Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρόκειται να ψηφίσει για μια νέα σειρά μεταρρυθμίσεων για το άσυλο και τη μετανάστευση στις 10 Απριλίου 2024. Μεταξύ των πολλών αμφιλεγόμενων αλλαγών που προτείνονται στο “Νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης”, μία – φαινομενικά αθώα – μεταρρύθμιση της βάσης δεδομένων της ΕΕ για το άσυλο, EURODAC, πέρασε απαρατήρητη. Παρά το γεγονός ότι πλαισιώνεται ως καθαρά τεχνική προσαρμογή, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο κακόβουλη. Οι αλλαγές στη βάση δεδομένων EURODAC θα επιδεινώσουν μαζικά τη βία κατά των ανθρώπων που μετακινούνται προς την ΕΕ.
Με αυτήν τη μεταρρύθμιση η EURODAC, η οποία έχει κλείσει τα 20 χρόνια λειτουργίας, θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για τις εχθρικές πολιτικές στον τομέα του ασύλου και της διαχείρισης συνόρων. Υπό το νέο καθεστώς, η EURODAC θα μπορεί να αξιοποιήσει άκρως παρεμβατικές τεχνολογίες παρακολούθησης που περιλαμβάνουν την επεξεργασία ευαίσθητων βιομετρικών δεδομένων, επιτρέποντας στα κράτη της ΕΕ να έχουν τον πλήρη έλεγχο των μετακινήσεων των μεταναστών.
Βιομετρικά δεδομένα για τον έλεγχο των έγχρωμων ανθρώπων
Με τη συλλογή βιομετρικών δεδομένων, το σώμα έχει γίνει εδώ και καιρό το “διαβατήριο” για πολλούς. Η βιομετρική αναγνώριση συνήθως βασίζεται στα χαρακτηριστικά ενός ατόμου. Τα δακτυλικά αποτυπώματα, οι εικόνες του προσώπου και οι σαρώσεις της ίριδας είναι μεταξύ των μορφών βιομετρικής αναγνώρισης που χρησιμοποιούνται ευρύτερα από τα κράτη για τη μοναδική ταυτοποίηση ενός ατόμου.
Ιστορικά, η ταυτοποίηση κάθε ατόμου αποτελεί κλειδί για την οργάνωση του κρατικού ελέγχου και της κυριαρχίας επί του πληθυσμού. Ειδικότερα, επιτρέπει στις κρατικές αρχές να παρακολουθούν και να περιορίζουν τις κινήσεις των ανθρώπων.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα βιομετρικά στοιχεία γίνονται το επίκεντρο των επεκτεινόμενων τεχνολογικών συστημάτων επιτήρησης των κρατών και, καθώς και το γεγονός ότι αποτελούν μέρος των πολιτικών ελέγχου της μετανάστευσης. Η ίδια η προέλευση της βιομετρικής επιτήρησης πηγάζει από τις αποικιοκρατικές πρακτικές κυριαρχίας και διάκρισης σε βάρος ορισμένων ομάδων ανθρώπων.
Το υπερατλαντικό δουλεμπόριο ανέπτυξε τεχνολογίες για τη σήμανση, την ταυτοποίηση και την παρακολούθηση των αφρικανών ως αιχμαλώτων και αντικειμένων ιδιοκτησίας σε παγκόσμια κλίμακα. Οι εγκληματολογικές μέθοδοι ταυτοποίησης που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1880 από τον Αλφόνς Μπερτιγιόν – οι οποίες περιλαμβάνουν λεπτομερή περιγραφή των χαρακτηριστικών του προσώπου και του σώματος, καθώς και δακτυλικά αποτυπώματα με μελάνι και φωτογραφίες υπόπτων για εγκληματικές πράξεις – εφαρμόστηκαν κυρίως στις αποικίες της Γαλλικής Αυτοκρατορίας για να διασφαλιστεί η τάξη και η συνέχεια του αποικιακού καθεστώτος. Ομοίως, οι Βρετανοί άποικοι εφάρμοσαν το πρώτο πρόγραμμα βιομετρικής ταυτότητας μεγάλης κλίμακας που περιελάμβανε την αποτύπωση δακτυλικών αποτυπωμάτων για τον έλεγχο των ανθρώπων στην Ινδία. Παρόμοιες προσπάθειες έγιναν για τον καθορισμό της ταυτότητας των μεταναστών και την επέκταση της παρακολούθησης των μεταναστών εργασίας και των ταξιδιωτών, όπως η παρακολούθηση των Κινέζων εργατών στην Ινδοκίνα και των προσκυνητών στην Ινδία. Έτσι, η βιομετρική καταγραφή ως αντικατάσταση των εγγράφων και των αποδεικτικών στοιχείων ταυτότητας έγινε για πρώτη φορά πραγματικότητα για τα μαύρα, σκουρόχρωμα και ασιατικά σώματα, ιδίως για εκείνα που βρίσκονταν σε ένα καθεστώς μετακίνησης.
Οι πολιτικές της ΕΕ θα μπορούσαν να θεωρηθούν η συνέχεια αυτής της δρακόντειας ιστορίας. Η πρώτη κεντρική βιομετρική βάση δεδομένων της ΕΕ, EURODAC, δημιουργήθηκε για τον έλεγχο των δευτερογενών μετακινήσεων των αιτούντων άσυλο εντός της ΕΕ (όταν μετακινούνται από την πρώτη χώρα εισόδου τους σε άλλα Κράτη Μέλη στο εσωτερικό της ΕΕ), καθώς και για την καταγραφή των ατόμων που διασχίζουν παράτυπα τα εξωτερικά σύνορα.
Με τη συνεχιζόμενη μεταρρύθμιση των κανόνων λειτουργίας της EURODAC, η μαζική ταυτοποίηση των αιτούντων άσυλο, των προσφύγων και των μεταναστών μέσω της επεξεργασίας βιομετρικών δεδομένων θα αποτελέσει το δομικό στοιχείο ενός απάνθρωπου συστήματος ασύλου στην ΕΕ.
Η μεταρρύθμιση της EURODAC θα μεγεθύνει τη βλάβη που προκαλείται από τις βίαιες μεταναστευτικές πολιτικές της ΕΕ
Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση παρουσιάζεται ως μια “απλή τεχνική λεπτομέρεια”, ωστόσο ο μετασχηματισμός της είναι στην πραγματικότητα άκρως πολιτικός και θα κωδικοποιήσει τεχνολογικά τη βίαιη μεταχείριση των μεταναστών στην ΕΕ. Αυτό σημαίνει συστηματική ποινικοποίηση της μετανάστευσης, κράτηση σε συνθήκες που μοιάζουν με φυλακές και ταχεία απέλαση των μεταναστών. Οι λειτουργίες επιτήρησης της EURODAC θα ενισχυθούν για την εφαρμογή αυτού του εχθρικού και επιβλαβούς συστήματος.
Μία από τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις που διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της EURODAC είναι η καταγραφή των εικόνων του προσώπου των ανθρώπων. Μέχρι στιγμής, η βάση δεδομένων επικεντρωνόταν μόνο στα δακτυλικά αποτυπώματα.
Η συλλογή πρόσθετων βιομετρικών δεδομένων δικαιολογήθηκε από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής επειδή αναφέρθηκε ότι ορισμένοι αιτούντες άσυλο καίνε ή καταστρέφουν οικειοθελώς τα δάχτυλά τους για να αλλοιώσουν τα δακτυλικά τους αποτυπώματα και να αποφύγουν την ταυτοποίηση.
Για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνηση, η ταυτοποίηση συνεπάγεται άμεσο κίνδυνο να συλληφθούν, να σταλούν πίσω σε άλλο κράτος της ΕΕ από το οποίο έφυγαν – συνήθως λόγω των δυσμενών συνθηκών υποδοχής και των ελάχιστων ευκαιριών για αξιοπρεπή ένταξη – ή να απελαθούν στις λεγόμενες “ασφαλείς τρίτες χώρες” όπου κινδυνεύουν με διώξεις και βασανιστήρια. Αντί το γεγονός ότι άνθρωποι αναγκάζονται μέχρι και να βλάψουν τον εαυτό τους για να αποφύγουν την ταυτοποίηση να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι οι μεταναστευτικές πολιτικές πρέπει να γίνουν πιο ανθρώπινες, η ΕΕ αποφάσισε αντιθέτως ότι πρέπει να βρει έναν νέο τρόπο για να επιτηρεί και να τρομοκρατεί περαιτέρω τους μετανάστες.
Η EURODAC μετατρέπεται επίσης σε εργαλείο μαζικής επιτήρησης στοχεύοντας ακόμη περισσότερες ομάδες ανθρώπων από ό,τι πριν. Αυτό περιλαμβάνει τη συλλογή δεδομένων παιδιών ηλικίας μόλις έξι ετών. Παρά κάποιες αδύναμες προσπάθειες να απαιτηθεί ότι η συλλογή δεδομένων γίνεται με τρόπο “φιλικό προς τα παιδιά”, αυτό δεν θα αλλάξει το αποτέλεσμα: τα παιδιά θα υποβληθούν σε μια σοβαρά επεμβατική και αδικαιολόγητη διαδικασία που εκ των πραγμάτων τα στιγματίζει. Σκεφτείτε αυτό σε σχέση με το γεγονός ότι στην ΕΕ, τα παιδιά κάτω των 16 ετών δεν είναι καν σε θέση να συναινέσουν ελεύθερα στην επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ). Εν τω μεταξύ, τα παιδιά των μεταναστών θα αναγκάζονται να σαρώνουν τα πρόσωπά τους και θα λαμβάνονται τα δακτυλικά αποτυπώματα τους σε συνοριακούς καταυλισμούς και κέντρα κράτησης.
Επίσης, οι αστυνομικές αρχές θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα της EURODAC χωρίς να χρειάζεται να πληρούν σχεδόν καμία προϋπόθεση – αντιμετωπίζοντας έτσι όλους τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες ως εν δυνάμει παράνομους.
Η μεταρρύθμιση της EURODAC αποτελεί παράδειγμα ρατσιστικών διπλών προτύπων της ΕΕ
Η χρήση της βιομετρικής επιτήρησης στη EURODAC έχει έναν μόνο σαφή σκοπό – να αυξήσει την εξουσία και τον έλεγχο επί των μεταναστών που έχουν καταστεί κοινωνικά ευάλωτοι από τις άδικες μεταναστευτικές πολιτικές και πρακτικές. Είναι παρεμβατική, δυσανάλογη και έρχεται σε αντίθεση με τα χρυσά πρότυπα προστασίας δεδομένων της ίδιας της Ευρώπης.
Η ΕΕ οικοδομεί επί του παρόντος ένα καθεστώς εξαίρεσης εντός του δικού της νομικού πλαισίου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων, στο οποίο οι άνθρωποι που μετακινούνται τυγχάνουν διαφοροποιημένης μεταχείρισης.
Η μεταρρύθμιση της EURODAC καταδεικνύει επίσης μια ευρύτερη τάση στην Ευρώπη για αυξανόμενη ποινικοποίηση που βασίζεται στη λογική της υπέρμετρης “αστυνόμευσης”. Η ΕΕ συνδυάζει τη διαχείριση της μετανάστευσης και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας εξισώνοντας τους ανθρώπους που αναζητούν ασφάλεια με τις απειλές για την ασφάλεια. Αυτή η οπτική της ποινικοποίησης οδηγεί σε υποθέσεις και συνειρμούς που προκαλούν διακρίσεις, με αποτέλεσμα οι μετανάστες να υπόκεινται σε υπερβολική παρακολούθηση και στοχοποίηση.
Με τη μαζική επέκταση των κεντρικών βάσεων δεδομένων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη EURODAC, η ΕΕ δεν μπορεί πλέον να κρύψει τα ρατσιστικά διπλά της πρότυπα.
Chloé Berthélémy, European Digital Rights – EDRi
Laurence Meyer, Digital Freedom Fund