Καθηγητής Μανουσάκης
Επειδή η ατμόσφαιρα είναι βαρειά. Και η Μπαζιάνα δεν μας έκανε να γελάσομε όπως πιστεύαμε. Μας θύμωσε αφάνταστα γιατί εξακολουθούν να μας θεωρούν ηλίθιους.
Λοιπόν…
Ας θυμηθούμε την αθώα μας παιδικότητα. Εκεί γύρω στην δεκαετία του ’60.
Καθηγητής Μανουσάκης Γιώργος:
– Έβγα αμέσως Κωνσταντουδάκη στο μάθημα.
– Ααα, κύριε! Πάααλι; Εχτές με βγάλατε. Και σας είπα άριστα το μάθημά μου, και τις μετοχές, και τις αντωνυμίες και όλα. Δεν βγαίνω, όλο εμένα! Να βγει και κανείς άλλος.
– Μην βγεις! Πάει ο βαθμός που πήρες χτες!
– Αα, όχι, όχι βγαίνω!
Του απαντώ αλαφιασμένη. Συνήθως μετά που έβγαινα στο μάθημα περνούσαν καμμιά δεκαπενταριά μέρες ν’ ανοίξω βιβλίο. Έκανα τους υπολογισμούς μου. και τώρα μου ανάτρεψε ο κ. Μανουσάκης τα δεδομένα μου. λέτε να πήραν απ’ αυτόν και οι ανατροπείς των δεδομένων της ζωής μας;
Αρχαία ήταν το μάθημα, θα τα κατάφερνα. Ήμουν καλή στ’ αρχαία και στα νέα. Απ’ την παράδοση τα ‘περνα. Βγαίνω. Λέω και στους συμμαθητές μου γύρω, να μου λέτε, να μου λέτε, δεν έχω ανοίξει βιβλίο.
– Εγώ κύριε, τ’ αγαπώ τ’ αρχαία το ξέρετε. Αρχίζω να του πιάνω την κουβέντα για να του φάω την ώρα, μην προλάβει να με ρωτήσει πολλά. Αλλά να το ξέρετε, δεν θα γίνω ποτέ φιλόλογος που το λέτε συνέχεια στη μαμά μου και δεν την αφήνετε να γίνω δημοσιογράφος. Εγώ, ποτέ δεν θα γίνω φιλόλογος, να ‘μαι αυστηρή σαν και σας, να ‘μια συνέχεια σοβαρή σαν και σας!
– Σκααασμός! Μην αυθαδιάζεις! Στο μάθημα!
Τι να κάνω η κακομοίρα το βουλώνω. Γνωστόν, ο Μανουσάκης δεν παρασύρεται.
Σούζα λοιπόν μπροστά του περιμένω την ιερά εξέταση. Με ρωτά διάφορα του απαντώ, του ‘χω κάνει και καλή μετάφραση, όπου δεν ήξερα διάβαζα τα χείλη των συμμαθητών μου, του απαντούσα. Φαινόταν ικανοποιημένος αλλά ήθελε να με ξεψαχνίσει κι άλλο.
– Πες μας Κωνσταντουδάκη «ξυνοιδώς» τι είναι;
– Μετοχή του ξυνίδα
– Έεεχεις πολλές στο χωριό σου;
Γέεελια από κάτω! Ξυνίδες, είχα βέβαια πολλές στο χωριό μου.
Το ‘πιασα το λάθος μου αμέσως και του κάνω:
– Έε κύριε τώρα για ένα τόνο κάνετε έτσι; (το σωστό ήταν: μετοχή του ξύνοιδα). Γέεελια ξανά από κάτω, τα παιδιά. Το σόου είχε τελειώσει.
Α.Κ.
Ο κ. Λουλουδάκης και η μαύρη γάτα
Εμπορική! Κοραή 1! Μεικτό, κορίτσια και αγόρια μαζί. Απογευματινή βάρδια, ζέστη, κανείς δεν είχε διάθεση για μάθημα. Τ’ αγόρια, περισσότερο. Αποφάσισαν οι ζωηροί της τάξης (όλοι γνωστοί επιτυχημένοι επιχειρηματίες σήμερα) να τρομάξουν τα κορίτσια. Μόνο που εμείς δεν μασήσαμε και το διασκεδάσαμε αφάνταστα. Έγινε χαμός στην τάξη. Πιάνουν λοιπόν μια μαύρη γάτα, την κατατρομάζουν και την πετούν μεσ την τάξη απ’ το παράθυρο του ημιυπόγειου και περιμέναν απ’ έξω να μας δουν τρομαγμένες να γελάνε. Εμείς καθόλου δεν παρακολουθούσαμε τον κ. Λουλουδάκη που μας έλεγε: «Δαρείου και Παρεισάτιδος γίγνονται παίδες δύο».
Παρακολουθούσαμε τις κινήσεις των αγοριών και με το που μπαίνει η γάτα μέσα αρχίσαμε να ουρλιάζομε ομαδικώς για να τρελλάνομε το κακόμοιρο το ζώο. (Οι φιλόζωοι σήμερα θα μας πήγαιναν για κακοποίηση). Η οποία βέβαια τρελλάθηκε στην κυριολεξία! Φωνάζαμε εμείς, νιαάααου η γάτα, πήδους σα ελατήριο απ’ το ένα θρανίο στο άλλο. Τσιριχτά δήθεν τρόμου εμείς, να χτυπά την έδρα ο κ. Λουλουδάκης για να επιβάλλει την τάξη. – Ησυχία, ησυχία να ουρλιάζει και αυτός, να χτυπά το βιβλίο. Πού ησυχία; Ο χαμός γινόταν. Η γάτα είχε «αλληλοΐσει» πήγαινε σα τρελλή μπρος γύρναγε πίσω, ούρλιαζε αγριεμένη, ανέβαινε στα θρανία, κατέβαινε.
Σε μια στιγμή πετιέται στον διάδρομο ακριβώς δίπλα μου. της καθίζω μ’ όλη μου τη δύναμη μια πατιά στην ουρά και συγχρόνως σηκώνω τα πόδια κάτω απ’ το θρανίο αλλά ψηλά εκεί που βάζαμε τις τσάντες και τα τετράδια για να μη με γρατζουνίσει. Και αυτή, αφήνει ένα ουρλιαχτό πόνου και εκτοξεύεται απ’ τα τελευταία θρανία που καθόμουν σαν πύραυλος, σαν στούκας, πάνω στην έδρα του κ. Λουλουδάκη.
Ο οποίος έγινε έξω φρενών. Σηκώνεται όρθιος. Πετά κάτω τα βιβλία. Εμείς γέεελια! Τέτοια επιτυχία, μου λέγαν. Τέλεια βολή! Τέλεια βολή!
– Γαϊδούρια! Κτήνη, Εσείς είστε τα κτήνη να ουρλιάζει ο Λουλουδάκης.
Φεύγω, φεύγω, δεν ξαναμπαίνω στο κλουβί με τα θηρία.
Και έφυγε απ’ την τάξη. Και μας παράτησε! Δεν μας ξανάκανε μάθημα. Μας φέραν άλλον καθηγητή.
Α.Κ.