φάω όλους, παραθέτει ο Γιαννόπουλος σφίγγοντας τα κάτασπρα δόντια του και ξετραβώντας τα μελαψά μάγουλά του προς τ’ αυτιά. – Κάθε πρωί ο τενεκές των σκουπιδιών γέμιζε. Αυτό βάσταξε πάνω από τρεις μήνες. Είχαμε γίνει πραγματικά αγνώριστοι. Ο Βενιζέλος εδώ δεν είχε πέσει καθόλου έξω. Που να μαρτυρήσουμε το μυστικό; Θα πεθαίναμε κι εμείς της πείνας σαν όλους τους άλλους. Τι να πάρουν πέντε νομάτοι [31] με πέντε δραχμές;… Αχ, μωρέ! Αυτή η γρηά μας χαντάκωσε. Με το καθημερινό της “γκαπ-γκουπ” τράβηξε την προσοχή των γειτόνων. Τα ίδια και ο σκουπιδιάρης που άρχισε να διαμαρτύρεται για τους γεμάτους κόκκαλα τενεκέδες. Που περίσσευε, βλέπεις, από μας να του βουλώναμε το στόμα, να του δίναμε κανένα ταληράκι. Έτσι η δουλειά χάλασε. Το πράμα μαθεύτηκε. Ξέρεις τι σούνε οι Σέρρες; Τώμαθε κι’ ο χασάπης πως δεν έχω σκυλιά, πως είμαι κομμουνιστής-καπνεργάτης -και μια μέρα -τηνε θυμάμαι και νευριάζω γιατί δεν τούσπασα το κεφάλι- μ’ έστειλε στο διάολο.

– Παληόσκυλο, ξεφορτώσουμε από δω. Με κορόιδευες τόσον καιρό και σούδινα τα καλύτερα κόκκαλα. Σ’ έπαιρνα για κύριο, κακομοίρη μου…

Σάμπως τα ταλαράκια μας, τέσσερις εργάτες ίσαμε κει πάνω, νάτανε κοροϊδία. Ας είνε. Που τα μεγαλεία, ρε παιδιά, των Σερρών. Να τάχαμε σήμερα! Τι μου τα θυμήσατε;

Όλοι αναστενάξαμε. Πως ονειρευόμαστε μερικά κόκκαλα για τα σκυλιά. Αφαιρούμαι κι’ εγώ και στοχάζομαι. Δακρύζω χωρίς να το καταλάβω -ίσως με βάρεσε η σπιρτάδα των κρεμυδιών που προσφέρουνε αράδα τα φύλλα της καρδιάς τους στις γερές γροθιές και τα δόντια των πεινασμένων κι’ ανεκδίκητων [32] ακόμα συντρόφων μου.  

– Σε τσούξανε, γιατρέ, τα κρεμύδια. Είσαι ακόμα ασυνήθιστος.

– Ναι, ναι, παιδιά, λέω και σηκώνουμαι. Δεν μπορώ τίποτα να φάω.

Το βράδυ έχουν κριθαράκι πάστα με βούτυρο. Οι παληοί, προπάντων όσοι έχουνε ζήσει στις φυλακές, όπου οι πάστες σκουληκιασμένες πάντα και μονότονα σερβίρονται με μαργαρίνη, δεν τρώνε ούτε κουταλιά. Πέρνουνε μια φέτα ψωμί και βγαίνουνε έξω στο χαγιάτι [33]. Ξερομασούνε, πίνουνε ένα κύπελλο γλυφό νερό και

– Άιντε, πάμε περίπατο στην πλατεία Κύρωφ;

Εκεί ξεχνάνε τα σωματικά τους βάσανα, νοσταλγώντας καλύτερες μέρες, γελώντας και τραγουδώντας. Εγώ, επειδή πεινάω και δεν έχω κακά προηγούμενα με τα ζυμαρικά, τρώγω με όρεξη.

Τη δεύτερη μέρα, το μεσημέρι έχει “φούλια”, κάτι κουκιά γεμάτα μαμούνια. Μετά το τσάι όλοι βοηθάμε στο καθάρισμά τους. Από βραδύς ο μάγερας τάχει βάλει στο μούσκιο [34] και μ’ ένα μαχαίρι πρέπει να κόψουμε την άκρη τους. Όλα τα μαχαίρια επιστρατεύονται. Με γέλια και πειράγματα, η δουλειά γίνεται γοργά.

– Μην τα ρίχνετα χάμω τ’ απορρίματα. Προσέχετε. Τα τρώει η Μαρία, λέει ο Γερούκης. Είναι και γκαστρωμένη. Έκανε πολιτικό γάμο μ’ ένα Γαυδιώτη γάιδαρο και μάρτυρες εμένα και τον Δεναξά. Τη ληξιαρχική πράξη την υπόγραψε κι’ ο δήμαρχος Καβάλλας, ο Παρτσαλίδης.

Όλοι σκάμε στα γέλια. Πολλά κουκιά ξεφεύγουνε από τα χέρια μας. Μα ο Τζίντζογλου, ο ξεθηλικωμένος τούτος Ήφαιστος, με το μαύρο λερό μούτρο σαν μάσκα αρχαϊκού χωρίς μουστάκια σατύρου, την ξεγκοφιασμένη μέση που σαν περπατεί πάει σαν πάπια, ο περιζήτητος παπουτσής -μπαλωματής μας, επιμένει ανοίγοντας διάπλατα από τα γέλια το τεράστιο στόμα του.

– Ο γάμος ήτανε θρησκευτικός γιατί σαν μύρισε το γαυδιώτικο κρίνο η Μαρία, ο παπάς του νησιού ήτανε απόμερα και συχάρηκε και τον Δήμαρχο, τον Παρτσαλίδη∙    

– Θα πιάσει, θα πιάσει, τσίριε Δήμαρχε, και θάνε καλύτερο το γομαρέλι [35] από το…

… Εδώ οι νεοφώτιστοι μαθαίνουνε πως η Μαρία, γρηά 26 χρονών, σαν καλοταΐστηκε, συνήρθε τόσο που η κολεχτίβα απόρριψε πρόταση αγοράς από γαυδιώτη με το σεβαστώτατο ποσό των οχτώ αυγών. Κι’ όχι μόνο τούτο μα και γκαστρώθηκε κι’ έκανε ένα γαϊδουράκι που “δια βοής” βαφτίστηκε (τ’ όνομα δεν το γράφω, γιατί ο πολιτικός που τώχει σα να προσπαθάει σήμερα να γίνει άνθρωπος) και πουλήθηκε 275 δραχμές…” [36]

Γιάννης Αντωνιάδης, Στη Γαύδο το νησί του θανάτου. Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη, εφημερίδα "Ριζοσπάστης", Πέμπτη 26 Μαρτίου 1936, σελ. 2.
Γιάννης Αντωνιάδης, Στη Γαύδο το νησί του θανάτου. Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη, εφημερίδα “Ριζοσπάστης”, Πέμπτη 26 Μαρτίου 1936, σελ. 2.

Σημειώσεις:

[1] Γκριτζώνας Κώστας, Ομάδες Συμβίωσης, εκδόσεις Φιλίστωρ, 2000, σελ. 32.

 

[2] Γκριτζώνας Κώστας, ο.π. σελ. 34-35.

[3] Το πρώτο άρθρο του νομοσχεδίου που κατατέθηκε από την κυβέρνηση το 1928 είχε τίτλο “περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών”. Προέβλεπε ποινή φυλάκισης εναντίον οποιουδήποτε οργάνωνε ή κατεύθυνε κομμουνιστική ή παρόμοια κίνηση, που απέβλεπε στην ανατροπή με βίαια μέσα του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή στην επικράτηση, με τη βία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Το δεύτερο άρθρο, τιμωρούσε οποιονδήποτε δημόσια υποστήριζε τον κομμουνισμό ή έκανε σχετικό προσηλυτισμό. Το τέταρτο και πέμπτο άρθρο απαγόρευαν όλες τις κομμουνιστικές συγκεντρώσεις, χαρακτηρίζοντας τες, εκ προοιμίου, ως “επικίνδυνες” για τη δημόσια ασφάλεια, καθώς και κάθε ένωση φυσικών προσώπων που διακήρυσσαν κομμουνιστική ή παρόμοια ιδεολογία. Αυτές ήταν οι διατάξεις του διαβόητου νόμου που έμεινε γνωστός ως «ΙΔΙΩΝΥΜΟ», τιθέμενος σε ισχύ το 1929. Εφαρμόστηκε με αυστηρότητα μέχρι το 1936, οπότε και αντικαταστάθηκε από έναν ακόμη πιο σκληρό νόμο της δικτατορίας Μεταξά.

[4] Βλ. Κούνδουρου Ρ.Σ., «Η ασφάλεια του Καθεστώτος, Πολιτικοί κρατούμενοι, εκτοπίσεις και τάξεις στην Ελλάδα 1924-74», Αθήνα, εκδόσεις Καστανιώτη, 1978, σελ. 74.

[5] Ο γιατρός – υγειονολόγος Γιάννης Αντωνιάδης τιμωρήθηκε με εκτόπιση, γιατί μετά τις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934, που σημαδεύτηκαν από τη νίκη του “Ενιαίου Μετώπου Εργατών – Αγροτών” (ΕΜΕΑ) και την εκλογή του Μήτσου Παρτσαλίδη ως Δήμαρχου στην πόλη της Καβάλας, ως κομμουνιστής επιστήμονας είχε πάει στην Καβάλα, για να στηρίξει στο έργο της τη δημοτική αρχή (βλ. Γκερκελκτσής Φάνης, Μήτσος Παρτσαλίδης, ο πρώτος κόκκινος δήμαρχος, εφημερίδα Μνήμη του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας, φύλλο 5 (Ιανουάριος 2011). Όταν συναντήθηκε με τον Μπερτ Μπέρτς- έδωσε την εντύπωση ενός ήσυχου ευγενικού άνδρα γύρω στα 40.  Ο Γιάννης Αντωνιάδης συμμετείχε στις εκλογές ως υποψήφιος του Παλλαϊκού Μετώπου στις εκλογές του 1936 (βλ. σημείωση του μεταφραστή στο βιβλίο του Μπερτλς Μπερτ, Εξόριστοι στο Αιγαίο, ο.π., σελ. 364).

[6] Το έγκλημά του ήταν ότι “είχε επισκεφθεί τη Ρωσία”! Επίσης, ότι είχε γράψει ένα ή περισσότερα βιβλία “για τη Ρωσία”. Δεν είχε σημασία το γεγονός ότι τα βιβλία αυτά είχαν εκδοθεί από ένα μέχρι πέντε χρόνια προτού κατηγορηθεί. Ανάμεσα στα βιβλία του περιλαμβάνονταν: Η Ζωή Όπως την Είδα στη Σοβιετική Γη, Κοινωνική Ασφάλιση στη Σοβιετική Ένωση, Σοσιαλισμός στην Πράξη και ένα είδος ουτοπικού μυθιστορήματος σχετικά με το μέλλον του ιατρικού επαγγέλματος, το οποίο είχε θεωρηθεί ως εγκωμιαστικό του επαγγέλματος στη Σοβιετική Ρωσία (βλ. υποσημείωση στο βιβλίο του Μπερτλς Μπερτ, Εξόριστοι στο Αιγαίο. Αφήγημα πολιτικού και ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος, μετάφραση: Γιάννης Καστανάρας, πρόλογος-εισαγωγή: Ντέιβιντ Κλόουζ – ‘Αλκης Ρήγος, εκδόσεις Φιλίστωρ, 2002, σελ. 365).

[7]  Μπερτλς Μπερτ, Εξόριστοι στο Αιγαίο, ο.π., σελ. 364-365.

[8] Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], Εκτοπίζονται σήμερα δεκατρείς ακόμα δημοκρατικοί πολίτες, ενώ αμνηστεύονται οι Λουκίδηδες, οι Σάσσαλοι και τα εγκλήματα των χαφιέδων. Καινούργιες συλλήψεις εργατών στη Λάρισα – Δριμύ κατηγορώ του γιατρού Αντωνιάδη, εφημερίδα “Ριζοσπάστης”,  Δευτέρα 2 Δεκέμβρη 1935, σελ. 1 & 4.

[9] Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], Γαύδος: Το “νησί του διαβόλου” τόπος εξορίας των αλύγιστων της ταξικής πάλης, εφημερίδα Ριζοσπάστης, Κυριακή 28 Αυγούστου 2016, σελ. 14.

[10] πουνέντες ο & πονέντες ο & πουνέντης ο: (ναυτ.) ο δυτικός άνεμος, ο ζέφυρος.

[11] ισνάφι  ή σινάφι το: 1. (λαϊκότρ., παρωχ.) συντεχνία. 2. (μειωτ.) άτομα που ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα: Στο ίδιο ~ είναι κι αυτός. Tον υποστηρίζει το ~ του.

[12] μαδάρα η: 1. περιοχή ορεινή και άγονη, ακατάλληλη για γεωργική εκμετάλλευση. 2. Τα θερινά βοσκοτόπια των κρητικών βουνών (ιδιαίτερα των Λευκών Ορέων) που βρίσκονται σε υψόμετρο από 1.400 έως 2.000 μέτρα. [<θηλ. του επιθ. μαδαρός με αναβιβ. τόνου. Η λ. και σήμ. κρητ. και ως τοπωνύμιο].

[13] μπουντρούμι το: 1. α. (μειωτ.) χαρακτηρισμός για κάθε κλειστό χώρο, στενό και σκοτεινό, συνήθ. υπόγειο β. (εδώ) για κρατητήριο ή για φυλακή, συνήθως υπόγεια.

[14] Στις εξορίες οι εκτοπισμένοι αγωνιστές οργανώνονταν σε συλλογικές οργανώσεις, τις Ομάδες Συμβίωσης, γνωστότερες ως Κολεκτίβες (βλ. Κώστας Γκριτζώνας. Ομάδες Συμβίωσης – Η συντροφική απάντηση στη βία και στον εγκλεισμό, εκδόσεις Φιλίστωρ 2001), ο χαρακτήρας των οποίων είχε καθαρά σοσιαλιστική μορφή (βλ. David Close. Πρόλογος στο βιβλίο του Μπερτ Μπερτλς, Εξόριστοι στο Αιγαίο – Αφήγημα πολιτικού και ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος, εκδόσεις Φιλίστωρ, 2002). Όλοι ανεξάρτητα από τη μόρφωση, από το επάγγελμα ή από το φύλο, ήταν ίσοι μεταξύ τους, συμμετείχαν στις αποφάσεις και μοιράζονταν τις εργασίες. Ταυτόχρονα παρακολουθούσαν μαθήματα ποικίλης φύσης που παρέδιδαν οι πιο μορφωμένοι προς τους υπολοίπους, ενισχύοντας το θεωρητικό τους υπόβαθρο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι περισσότεροι κατάφεραν όχι μόνο να επιζήσουν αλλά και να βελτιώσουν τη ζωή των μόνιμων κατοίκων των νησιών. Στη Γαύδο από πολύ νωρίς λειτούργησε η Κολεκτίβα Εξόριστων Κομμουνιστών Γαύδου, που αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την οργάνωση της ζωής στην εξορία, την αντιμετώπιση του φοβερού εχθρού της πείνας, των αυθαιρεσιών των αρχών, κλπ.

[15] ντάμι το: μικρό πρόχειρο κτίσμα από ξερολιθιά που κατασκεύαζαν οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι στους αγρούς, στα κτήματά τους. Το χρησιμοποιούσαν για να στεγάσουν ζώα, ζωοτροφές, εργαλεία, ή και τους ιδίους όταν η αγροτική εργασία απαιτούσε την παραμονή του αγρότη στο κτήμα. Υπήρχαν και υπάρχουν κυρίως σε νησιά όπως η Λέσβος, η Σκύρος, η Αμοργός, η Ίμβρος αλλά και αλλού.

[16] Ήταν ένα δύσκολο έργο που ολοκληρώθηκε το 1933. “Οι σύντροφοι δε διέθεταν υλικά και εργαλεία. Το σπίτι κτίστηκε από πέτρες και χώμα, χωρίς τσιμέντο και παρ’ ό,τι δεν θύμιζε και πολύ σπίτι, ήταν σαφώς καλύτερο από τις κατοικίες των χωρικών, ώστε στο νησί να αποκαλείται ‘παλάτι’” (βλ. Μπερτλς Μπερτ, Εξόριστοι στο Αιγαίο, ο.π., σελ. 342 – 345). Μάλιστα οι εξόριστοι, φρόντισαν να του δώσουν και τον “κρητικό ρυθμό”. Δηλαδή, ακολούθησαν την αρχιτεκτονική παράδοση (βλ. Δημήτρης Δαμασκηνός, Εξόριστοι στο “νησί του θανάτου”. Σώστε μας, Σώστε μας! Αγωνισθείτε για τη γενική αμνηστεία! εφημερίδα “Χανιώτικα Νέα”, ένθετο Διαδρομές, Σάββατο 24 Μαΐου 2014, σελ. 10-11).

[17] δράμι το: 1. παλαιότερη μονάδα βάρους, το ένα τετρακοσιοστό (1/400) της οκάς.

[18] ρεύω (εδώ ρέβω) : α. εξαντλούμαι, εξασθενίζω σωματικώς και πολύ. β. εξαντλώ, εξασθενίζω κπ.

[19] Τα στοιχεία και οι φωτογραφίες της επιγραφής έχουν αντληθεί από το πρωτότυπο κείμενο του Δημήτρη Δαμασκηνού: Εξόριστοι στο νησί του θανάτου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Χανιώτικα Νέα” το καλοκαίρι του 2014 και από τότε έχει αναδημοσιευτεί σε πολλές ηλεκτρονικές εφημερίδες, περιοδικά και blogs.

[20] Ο Παναγιώτη Καραντεμίρης ήταν Μυτιληνιός που καταγόταν από την Αγιάσο.  (βλ. Σεβαστός Μοιρασγέντης, Πολιχνιάτες εξόριστοι στο “νησί του θανάτου”, κείμενο αναρτημένο στο blog Ο Πολυχνίτος Λέσβου, Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016).    Την Κυριακή 21 Αυγούστου 1932 οι αναγνώστες του “Ριζοσπάστη” πληροφορήθηκαν τον θάνατο του από τηλεγράφημα που έστειλε ο γιατρός σ. Γιατράκης: “Εξόριστος Γαύδου Παναγιώτης Καρατεμίρης, απέθανε σήμερον, πάσχων κοιλιακόν τύφον και ελονοσία”. (βλ. Δημήτρης Δαμασκηνός, Δολοφονήθηκε στην ερημιά της εξορίας…: Πώς πέθανε το 1932 ο εξόριστος στη Γαύδο Παν. Καραντεμίρης, εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης, Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017).

[21] σκεβρώνω μππ. σκεβρωμένος: (εδώ μτφ.) για κπ. που έχει κυρτώσει, που έχει χάσει την ευλυγισία του.

[22] λιμάζω μππ. λιμασμένος: (προφ.) κατέχομαι από μεγάλη και ακόρεστη πείνα ή λαιμαργία.

[23] Η Εργατική Βοήθεια (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Εργατικής Βοήθειας/ΜΟΠΡ) συγκροτήθηκε το Δεκέμβρη του 1924. Βασικός της στόχος ήταν η με κάθε τρόπο ενίσχυση των φυλακισμένων και εξόριστων αγωνιστών καθώς και των οικογενειών τους. Παράλληλα όμως με την  άμεση στήριξη των θυμάτων, μέσω της Εργατικής Βοήθειας και των Τοπικών της Επιτροπών επιδιώχθηκε η καταγραφή και δημοσιοποίηση όλων των κρουσμάτων κρατικής τρομοκρατίας (κακοποιήσεις, συλλήψεις κ.λπ.) σε μια εποχή που η επικοινωνία και ο συντονισμός σε πανελλαδικό επίπεδο ήταν ούτως ή άλλως δύσκολος. (Βλ. Κώστας Ευθυμίου, “Εργατική Βοήθεια” και “Κοινωνική Αλληλεγγύη”. Δύο παραδείγματα ταξικής αλληλέγγυας δράσης στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, πρόλογος: Βαγγέλης Καραμανωλάκης, ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ, σελ. 19, 21).

[24] Με την ένταση της τρομοκρατίας και την αύξηση του αριθμού των φυλακισμένων και εξορίστων υιοθετηθηκε και η μέθοδος του “πατρονάζ”. Δηλαδή όμιλοι της Ε.Β. ή και μεμονωμένοι αγωνιστές αναλάμβαναν την στήριξη των εξορίστων ενός συγκεκριμένου νησιού ή της κολεχτίβας των κρατουμένων μιας φυλακής. Αυτό προϋπέθετε αποστολή χρημάτων αλλά και βιβλίων, ρούχων, φαρμάκων και οποιουδήποτε άλλου υλικού είχαν ανάγκη. Η μέθοδος αυτή φαίνεται να υιοθετείται το καλοκαίρι του 1929, όταν οι κολεχτίβες των εξορίστων στα διάφορα νησιά της χώρας διαμαρτύρονταν για την πρακτική της κυβέρνησης να μην αναγνωρίζει ως απόρους πολλούς από τους εξόριστους, με αποτέλεσμα να μη δικαιούνται την ημερήσια αποζημίωση, όπως επίσης και να καθυστερεί συστηματικά την καταβολή του επιδόματος σε όσους το δικαιούνταν. (Βλ. Κώστας Ευθυμίου, “Εργατική Βοήθεια” και “Κοινωνική Αλληλεγγύη”…, ο.π.,  σελ. 61-62).

[25] γαλαντομία η: η ιδιότητα του γαλαντόμου· απλοχεριά, γενναιοδωρία. || η ενέργεια του γαλαντόμου.

[26] τράκα η : (οικ.) 1. απόσπαση πραγμάτων καθημερινής χρήσης και μικρής αξίας, συνήθ. από φίλους, χωρίς αντάλλαγμα. 2. δανεισμός χωρίς επιστροφή.

[27] ρε(μ)ούμπλικα η: είδος ανδρικού καπέλου από χοντρό ύφασμα (κετσέ) και με γύρο. [ιταλ. repubblica “δημοκρατία”, ίσως επειδή ζητωκραυγάζοντας “δημοκρατία” πετούσαν στον αέρα τέτοια καπέλα, σύμβολα αντιμοναρχικών επαναστάσεων, σύγκρ. τραγιάσκα].

[28] μεσιέ ή μουσιούς ο: τύπος ευγένειας της πιάτσας για κάποιον πολύ σικ κύριο από εύπορη οικογένεια.

[29] οκά η: παλαιά μονάδα βάρους που αντιστοιχεί με χίλια διακόσια ογδόντα δύο γραμμάρια.

[30] φθισικός -ή -ό ή φτισικός -ή -ό: (παρωχ., και ως ουσ.) ο φυματικός.

[31] νομάτοι οι (μόνο στην ονομ., οι άλλες πτώσεις από τον τύπο νοματαίοι & νοματαίοι οι): (λαϊκότρ.) άνθρωποι, άτομα.

[32] ανεκδίκητος -η -ο: α. (για έγκλημα, προσβολή κτλ.) που κανείς δεν πήρε γι΄ αυτόν εκδίκηση. β. (για πρόσ.) που δεν πήρε εκδίκηση: Mόνη του έγνοια ήταν να μην πεθάνει ~.

[33] χαγιάτι το: στη λαϊκή αρχιτεκτονική, στεγασμένο μπαλκόνι ανοιχτό ή κλειστό με τζαμαρία, που βρίσκεται στην πρόσοψη του σπιτιού και που αποτελεί προέκταση των εσωτερικών χώρων του.

[34] μούσκιο το: κυρίως στην έκφραση βάζω κτ. στο ~, το βάζω μέσα σε νερό για να μουσκέψει, να μουλιάσει.

[35] γομαρέλι το: 1. (εδώ, λαϊκότρ.) νεαρός γάιδαρος.

[36] Γιάννης Αντωνιάδης, Στη Γαύδο το νησί του θανάτου. Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη, εφημερίδα “Ριζοσπάστης”, Πέμπτη 26 Μαρτίου 1936, σελ. 2.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ