Στη δυτική ακτή της Κρήτης, στην αρχή του ακρωτηρίου Γραμβούσας, βρίσκεται η αρχαία πόλη Φαλάσαρνα. Τα ευρήματα από τη γύρω περιοχή μαρτυρούν εγκατάσταση ήδη από τη Μινωική περίοδο, η οποία συνεχίστηκε και κατά τους Αρχαϊκούς και Κλασικούς χρόνους. Η κύρια όμως περίοδος ακμής της πόλης εντοπίζεται μεταξύ των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ. και του 67 π.Χ., όταν καταστράφηκε από τους Ρωμαίους στο πλαίσιο των επιχειρήσεων για την καταστολή της πειρατείας στη Δυτική Μεσόγειο. Το λιμάνι της φαίνεται πως τέθηκε εκτός λειτουργίας.
Τα ίχνη επανάχρησης του χώρου είναι περιορισμένα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις κατοίκησης στην απέναντι πλευρά του όρμου κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια. Οι καταστροφικοί σεισμοί του 60 μ.Χ. και κυρίως του 365 μ.Χ. κατέστρεψαν οριστικά την πόλη. Με τον δεύτερο σεισμό, η στεριά ανυψώθηκε κατά 6,60 μέτρα, και το αρχαίο λιμάνι μετατράπηκε σε ξηρά, θαμμένο κάτω από τόνους επιχώσεων.
Οι σωστικές ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1966 και η συστηματική ανασκαφική έρευνα από το 1986 έχουν οδηγήσει στη σταδιακή αποκάλυψη του αρχαίου λιμένα, της πόλης και της νεκρόπολης.
Ισχυρή ναυτική πόλη με νομισματοκοπία και τειχισμένη ακρόπολη

Η Φαλάσαρνα υπήρξε μία από τις ισχυρότερες ναυτικές πόλεις-κράτη της Ελληνιστικής Κρήτης. Η νομισματοκοπία της ξεκινά στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ., με κύρια παράσταση μια γυναικεία κεφαλή, πιθανόν της θεάς Δίκτυννας ή της νύμφης Φαλάσαρνας.
Η πόλη περιοριζόταν στην ακρόπολη του ακρωτηρίου Κουτρί, στην κορυφογραμμή της οποίας σώζονται ερείπια ναών, πιθανότατα αφιερωμένων στη θεά Άρτεμη Δίκτυννα. Τα τείχη της σώζονται σε μήκος 350 μέτρων, είναι κατά τόπους διπλά, κατασκευασμένα με το ψευδοϊσόδομο σύστημα, και χρονολογούνται στο α’ μισό του 4ου αι. π.Χ..

Η πόλη διέθετε κλειστό πολεμικό λιμάνι με ακρόπυργο, που αποτελούσε προέκταση των τειχών. Η ακρόπυργη οχύρωση του λιμανιού περιλάμβανε τέσσερις οχυρωματικούς πύργους που συνδέονταν μεταξύ τους με θαλάσσιους τοίχους και αποβάθρες. Από τους πύργους σώζεται καλύτερα ο νοτιοανατολικός, κυκλικός, με ύψος 4,5 μ. και διάμετρο 9 μ., του οποίου το εσωτερικό διαιρείται σε τεταρτημόρια από δύο διασταυρούμενους τοίχους. Χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ..
Η λιμενική εγκατάσταση και τα ναυπηγεία

Το λιμάνι είχε κατασκευαστεί στη θέση προϋπάρχουσας λιμνοθάλασσας. Τα φυσικά βράχια της ακτής λειάνθηκαν, δημιουργώντας λιμενολεκάνη διαστάσεων 100 x 75 μ., που επικοινωνούσε με τη θάλασσα μέσω δύο καναλιών. Το δευτερεύον κανάλι είχε μικρότερο βάθος, πιθανότατα για την ανακύκλωση του νερού ή τον ορμισμό μικρών λέμβων.
Στα όρια της λιμενολεκάνης αποκαλύφθηκαν τμήματα κτιστής προκυμαίας με δέστρες πλοίων. Βορειότερα, μια δεύτερη, μικρότερη τεχνητή υδατολεκάνη ενδέχεται να σχετίζεται με τα ναυπηγεία της αρχαίας πόλης, τα οποία όμως δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα.

Νοτιοδυτικά της δεύτερης λιμενολεκάνης αποκαλύφθηκε λιθόστρωτος δρόμος που οδηγούσε πιθανόν στην ακρόπολη, καθώς και σειρά πέντε δεξαμενών πάνω σε πλακόστρωτο δάπεδο. Η αρχική χρήση τους στον 4ο–3ο αι. π.Χ. σχετίζεται πιθανώς με δημόσια λουτρά, ενώ κατά τον 1ο αι. π.Χ. φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν για την πλύση πηλού.
Λατομεία, θρόνος και νεκρόπολη

Ακριβώς νότια του λιμανιού και κατά μήκος της ακτογραμμής βρίσκονται τα αρχαία λατομεία, όπου σώζεται και ο εντυπωσιακός λαξευτός λίθινος «θρόνος». Κοντά στα λατομεία αποκαλύφθηκε επίσης λιθόκτιστη δεξαμενή διαστάσεων 5 x 5 μ., λαξευμένη στο φυσικό πέτρωμα.
Η νεκρόπολη έχει εντοπιστεί εκτός των τειχών, κοντά στο λιμάνι, και επεκτείνεται προς τα νότια και ανατολικά. Οι τάφοι καλύπτουν την περίοδο από την Αρχαϊκή έως την Ελληνιστική εποχή και περιλαμβάνουν ταφές σε πίθους, ορύγματα στο έδαφος, κιβωτιόσχημους και λαξευτούς τάφους στο φυσικό βράχο.

Από τα κτερίσματα των τάφων ξεχωρίζουν εγχώρια και εισαγόμενα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ – ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ



