Στις 22 Νοεμβρίου 1989 «έκλεισε» η συμφωνία των τότε πολιτικών αρχηγών, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Ανδρέα Παπανδρέου και Χαρίλαου Φλωράκη, για τον σχηματισμό Οικουμενικής Κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον οικονομολόγο καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα.
Η κυβέρνηση σχηματίστηκε την επόμενη μέρα, με τη συμμετοχή στελεχών και από τα τρία κοινοβουλευτικά κόμματα, τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και τον Συνασπισμό της Αριστεράς, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με τους Θεόδωρο Κατριβάνο (υπουργό Εσωτερικών, στέλεχος της ΕΔΑ), Γιάννη Δραγασάκη (αναπληρωτή υπουργό Εθνικής Οικονομίας, στέλεχος του ΚΚΕ) και Γρηγόρη Γιάνναρο (αναπληρωτή υπουργό Βιομηχανίας, στέλεχος της ΕΑΡ).
Καθώς είχε προηγηθεί η εκλογική ήττα του ΠΑΣΟΚ, τον Ιούνιο 1989, ήδη ο Συνασπισμός είχε συνεργαστεί με τη Ν.Δ. στην κυβέρνηση Τζανή Τζανετάκη. Η συνεργασία αυτή, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κυρίως στο εσωτερικό του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, με συνέπεια την αποχώρηση χιλιάδων μελών τους, που συγκρότησαν κατόπιν το Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ), προβλήθηκε ως αναγκαία για τη δρομολόγηση της κάθαρσης από τα σκάνδαλα της προηγούμενης κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου.
Συνέπεια αυτής της συνεργασίας με τη Δεξιά, εκτός από την κρίση στο ΚΚΕ και την ΚΝΕ, ήταν και η υποχώρηση της εκλογικής επιρροής του Συνασπισμού από το 13,1% του Ιουνίου στο 10,97% που πήρε στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Για τον σχηματισμό της Οικουμενικής Κυβέρνησης προβλήθηκε και από τις τρεις πολιτικές δυνάμεις το επιχείρημα ότι η χώρα δεν θα έπρεπε να συρθεί και πάλι σε εκλογική αναμέτρηση, καθώς κανένα κόμμα δεν είχε εξασφαλίσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Στην κατεύθυνση αυτή προβλήθηκε η ανάγκη «εθνικής ομοψυχία» εν όψει και της προοπτικής του 1992, της συμμετοχής, δηλαδή, της Ελλάδας στην υπό συγκρότηση Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρόλ’ αυτά η Οικουμενική Κυβέρνηση είχε περιορισμένο χρόνο ζωής. Τον Απρίλιο 1990 διεξήχθησαν εκλογές, τις οποίες κέρδισε η Ν.Δ. Ο Συνασπισμός είδε και πάλι να συρρικνώνεται η επιρροή του, πέφτοντας στο 10,28%.
Λεπτομέρεια: Στην κύβέρνηση αυτή συμμετείχε και ο σημερινός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς ως υπουργός Εξωτερικών.