“Ξέρω χιλιάδες ιστορίες που μιλάνε για χασίς” ραπάρανε στα τέλη της δεκαετίας του 90 οι ΖΝ και μπορεί και να χουν, σίγουρα όμως τα 90ς δεν έχουν καμιά επαφή με την εποχή που η φούντα και το μαύρο αποτέλεσαν μια από τις μεγαλύτερες αιτίες έμπνευσης του πιο επικινδύνου και μαγκιόρικου μουσικού είδους που γέννησε ο τόπος.
Το ρεμπέτικο γεννήθηκε στο ελληνικό άστυ, μεγάλωσε στο περιθώριο, εμπλουτίστηκε από τους πρόσφυγες του 22 και μεγαλούργησε στα ελληνικά λιμάνια (ως επί το πλείστον στον Πειραιά), έχοντας αφήσει παρακαταθήκη πολλά από τα σημαντικότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί και χιλιοτραγουδιστεί στο νοτιότερο άκρο των Βαλκανίων και αποτελώντας ένα από τα χαρακτηριστικότερα κομμάτια του λαϊκού πολιτισμού της Ελλάδος.
Η στιχουργική θεματολογία του ρεμπέτικου ποικίλει, μέσα από την αλανιάρικη οπτική του εκάστοτε μουσικού – στιχουργού και χρησιμοποιώντας αυστηρά την λαϊκή γλώσσα της πιάτσας, τα τραγούδια πραγματευόταν από έρωτες μέχρι σκληρές δολοφονίες, μέσα από το οπτικό πρίσμα του υποκόσμου που αποτελούσε τον βιότοπο των ρεμπετών της εποχής. Το χαρακτηριστικότερο θέμα με το οποίο καταπιάνονταν στα τραγούδια τους οι ρεμπέτες, ήταν το “μαγικό” φυτό της ινδικής κάνναβης, για το οποίο έχουνε γραφτεί χιλιάδες στίχοι, ιστορίες και πάνω από 600 χασικλίδικα τραγούδια.
Το φυτό της κάνναβης και οι χαλαρωτικές του ιδιότητες ήταν γνωστές στους λαούς της Μεσογείου από αρχαιοτάτων ετών. Στη σύγχρονη Ελλάδα, σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, παρότι υπήρχαν μεγάλες μονάδες κλωστουφαντουργίας άλλα και εξαγωγής κάνναβης σε Τρίπολη και Αρκαδία, την εκτεταμένη χρήση χασίς σαν χαλαρωτικό προϊόν την έφεραν το 1880 τέως φυλακισμένοι των φυλακών της Σμύρνης και της Προύσας.
Η απαγόρευση της ινδικής κάνναβης στην Ελλάδα ξεκίνησε με νομοθετικό διάταγμα στις 7/11/1925 και οι καλλιεργητές ειχαν περιθώριο 10 ετών να συμμορφωθούν με το νέο νόμο, μέχρι να πουληθούν όλα τα αποθέματα της χώρας και να προλάβουν να αλλάξουν οι αγρότες τις φυτείες τους. Το 1932 το κράτος απαγορεύει και την εμπορία και την κατοχή της κάνναβης και μετέπειτα επί δικτατορίας Μεταξά (1936) τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σκούρα για τους χασικλήδες άλλα και για τους ρεμπέτες που τους θεωρούσε τουρκόσπορες, μαστουρωμένες κατσαρίδες που διέβαλαν τον ελληνικό πολιτισμό.
Βεβαία από τις ιστορίες που αλιεύσαμε, το πάθος για μία τζουριά ήταν δυνατότερο από όλα τα κελιά για τα αλάνια της χρυσής εποχής του ρεμπέτικου.
Η φάση στον Πειραιά την εποχή που μεσουρανoύσε το ρεμπέτικο (1910-1955) δεν θύμιζε καθόλου την σημερινή κατάσταση, καφεδάρες και ψαράκι στο Μικρολίμανο. Στην περιοχή Βούρλα ειδικότερα, υπήρχαν τα περισσότερα μπουρδέλα στον Πειραιά και όπως ήταν φυσικό προσέλκυε το ανφάν γκατέ του υποκόσμου της εποχής: κλέφτες, μαχαιροβγάλτες και φυσικά ρεμπέτες, οι οποίοι επ’ ευκαιρία της τσάρκας τους, θελαν να καπνίσουν και το μαυράκι τους.
Οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε βρε Μάνθο, μας τη σκάσανε
άντε μάγκες στη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας
Η φούντα λοιπόν ήταν παράνομη, όπως φυσικά και οι τεκέδες, τα μαγαζιά (μικρά δωματιάκια συνήθως παράγκες) στα οποία πίναν οι μάγκες ναργιλέ. Το ιδιοφυές κόλπο λοιπόν που ειχαν σκαρφιστεί οι τεκετζήδες για να μην τους κάνουν καρφωτούς οι μπάτσοι, ήταν να βάζουν ψεύτικες ταμπέλες έξω από τις παράγκες τους, πχ “μπουγατσάδικο”, “ταβέρνα”, να κατεβάζουν τα ρολά στα οποία είχαν κάνει τρύπες. Όταν ο μαγκίτης τους έκανε το συνθηματικό χτύπημα στο ρολό, ο τεκετζής τού έβγαζε το καλάμι του αναμμένου ναργιλέ για να πάρει τις τζουρίτσες του μέσα από την τρυπά και έτσι ο χαρμάνης εξασφάλιζε γρήγορα και με ασφαλή τρόπο, μαστούρα on the go.
Ένας από τους ιδιοκτήτες τέτοιων τεκετζίδικων ήταν και ο Γιώργος ο Μπάτης, ο οποίος διέθετε στα λεμονάδικα του Πειραιά,το θρυλικό “Ζωρζ Μπατέ” το καφενείο-σταθμό για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Ο Μπάτης ήταν μέλος της θρυλικής τετράδος του Πειραιά, μιας all star παρέας μουσικών που αποτελούνταν από τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή, ένα παρεάκι βιρτουόζων οργανοπαιχτών (αν και για τον Μπάτη λένε ότι τον είχαν στην μπάντα περισσότερο γιατί ήταν ο καλαμπουρτζής της παρέας), που στο τσακίρ κέφι έπαιζε άλλα και κατανάλωνε πολλά κιλά “παπάδες”.
Μια υπέροχη ιστορία από την Κρήτη που σχετίζεται με το χασίσι είναι γνωστή από την rockstar τετράδα του Πειραιά
Ωχ να σε κυνηγούν οι βλάχοι
αχ και να χάσεις και τ’ αυλάκι
ε, ρε σου `χει λάχει, σου `χει λάχει
αχ, να σε κυνηγούν οι βλάχοι;
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=irYBiWglGzw”]
Η ιστορία έχει πρωταγωνιστή τον Μπάτη βρίσκει την ξακουστή τετράς στην Κρήτη. Εκεί εκτός από το μεροκάματο από την μουσική ο Μπάτης αποφάσισε να το παίξει και φαρμακοποιός και με διάφορα τεχνάσματα όπως γίνεται και σήμερα η πώληση κάποιων παπατζιλίδικων, πόσιμων προϊόντων στα κανάλια, πουλάει στους Κρητικούς διάφορες σκόνες (κεραμίδι και σόδα) που υποτίθεται ότι κάνουν καλό στα δόντια.
Με την βοήθεια των πληρωμένων αβανταδόρων που προσποιούνταν ότι αγόραζαν την θαυματουργή σκόνη, ο Μπάτης απέκτησε στο Ηράκλειο φήμη θαυματουργού φαρμακοποιού. Μια μέρα τον πλησιάζουν δυο γέροντες Κρητικοί και του λένε, ελάτε στο κτήμα να βοηθήσετε γιατί έχουμε πρόβλημα. Λέει ο Μπάτης στον Στράτο που εκτελούσε χρέη βοηθού, πάρε το βαλιτσάκι με τα σέα και πάμε στο κτήμα να δούμε τι γίνεται. Το πρόβλημα λοιπόν που αντιμετώπιζαν οι Κρητικοί, ήταν ότι ένας γάιδαρος που είχαν, ήταν σε παροξυσμό και δεν μπορούσε να τον πλησιάσει κάνεις, γιατί κλώτσαγε σαν τρελός.
Ο Μπάτης λέει στους ιδιοκτήτες του, πηγαίνετε έξω από τον στάβλο και αφήστε μας εμάς να κάνουμε την δουλειά μας. Εκεί λοιπόν η θρυλική τετράς κλεισμένη στον στάβλο, έβγαλε το “φάρμακο” της και άρχισε να μαστουριάζει, κάνοντας “ανάποδες” με τον γάιδαρο, μέχρι που έπεσαν τα αυτιά του ζωντανού και την άκουσε στέρεο.
Βγαίνει η τετράδα έξω από τον στάβλο σαν να μη τρέχει τίποτα, τους δίνουν όλο χαρά οι Κρητικοί και 100 δραχμές για το θαύμα. Τα θαύματα όμως μερικές φορές δεν κρατάν για πάντα και όταν ξεμαστούρωσε ο γάιδαρος, κλώτσησε πάλι τον ιδιοκτήτη του. Δεν θελαν και πολύ οι Κρητικοί και βγήκαν να κυνηγήσουν τους απατεώνες κτηνιάτρους, οι οποίοι κρύφτηκαν στο λιμάνι και κατάφεραν και έφυγαν με το πρώτο πλοίο, με τον τρολο Μπάτη να κουνάει μάλιστα και λευκό μαντήλι στους Κρητικούς που τους έψαχναν να τους σκοτώσουν.
Το πρωί στο Διοικητή, αμάν, αμάν,
Και το βράδυ στην Αρχή
Βρέ, κι έτσι μάγκα με δικάζουν,
Και οι μαύροι ησυχάζουν.
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=2WkqHwsPt4Q”]