Του Σπύρου Δαράκη
«Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μή νυχτώνει»
Ήταν πολλοί, όλοι τους άνθρωποι «απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο»
Τα ονόματα ορισμένων τα γνωρίζουμε, τα τραγουδάμε, μα για πολλούς δεν θα ακούσουμε, δεν θα μάθουμε ποτέ.
Όλοι τους, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ που δώσαν τη ζωή τους για να ξημερώσουν «καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο», για έναν κόσμο «στο μπόι των ονείρων, στο μπόι των ανθρώπων».
«Η περίπτωσή μου δεν είναι μοναδική. Είναι πολλές, πάρα πολλές»
Ας δούμε την «περίπτωσή» του. O Νίκος Μπελογιάννης απ’ τα μαθητικά του χρόνια εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ, ενώ το 1934 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Για την επαναστατική δράση του διώχτηκε απ’ το Πανεπιστήμιο, ενώ ακολούθησαν εξορίες και φυλακές. Η Κατοχή τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία. Το 1943 όμως κατάφερε να αποδράσει απ’ το Νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου είχε μεταφερθεί ως άρρωστος, και ανέλαβε σειρά κομματικών χρεώσεων στην περιοχή της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) τοποθετήθηκε Πολιτικός Επίτροπος στη 10η και την 1η Μεραρχία, ενώ προηγούμενα είχε χρεωθεί στη Διαφώτιση του Γενικού Αρχηγείου, στη Σχολή Αξιωματικών κ.α. Μετά τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ, πήρε και αυτός, όπως χιλιάδες άλλοι μαχητές του ΔΣΕ, τον δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, αρχικά στην Αλβανία και στη συνέχεια στη Ρουμανία. Στην 7η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, εκλέχθηκε αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Δεκάδες ήταν τα στελέχη του Κόμματος που στάλθηκαν στην Ελλάδα, αφού προετοιμάστηκαν κατάλληλα, για να ενισχύσουν την παράνομη δουλειά, την ενδυνάμωση των Κομματικών Οργανώσεων, την ανάπτυξη αγωνιστικών δεσμών με τους εργαζόμενους. Ανάμεσά τους ήταν τα μέλη του ΠΓ Γιώργης Βοντίτσιος (Γούσιας), Κώστας Κολιγιάννης, Γιώργης Ερυθριάδης (Πετρής) και τα μέλη της ΚΕ Αύρα Παρτσαλίδου, Χαρίλαος Φλωράκης, Κώστας Λουλές, Ρούλα Κουκούλου, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Βασίλης Ζάχος, ΚαπέταΑλέγκρα, Μήτσος Δάλλας και άλλοι.
Η αποστολή του Μπελογιάννη στην Ελλάδα
Στις 7 Ιούνη 1950, ο Νίκος Μπελογιάννης έφτασε παράνομα στην Ελλάδα, με αποστολή την αναδιοργάνωση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων που είχαν δεχτεί συντριπτικά χτυπήματα απ’ τους διωκτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους και είχαν ελάχιστα μέλη.
Ταυτόχρονα, οι συνεχείς συλλήψεις και η διάδοση προβοκατόρικων φημών από την πλευρά της Ασφάλειας δημιουργούσαν σύγχυση και καχυποψία στις κομματικές δυνάμεις, διαμόρφωναν το έδαφος για υποψίες και τη διατύπωση άδικων κατηγοριών σε βάρος στελεχών του Κόμματος.
Όταν ο Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα, ήδη αρκετά στελέχη του Κόμματος που δρούσαν στη χώρα, θεωρούσαν τον Νίκο Πλουμπίδη, που είχε την ευθύνη της καθοδήγησης των παράνομων Οργανώσεων, ύποπτο, κάτι που υιοθετούσε και η καθοδήγηση του ΚΚΕ. Γι’ αυτό και ο Νίκος Μπελογιάννης είχε λάβει εντολή να μην έρθει σε επαφή με τον παράνομο μηχανισμό που δρούσε στην Ελλάδα, αλλά παραβίασε την εντολή.
Ο Μπελογιάννης έδωσε όλες τις δυνάμεις του για την ανάπτυξη των Κομματικών Οργανώσεων και για τον συνδυασμό της παράνομης με τη νόμιμη δράση, ενεργώντας ορισμένες φορές παράτολμα, στην προσπάθεια να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που εκτιμούσε ότι ήταν μεγάλες. Ωστόσο, η δράση του δεν διήρκεσε πολύ. Εξήμισι περίπου μήνες μετά την άφιξή του στην Ελλάδα (20-12-1950) συνελήφθη.
Η πρώτη δίκη
Από τη σύλληψή του και για δέκα μήνες ο Νίκος Μπελογιάννης κρατήθηκε στην απομόνωση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής του στάθηκε ανυποχώρητος, απέρριψε όλες τις δελεαστικές προτάσεις που του έγιναν για να σώσει τη ζωή του και να εξασφαλίσει μια λαμπρή καριέρα στο σύστημα.
Στις 19 Οκτώβρη 1951, ξεκίνησε η δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και άλλων 93 μελών και στελεχών του ΚΚΕ. Η δίκη διεξήχθη στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών με βασική κατηγορία την παράβαση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947, με τον οποίο είχε κηρυχθεί παράνομο το ΚΚΕ και οι «παραφυάδες» του.
Ο Νίκος Μπελογιάννης, απολογούμενος, υπερασπίστηκε με σθένος την πολιτική και τη δράση του ΚΚΕ. Είπε ανάμεσα σε άλλα:
«Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτήν δικάζομαι. (…) Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ. Αυτά που θα πω δεν έχουν σκοπό να αναιρέσουν την ενοχή μου, αλλά να υποστηρίξουν την πολιτική γραμμή του Κόμματος και να υπερασπίσουν τη ζωή μου και αυτά που πιστεύω. (…) Το ΚΚΕ έχει ρίζες στο λαό, ποτισμένες με αίμα. Και δεν εξοντώνεται, ούτε με στρατοδικεία, ούτε με εκτελεστικά αποσπάσματα. Το ΚΚΕ ζητάει την ειρήνευση του τόπου, τη δημιουργική ανασυγκρότησή του και τη δημοκρατική του ανάπλαση (…) Γι’ αυτή μας την πολιτική με δικάζετε. Και γι’ αυτό τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Και γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Θα δεχτώ με περηφάνεια και στωικότητα την καταδίκη μου και θαρραλέα θ’ αντιμετωπίσω ακόμα και το εκτελεστικό σας απόσπασμα».
Στις 16 Νοέμβρη 1951, εκδόθηκε η απόφαση του Στρατοδικείου. Δώδεκα κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, τρεις σε ισόβια και δώδεκα σε ειρκτή ή φυλάκιση. Οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν σε μικρότερες ποινές ή αθωωθήκαν.
Η δεύτερη δίκη και η εκτέλεση
Μια μέρα πριν εκδοθεί η απόφαση του Στρατοδικείου για τον Ν. Μπελογιάννη και τους άλλους 93 κατηγορούμενους, δημοσιεύτηκε στον Τύπο η ανακάλυψη απ’ την Ασφάλεια ασυρμάτων του παράνομου κομματικού μηχανισμού που λειτουργούσαν στη Γλυφάδα και την Καλλιθέα. Η εφημερίδα «Εμπρός», στη διαπασών του αντικομμουνισμού, έγραφε για «ευρύτατον δίκτυον κατασκοπείας εις βάρος της ασφάλειας του κράτους» και για «πράκτορες» του ΚΚΕ που μετέδιδαν «πληροφορίας κυρίως στρατιωτικής φύσεως εις Βουλγαρία».
Τα «στοιχεία» που συγκεντρώθηκαν απ’ την ανακάλυψη των ασυρμάτων χρησιμοποιήθηκαν ώστε να μεθοδευτεί νέα δίκη, αυτήν τη φορά σε Τακτικό Στρατοδικείο, με βασική κατηγορία την παράβαση του ΑΝ 375/1936 «περί κατασκοπείας», που «εξασφάλιζε» την εκτέλεση των καταδικαζόμενων σε θάνατο.
Έτσι «ξεπεράστηκαν» τα εμπόδια της διεθνούς κατακραυγής εναντίον των εκτελέσεων, αλλά και η «δέσμευση» του πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα για την κατάργηση των Εκτάκτων Στρατοδικείων και την παραπομπή των κατηγορούμενων ως παραβατών του ΑΝ 509/1947 στο Πενταμελές Εφετείο.
Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15 Φλεβάρη 1952 και μαζί με τον Μπελογιάννη κατηγορούμενοι ήταν ακόμα 28 κομμουνιστές και κομμουνίστριες.
Για άλλη μια φορά, ο Νίκος Μπελογιάννης στάθηκε ακλόνητος, κατέρριψε όλες τις κατηγορίες, υπερασπίστηκε θαρραλέα, ηρωικά το Κόμμα του:
«(…) Κατατέθηκε εδώ πέρα ότι κάθε κομμουνιστής είναι κατάσκοπος, ότι οι κομμουνιστές δεν είναι Έλληνες, ότι το ΚΚΕ δεν είναι ελληνικό. Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος δεν κρίνεται απ’ τα λόγια, (…) ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμα κρίνεται όταν κινδυνεύει η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της Πατρίδας μας. (…) Και αν θελήσει κανείς με τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ, θα δει ότι δεν είναι κόμμα προδοτικό, αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό (…). Εμείς πιστεύουμε στην πιο σωστή θεωρία που διανοήθηκαν τα πιο προοδευτικά μυαλά της ανθρωπότητας. Και η προσπάθειά μας, ο αγώνας μας, είναι να γίνει αυτή η θεωρία πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο (…). Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. (…) Ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο (…) και, όταν χρειαστεί, θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα».
Την 1η του Μάρτη εκδόθηκε η απόφαση του Στρατοδικείου. Ο Νίκος Μπελογιάννης και ο Ηλίας Αργυριάδης καταδικάστηκαν δύο φορές σε θάνατο. Οι Δημήτρης Μπάτσης, Έλλη Ιωαννίδου, Τάκης Λαζαρίδης, Νίκος Καλούμενος, Χαράλαμπος Τουλιάτος και Μιλτιάδης Μπισμπιάνος καταδικάστηκαν σε θάνατο. Τέσσερις καταδικάστηκαν σε ισόβια, δύο σε 20 χρόνια κάθειρξη, τέσσερις σε 15 χρόνια κάθειρξη, δύο σε ειρκτή 10 χρόνων, δύο σε φυλάκιση 1 χρόνου και 7 απαλλάχτηκαν.
Στις 28 Μάρτη το Συμβούλιο Χαρίτων έκανε δεκτές τις αιτήσεις των τεσσάρων απ’ τους οκτώ που καταδικάστηκαν σε θάνατο και απέρριψε τις άλλες. Πάρα τις διεθνείς αντιδράσεις που εκφράστηκαν από εκατομμύρια εργαζομένων, συνδικάτων, επιστημονικών φορέων, κομμάτων αλλά και επιφανών προσωπικοτήτων (Πικάσο, Πωλ Ελυάρ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούδα, Τσάρλι Τσάπλιν, ΝαζίμΧικμέτ κ.ά.), η κυβέρνηση Πλαστήρα προχώρησε στην εκτέλεση των τεσσάρων.
Στις 30 Μάρτη 1952, 4 παρά 10 το πρωί, μέρα Κυριακή – που δεν εκτελούσαν ούτε οι ναζιστές – εκτελέστηκαν στου Γουδή οι Νίκος Μπελογιάννης, Ηλίας Αργυριάδης, Νίκος Καλούμενος και Δημήτρης Μπάτσης.
«(…) Η ζωή μου συνδέεται με την Ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του (…) Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα τον δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
Από τότε, όπως έγραψε ο ποιητής μας Γιάννης Ρίτσος από τον ΆηΣτράτη όπου βρισκόταν εξόριστος:«ημεγάλη μέρα της τριάντα του Μάρτη»μπήκε «στο καινούργιο εορτολόγιο των ηρώων και των μαρτύρων της ειρήνης»