Προχθες στην Αθήνα και στην καθιερωμένη πια βόλτα στο λατρεμένο Μοναστηράκι ο Παύλος Σιδηρόπουλος μονοπώλησε τη σκέψη μου. Αυθόρμητο συναίσθημα ή αποτέλεσμα αυθυποβολής οι στίχοι από το «που να γυρίζεις» κι απ’ τους «σοβαρούς κλόουν», σκοτεινά τραγούδια όπως η βροχερή και συννεφιασμένη Αθήνα εκείνης της μέρας, ταίριαζαν απόλυτα με τις εικόνες που συνάντησα.
Τον Πακιστανό μετανάστη που σε κοίταζε κατάματα μ’ εκείνο το απροσδιόριστα θλιμμένο βλέμμα του και που σου πρότεινε την αγορά κάποιας ομπρέλας, τον ηλικιωμένο που ζήτησε ένα ευρώ για να πιει κι αυτός ένα καφεδάκι, τους λερούς δρόμους, τους μπάτσους σε περιπολίες τρομοκρατίας, τα παλιά σαρανταπεντάρια και εκείνο το γραμμόφωνο που τα έγδερνε ο αέρας…
Μελαγχόλησα. Και όπως προέγραψα, δεν ήξερα αν ήταν αποτέλεσμα αυθυποβολής ή αυθόρμητο συναίσθημα. Ο Παύλος μέσα μου επέμενε πως ήταν ανάγκη. «Θα πρέπει κάποτε να μελαγχολείς, είναι υγεία. Να μελαγχολείς όμως με τον τρόπο του ιδεολόγου και όχι του χρήστη…»
Από τις σκέψεις μου μ’ έβγαλε μια χαριτωμένη Τσιγγάνα, ευλύγιστη μέσα στο λουλουδάτο φόρεμα της, που μ’ ένα χαμόγελο – το χαμόγελο της ανάγκης – κατάφερε να μου πουλήσει ένα τριαντάφυλλο. Δεν είχα τι να το κάνω, αμήχανα το έπαιζα στα χέρια μου για αρκετή ώρα. Ντρεπόμουν. Ώσπου εντελώς ξαφνικά και σε μια κίνηση πρωτοφανής για τα δικά μου δεδομένα, το πρόσφερα σε μια όμορφη κοπέλα με καστανά μάτια, , που έτρεχε να προλάβει τον Ηλεκτρικό. Ανταπέδωσε με χαμόγελο. Κι αυτό ήταν το δεύτερο χαμόγελο της ημέρας. Ειλικρινές, γοητευτικό και αυθόρμητο.
Είδες, συνέχισε ο Παύλος, αυτή είναι η φυσική συνέχεια των πραγμάτων. Αυτό είναι το νόημα της ζωής. Αυτό είναι η ουσία του ροκ. Η χαρμολύπη. Αυτό θέλησα να πετύχω με τα τραγούδια μου. Δεν ξέρω αν το κατάφερα…»