Της Ιωάννας Σφακιανάκη
Την παραμονή των Χριστουγέννων είχαμε αποσυρθεί απ’ τα χωριά. Οι Τούρκοι στις μεγάλες μας γιορτές συνήθιζαν μερικούς αγενέστατους αιφνιδιασμούς. Διανυκτερεύσαμε σε μια ποιμενική καλύβα στα κράσπεδα της ζώνης των δασών με την καλή συντροφιά των προβάτων και των μανδρόσκυλων. Δέκα αντάρτες, κατά φρικτή παραβίαση του νόμου του αδιαχώρητου, είχαμε στριμωχθεί σε μια ποντικότρυπα όπου συνήθως μονάχα ο τσομπάνος και τα σκυλιά του χωρούσαν. Άλλοι δέκα κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν θέσεις ανάμεσα στα πρόβατα ύστερα από ομηρικές μάχες μαζί των. Σε μιαν άλλη καλύβα, κάπως ευρυχωρότερη, είχαν κατασκηνώσει οι αρχηγοί και 40 άνδρες αγκαλιασμένοι και αυτοί τρυφερά με τα πρόβατα. Οί ήρωες της σφαγής είχαμε δώσει το χέρι και την αγκάλη στην ανεπίληπτη αθωότητα, προσωποποιημένη από τα άκακα εκείνα ζώα, πού στη φάτνη των γεννήθηκε ο Χριστός. Ήμαστε νηστικοί από βραδύς.
Αντί τροφή πήραμε από την Γραδέσνιστα την επαγγελία πως την επομένη θ’ αποζημιωνόμαστε πλουσιοπάροχα με ψωμιά και τρόφιμα, με την αίρεση αν τα αποσπάσματα είχαν την ευγενή καλοσύνη να το επιτρέψουν. Κάθε επικοινωνία με τα χωριά είχε διακοπή. Ο βοσκός πήγε κι αυτός σπίτι του αφήνοντας αντικαταστάτη στο μανδρί ένα τσομπανόπουλο δέκα μόλις χρονών και τρία σκυλιά μεγαλύτερα απ’ εκείνο. Το κρύο ήταν διαβολεμένο. Χιόνι ένα πήχη εσκέπαζε τη γη και κρυστάλλινο στρώμα, όπου η σμίλη του βορριά είχε γλύψει τα ποικιλώτεpα σχήματα, έκρυβε ολοκληρωτικά την επιφάνεια γειτονικού χειμάρρου.
Η μεγάλη γιορτή μας βρήκε ξυπνητούς πολύ πριν της αυγής. «Όρθρου βαθέως» σ’ ώρα που οι εκκλησιές κοιμόνταν στη σκοτεινή και μυστηριώδη σιγή των, μας είχε σηκώσει η φωνή του Μανώλη*. Χωμένος στα βάθη θυμωνιάς χόρτου, που στην κορυφή της είχαμε θρονιασθεί άλλοι δυό, άρχισε να ψέλνει το «η yέννησίς σου, Χριστέ» και άλλα τροπάρια της ακολουθίας των Χριστουγέννων. Η φωνή του, έρρινη και ειρωνική στην αρχή, yινόνταν βαθμηδόν καθαρή και έτρεμε από συγκίνηση, που του κάκου προσπαθούσε ν’ αποκρύψει. Ο θρησκευτικός ενθουσιασμός παρέσυρε τον οπλοφόρο ψάλτη. Όταν εξήντλησε το ρεπερτόριό του των ψαλμωδιών, τροπαρίων και κοντακίων, ξαναφόρεσε την πέτρινη μάσκα του αντάρτη -η συγκίνηση ήταν αμάρτημα- και με τη συνηθισμένη του φαιδρότητα μας εφώναξε:
― Χρόνια σας πολλά, καλοί μου Χριστιανοί. Καλά Χριστούγεννα. και καλή πατρίδα. Αν σας αρέσει, κοπιάστε και του χρόνου…
Η προσφώνησή του έμεινε χωρίς απάντηση. Τυλιγμένοι όλοι στις κάπες και βυθισμένοι στο χόρτο δεν εδίναμε σημεία ζωής. Μονάχα ένας του σώματος Βρόντα ευδόκησε να του απαντήσει.
― Χρόνια πολλά, Μανώλη. Μπpάβο σου. Μας έκαμες να θυμηθούμε πώς είμαστε Χριστιανοί.
― Τί μπράβο μου και ξεμπράβο μου, μπάρμπα. Τάσο. Εδώ είπαμε ολάκερη λειτουργία και αυτοί οι κύριοι μας κάνουνε τον ψόφιο.
― Τι λες Γιάννη; να σηκωθούμε; είπα του Σαριδογιάννη που ήταν ο παρακοιμώμενος στο δεύτερο πάτωμα της θυμωνιάς.
― Ντα είμαστε χριστιανοί;! Μου απάντησε και γύρισε στην άλλη πλευρά…
Αλλ’ ο Μανώλης δεν ήταν απ’ εκείνους πού κουράζονται εύκολα. Εξακολούθησε να φωνάζει δυνατότερα.
― Άι! ‘Σείς. Δεν θα ζωντανέψετε καμμιά φορά; Το καταλαβαίνετε; Είναι ανήμερα του Χριστού.
Η σιωπή και το σκοτάδι εβασίλευαν πάντα στην καλύβα. Μονάχα το τσομπανόπουλο σηκώθηκε.
― Μωρέ τον … Χριστό σας, την Παναγιά σας, επέμενε ο Μανώλης. Δεν είσαστε χριστιανοί; Αυτή την ώρα οι μανάδες σας και οι γυναίκες σας – πού δεν τις έχετε – πάν’ να φιλήσουν τα χέρια των παπάδων … Το ξέρετε;
― Σκάσε Μανώλη. Σώπαινε. Αν σηκωθούμε θα σε σταυρώσουμε σε κανένα πεύκο έξω σαν το Χριστό σου… ακούσθηκε οργίλη η φωνή του γραμματικού μας, που ’χε περάσει τη νύχτα αγκαλιασμένος με δυο προβατίνες.
― Τί πάθατε σήμερα, δεν μπορώ να καταλάβω. Σας έχει παγώσει το αίμα ή αφιλότιμη αυτή κρυάδα. … θα σας ζεστάνω … Τι να κάμω;!
Την ίδια στιγμή έβγαινε απ’ το σπήλαιό του και τινάζοντας επάνω στη σβησμένη και ψυχομαχούσα φωτιά το χορτάρι πού ήταν κολλημένο στην κάπα, τα ρούχα, τα μαλλιά, στα μάτια, και σ’ όλο γενικά το σώμα του, άναψε ζωηρή φλόγα. Πέταξε έπειτα στη φωτιά λίγα ξύλα και ετοιμάσθηκε να της ρίξει και μια αγκαλιά χορτάρι.
Το τσομπανόπουλο όμως επεχείρησε να τον εμποδίσει έτοιμο να κλάψει.
― Όχι το χορτάρι. Τι θα φάγουν τα πρόβατα;
― Δεν ντρέπεσαι μικρέ; Είναι σήμερα Χριστούγεννα. Τι Χριστιανός είσαι;
Ο μικρός δεν έφερε πια αντίρρηση …
Πράγματι, ο τρελός χορός της φλόγας μας ξετρύπωσε όλους απ’ τα πρόχειρα κρεββάτια μας και τράβηξε και τους άλλους δέκα που είχαν διανυκτερεύσει στο βάθος της καλύβας κάτω απ’ την κοιλιά των προβάτων όπως ο! σύντροφοι του Οδυσσέως. Στριμωχθήκαμε όπως μπορέσαμε ολόγυρα απ’ την φωτιά εκτός απ’ τον Σαριδογιάννη, πού δεν εννοούσε να κατεβεί απ’ το ψηλό θεωρείο του. Ερίξαμε στην πυρά και τις δυο κλίτσες του τσομπάνου. Αλλ’ ή ψυχική ατμόσφαιρα της καλύβας, δεν είχε ζεσταθεί.
― Βλέπω, είπε τότε το άξιο παλληκάρι, Πως ή πείνα σας έκαμε κλαψιάρικα. Καταντήσατε σαν τα μικρά παιδιά πού πρώτη φορά έκλεισε ο δάσκαλος νηστικά στο σχολειό. Θα φροντίσω εγώ και γι’ αυτό!
Έστρεψε έπειτα στο τσομπανόπουλο και του είπε:
― Άι μικρέ. Βγάλε τα φαγιά σου.
Ο μικρός άρχισε να κλαίει. Του έδειξε τον ποιμενικό σάκκο του που περιείχε μονάχα τρίμματα από μαύρο ψωμί.
― Βρε άτιμε, του είπε αυστηρά ο Μανώλης. Δεν είπαμε πώς είναι σήμερα Χριστούγεννα και είμαστε Χριστιανοί; Ξέχασες μωρέ πώς εμείς είμαστε άνθρωποι του Χριστού και της Παναγίας; Σε κοιτάζουν από ψηλά. … Βγάλε και τα άλλα φαγιά σου.
Ο μικρός έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι μπομπότα. Που ‘χε κρύψει κάτω απ’ τα χόρτα..
― Μα τον Χριστό δεν έχω άλλο.
― Μ’ αυτό θα περνούσατε σήμερα σύ και τα σκυλιά σου;
― Ο πατέρας μου είπε να πάρω αργότερα ψωμί και τυρί απ’ την καλύβα του μπάρμπα Κύρκου.
Ο Μανώλης πέταξε ολίγα απ’ τα ψίχουλα του σακκιδιού στα σκυλιά, εκομμάτιασε το ψωμί, έδωκε ένα μικρό κομματάκι στον χορηγητή του και μας μοίρασε ψίχουλα και ψωμί με πολλή σοβαρότητα και απόλυτη ισότητα.
― Λάβετε φάγετε, έλεγε. Τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου.· Για το μεσημέρι σας τάζω από μια χήνα ψητή στον καθένα και δυο οκάδες κρασί της Μπεσίστας. Αν θέλετε πάρτε τώρα τα ψίχουλα για αντίδωρο.
Η ηρωική προσπάθεια του καλού συντρόφου δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Του κάκου επάσχιζε να γαλβανίσει διαθέσεις απονεκρωμένες. Επί τέλους απελπίσθηκε απ’ την άκαρπη μονομαχία του με τον σπλήνα και την κακομοιριά μας και βγήκε έξω να καραουλίσει.
Ολόγυρα τώρα απ’ την πυρά με τις κάπες ριγμένες στους ώμους κοιτάζαμε ατενώς τη φλόγα των ξύλων και του χόρτου σαν να είμαστε εκείνοι που πρώτοι έκλεψαν το πυρ απ’ τον Όλυμπο.
…………………………………………………………………………………
Ανάμεσα απ τα υπορόδινα σύννεφα του καπνού της πυράς η ταραγμένη φαντασία καθενός απ’ τους νοσταλγούς αυτούς διέβλεπε να προβαίνει αμυδρά και ασύλληπτη οπτασία, η σιλουέτα της εκκλησίας του χωριού του, όπου ανεγνώριζε τους φίλους του να γιορτάζουν φαιδρά την Γέννηση του Σωτήρος, μόνη μια μαυροφόρα γυναίκα, τη μάνα του ν’ ανάβει χλωμή και πικραμένη μεγάλη λαμπάδα εμπρός στην εικόνα της μεγάλης μάνας με το θεογέννητο παιδί. Τι δεν θα ‘δινε να ξεφύγει εκείνη τη στιγμή απ’ τον Καύκασο του Μοριχόβου και να βρεθεί κοντά της. Όλος ο βίος ξετυλίχθηκε μπροστά του. Ξαναείδε τον εαυτό του μικρό παιδί, όταν με μάγουλα φλογισμένα απ’ τα ραπίσματα του βοριά έτρεχε στην εκκλησία του χωριού του κρεμασμένος απ’ το χέρι της μάνας του.
Ήταν τότε ένα ωραίο και άκακο αγγελούδι. Την εικόνα του Χριστού χαιρετούσε χωρίς φόβο μήπως συνοφρυωθεί η ιλαρά μορφή του. Αργότερα ήταν ένας λεβέντης, το καμάρι του χωριού. Στην εκκλησιά όλα τα βλέμματα των κοριτσιών συγκεντρώνονταν επάνω του. Ακόμα και τα εικονίσματα τον κοίταζαν με καλωσύνη και στοργή. Και τώρα;! Τυλιγμένος με λιγδωμένα κουρέλια…ψειριάρης… Κυνηγημένος από παντού σαν τ’ αγρίμια… Μέσα στα χιόνια και τα πεύκα με συντροφιά τα πρόβατα και τους λύκους. Και αν επιχειρούσε κάπως να θυμηθεί πως ήτανε Χριστιανός, ενεφανίζονταν ανάμεσα σε καπνούς και αίματα το φάσμα των «πράξεων» και με σαρδόνιο γέλοιο στα χείλη του εψιθύριζε «καλά Χριστούγεννα, καλέ μου Χριστιανέ…»
Έξαφνα σηκώvεται ο Σουδίας και κοvτά του ο Πετρούσης και άλλοι δυο αντάρτες χωρικοί.
―Εμείς θα φύβγωμεν
―Που ώρα καλή; ρώτησαν πολλοί.
―Στα σπίτια μας στο χωριό. Τα έρχωμεν αύριο βράντυ. Τα φέρωμεν και τσίπουρο. Χρόνια πολλά.
―Χρόνια πολλά και χαιρετίσματα.
Μας αφήκαν τα τουφέκια και μ’ ένα ραβδί κι ένα πιστόλι κάτω απ’ τα χωριάτικα τους ρούχα έφυγαν για την καλύβα του καπετάνιου να πάρουν την άδεια του κι απ’ εκεί για το χωριό.
…………………………………………..
―Το βράδυ θα γκάψω κι εγώ για το σπίτι μου είπε και ο Αράπης.
―Δε φοβάσαι μόνο τους λύκους; Ερώτησε ένας νησιώτης του Σώματος Βρόντα.
―Οι λύκοι δεν τρώγουσι λύκους ακούστηκε απ’ το υπερώον η φωνή του Σαριδογιάννη.
―Τι να κάμω; είπε ο Αράπης. Έχω τόσο καιρό να ιδώ τη μάνα μου. Δεν ξέρω τι γίνεται στο σπίτι
―Άφστα αυτά πας να δεις τη Λενιώ. Δόσε της τους χαιρετισμούς μου είπε ο Ξυλευσίνος.
―Κι αυτή, Γιάιντα όχι!! Θέλτε να σας πω το σωστό; Αν μπορούσα σήμερα θα την έπαιρνα και θα πήγαινα να ζήσω σε μια γωνιά ήσυχα. Αυτό θέλω. Αντάρτες κομιτατζήδες στρατιώτες και τ’ άλλα κουραφέξαλα…. Δε θα μου καίονταν καρφί. Μα που ‘ναι αυτή η τύχη!
―Παραποvείσθε και ‘σείς που πηγαίνετε στα σπίτια σας όταν θέλετε; Τί vα πούμε εμείς οι άλλοι, παρατήρησε ο Κανδυλάκης.
― Έτσι είναι. Έχεις δίκηο. Μα είναι και το άλλο. Σείς μια μέρα θα φύγετε, θα πάτε ελεύθερα στα σπίτια σας. Όσοι πάτε. Εμείς που να πάμε; Είμαστε καρφωμένοι έπαγε. Έως όου να ’ρθει η…. Δυο Χριστούγεννα κάνω έτσι μούτζωτα.
Έγινε σιωπή. Έπειτα ο Κανδυλάκης σαν να ξακολουθούσε ένα άφωνο διάλογο των ψυχών είπε:
―Ίντα να κάνει η καημένη η γριά μου… Όντασες ήμουνα μικρός κ’ έπεσα αρωστάρης έκαμε τάμμα. Ν’ ανάβει κάθε χρόνο σα σήμερα στην Παναγιά μια λαμπάδα ίσια με το μπόι μου…. Ποιος το κατέει;! Είναι τώρα ζωντανή ή ποθαμένη;…
Ένας άλλος νεαρός συνάδελφος του σώματος Βρόντα από ένα προάστειο της Σμύρνης, που είχε βαπτισθεί άγνωστον γιατί, Πρόξενος, μας διηγήθηκε πως γλεντούσαν την ημέρα αυτής τη Σμύρνη και στο σπίτι τους….. Άρχισε να ζωηρεύει η κουβέντα. Καθένας ανάφερνε αναμνήσεις που σχετίζονταν με τα Χριστούγεννα, την πατρίδα του και τον εαυτό του και τις διηγόταν απλά και συγκινητικά.
……………………………………………………………………….
Ένα απόσπασμα από τις «Μακεδονικές Ιστορίες» του Μακεδόνα αγωνιστή, Γεώργιου Μόδη.
*Ο καπετάν Μανώλης Κατσίγαρης ή Καραμανώλης ήταν οπλαρχηγός γεννημένος στην Κάντανο Σελίνου Χανίων το 1872, μετοίκησε αρχικά στο Σκινέ Χανίων, αλλά επέλεξε να ζήσει τελικά στο χωριό Νίππος Αποκορώνου. Ήταν ένας από τους πρώτους που έσπευσαν να αγωνιστούν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, με ένα μικρό Σώμα 75 ανδρών, και έδρασε κυρίως στην περιοχή Καρατζόβα, σημερινή Αλμωπία, στη κεντρική Μακεδονία κατά το διάστημα 1904 έως και 1908. Οι αναφορές για τον ηρωικό Κρητικό οπλαρχηγό μιλάνε για τα λαμπρά αποτελέσματά του, τις πράξεις γενναιότητας, τις μικρές έως ελάχιστες απώλειες ως κόστος, αναδεικνύοντας μια στρατηγική φυσιογνωμία που στο άκουσμά της προκαλούσε τον θαυμασμό στους Τούρκους και τον τρόμο στους Βούλγαρους, εξ ού και το προσωνύμιο Καραμανώλης. Χαρακτηριστικό το δίστοιχο που έλεγαν γι’ αυτόν: ‘’Σένα πρέπει, βρε Μανώλη, της Βογδάντσης Αρχηγός!”
Μια από τις πιο γνωστές αποστολές του ήταν η συνοδεία της δασκάλας Αικατερίνης Χατζηγεωργίου, κατόπιν εντολής του Ελληνικού κομιτάτου για να την προστατεύσει και που τελικά κατέληξε στην άγρια δολοφονία της, μόλις ο καπετάν-Καραμανώλης με τους άνδρες του απομακρύνθηκαν από την περιοχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να στραφεί με πάθος κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων εξολοθρεύοντας τους. Ο Μανώλης Κατσίγαρης ή Καραμανώλης, φονεύθηκε στον Όλυμπο στις 20 Απριλίου 1908, για μια ασήμαντη αιτία, από έναν παλιό αντάρτη του σώματος. Το Ελληνικό κράτος έστησε προτομή για να τιμήσει τον ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα στην Ειδομένη Κιλκίς πλησίον του χώρου όπου αναπαύεται η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Επίσης η πατρίδα του, το Νίππος, τον έχει τιμήσει με παρόμοια προτομή.