Του Νίκου Μπογιόπουλου
36 χρόνια από τον Μπλιώνα, 15 χρόνια από τον Φιλόπουλο και δυο νεκρούς πριν από τον Αλκη…
Οι «κεφαλές» του κράτους, της πολιτείας, του ελληνικού ποδοσφαίρου δια των εκπροσώπων τους, με την αθωότητα περιστεράς που τους διακρίνει, πήραν σεργιάνι τα μικρόφωνα για να καταδικάσουν το έγκλημα.
Ο τρόπος με τον οποίο έχουν εκπαιδευτεί να μιλούν για το πάθος τους υπέρ της καταπολέμησης της βίας (δίνουν τόσα χρόνια αυτή την παράσταση που έχουν γίνει μεγάλοι «ηθοποιοί») είναι ζηλευτός.
Αλλά όχι τόσο ζηλευτός ώστε να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι μπορεί να έχει παντού εφαρμογή η ρήση «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι» εκτός από μια και μόνο περίπτωση: Τη δική τους…
Όχι τόσο ικανός ώστε να κρυφτεί πως κάθε μήνα έχουμε κι ένα «χοντρό» περιστατικό βίας που εκδηλώνεται στο όνομα των ομάδων τους.
Oχι τόσο «οσκαρικός» ώστε να κρυφτεί ότι 36 χρόνια από τον χαμό του Μπλιώνα, 15 χρόνια από την δολοφονία του Φιλόπουλου και το πέταγμα της υπόθεσης στο αρχείο, στη Θεσσαλονίκη ο Άλκης δεν ήταν ο πρώτος αλλά ο τρίτος νεκρός σε μόλις 5 χρόνια!
***
Τα πράγματα στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχουν εξελιχθεί όπως περίπου και όλα τα πράγματα στην ελληνική κοινωνία:
Οι «ισχυροί» και οι «ξύπνιοι» του χρήματος και της αγοράς άλωσαν το ποδόσφαιρο, αυτόν τον εξαιρετικά δημοφιλή και προνομιακό χώρο για τη φιλοτέχνηση του προφίλ και την προώθηση της κάθε λογής μπίζνας τους.
Σε αυτό το «παιχνίδι» εξουσίας, κοινωνικής καταξίωσης και επιχειρηματικής διείσδυσης («παιχνίδι» ξένο από κάθε άποψη με το παιχνίδι – ποδόσφαιρο) τυγχάνουν εφαρμογής όλοι οι κανόνες της αγοράς. Τουτέστιν, δίπλα στους πραγματικά ρομαντικούς που ενίοτε χάνουν περισσότερα από όσα κερδίζουν, εξασφαλίζεται προνομιακή θέση και σε όλα τα αγοραία μπουμπούκια του συστήματος: Ευυπόληπτοι του επιχειρείν, λεφτάδες – “σωτήρες”, μαριονέτες – δορυφόροι των προηγούμενων, “νταραβεριτζήδες” του χώρου, τύποι του υποκόσμου κλπ.
Βασικό μέλημα, δε, των «παραγόντων» που απαρτίζουν αυτό το από τα σπάργανα “σικέ” συνονθύλευμα, είναι, με άλλοθι τη «θρησκεία» της μπάλας, να εισβάλουν στη συνείδηση της εξέδρας, λειτουργώντας σαν οι «Θεοί» της εκάστοτε Ποδοσφαιρικής Ανώνυμης Εταιρίας.
Για το χτίσιμο του βασιλείου τους, ειδικά στην αρχή, έχουν ανάγκη από τους «πιστούς» της ομάδας, τους οποίους με κατάλληλες κινήσεις μετατρέπουν σε «ιδιωτικούς στρατούς» σε σημείο που καμιά φορά δεν ξεχωρίζεις αν ο “αφιονισμένος” στην κερκίδα, στο καφενείο, στα ΜΜΕ που γρυλίζει περί μπάλας είναι με αυτή ή με εκείνη την ομάδα για την ομάδα ή για τον “μάγκα” πρόεδρό της…
Ακόμα κι όταν αυτοί οι «ιδιωτικοί στρατοί», οι κατά την ορολογία τους “οργανωμένοι στην Θύρα τάδε”, οι ανδρωμένοι πια μέσα από τη θωπεία και καμιά φορά την οικονομική επιχορήγηση της ΠΑΕ, λειτουργούν αυτοτελώς και ανεξαρτήτως από τη θέληση του “αφεντικού”, δημιουργώντας του πρόβλημα, ο κύριος πρόεδρος, όταν δεν τους προστατεύει (σ.σ.: «αυτούς τους φιλάθλους έχουμε, δε θα τους αλλάξουμε», έλεγε παλιότερα πρόεδρος για διάφορα τυπάκια που διέσυραν την ιστορία του Ολυμπιακού), το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να πετάξει από πάνω του το στίγμα του δόκτορα Φρανκενστάιν.
Αλλά το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι πια το βασίλειο των Φρανκενστάιν, σάπιο, ανεξάρτητα από τις διακηρυγμένες «καλές προθέσεις» όσων θέλουν ή λένε ότι θέλουν να το «εξυγιάνουν».
***
Παλιά οι μανάδες έστελναν τα παιδιά τους στον αθλητισμό για να τα προφυλάξουν από τις «κακές συνήθειες», για να τα τραβήξουν από τις «κακές παρέες», για να «μην μπλέξουν».
Εδώ και 40 χρόνια στο ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο φιγουράρουν «παράγοντες» που μόνο και να τους κοιτάξεις λερώνεσαι.
Εκλεκτοί κύριοι που άλλοτε τους βλέπουμε να πλακώνονται μεταξύ τους στις συνεδριάσεις των ΠΑΕ, τους απολαύσαμε να πλακώνονται με άλλες «φίρμες» ακόμα και στις πλατείες και στους δρόμους, τους θαυμάζουμε σε αναρτήσεις τους σε twitter και facebook να συναγωνίζονται σε «επίπεδο» τους χουλιγκάνους της τελευταίας υποστάθμης, αναφέρονται σε αυτούς κατά καιρούς με χαριτωμένα προσωνύμια όπως «ΜπαρμπαΘωμάς», «Καουμπέος», «Περίεργος», «Αγαπούλας», «Τίγρης», «Κοκαλιάρης», «Ρίνγκο»…
«Ωραίες παρέες», που θα ‘λεγε και η μαμά μου…
***
Ναι, το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι.
Συνεπώς πάει πολύ να εμφανίζονται οι Φρανκενστάιν σε ρόλο «παιδαγωγού».
Ειδικά αυτοί που όταν μιλούν για τη βία στα γήπεδα, αποφεύγουν πάντα να μιλούν για τη βία στην οποία πρωταγωνιστούν οι ίδιοι. Μια βία «ποιοτικά ανώτερη» από της εξέδρας, μια βία που λειτουργεί (συνειδητά ή ασυνείδητα) σαν «πρότυπο» για τους αφιονισμένους.
Ιδού μερικά τέτοια «πρότυπα»:
– Πιστολιές μέσα στο χώρο των VIP στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας, όταν θεωρήθηκε ότι ο πρόεδρος της ΕΠΑΕ αδικούσε την ΑΕΚ. Θυμάστε;…
– Προεδρεύων του Παναθηναϊκού που συμμετείχε αυτοπροσώπως στον ξυλοδαρμό του διαιτητή στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, επειδή στα τελευταία λεπτά του αγώνα έδωσε πέναλτι υπέρ του Ολυμπιακού. Θυμάστε;..
– «Ηρωικές έφοδοι» προέδρων όπως εκείνη του προέδρου κατά του επόπτη στο ματς Παναθηναϊκός – Εθνικός, ή του προέδρου κατά του διαιτητή στο ματς ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός, όταν ο φακός απαθανάτιζε τα κουμπούρια περασμένα στη ζώνη του παντελονιού τους. Θυμάστε;…
– «Παράγοντες» που μπαίνουν στα γήπεδα και ξυλοφορτώνουν κάμεραμαν και ανοίγουν τις πόρτες για να εισβάλουν μαινόμενοι οπαδοί, όπως τα σχετικά «ανδραγαθήματα» του κ.Σαλιαρέλη στο στάδιο Καραϊσκάκη, στον αγώνα Ολυμπιακός – Αθηναϊκός. Θυμάστε;…
Σε αυτό το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, και σε αυτόν εν γένει τον εμπορευματοποιημένο αθλητισμό, δημοσιογράφοι μαχαιρώνονται (Συρίγος, Νικολακόπουλος, Στέλλας), γίνονταν υφυπουργοί άτομα σαν αυτόν που τον έμαθε το πανελλήνιο βλέποντάς τον να κυνηγάει το διαιτητή στο γήπεδο της Καβάλας, γίνονται χαριστικές ρυθμίσεις δεκάδων δισ. προς τις ΠΑΕ από εκείνους που με την ίδια ευκολία ξεπαστρεύουν λόγω «χρεών» την περιουσία του λαού, από «Ολυμπιακή» και τρένα μέχρι ΛΑΡΚΟ…
***
Η υποκρισία δεν περιορίζεται στο ότι αυτοί, τώρα, και μάλιστα στο φόντο αυτής της σοκαριστικής δολοφονίας, ανακάλυψαν την μάστιγα της βίας και αναρωτιούνται «πως» και «γιατί»…
Λες και οι «χούλιγκανς» από τη δουλειά, από το σχολείο, από την τηλεόραση, από την ανεργία, από τη γειτονιά τους, από την κυρίαρχη πολιτική της αρπαχτής, της διαφθοράς, της διαπλοκής, του ακραίου ανταγωνισμού, της περιθωριοποίησης και της συστημικής διδαχής «ο θάνατός σου – η ζωή μου», διδάσκονται μια ζωή «αγγελική» και ως διά μαγείας όταν πάνε στο γήπεδο «μεταμορφώνονται» σε «ταραξίες».
Το χειρότερο είναι ότι οι δακρυσμένοι… κροκόδειλοι «δεν ξέρουν» τίποτα για το έγκλημα. Όπως, προφανώς,
– δεν ξέρουν τίποτα για το πώς απορρέει η ανεκτική στάση των κυβερνήσεων απέναντι σε αυτή την αλητεία στο όνομα του «πολιτικού κόστους»,
– δεν ξέρουν τίποτα για «στρατούς» που δρουν με ορμητήρια τα όρια των Δήμων εντός των οποίων οι ίδιοι δραστηριοποιούνται,
– δεν ξέρουν τίποτα για τους συνδέσμους των ομάδων τους,
– για το «χαρτζιλίκωμα των παιδιών»,
– για τα ναζιστικά και ακροδεξιά σκουπίδια στα «Θυρ(ι)οτροφεία» των εταιρειών τους,
– για τα συγκοινωνούντα δοχεία με τον υπόκοσμο,
– για τα μιντιακά τσογλάνια που παράγουν μίσος και βόρβορο στο όνομα των ΠΑΕ τους…
Είναι, δε, καταπληκτικό τούτο: Όταν πρόκειται για τα τηλεοπτικά και μιντιακά τους μαγαζιά, για τα καράβια τους, για τις πετρελαϊκές τους, για τον ΟΠΑΠ τους, για τα ξενοδοχεία τους, για τις βιομηχανίες τους, για τις επιχειρήσεις τους εν γένει, τότε τα ξέρουν όλα. Και τα ελέγχουν όλα. Μόνο τις ομάδες τους δεν ελέγχουν από τα τσογλάνια που κυκλοφορούν σαν «εκπρόσωποι» των ίδιων τους των ομάδων. Η’ μήπως (και) έτσι τις ελέγχουν μέχρι – με μαθηματική ακρίβεια – να χαθεί ο έλεγχος; Είπαμε, το είχε πάθει και ο Φρανκενστάιν…
Φυσικά, δεν περιμένουμε από τους λαλίστατους ταγούς να ομολογήσουν ότι η βία στα γήπεδα είναι η αντανάκλαση της βίας, της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης και της αποδόμησης του κοινωνικού ιστού που έχει προϋπάρξει έξω από τα γήπεδα και μέσα στα όρια μιας κοινωνίας που έχει ως σήμα κατατεθέν την οικονομική και πολιτική προμετωπίδα: «ο άνθρωπος λύκος για τον άνθρωπο».
Ούτε περιμένουμε, φυσικά, να αναλάβουν την ευθύνη για το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο που αυτοί ελέγχουν είτε έχει αφεθεί είτε έχει παραχωρηθεί σαν προκάλυμμα για τη δράση ακόμα και δολοφονικών συμμοριών.
Περιμένουμε, όμως, και ελπίζουμε οι άλλοι, η «εξέδρα», αυτοί που αγαπούν αλλά κι εκείνοι που δεν αγαπούν το ποδόσφαιρο, να κατανοήσουν ότι «ο λύκος δεν μπορεί να φυλάει τα πρόβατα».