13.8 C
Chania
Sunday, November 24, 2024

Το “Γλυκοχάραμα” (1944), του Μενέλαου Λουντέμη

Ημερομηνία:

του Δημήτρη Δαμασκηνού,
εκπαιδευτικού Δ.Ε.-ιστορικού,
negreponte2004@yahoo.gr

Κι αχ! –έρμη ζωή! –Τι θα ’σουνα αν δεν έμοιαζες καμιά φορά και με τα παραμύθια; (1)

Μικρός μαθητής ο Μενέλαος Λουντέμης, 15χρονο γυμνασιόπαιδο, στις καλοκαιρινές διακοπές του σχολείου ανέβαινε τα καλοκαίρια του 1926, 1927 και 1928 στα σαρακατσάνικα καλύβια κι έκανε το δάσκαλο άλλοτε στου Καραφυλλιά στην Μπλάτσα κοντά στο παλιό χωριό Πευκωτό-Αριδαίας και άλλοτε στου Χύτα στην Τζένα πάνω από το χωριό Νότια.

Untitled
“Η παιδεία των Σαρακατσάνων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη (2). Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία”. Κάποια τσελιγκάτα, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιούχο, για να δώσει κάποιες γνώσεις στα παιδιά. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το «δασκαλοκάλυβο»” (3).

Οι Σαρακατσαναίοι ακόμα θυμούνται τον δάσκαλο, το κουτσό παλικαράκι. Εκεί γνώρισε τη βουνίσια ζωή τους και εμπνεύστηκε τα διηγήματα της συλλογής «Γλυκοχάραμα» που κυκλοφόρησε τις συννεφιασμένες μέρες της Γερμανικής Κατοχής το 1944. Μαθητές του ήταν τα αδέρφια Γεώργιος, Αντρέας και Δημήτρης παιδιά του Δρόσου Καραφυλλιά από τα Γιαννιτσά (4).

Ο Λουντέμης στο κάθε διήγημα της συλλογής «Γλυκοχάραμα» συνθέτει και μια σύντομη «ποιμενική» σπουδή. Μ’ αυτήν τη λογοτεχνική του απόπειρα πέτυχε ν’ αναγνωριστεί -από ιστορική και λαογραφική άποψη- η προσφορά του στην παράδοση των Σαρακατσάνων. Θα γράψει χαρακτηριστικά ο Σαρακατσάνος Θεόδωρος Γιαννακός:

ceb3cebbcf85cebacebfcf87ceb1cf81ceb1cebcceb1
“Τα τοπία και τα τσοπανόπουλα της Μακεδονίας, που τον απασχόλησαν και στο πρώτο βιβλίο του, γίνονται τώρα το κύριο θέμα του. Και ο «ποιμενισμός» του δεν σκιάζεται από την αφέλεια του αρκαδικού ειδυλλίου…. Συνήθειες, τρόπος ζωής και ήθη αναβιώνουν… μακριά από τον φτηνό ενθουσιασμό του φολκλόρ (5). Αποφασιστικό ατού εν προκειμένω του συγγραφέα, η γλώσσα. Ο αφηγητής δεν υποπίπτει ούτε μια φορά στις μεγαλόσχημες αφαιρέσεις της Έκστασης. Μιλάει με κέφι το τοπικό ιδίωμα και ξέρει ότι δεν υπάρχει λόγος να επιδείξει την άνεση του χειρισμού του. Φροντίζει ακόμη να δείξει έμμεσα τις πηγές της κακοδαιμονίας που βασανίζει τους ήρωές του και διανθίζει με τόνους λελογισμένης ελαφρότητας το ζήτημα της ακτημοσύνης και της αμάθειάς τους: «μοιραίοι» αλλά όχι «άβουλοι», αδικημένοι αλλά όχι δειλοί ή ανήμποροί” (6).

“Ο Μενέλαος Λουντέμης, ο σπουδαίος αυτός λογοτέχνης και άνθρωπος, στα βιβλία του, και ιδιαίτερα στο «Γλυκοχάραμα», διασώζει αρκετά στοιχεία του πολιτισμού μας, και περισσότερο απ’ όλα τον ζωντανό προφορικό μας λόγο. Και εκτός από αυτό, μέσα από τα βιβλία του, κάνει γνωστό στον έξω κόσμο τον πολιτισμό των ανθρώπων των βουνών”  (7).

Μιλώντας από λογοτεχνική άποψη, η συλλογή περιέχει πέντε διηγήματα. Τα δύο από αυτά, η «Λιέν» και το «Φονικό», είναι άσχετα με τους Σαρακατσαναίους και αναφέρονται το πρώτο στην περιοχή του Βόλου και το δεύτερο παρουσιάζει μια ερωτική ιστορία σ’ ένα χωριό.

Τα υπόλοιπα τρία διηγήματα της συλλογής, το ομότιτλο «Γλυκοχάραμα» το «Τσιμπούσι του γέρο Λια» και ο «Πριόβολος» πράγματι αναφέρονται στη ζωή των Σαρακατσαναίων όπως την έζησε ο ίδιος ο Λουντέμης.

Untitled3
Στάνη Παπαρούνα, Γυφτόκαμπος Σκαμνελίου – 1910

Πιο συγκεκριμένα στο διήγημα «Γλυκοχάραμα» ο γέρο-Μάιτας έχει μια κόρη φυματική που κλέφτηκε με φυματικό, ο οποίος είχε βγει στα βουνά για ανάρρωση, και γι αυτό τρελάθηκε ο γέροντας. Κι έρχεται ο συγγραφέας στο τέλος του διηγήματος σα μικρός μάγος, με το ραβδί της ανθρωπιάς στην άκρη της πένας του να δώσει αίσιο τέλος σ’ αυτή την –κατά βάση- δραματική ιστορία, υπαινισσόμενος παιχνιδιάρικα πως ο γέρο Παναγός με τα σβησμένα λογικά επανέρχεται στην πραγματικότητα και επανενώνεται με τη μονάκριβη του θυγατέρα, τη Γαρουφαλιά, που τον λατρεύει:

Κι ο χινόπωρος ήρτε, καταπώς ήξερε να ’ρχεται ούλες τσι χρονιές: Με τους αέρηδές του, με τις δροσιές του και με τα κίτρινά του φύλλα.

Στο μπάσιμο της μεγάλης πολιτείας, μια μορφούλα, μιαν ασπρούλα, μια καλοστολισμένη κερά, καρτερούσε. Τι καρτερούσε; Την αργατιά που σκόλναε απ’ τα χωράφια; Τα ’φτακίνητα που γεμίζανε τις στράτες καπνούς και μπιζίνες; Ούτε… ούτε…

Τα καραβάνια καρτέραε. Τα φαλκάρια. (8)

Κάθε κεχαϊά (9), κάθε μικροτσόμπανο που συντύχαινε τον ξέταζε και τον καλορωτούσε.

-Απ’ την Μπλάτσα κατεβαίνετε, τσέλιγκα;
-Καϊμαξαλάν…
-Καλό χειμώνα.
-Να ’σαι καλά!

Untitled4
(Σαρακατσάνοι): Οικογένεια Χρήστου Γιδάρη. Παλιά Σερβία – 1926

Την άλλη μέρα πάλε εκεί:

-Απ’ την Τζένα κινήσατε;
-Ναι, ναι…
-Τα Μπλατσέϊκα τα φαλκάρια ροβολήσανε;
-Είναι ’κόμα πίσω κυρά μ’. Ταχιά, την άλλη, να τα καρτεράς.

Και την Τρίτη πάλε κει η μορφούλα:

-Κατηφορίσανε τα Μπλατσέϊκα φαλκάρια, κεχαϊά;
-Πιο πίσω… πιο πίσω. Στα Γεν’τσά τ’ άφ’καμαν. Το γιόμα φτάνουνε.

Και το γιόμα πάλε, εκεί ήταν και καρτέραε.

Πρώτα πέρασαν κάτι σκυμμένοι άνθρωποι τραβώντας τα μουλάρια τους. Η καρδιά τους ήταν ισκιωμένη. Τι στο χειμώνα πάγαιναν, τι σε λείψανο, το ίδιο ήταν.

Η Γαρφαλιώ δεν τους αρώτησε αυτούς. Ύστερα φάνηκε πυκνή σκόνη απ’ την αρχή της δημοσιάς. Η καρδιά της φλετούρισε (10). Ήταν κοπάδι! Κοπάδι ήταν κι όλο σίμωνε. Τα ζωντανά πάγαιναν. Κι οι προβατάρηδες τα σκιάζανε (11) με τις κάπες τους, τα συμμαζεύανε… και κείνα πάγαιναν σαν σε σφαγή. Και ζυγώνανε… και όλο και ζυγώνανε. Έτσι όπως ζυγώνουνε στ’ ακροθαλάσσι τσούρμο τ’ ασπριδερά κύματα. Ξεχώριζε πια ανάμεσά τους κι ο τσομπάνος, σαν μαρτυρικός μακελάρης, που τα οδηγούσε μαζί με τον εαυτό του στη σφαγή.

Α! ναι… Είναι χλιβερό το κατηφόρισμα. Η ψυχή όλου αυτού του κόσμου που κατεβαίνει είναι γιομάτη σύννεφα. Ο αέρας τους μπουκώνει τη φωτιά της ζωής τους, τους πιάνει την αναπνοή, τους παγώνει τις κλείδωσες.

Οι δημοσιές κυλάνε με τα πρόβατα, σαν ποτάμια που κατεβαίνουν με τα ξερά φύλλα μες στα νερά τους. Το κοπάδι διάβηκε βελάζοντας λυπητερά. Στη μέση ήταν ο Παναγός και συλλάβιζε κάτι μισές βρισιές. Η Γαρουφαλιώ δεν είχε τη δύναμη να του μιλήσει, να του δώσει γνώρα. Ξοπίσου ακολούθαε ο γέρος. Ένας γέρος… Ξεχώριζες δυο βαριά πράματα πάνω του: Κάπα και ταγάρι. Μα το πιο βαρύ ήταν το κεφάλι του· κι ακόμη πιο βαριά η καρδιά του.

Η Γαρουφαλιώ λύθηκε, έλιωσε… Ό,τι είχε απομείνει από κείνο το βολικό ανθρωπάκι που είχε κάποτε πατέρα, ήταν τώρα αυτά τα σκισμένα ρούχα και τα κόκαλα.

Untitled5
Οι γυναίκες σκεπάζουν το ορθό κονάκι με άχυρο Μιτσικέλι, 1922–Φωτ. C. Hoeg

-Πατέρα… Πατέρα!

Χίμηξε μπροστά του κι άπλωσε τα χέρια η Γαρουφαλιώ σαν να του έφραζε το δρόμο για τον γκρεμό.

Απόκριση;… Μα ποιος να δώσει απόκριση; Σε ποιον; Γνωρίζουνε τα σβησμένα λογικά; Η Γαρφαλιώ άφηκε τον εαυτό της να πήξει απάνω στο δρόμο.

Μέσα από δυο πεσμένα φρύδια, έφεγγαν τα μάτια του πατέρα της… μα που δεν ήταν πια δικά του.

Τον έπιασε, γαντζώθηκε απ’ το σουρτούκο (12) του και σπάραζε, και δερνότανε μπροστά σ’ αυτά τα ξένα μάτια και πάσκιζε με θρήνους, με καλοπιάσματα να τα ξυπνήσει.

-Πατέρα!…

Και μ’ όλη της τη δύναμη τον κοίταξε ολόισα, απεγνωσμένα, ορμητικά. Όχι πια μόνο με τα μάτια, μα με όλο της τον εαυτό που ήταν μάτια.

-Πατέρα!… Πατερούλη… Τατά μου!…

Κι από κείνες τις δυο τρυπούλες που έβλεπε ο γέρος τον άδικο και πικρό κόσμο, χίμησε μέσα της Γαρφαλιώς το βλέμμα κι η ψυχή…, και του ανατάραξε την αραχνιασμένη του θύμηση…

Κείνος, σαν ν’ άκουσε άξαφνα κάτι μακρινό και γλυκό, κάτι λατρευτό και γνώριμο, έκλεισε τα μάτια του…

Και τα ξανάνοιξε σαν για πρώτη φορά! Κοίταξε το σκονισμένο δρόμο κι η ψυχή του γιόμισε σκόνη…

Ύστερα η σκόνη άρχισε σιγά σιγά να κατακαθίζει… και πήρε το μυαλό του να ξελαγαρίζει, να ξεθολώνει, να χαράζει! Η Γαρουφαλιώ τον είχε τραβηγμένο στον όχτο… και τον κρατούσε σφιχτά κι απόμενε δεμένη απάνω του, και τον θωρούσε στα μάτια, μην τύχει πάλι κι αποξενωθούν… Του ’λεγε για τα πούπουλα που του ετοίμαζε, για μια ζωή ολόκληρη πουπουλένια, για την αγάπη που θα του ’χε αυτή κι ο άντρας της, κι ο Ζαφειράκης, τ’ αγγονούλι του.

Κατόπι ένα κοπάδι με πρόβατα, πουπουλένια και κείνα.

Ο Πανάγος είχε ξεμακρύνει πια πολύ, κι ένα καινούριο κοπάδι περνούσε τώρα.

Το κοπάδι πέρασε σύρριζα, σήκωσε μια στοίβα σκόνη και θάφτηκε πίσω της…

Κι αμέσως, μπροστά στα νεοφερμένα μάτια του γέρου, άρχισε να ξεπροβάλει το δικό του κοπάδι με τα λυγερά πρόβατα…

Μια ζωή καλοσυνάτη και ζεστή… Πούπουλα… Ζαφειράκης… «Παππού»…

Κι αχ! –έρμη ζωή! –Τι θα ’σουνα αν δεν έμοιαζες καμιά φορά και με τα παραμύθια;

Σημειώσεις-Παραπομπές

1. Μενέλαος Λουντέμης, «Γλυκοχάραμα», εκδόσεις Δωρικός, έκδοση 13η, Αθήνα 1996.

2. “Οι Σαρακατσαναίοι είναι: “Νομάδες κτηνοτρόφοι, ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά διασκορπισμένοι σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα Άγραφα, χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι’ αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά. (Βλ. Νικόλαος Γ. Ζυγογιάννης, Οι Σαρακατσάνοι, ο.π., κείμενο αναρτημένο στην ιστοσελίδα: elassona.com.gr).

3. Ιωάννης Θ. Κουτσοκώστας, Ο Μενέλαος Λουντέμης στα Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα, απόσπασμα απο άρθρο της εφημερίδας «Τα Σαρακατσάνικα Χαιρετήματα» που εκδίδει η Αδελφότητα των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου, Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2008.

4. Βλ. Θεόδωρος Γιαννακός, Οι δάσκαλοι των τσελιγκάτων, κείμενο ανάρτηση στην ηλεκ. διεύθυνση “Πορτραίτα Σαρακατσάνων.

5. “Ο τρόπος ζωής τους (ενν. των Σαρακατσάνων) ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλλίτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας (αρχιποιμένας), πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του… Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο (ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη: συμβούλευε – μαζί με τους γεροντότερους – και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Του Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά (τεφτέρια). (Βλ. Νικόλαος Γ. Ζυγογιάννης, καθηγητής, πρώην πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων (ΠΟΣΣ), Οι Σαρακατσάνοι, κείμενο αναρτημένο στην ιστοσελίδα: elassona.com.gr).

6. Βλ. Νικόλαος Γ. Ζυγογιάννης, Οι Σαρακατσάνοι, ο.π., κείμενο αναρτημένο στην ιστοσελίδα: elassona.com.gr.

7. φαλκάρια ήταν  τα τσελιγκάτα με τα γυναικόπαιδα το βιό φορτωμένο στα μουλάρια και τ’ άλογα των κυρατζήδων και τα κοπάδια χωριστά-χωριστά, στέρφα-γαλάρια κλπ. που ανέβαιναν ή κατέβαιναν από τα βουνά. 

8. κεχαϊάς ή κεχαγιάς, ήταν (1) αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους και (2) (μεταφορικά) αυτός που θέλει να είναι πάντα αρχηγός.

9. Τσέλιγκας ήταν αυτός που είχε πολλά αιγοπρόβατα (συνήθως πάνω από πεντακόσια).

10. φλετούρισε η φλετούριξε σημαίνει πέταξε και κυριολεκτικά (όπως το πουλί ή η πεταλούδα).  Λέγεται ίσως και για άνθρωπο που «πέταξε» μεταφορικά, έφυγε γρήγορα, εξαφανίστηκε, έγινε καπνός.

11. σκιάζω (< σκιά), στη λαϊκή χρήση σημαίνει τρομάζω κάποιον άνθρωπο ή ακόμη κι ένα ζωντανό (όπως στο απόσπασμα), δημιουργώντας προσωρινά ή μόνιμα αισθήματα φόβου.

12. τσούρμο, το (ουσιαστικό): (1) το πλήρωμα ενός πλοίου, (2) (μεταφορικά) πλήθος ανθρώπων ή ζώων (εδώ), π.χ. παντρεύτηκαν κι έκαναν ένα τσούρμο παιδιά.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ