Ένα είδος μουσικής στη Δυτική Κρήτη συντρόφευε για δεκάδες χρόνια γενιές και γενιές του νησιού, οι οποίες στις νότες και τους στίχους των συγκεκριμένων τραγουδιών έβρισκαν αποκούμπι για τα βάσανα αλλά και τις χαρές της καθημερινότητας. Ο λόγος για τα Ταμπαχανιώτικα ή όπως αλλιώς τα έλεγαν οι παλιοί, αμανέδες, τουρκοκρητικά, σταφιδιανά, μερακλήδικα, της παρέας ή και παθητικά.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συνάντησε τον σύγχρονο εκφραστή και δάσκαλο του συγκεκριμένου είδους Λεωνίδα Λαϊνάκη, ο οποίος είναι, ως συνεχιστής του πατέρα του Στέλιου Λαϊνάκη, ένας απόλυτα μαχόμενος μουσικός για τη διάσωση των Ταμπαχανιώτικων.
«Με τον όρο Ταμπαχανιώτικα πλέον στις μέρες μας, εννοούμε τα αστικά τραγούδια της Δυτικής Κρήτης, δηλαδή των Χανίων και του Ρεθύμνου. Τραγούδια που παιζόταν στα λιμάνια. Η ονομασία Ταμπαχανιώτικα έχει καθιερωθεί τα τελευταία ’70 με ’80 χρόνια μιας κι οι παλαιοί τα έλεγαν με άλλες ονομασίες. Εκδοχές υπάρχουν πολλές, σχετικά με την ονομασία Ταμπαχανιώτικα. Λέγεται πως προέρχεται από το ταμπάκ χανές, χοροί καπνιζόντων από τα Ταμπακαριά, τα βυρσοδεψία, όπου έκαναν παρέες οι εργαζόμενοι και τα τραγούδια αυτά, τους σκοπούς αυτούς, έπαιζαν οι ταμπακίδες με τους μουσικούς. Επίσης υπάρχουν τα Ταμπαχανά της Σμύρνης. Υπάρχουν ηχογραφήσεις με Ταμπαχανιώτικο μανέ με Σμυρναίικο ύφος. Υπάρχουν και Πατρινά Ταμπαχανιώτικα που είναι ζεϊμπέκικα απτάλικα. ‘Αλλος βέβαια ρυθμός από τα κρητικά, άλλο πράμα», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λαϊνάκης και εξηγεί πως «…αυτά τα τραγούδια δεν χορεύονται, είναι ακουστικά και έχουν τη μουσική δυνατότητα να αναδείξουν μεγάλους τραγουδιστές ερμηνευτικά. Αυτό που θέλω να καταγραφεί είναι ότι υπάρχουν πέρα των γνωστών τραγουδιών και πολλά άγνωστα, που εκδώσαμε με τον πατέρα μου και την αδερφή μου. Τραγούδια ενός γνήσιου Μεσογειακού Σταυροδρομιού Πολιτισμών με λιμάνια του τα Χανιά και το Ρέθυμνο».
Ο Λεωνίδας Λαϊνάκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1984. Στη μουσική του παιδεία συνέβαλαν φίλοι, δάσκαλοι και συνεργάτες του πατέρα του Στέλιου, “θρύλοι” της κρητικής και λαϊκής μουσικής, όπως ο Κώστας Παπαδάκης ή Ναύτης, ο Γιώργος Τσαγκαράκης (ή Τζιμάκης), ο Ιορδάνης Τσομίδης, ο Μιχάλης Πολυχρονάκης, ο Γιώργος Γομπάκης, ο Πέτρος Καρμπαθάκης και πολλοί άλλοι αξιόλογοι μουσικοί όπως ο Λευτέρης Σαρτζετάκης. Διδάχτηκε και μελέτησε ποικίλα μουσικά ιδιώματα και κυρίως εκείνα της κρητικής μουσικής παράδοσης, την οποία και υπηρετεί πιστά. Ασχολείται ιδιαίτερα με την έρευνα, διάσωση και ανάδειξη της αστικής λαϊκής μουσικής της δυτικής Κρήτης, τα λεγόμενα ταμπαχανιώτικα. Είναι δεξιοτέχνης στο λαγούτο, στο μπουλγαρί και στο τρίχορδο μπουζούκι.
Το 2004 δημιούργησε το δικό του μουσικό σχήμα, το οποίο ερμηνεύει ταμπαχανιώτικα, κισσαμίτικα συρτά, παραδοσιακή μουσική από την υπόλοιπη Κρήτη και την Ελλάδα και παλιά ρεμπέτικα και Σμυρναίικα. Συμμετέχει σε συναυλίες και παρουσιάσεις της κρητικής παραδοσιακής μουσικής, φεστιβάλ μουσικής και χορού και είναι διοργανωτής του μουσικού φεστιβάλ “Ροτόντα”. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται και με την οργανοποιία, ιδιαίτερα με τη διάσωση και αναβίωση της οργανοποιίας του αυθεντικού μπουλγαριού, αλλά και την κατασκευή λαγούτων και άλλων παραδοσιακών οργάνων με μέλημα την υψηλή ποιότητά τους τόσο μουσικά όσο και κατασκευαστικά.
Παράλληλα, δραστηριοποιείται στη διδασκαλία της παραδοσιακής μουσικής παραδίδοντας μαθήματα μπουλγαριού, λαγούτου και άλλων παραδοσιακών μουσικών οργάνων στο εργαστήρι του. Επίσης, ασχολείται με τη σύνθεση μουσικής έχοντας επενδύσει μουσικά ντοκιμαντέρ και ταινίες, ενώ το 2012 κυκλοφόρησε μαζί με τον πατέρα του και την αδερφή του το βιβλίο «Ταμπαχανιώτικα, Αστικά τραγούδια της Δυτικής Κρήτης», μαζί με ένα δίσκο ακτίνας με 16 γνωστά και ανέκδοτα ταμπαχανιώτικα τραγούδια.
Ο πατέρας του Στέλιος Λαϊνάκης είναι βασικό στέλεχος, και εδώ και χρόνια, πρόεδρος του μουσικού Συλλόγου “Ο Χάρχαλης”. Έχει συμμετάσχει τόσο ως διοργανωτής όσο και ως μουσικός σε Μουσικολογικά Συνέδρια για την Παραδοσιακή Μουσική, φεστιβάλ κρητικής μουσικής και χορού και εκδηλώσεις με το σύλλογο «Χάρχαλη» στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ έχει εμφανιστεί σε πολλά ελληνικά και ξένα ΜΜΕ. Το 2006 τιμήθηκε ως Πρωτεργάτης για τη διαμόρφωση των διαδικασιών της Επιστημονικής Προσέγγισης της Κρητικής Μουσικής από το Δήμο Πετρούπολης και τον Σύλλογο Κρητών και το 2011 τιμήθηκε από τον Δήμο Ιεράπετρας για την προσφορά του στην Κρητική Παράδοση.
Όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ υπάρχει τραγούδι στα Ταμπαχανιώτικα «…που αναφέρεται στην πληθυσμιακή ομάδα των Χαλιχούτηδων που είχαν έρθει από το Βόρειο Σουδάν από το 1600. Έγχρωμοι Αφρικανοί που τους είχαν για δούλους οι Τούρκοι. Επίσης, κάποια άλλα τραγούδια, έχουν διαφορετική δομή από τα μεταγενέστερα που έχουν εισαγωγή ρεφραίν, είναι ένα μακρόσυρτο αργό θέμα που φαίνεται μουσικά αρχαίο. Τα Ταμπαχανιώτικα κυριαρχούσαν στα Χανιά και το Ρέθυμνο, μόνο στις πόλεις και τα λιμάνια, ενώ στην υπόλοιπη Κρήτη ταξίδεψαν τα τελευταία 50-60 χρόνια. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού μας στην Κρήτη και να σκεφτείτε πως τραγούδια όπως “Όσο βαρούν τα σίδερα”, του Φουσταλιέρη, το τραγουδάει όλη η Ελλάδα. Το “Φιλεντέμ” που είναι παλαιού άγνωστου συνθέτη το ίδιο και το έχουν τραγουδήσει θρύλοι, μεγάλοι τραγουδιστές όπως ο Νίκος Ξυλούρης, ο Νταλάρας και εγώ (γελάει)».
Τα τελευταία χρόνια είναι διακριτή η προσπάθεια να διασωθεί το συγκεκριμένο είδος μουσικής και τα Ταμπαχανιώτικα να λάβουν μια θέση στο μουσικό στερέωμα, όχι μόνο της Κρήτης αλλά ολόκληρης της Ελλάδας. Κύριοι πρωταγωνιστές της προσπάθειας ο πατέρα Στέλιος και γιος Λεωνίδας Λαϊνάκης, οι οποίοι αρνούνται πεισματικά να εξαφανιστούν τα Ταμπαχανιώτικα: «Ο πατέρας μου στην εποχή του και εγώ με τη σειρά μου, σήμερα, αγωνιζόμαστε με κάθε τρόπο για τη διάσωση και τη διάδοσή τους. Προσωπικά, κατασκευάζω το όργανο που ήταν προς εξαφάνιση το μπουλγαρί ή Κρητικός ταμπουράς, ενώ τα τραγούδια τα έχουμε παρουσιάσει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι που θέλουν να τα μάθουν, όπως και το όργανο ερμηνείας τους το μπουλγαρί. Βέβαια, υπάρχουν και πολλοί μουσικοί που ασχολήθηκαν με τα συγκεκριμένα τραγούδια. Υπάρχουν μαθητές που μάλιστα δείχνουν έντονο ενθουσιασμό για το είδος αυτό. Τούς αρέσουν πολύ κι αυτό όπως συζητάμε με τον πατέρα μου, είναι η ελπίδα μας ότι το έργο μας βρίσκει ανταπόκριση».
Ψάχνοντας διαπιστώσαμε ότι στο διαδίκτυο υπάρχει αρκετές πληροφορίες για τα Ταμπαχανιώτικα και όπως μας εξηγεί ο Λεωνίδας Λαϊνάκης, ίσως αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι υπάρχει διασύνδεση του Ταμπαχανιώτικου τραγουδιού τόσο με τη Σμύρνη όσο και με το Ρεμπέτικο.
«Η τουρκοκρατία διαδραμάτισε ρόλο για τη γέννηση του μουσικού αυτού είδους, σαφώς, όπως και όλοι που πέρασαν από το νησί, αλλά υπάρχει το τοπογονικό μεσογειακό χρώμα. Αυτό τα συνδέει και με το ρεμπέτικο που είναι κράμα δημοτικού τραγουδιού και με το σμυρναίικο. Οι μεγαλύτερες επιρροές που δέχτηκε το Ταμπαχανιώτικο τραγούδι ήταν από την Μεσόγειο, αλλά κυρίως από την Κρήτη, που ήταν σταυροδρόμι και είχε το τοπογονικό μουσικό ηχόχρωμα. Σύμφωνα με τις γνώσεις μου και την έρευνα μου, το πρώτο Ταμπαχανιώτικο τραγούδι που έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα ήταν το “Όσο βαρούν τα σίδερα” και μιλάμε για εκατό χρόνια πίσω», θα πει.
«Ο στίχος ήταν κυρίως ερωτικός, αλλά συναντάμε στίχους αγάπης, λύπης, χαράς… Και φυσικά η μουσική που συνόδευε, έντυνε τον στίχο, προερχόταν από το μπουλγαρί. Σχεδόν πάντα μόνο του ή με πολλά μπουλγαριά. Αυτό ήταν το γνήσιο, το ατόφιο. Μετά μπήκαν τα υπόλοιπα όπως κιθάρα, βιολί, λύρα», συμπληρώνει και προσθέτει: «Το μπουλγαρί είναι ένα όργανο που προέρχεται από την αρχαία ελληνική πανδούρα, της οικογένειας του ταμπουρά, που στην Κρήτη πήρε αυτή τη μορφή και διακρίνεται από την ιδιαιτερότητα του ήχου, της κατασκευής και του παιξίματος. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών μπουλγαριτζήδων, το όνομα ίσως να οφείλεται στις μπουργκάνες τις οποίες μερικοί αποκαλούν μπουλγάρες (τυλιχτές χορδές). Παρόλα αυτά, κανείς δεν ξέρει από πού προέρχεται το όνομα του οργάνου».
Σχετικά με το πόσο μπορεί να αντέξει ο αγώνας για τη διάσωση του συγκεκριμένου μουσικού είδους, ο κ. Λαϊνάκης απαντάει λέγοντας: «Όσο υπάρχουν μερακλήδες και άνθρωποι με ευαισθησίες και όσο ενδιαφέρουν οι μουσικοί και πολιτισμικοί γρίφοι θα έλεγα ότι υπάρχει σοβαρή ελπίδα δεδομένου επίσης ότι μέσα από την μουσική καταλαβαίνεις καλυτέρα την ιστορία. Πρέπει να διευκρινίσω ότι τα Ταμπαχανιώτικα τα ακούνε μόνο μερακλήδες. Πολλοί δεν μπορούν να τα καταλάβουν, γιατί δεν έχουν μάθει να ακούνε ή θέλουν μόνο να χορεύουν και να είναι σε μια διασκεδαστική διάθεση. Είναι βαριά και σοβαρή μουσική, με πολλά μουσικά και όχι μόνο ερεθίσματα».
Ο ίδιος που ασχολείται, όπως λέει με τη μουσική από όταν θυμάται τον εαυτό του, επισημαίνει το πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι γονείς για τα μουσικά ακούσματα και την εμφύσηση μουσικής παιδείας στα παιδιά: «Θυμάμαι σε ένα δωμάτιο να τραγουδάει ο Τζιμάκης και να παίζει ο πατέρας μου… να αισθάνομαι ότι ‘καναν προσευχή στον Θεό… εκκλησία…».
Ο Τζιμάκης, είναι ο Γιώργος Τζαγκαράκης, ο οποίος εξιστόρησε στο Λεωνίδα Λαϊνάκη: «Θυμάται στο Ρέθυμνο τους μουσικούς που ασχολιόντουσαν με τα Ταμπαχανιώτικα, όπως και τον Μέγα Φουσταλιέρη που ήταν ο καλύτερος, όπως έλεγε. Επίσης, έλεγε ότι στα Χανιά έμαθε πολλά από τους αμαξάδες, τους ταμπάκηδες, από διάφορους που τα τραγουδούσαν και από παλιούς μουσικούς. Στα Χανιά υπήρχε από πολύ παλιά ο “Σταφιδιανός” που τον έβγαλε ο Μεχμέτ Μπέη Σταφιδάκης, ο “Χτικιάρης”, η “Καρότσα”, το “Νενέ μου” και άλλα. Τα τραγούδια αυτά, έλεγε, είναι δύσκολα, περίπλοκα, ανατριχιαστικά, παθητικά (παραπονιάρικα) και στο τραγούδι και στο παίξιμο. Για να τα τραγουδήσεις σωστά πρώτα πρέπει να έχεις το χάρισμα της φωνής, να ξέρεις να κάνεις λαρυγγισμούς, τελείες, κόμματα, παύσεις και να είσαι νταλγκαδιασμένος με κάτι τι, να έχεις πάθος. Αυτό είναι το μυστικό, και αν αγαπάς το καλύτερο».
*Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ