Κορυφαία προσωπικότητα της Σύγχρονης Ελλάδας, που κατατάσσεται στους μεγάλους κλασικούς δημιουργούς της Ευρώπης, με αδιάλειπτη πολιτική δράση, σε μια πορεία ζωής, που καθόρισαν το Χρέος και η Τέχνη. Μέγιστος συνθέτης της κλασικής μουσικής, με όραμα μουσικό, που συνδυάζει αναμνήσεις από τη δημοτική και τη βυζαντινή μουσική με τρόπο σύγχρονο και εντελώς προσωπικό, γι’ αυτό και τραγουδήθηκε σχεδόν από το σύνολο του ελληνικού λαού, ενώ συγχρόνως είναι ένας από ολιγάριθμους Έλληνες καλλιτέχνες που διέδωσε σ’ όλο τον κόσμο τη νεοελληνική μουσική τέχνη.
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
1925
Ο Μίκης Θεοδωράκης, γιος του Γιώργη και της Ασπασίας Πουλάκη* Θεοδωράκη, γεννήθηκε στην Χίο στις 29 Ιουλίου 1925. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από τον Γαλατά στα Χανιά της Κρήτης και της μητέρας του από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του συναντήθηκαν στην Μικρά Ασία, λίγο πριν από την καταστροφή. Το ζεύγος Θεοδωράκη απέκτησε δύο παιδιά το Μιχάλη και τον μικρότερό του Γιάννη.
Από την κρητική καταγωγή του καθορίζεται το ηρωικό στοιχείο της ζωής του, αλλά και ένα μέρος της έφεσής του στη μουσική, αφού ολόκληρη η γενιά των Θεοδωράκηδων ξεκινά από τον Θεοδωρομανώλη, ξακουστό λυράρη και τραγουδιστή που υπήρξε ένας από τους δημιουργούς ριζίτικων τραγουδιών και χορευτικών μελωδιών της δυτικής Κρήτης. Τον Θεοδωρομανώλη αποκεφάλισαν οι Τούρκοι στο φρούριο Φιρκά, στα Χανιά, επειδή είχε σκοτώσει ένα Τούρκο αγά.
Από την μητέρα του έμαθε το τραγούδι μιας κι εκείνη μαζί με τη γιαγιά του συνήθιζαν να τραγουδούν τα υπέροχα μικρασιατικά τραγούδια καθημερινά στο σπίτι τους.
Ο Γιώργης Θεοδωράκης δικηγόρος στο επάγγελμα, υπηρέτησε ως ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών σε πολλές Νομαρχίες της χώρας. Βενιζελικός στα φρονήματα, ανάλογα με το ποιος κυβερνούσε κάθε περίοδο μετατίθεται από τόπο σε τόπο, μ΄αποτέλεσμα σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα ο Μίκης μικρός να περάσει από πολλές πόλεις της Ελλάδας. Έτσι, τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως στη Μυτιλήνη, Γιάννενα, Κεφαλλονιά, Πύργο, Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη.
Από την παιδική του ηλικία, ο Μίκης Θεοδωράκης, είχε πάθος με την μουσική. Το 1937 και σε ηλικία 12 ετών, την περίοδο που βρίσκεται στην Πάτρα, ο Μίκης πηγαίνει στο γυμνάσιο, συμμετέχει στη χορωδία και μαθαίνει βιολί. Φοιτά στο Ωδείο της Πάτρας, όπου παίρνει θεωρητικά μαθήματα στην τάξη του καθηγητή Σινούρη και μαθαίνει βιολί. Τότε γράφει και τα πρώτα τραγούδια του, σε ηλικία 13 ετών.
Το 1939, η οικογένειά του μετακομίζει στον Πύργο. Ο Μίκης πηγαίνει κι εδώ στο Ωδείο. Ιδρύει μια ορχήστρα με φυσαρμόνικες και ασχολείται όλο και πιο εντατικά με τη μουσική. Εκεί ανακαλύπτει τον Σολωμό και τον Παλαμά και τους μελοποιεί.
Το καλοκαίρι του 1940, μια νέα μετάθεση του πατέρα του, τον φέρνει στην Τρίπολη.Με τους φίλους του εκεί (Γιώργος Κουλούκης, Βασίλης Κουτσούγερας, Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος, Μάκης Καρλής) ασχολούνται ιδιαίτερα με την ποίηση -ανακαλύπτουν τον Γιάννη Ρίτσο και τον Νικηφόρο Βρεττάκο- αλλά και με τη φιλοσοφία -Πλάτωνα, Νίτσε, Σοπενχάουερ-. Στην Τρίπολη διδάσκει ο Ευάγγελος Παπανούτσος, από τον οποίο επηρεάζεται πάρα πολύ (Περί Τέχνης).
Το 1941, ο Μίκης παίρνει μαθήματα πιάνου και θεωρίας με τον καθηγητή μουσικής του Γυμνασίου, Παπασταθόπουλο. Διευθύνει την εκκλησιαστική χορωδία και αρχίζει να γράφει μουσική επηρεασμένη από τη βυζαντινή μουσική (Χερουβικά, Σε Υμνούμεν).
Το 1942, στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου στην Τρίπολη, γύρω από το μνήμα του ήρωα της Επανάστασης Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Μίκης χτυπά έναν Ιταλό αξιωματικό συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Εκεί διδάσκεται για πρώτη φορά από τους συγκρατούμενούς του τις βάσεις του μαρξισμού.
Το ίδιο έτος εκδίδει την ποιητική συλλογή του, Σιάο. Αρχίζει να γράφει μουσική για πιάνο. Σε ηλικία μόλις 17 ετών, συνθέτει το σπουδαιότερο έργο του αυτής της εποχής, την «Κασσιανή», που παρουσιάζεται τον επόμενο χρόνο.
Γράφει τραγούδια πάνω σε γνωστά ποιητικά κείμενα. Την εποχή αυτή, ακούει για πρώτη φορά συμφωνική μουσική, την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, σε μια γερμανική ταινία. Αυτό αλλάζει όλη τη ζωή του. Αποφασίζει ότι θα γίνει συνθέτης.
Το 1943, ο Μίκης συλλαμβάνεται και πάλι από τον αρχηγό της ιταλικής αστυνομίας Φεστούτσιο. Αφήνεται ελεύθερος χάρη στη μεσολάβηση του πατέρα του. Τα ιταλικά στρατεύματα αντικαθίστανται από γερμανικά. Ο Μίκης καταζητείται. Αναγκάζεται να διαφύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στο ΕΑΜ και αγωνίζεται κατά των Γερμανών κατακτητών. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη, τον οποίο γνωρίζει μέσω του θείου του, Αντώνη Πουλάκη. Δίνει εξετάσεις στο Ωδείο και περνάει κατευθείαν στην πέμπτη τάξη. Συμμετέχει στη Χορωδία Αθηνών. Επίσης δίνει εξετάσεις και περνά στην Νομική.
Στην Αθήνα, ο Μίκης γνωρίζεται με τη Μυρτώ Αλτίνογλου, ενεργό μέλος της ΕΠΟΝ. Δέκα χρόνια αργότερα, η γυναίκα αυτή, θα γίνει σύζυγός του.
Το 1944, με τους συμφοιτητές του στο Ωδείο, Αργύρη Κουνάδη, Γιώργο Σισιλιάνο, Αλίκη Βατικιώτη, Τάτση Αποστολίδη, Γιάννη Χρονόπουλο, Σωτήρη Ταχιάτη, Γιάννη Βατικιώτη κ.ά., οργανώνουν τακτικά συναυλίες με έργα τους. Αρχίζει πλέον να ασχολείται αποκλειστικά με τη μουσική και τη σύνθεση.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, αρχίζει η αποχώρηση Γερμανών από την Ελλάδα. Οι γονείς του Μίκη και ο αδελφός του έρχονται στην Αθήνα.
Μετά την απελευθέρωση ξεσπά ο Εμφύλιος. Ο Θεοδωράκης λόγω των προοδευτικών του ιδεών καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Ακολουθούν έξι εβδομάδες ένοπλων συγκρούσεων ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ και τις βρετανικές μονάδες. Το ΕΑΜ διστάζει να ρίξει στη μάχη της Αθήνας τον τακτικό στρατό του ΕΛΑΣ. Ο Μίκης συμμετέχει ενεργά σ’ όλα αυτά τα γεγονότα τα οποία τον σημάδεψαν εντονότατα.
Το 1945, ο Μίκης Θεοδωράκης ιδρύει τη χορωδία της ΕΠΟΝ. Γνωρίζει την παγκόσμια κλασική μουσική αλλά και τη σύγχρονη τότε μουσική από τις παρτιτούρες της Βιβλιοθήκης του Ωδείου. Ακούει για πρώτη φορά από δίσκους Στραβίνσκι, Ντεμπισί, Σοστακόβιτς, Ραβέλ, Προκόφιεφ, Μπάρτοκ, Χίντεμιτ και Σόνμπεργκ. Γνωρίζει τον Μάνο Χατζηδάκη και τον Βασίλη Ζάννο, ο οποίος επηρέασε βαθιά τόσο το χαρακτήρα του, όσο και τις καλλιτεχνικές του απόψεις.
Ιδρύεται ομάδα εργασίας από νέους και μεγαλύτερους ποιητές (Βάρναλης, Βρεττάκος, Ρίτσος, Ρώτας, Περγιάλης, Λειβαδίτης, Καμπανέλλης), που συγκεντρώνονται τακτικά και συζητούν θέματα ποίησης και τέχνης.
Το 1946, γράφει έργα για συμφωνική ορχήστρα (Μαργαρίτα, σε ποίηση Νικηφόρου Βρεττάκου, Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς κ.λπ.).
Στις 31 Μαρτίου αυτού του έτους, πραγματοποιείται συλλαλητήριο στην Αθήνα. Ο Μίκης στην κεφαλή της πορείας περικυκλώνεται και χτυπιέται άγρια. Μεταφέρεται στο νεκροτομείο γιατί τον θεωρούν νεκρό. Έχει υποστεί κάταγμα στο κρανίο και σημαντική απώλεια της όρασης στο δεξί του μάτι.
Ικαρία, 1947 |
Το 1947, ο Μίκης γράφει μια σειρά από έργα μουσικής δωματίο, που παίζουν οι συμμαθητές του στο Ωδείο (Πρελούδια για Πιάνο, Τρίο, Σεξτέτο κ.ά.).
Την εποχή αυτή, εξορίζονται πολλοί αντιφρονούντες, ανάμεσα τους και ο Μίκης Θεοδωράκης, που συλλαμβάνεται τον Ιούλιο και εξορίζεται στην Ικαρία. Στην Ικαρία αρχίζει να ασχολείται και να μελετά τη δημοτική μουσική. Η αμνηστία που παραχωρεί αργότερα ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης του επιτρέπει να επιστρέψει στην Αθήνα, σύντομα όμως αναγκάζεται να βγει στην παρανομία, καθώς το κομμουνιστικό κόμμα κηρύσσεται παράνομο
« Σκάζοντας το κεφάλι μου από τον ηλεκτρικό στην Ομόνοια με πήρε το ξεροβόρι. Ο κόσμος κουκουλωμένος, λες και τον κυνηγούσαν. Πήρα την Πειραιώς και σε δύο λεπτά ήμουν στο Ωδείο. Φοβόμουν μήπως πέσω στον Νικήτα που πια είχε γίνει το μάτι της Ασφάλειας. Ευτυχώς μέσα ήταν μόνο ο Χρίστος Μούτσης. Μόλις με είδε, κατάλαβε και μου έκανε σήμα με το μάτι να προχωρήσω. Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού 9 και μπήκα. “Τι συμβαίνει;” μου λέει, ο Χρίστος που με ακολουθούσε. “Ήρθαν την νύχτα να με πιάσουν” “Και τώρα;” “Τώρα παρανομία και δόξα σοι ο Θεός” “Που θα μένεις;” “Τις νύχτες θα τα βολέψω. Τις μέρες τι γίνεται; Και που θα ξυρίζομαι; Θα με σταματήσουν με τα γένια.” “Λοιπόν” αποφασίζει ο Χρίστος, “θα μείνεις εδώ, στο 9, θα κλειδώνεσαι μέσα και δε θα βγαίνεις αν δε σου πω εγώ. Για πλύσιμο στην τουαλέτα, που είναι κάτω από την σκάλα. Στάσου, θα σου φέρω και σαπούνι και τα συμπράγκαλα.” Ο Χρίστος Μούτσης και ο αδελφός του, ο Παναγιώτης, είχαν καταγωγή από την Εύβοια. Όλοι οι συγγενείς τους εκείνη την εποχή βρίσκονταν είτε αντάρτες στα βουνά είτε σε εξορίες και φυλακές. Ο Δήμος Μούτσης, ο συνθέτης, ήταν ανεψιός τους και έτσι μεγάλωσε μέσα στο Ωδείο, όπου στην αρχή διέπρεψε το βιολιστικό του ταλέντο. Έτσι τον γνώρισα κι εγώ στην Μικρή Ορχήστρα. Όλη η οικογένεια ήταν δοσμένη στον αγώνα και όλοι ταλαντούχοι.»
Το 1948, συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά και τον Μάϊο του ιδίου έτους εκτοπίζεται το για δεύτερη φορά στην Ικαρία. Αρχίζει τη σύνθεση της «Πρώτης Συμφωνίας». Επίσης γράφει την πρώτη μορφή του έργου «Οιδίπους Τύραννος» για ορχήστρα εγχόρδων.
Οι εξόριστοι καλούνται να υπογράψουν την περίφημη δήλωση μετανοίας. Όσοι αρνούνται να υπογράψουν μεταφέρονται στη Μακρόνησο.
Κάποια μάνα αναστενάζει
«.. Για το συγκεκριμένο τραγούδι υπάρχει μια μικρή προσωπική ιστορία. Στη Μακρόνησο μας μεταφέρανε από την Ικαρία στα 1948 στο Τέταρτο Τάγμα των πολιτικών κρατουμένων, στα βόρεια του νησιού. Από κει διάλεξαν τριακόσιους της ηλικίας μου (24 χρονών) στις 26 Μαρτίου του 1949 και μας πήγαν στην χαράδρα του Α΄ Τάγματος, όπου μας περίμεναν οι Αλφαμίτες βασανιστές μας. Μετά από λίγες μέρες, χτυπημένος και αναίσθητος μεταφέρθηκα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στην Αθήνα, στο θάλαμο-φυλακή (Κωστόπουλου). Όταν συνήλθα και έφτασα στο σημείο να μπορώ να βαδίσω με πατερίτσες, θα ήταν μέσα Μαϊου, μάθαμε ότι πρόκειται να μας ξαναπάνε στο νησί μέσω του Κέντρου Διερχομένων στο Σταθμό Λαρίσης. Μπόρεσα να ειδοποιήσω τη Μυρτώ για τη μέρα και την ώρα της μεταφοράς κι έτσι μπήκαμε στο ίδιο τραμ, απ’ αυτά τα κίτρινα, εγώ πίσω με τους φρουρούς μου κι αυτή μπροστά. Έτσι βλεπόμαστε σε όλη τη διαδρομή. Κατεβήκαμε στην Ομόνοια και μετά πήραμε με τα πόδια το δεξί πεζοδρόμιο της Αγίου Κωνσταντίνου. Η Μυρτώ βάδιζε στο απέναντι πεζοδρόμιο κι έτσι εξακολουθήσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο. Ήταν απόγευμα και ο Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων μετέδιδε το «Κάποια μάνα αναστενάζει», που ακουγόταν από όλα τα καταστήματα και τα ταξί. Σε μια στιγμή οι φρουροί μου μας αντιλήφθηκαν και έσπευσαν να τη συλλάβουν. Έτσι την έχασα ξανά… Καταλαβαίνετε λοιπόν για ποιο λόγο το τραγούδι αυτό χαράχτηκε για πάντα μέσα μου…»
Τον χειμώνα του 1949, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται κρατούμενος στη Μακρόνησο μαζί με τους «ανυπόταχτους», στο Δ’ Τάγμα Πολιτικών Κρατουμένων στη σκηνή με τον κωδικό Ε5. Παρά την αποστασιοποίησή του από το ΚΚΕ, μετά την 6η Ολομέλεια το 1949, θα μεταφερθεί στο Α΄ τάγμα κρατουμένων.
Την επομένη της επίσκεψης της βασίλισσας Φρειδερίκης στη Μακρόνησο, στις 26 Μαρτίου, ο Μίκης υπομένει για ώρες ολόκληρες φρικτά βασανιστήρια. Βασανίζεται έως τα πρόθυρα του θανάτου. Μεταφέρεται, στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου παραμένει για 2 μήνες. Εκεί βρήκαν σπασμένα τρία πλευρά, το δεξί γόνατο εξαρθρωμένο, πολλαπλά κατάγματα και τέλος, το σπουδαιότερο, τον μισό πνεύμονα καταστραμμένο.
Μετά το τέλος της νοσηλείας του, καταδικάζεται να επιστρέψει στη Μακρόνησο. Τα βασανιστήρια συνεχίζονται. Παρά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι αναγκασμένος να ζήσει, συνεχίζει να συνθέτει έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου. Ακούει τα ρεμπέτικα από συνεξόριστους και αρχίζει να μελετά τη λαϊκή μουσική.
Μακρόνησος, 1948. Γονατιστός δεξια μαζί με άλλους φυλακισμένους |
Μακρόνησος
Στη μεταγωγή από την Ικαρία στη Μακρόνησο δεν μας άφησαν να πάρουμε πολλά πράγματα μαζί μας», γράφει ο Μίκης. «Μας πιάσανε αιφνιδιαστικά στο πρωινό προσκλητήριο και μας οδήγησαν στο υπόγειο της Χωροφυλακής, στον Εύδηλο. Έπρεπε οι συγκάτοικοί μας να μας φέρουν τα απαραίτητα. Εγώ ζήτησα να βάλουν στο μικρό μου μπαουλάκι μόνο τις νότες μου… Όταν φτάσαμε στο Μακρονήσι, μας οδήγησαν σ’ ένα χτίσμα πλάι στη θάλασσα και μας είπαν ν’ αφήσουμε τα υπάρχοντά μας για να περάσουν αργότερα από έλεγχο. Στη συνέχεια έπρεπε να στήσουμε τις σκηνές, γιατί η μέρα ήταν βροχερή και φύσαγε δυνατός βοριάς.
Όταν πήγαμε υπήρχαν όλοι κι όλοι δύο Κλωβοί, ο A και ο B, με πεντακόσιους κρατούμενους ο καθένας. Ήταν απομονωμένοι, χωρισμένοι με συρματόπλεγμα ψηλό ως τρία μέτρα. Ανάμεσά τους υπήρχε ένας στενός διάδρομος κι αυτόν ανεβήκαμε για να πάμε πιο ψηλά, όπου θα στήναμε τους δικούς μας κλωβούς, τον Γ και τον Δ. Αφού σημαδεύτηκαν οι θέσεις, μας έδωσαν μια σκηνή για 14 άτομα κι εμείς τώρα θα έπρεπε να τη στήσουμε. H δική μου σκηνή ήταν η E5 στον Δ Κλωβό, πάνω από τον B.
Έπρεπε να καθαρίσουμε το μέρος που θα έμπαινε η σκηνή. Στη συνέχεια να σκάψουμε και να βάλουμε μεγάλες πέτρες κι από πάνω μικρότερες, για την υγρασία. Γύρω γύρω χτίσαμε ένα μικρό τοίχο. Το ίδιο και στο μέσον της σκηνής από την είσοδο ως το άλλο άκρο. Δημιουργήθηκαν έτσι δύο τμήματα που τα γεμίσαμε με κλαδιά και φύλλα και από πάνω βάλαμε τις κουβέρτες. Έπρεπε να βολευτούμε εφτά απ’ τη μια κι άλλοι εφτά απ’ την άλλη πλευρά κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον, γιατί η κάθε σκηνή κανονικά ήταν για οκτώ έως δέκα άτομα.
Στη μέση της σκηνής τοποθετήσαμε το κοντάρι. Και μετά μπήξαμε ξύλινα παλούκια για να στερεώσουμε τα σκοινιά. Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν κατεβήκαμε στα μαγειρεία όπου μας δώσανε μια καραβάνα κι ένα κουτάλι. Καθίσαμε στη σειρά για να πάρουμε μια μερίδα ο καθένας φακές και μια φέτα ψωμί. Μετά κοιμηθήκαμε για πρώτη φορά κάτω από την τέντα. Έξω ο αέρας βούιζε και συγχρόνως έμπαινε από παντού, λες και κοιμόμασταν σε μια κουβέρτα πλοίου.
Χαράματα ακούστηκε η σφυρίχτρα και στη συνέχεια εμφανίστηκε ένας χωροφύλακας στο άνοιγμα της τέντας φωνάζοντας «γρήγορα έξω». Ντυθήκαμε και βγήκαμε όπως όπως και τρέξαμε στο πλάτωμα στο μέσον του Κλωβού. Μας βάλανε σε σειρές από τρεις κι αφού μας μετρήσανε, ακούσαμε το πρώτο λογύδριο του Μεράρχου – υπευθύνου για τον Κλωβό μας. Με τις καραβάνες στο χέρι τρέξαμε προς την παραλία όπου υποτίθεται ότι ήσαν τα αποχωρητήρια. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπήρχαν παρά καμιά δεκαριά τρύπες πλάι στη θάλασσα κι έπρεπε τώρα οι δυο χιλιάδες να κάτσουν στην ουρά περιμένοντας τη σειρά τους. Στη συνέχεια άλλη σειρά στα μαγειρεία για μια κουτάλα μαύρο ζουμί που το έλεγαν τσάι κι άλλη μισή φέτα ψωμί. Έτσι άρχισε η πρώτη μας μέρα στο Δ’ Τάγμα.
Πλην όμως άλλα ήταν τα σχέδια του καλού Θεού. Την επόμενη νύχτα και πριν καλά καλά ξημερώσει, άρχισε η θύελλα. Στην αρχή βροντές και αστραπές. Μετά μια βροχή, λες και ήταν ποτάμι. Και τέλος ο άνεμος που όλο ανέβαινε και αγρίευε και ‘κεί κατά το μεσημέρι δίνει μια και σηκώνει ψηλά τη σκηνή και την παίρνει λες και ήταν χαρταετός. Κοιτάμε γύρω μας. Όλες οι σκηνές των νεοφερμένων πετούσαν στον αέρα κι έφευγαν μακριά προς το βουνό. Μόνο οι παλιές κρατούσαν. Και μεις βρεθήκαμε εκτεθειμένοι στη βροχή και στο κρύο. Κολλούσαμε ο ένας πάνω στον άλλο για να ζεσταθούμε. Κι αυτό βάστηξε μέρες και νύχτες πολλές. Εν τούτοις μετά το τέλος κανείς δεν πέθανε ούτε καν αρρώστησε. Μυστήριο οι αντοχές του ανθρώπου.
Όταν κόπασε το κακό, παγωμένοι, πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι κατεβήκαμε στα μαγειρεία με την καραβάνα στο χέρι κι εκεί μας είπαν ότι δεν έχει φαΐ ούτε νερό, γιατί κόπηκαν οι συγκοινωνίες με το Λαύριο και δεν έφτασαν εφόδια… Και τότε είδα το μεγάλο για μένα κακό: Πάνω στα σύρματα που χώριζαν το στρατόπεδο απ’ τη θάλασσα, ήσαν καρφωμένα τα φύλλα με τις νότες μου. Ολόκληρη η Πρώτη Συμφωνία που είχα ολοκληρώσει στην Ικαρία, εκατοντάδες σελίδες, βρίσκονταν κρεμασμένες, σταυρωμένες θα έλεγα όπως ο Ιησούς Χριστός πληρώνοντας για τις δικές μου “αμαρτίες”… Ξεκρέμασα δυο-τρεις, όμως μάταιος ο κόπος, γιατί τις πολλές τις είχε πάρει ο άνεμος. Έπρεπε λοιπόν να ξαναγράψω από την αρχή το έργο. Πώς όμως; Αφού δεν είχαμε ούτε σκηνή για να προφυλαχτούμε ούτε φαΐ και νερό και – το κυριότερο για την περίσταση – ούτε χαρτί κι ο άνεμος ξανάρχιζε κι η νύχτα έπεφτε απειλητική; Είπα όμως μέσα μου ότι ίσως να ήταν μια ευκαιρία για άσκηση η σύνθεση απ’ την αρχή του έργου χωρίς χαρτί και νότες, μόνο μέσα στο μυαλό να προσπαθήσω να το ξαναστήσω από την αρχή, νότα με νότα και ό,τι προκύψει. Φυσικά ύστερα απ’ τις πρώτες σελίδες, άρχισα να ξεχνώ και τότε αποφάσισα να συνεχίσω με νέες ιδέες, φτάνει να ακολουθούσα τη γενική δομή του έργου. Πρέπει να πω ότι η απόφαση αυτή με λύτρωσε.
Ήμουν λίγο αφηρημένος αλλά γενικά η συμπεριφορά μου ήταν όπως πρώτα, δηλαδή με μεγάλη προθυμία, αφοσίωση και συμμετοχή στην κοινή προσπάθεια να στήσουμε νέες σκηνές, ώστε να εξασφαλίσουμε τις στοιχειώδεις συνθήκες ζωής, δεδομένου ότι κανείς δεν γνώριζε τι μας περίμενε στο μέλλον…»
«Ζούσαμε μ’ έναν ακαθόριστο φόβο»
Παρά τον πολύ κόσμο η επιστροφή από το θέατρο, έγινε χωρίς προβλήματα, σιγά σιγά και σταθερά
«Περιμέναμε το μεγάλο κακό. Δεν μπορούσαμε όμως να το προσδιορίσουμε. Έτσι μάθαμε να ζούμε μ’ αυτόν τον ακαθόριστο φόβο μέσα μας. Απ’ όλους ίσως εγώ να ήμουν ο πλέον ευνοημένος, γιατί χάρη στην εγκεφαλική άσκηση που συνέχιζα νύχτα-μέρα, δραπέτευα από την πραγματικότητα και τον φόβο. Έως ότου βρέθηκε το πρώτο χαρτί, στο οποίο χάραξα πεντάγραμμα κι έτσι η Συμφωνία στη μορφή του σπαρτίτο, δηλαδή σε δύο πεντάγραμμα, ξεκίνησε πάλι απ’ την αρχή. Μόλις οι σύντροφοί μου με είδαν να γράφω νότες, τότε άρχισαν να μου ζητούν να τους γράψω «το δικό τους τραγούδι» όπως είχα κάνει στην Ικαρία με το “Θάλασσες μας ζώνουν”.
Δεν θυμάμαι τώρα λεπτομέρειες παρά μόνο τον εαυτό μου να τραγουδώ το “Χτύπα Χτύπα” από σκηνή σε σκηνή. Πολλοί άρχισαν να το τραγουδούν μαζί μου και μια μέρα κατεβήκαμε στον A Κλωβό στη σκηνή των στρατηγών όπως τη λέγαμε κι εκεί η αυτοσχέδια χορωδία μας το τραγούδησε μπροστά στους τιμημένους στρατηγούς του ΕΛΑΣ, τον Σαράφη, τον Μάντακα και τον Αυγερόπουλο. Δεν θυμάμαι να είχα ποτέ ξανά στη ζωή μου τη συγκίνηση που ένοιωσα τότε…
Είχα τελειώσει το δεύτερο μέρος της Συμφωνίας, στο οποίο έδωσα τον τίτλο “Ελεγείο και Θρήνος στον Βασίλη Ζάννο” (παίχτηκε στα 1952 από την ΚΟΑ με μαέστρο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη), όταν στις 26 του Μάρτη, πρωί, ξεχώρισαν 300 από μας (κλάσεις 46 και 47) και μας είπαν να πάρουμε τα πράγματά μας και να πάμε στους φούρνους.
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση για να πω ότι είχα βοηθήσει στο χτίσιμο αυτών των φούρνων, στην αρχή σαν βοηθός και στη συνέχεια σαν μάστορας, δηλαδή χτίστης. Ήταν μια δουλειά που μου άρεσε. Δεν ήταν απλή. H επιλογή της πέτρας απαιτούσε φαντασία και τέχνη. Ήταν όμως και θέμα τύχης, ανάλογα με τα υλικά που κουβαλούσαν απ’ το βουνό οι δυστυχισμένοι σύντροφοί μου… Τι να γίνει όμως; Για μια φορά βρέθηκα τυχερός και μπορώ να πω ευτυχής, γιατί πραγματικά καμάρωνα για το έργο μου.
Από ‘κεί λοιπόν, από τους φούρνους, μας βάλαν σε μια σειρά έναν-έναν και πλαισιωμένοι από χωροφύλακες σε πλήρη εξάρτυση, πήραμε το στενό και κακοτράχαλο μονοπάτι πλάι στη θάλασσα με κατεύθυνση προς το B’ Τάγμα. Λίγο πιο πριν, στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη σταματήσαμε και ‘κεί ο επικεφαλής μάς ρώτησε αν θέλουμε να κάνουμε Δήλωση Μετανοίας.
“Εκεί που σας πάμε, σας περιμένει ο θάνατος. Υπογράψτε λοιπόν από τώρα, για να γλιτώσετε τα βασανιστήρια…”.
Πράγματι εδώ και τρεις βδομάδες, κάθε νύχτα πετούσαν έναν βαριά τραυματισμένο απ’ τα μαρτύρια στο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου με καρφιτσωμένα στα ρούχα του χαρτιά που έγραφαν “Σας περιμένουμε…”.
«Αρνιόμουν να δεχτώ αυτό που μας περίμενε»
26 Μαρτίου. Στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη, στο δρόμο για τους φούρνους της Μακρονήσου, θυμάται ο Μίκης Θεοδωράκης (στην εξιστόρηση για την «Πρώτη Συμφωνία» του), τους σταμάτησαν για να τους ρώτησαν – ο επικεφαλής – αν θα κάνουν Δήλωση Μετανοίας:
«Όταν τελείωσε ο επικεφαλής, έπεσε μεγάλη σιωπή. Εμένα η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζα ότι ακούγεται σαν τύμπανο. Ο αξιωματικός θύμωσε κι άρχισε να μας βρίζει. Μετά απευθυνόμενος στους χωροφύλακες φώναξε “Βαράτε τους”. Κι αυτοί άρχισαν να μας χτυπούν με τον υποκόπανο των όπλων τους. Εγώ με τον Ροσέτο (μετέπειτα καθηγητή στο Πολυτεχνείο) μείναμε πίσω, όπου έπεφτε το περισσότερο ξύλο, για να προφυλάξουμε τους πιο λεπτούς και αδύνατους. Ήμαστε και οι δύο ψηλοί και δυνατοί. Ντερέκια! Μπαίνοντας απ’ την πύλη στο B’ Τάγμα, παγώσαμε βλέποντας παρατεταγμένους τους φαντάρους από ‘δω κι από ‘κει. Ήταν μια φοβερή σιωπή καθώς περνάγαμε ανάμεσά τους κι όλο λέγαμε μέσα μας “τώρα θα ορμήσουν να μας κατασπαράξουν”. Όμως δεν συνέβη τίποτα. Μόνο ο αέρας βούιζε.
H θάλασσα ήταν μανιασμένη και τα σύννεφα γλείφανε τα βράχια. Βγαίνοντας απ’ την άλλη πύλη, μας περίμεναν οι αλφαμίτες του A’ Τάγματος επάνω σε τζιπ. Κρατούσαν χοντρά και μακριά ρόπαλα κι άρχισαν να μας χτυπούν αλύπητα, ενώ συγχρόνως τα τζιπ έπαιρναν ταχύτητα και μας ανάγκαζαν να τρέχουμε. Βάστηξα όσο βάστηξα τρέχοντας και κουβαλώντας τον μπόγο με τα λίγα ρούχα και τα σχέδια της Πρώτης Συμφωνίας προσπαθώντας να αποφύγω τα ρόπαλα. Σε μια στιγμή δίνω μια και τον πετώ στους βράχους. Βλέπω και πάλι τις νότες να τις παίρνει ο αέρας κι άλλες να τις πηγαίνει κατά το βουνό κι άλλες κατά τη θάλασσα. Μόλις και μετά βίας τους είπα ένα βιαστικό “χαίρε” γιατί ξαφνικά είδα το φριχτό θέαμα μπροστά μου. Την χαράδρα με τους λιγοστούς βαθμοφόρους (επικεφαλής ήταν ο υπολοχαγός τότε και μετέπειτα χουντικός στρατηγός Ιωαννίδης) και γύρω-γύρω τις ορδές των εκατοντάδων βασανιστών που κράδαιναν απειλητικά ακόντια μυτερά από μπαμπού, ρόπαλα και αλυσίδες. Τότε ομολογώ ότι δεν με ενδιέφερε πια η Πρώτη Συμφωνία είτε η όποια άλλη μουσική. Ο κόσμος στον οποίο θα έμπαινα σε λίγο δεν είχε χώρο για τέτοιες πολυτέλειες. Ο νους μου αλαφιασμένος αρνιόταν να δεχτεί αυτό που μας περίμενε».
Πρόσφατα, είπε για την εμπειρία του στην Μακρόνησο: “Με έσωσε η μουσική μου, το μπόι μου και η κρητική γενιά μου”
Τον Αύγουστο, ο πατέρας του κατορθώνει να τον σώσει. Ο Μίκης απελευθερώνεται ως ανάπηρος.
Πηγαίνει τότε για πρώτη φορά στην Κρήτη, όπου βρίσκεται η οικογένεια του, και γνωρίζει την κρητική μουσική, που τον επηρέασε βαθιά ως συνθέτη.
Κρήτη, τέλη του 1949
« Όταν πλησιάζαμε στην γέφυρα του Κλαδισού, για να μπεις στα Χανιά ένας χωροφύλακας μας έκανε σήμα να σταματήσουμε και να παρκάρουμε πίσω από την ουρά παρκαρισμένων λεωφορείων και αυτοκινήτων, που είχαν στηθεί στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Μας διέταξε να βγούμε έξω. Ο θείος του είπε “Τμηματάρχης της Γενικής Διοικήσεως”.
Όμως ο χωροφύλακας χωρίς να εντυπωσιαστεί από το αξίωμα, θα έλεγα ζοχαδιασμένος, του λέει “Κι ο Παπάγος να σουνα το ίδιο μου κάνει. Θα βγείτε όλοι για να δείτε όλοι.” Μια ουρά από χωριάτες και χωριάτισσες κάπου διακόσια μέτρα μάκρος, είχε σχηματιστεί και βάδιζε αργά προς τον Κλαδισό. Εκεί είχαν κρεμάσει τον καπετάν Γιώργη, τον φόβο και τον τρόμο της Χωροφυλακής και γενικότερα των “εθνικών δυνάμεων” της περιοχής. Είχαν φτιάξει ένα είδος κρεμάστρας, με χοντρά κλαδιά από δέντρα κι από εκεί κρέμονταν σαν σφαχτάρια οι σκοτωμένοι αντάρτες και αντάρτισσες.
Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, όλοι όσοι έμπαιναν κι όσοι έβγαιναν από τα Χανιά και που θα περνούσαν υποχρεωτικά τη γέφυρα, θα έπρεπε να παρελάσουν μπροστά στους κρεμασμένους για “να δουν”. Πλάι στον καπετάν-Γιώργη είχαν κρεμασμένη τη Δασκάλα- έτσι ήταν το αντάρτικο ψευδώνυμό της.(μάλλον η Βαγγελιώ Κλάδου) Αυτή την είχαν κρεμάσει ανάποδα. Έτσι που φαίνονταν η μαύρη κιλότα της. Η άσπρη κοιλιά της και ο αφαλός της που είχε τριχίτσες. Τα δυο βυζιά της είχαν πέσει στους ώμους απ’ τις δυο πλευρές του προσώπου που ήταν παράξενο να το βλέπεις ανάποδα. Είχε τα μάτια ολάνοιχτα, μαύρο χρώμα. Κάτασπρη κόρη.
Κι όπως σε κοίταζαν ανάποδα, σου έρχονταν να οπισθοχωρήσεις, αυθόρμητα. Σαν να σε πρόσταζαν: “Τι κάθεσαι προχώρα!” Πιο πέρα, άλλοι δυο αντάρτες κρεμασμένοι κανονικά. Δυο παιδιά θα λεγες δεκαέξι χρονών το πολύ. Ο ένας χαμογελούσε. Όμως και οι δύο είχαν πολλές και βαθιές πληγές από όπου έσταζε αίμα. Σημάδι ότι τα βασάνισαν και τα σκότωσαν εκείνο το πρωί. Πλάι στον κάθε κρεμασμένο δεξιά ζερβά ήταν τοποθετημένοι στρατιώτες με πλήρη εξάρτυση.
Άλλοι είχαν ύφος αδιάφορο κι άλλοι φάνηκαν θλιμμένοι. Όμως οι περισσότεροι κοίταγαν καλά στα μάτια όσους περνούσαν από μπροστά σαν να ήθελαν να μαντέψουν τι σκέπτονται. Οι πιο πολλοί, κυρίως χωριάτες κοίταζαν τους νεκρούς με τρόμο. Κάπου κάπου βρίσκονταν κανένας να βρίσει να φτύσει τους νεκρούς. Το έκαναν από φόβο ή από μίσος; Ο χωρικός που ήταν ακριβώς μπροστά μας, έσβησε το τσιγάρο του στον αφαλό της Δασκάλας. Μύρισε καμένο κρέας. Γέλασε με το κατόρθωμά του στον φρουρό, όμως αυτός τον αγριοκοίταξε. Καθώς περνούσα με την σειρά μου μπροστά στους σκοτωμένους σκεπτόμουν μονάχα μια λέξη “Εκδίκηση” Τίποτα άλλο.»
Το 1950, ο Μίκης, τελειώνει το Ωδείο Αθηνών παίρνει με έπαινο το πτυχίο αντίστιξης και φούγκας.
Τον Μάιο αυτού του έτους, παρουσιάζεται για πρώτη φορά συμφωνικό του έργο από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με διεύθυνση του δασκάλου του Φιλοκτήτη Οικονομίδη (Πανηγύρι της Αση-Γωνιάς).
Το καλοκαίρι στρατεύεται και παρουσιάζεται στην Αθήνα και από εκει, το Νοέμβριο στέλνεται να υπηρετήσει στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί, απελπισμένος από τις συνεχείς προκλήσεις που αντιμετωπίζει, αποπειράται να αυτοκτονήσει καταπίνοντας μπαρούτι. Σώζεται στο Νοσοκομείο της πόλης και μεταφέρεται στην συνέχεια στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Και πάλι, ο πατέρας του σπεύδει, να τον βοηθήσει.
Το 1951, μετατίθεται στα Χανιά στην Διοίκηση της Ε’ Μεραρχίας όπου υπηρετεί το υπόλοιπο της θητείας του σε μονάδα στο Φιρκά στο λιμάνι των Χανίων.
Τον Σεπτέμβριο αυτού του έτους, διευθύνει την πρώτη του συναυλία στα Χανιά με Ορχήστρα που σχημάτισε και την χορωδία του Ωδείου Χανίων, με κλασικά μουσικά του έργα σε συνδυασμό με κρητικά τραγούδια. Την ίδια συναυλία έδωσε αργότερα στο Ηράκλειο.
Τρεις μήνες αργότερα, τα Χριστούγεννα, ο Μίκης απολύεται από το στρατό.
Τον Ιανουάριο του 1952, από τα Χανιά μετακινείται στην Αθήνα με σκοπό να πετύχει την μετεκπαίδευσή του «εις Παρισίους» όπως λέει ο πατέρας του.Εκεί συνεργάζεται με το «Ελληνικό Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου και συνθέτει μουσική για τα μπαλέτα Ορφέας και Ευρυδίκη και Ελληνική Αποκριά. Παράλληλα, εργάζεται ως μουσικοκριτικός στην Αυγή, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Δαφνιώτης».
Την εποχή εκείνη, παίρνει μέρος μαζί με το Μάνο Χατζηδάκη στις ποιητικές βραδιές που οργανώνει ο Μάνος Κατράκης. Συγχρόνως γράφει μουσική για σειρά ραδιοφωνικών σκετς, ενώ αρχίζει και τις πρώτες του συναυλίες στην Αθήνα όπου εκτελούνται αρκετά έργα του από την ΚΟΑ στο θέατρο «Κεντρικόν» (Ελεγείο και θρήνος, Σεξτέτο, Τρίο, Πρελούδια για Πιάνο).
Το 1953, ο Μίκης παντρεύεται τη Μυρτώ Αλτίνογλου, η οποία στο μεταξύ έχει τελειώσει την ιατρική.
Αρχίζει τότε και γράφει μουσική για ελληνικές ταινίες. Δέχεται μια παραγγελία για την ταινία του Γκρεκ Τάλας «Ξυπόλυτο Τάγμα» και έτσι αρχίζει και διεθνώς η καριέρα του ως συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής.
Τα συμφωνικά του έργα αρχίζουν πλέον να παίζονται συχνά από τις συμφωνικές ορχήστρες της Ελλάδας και γίνεται γνωστός ως συνθέτης συμφωνικής μουσικής με καλές κριτικές από τους πλέον αναγνωρισμένους συνθέτες και μουσικολόγους της εποχής, όπως Καλομοίρης, Βάρβογλης, Σκλάβος, Ανωγειανάκης κ.λπ).
Το 1954, με υποτροφία του ΙΚΥ πηγαίνει μαζί με τη Μυρτώ στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στο Conservatoire και παρακολουθεί μαθήματα μουσικής ανάλυσης με τον Ολιβιέ Μεσσιάν (Olivier Messiaen) και διεύθυνσης ορχήστρας με τον Ευγένιο Μπιγκό (Eugene Bigot). Η Μυρτώ κάνει την ειδίκευση της ως γιατρός στη ραδιολογία. Μέσα σε λίγα χρόνια πετυχαίνει τη διεθνή αναγνώριση.
Στο Παρίσι συναντά και συνδέεται με φιλία με τον Ξενάκη, με τον οποίο γνωρίζεται από την Ελλάδα από την εποχή των Δεκεμβριανών.
Τον Αύγουστο του 1955, πραγματοποιεί την εκτέλεση της Σονατίνας για πιάνο, στην αίθουσα Κορτό της Ecole Nationale de Musique. Το ίδιο έτος, πραγματοποιείται η πρώτη εκτέλεση της Πρώτης Συμφωνίας του από την ΚΟΑ με τον Ανδρέα Παρίδη.
Το 1956, έρχεται η πρώτη κινηματογραφική παραγγελία στο εξωτερικό. Ο Μίκης γράφει τη μουσική για την ταινία «I ll Met By Moonlight» (Η απαγωγή τον στρατηγού Κράιπε) των Πάουελ-Πρέσμπουργκερ.
Το 1957, παίρνει μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νέων Συνθετών της Μόσχας με την «Σουίτα Νο 1» για πιάνο και ορχήστρα. Το έργο κερδίζει το χρυσό μετάλλιο. Η κριτική επιτροπή, στην οποία συμμετέχει ο Χανς Άισλερ και έχει πρόεδρο τον Σοστακόβιτς, του δίνει το πρώτο βραβείο.
Τελειώνει το μάθημα της ανάλυσης με μια εργασία πάνω στο μπαλέτο του Στραβίνσκι Αγών, όπου ασχολείται ιδιαίτερα με τη θεωρία των τετράχορδων, που αργότερα την εφάρμοσε και σε δικές του συνθέσεις (π.χ. Σουίτα Νο 2).
Τον Δεκέμβριο, πεθαίνει ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης. Ο Μίκης του αφιερώνει τον «Οιδίποδα Τύραννο».
Το 1958, στο Παρίσι, ο Μίκης Θεοδωράκης και η σύζυγός του Μυρτώ, παντρεμένοι ήδη πέντε χρόνια, είχαν νοικιάσει ένα διαμέρισμα σε μια pension de famille στην οδό Miromensil. Η ζωή τους, ασκητική.
«Η Μυρτώ ξυπνούσε μες στα βαθιά χαράματα. Επρεπε να αλλάξει δύο μετρό για να φτάσει στην άλλη άκρη του Παρισιού, στη Rive Gauche, κοντά στο Pantheon, όπου βρισκόταν το νοσοκομείο Κιουρί. Εκεί, στην αρχή ειδικεύθηκε και μετά δούλεψε ως κανονική γιατρός στη θεραπεία του καρκίνου με την τεχνική του κοβαλτίου».
Ο ίδιος μελετούσε στο σπίτι. Ολοκληρώνει το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα και συνθέτει τις Σουίτες αρ.2 και αρ.3, ξεκινά να γράφει τη Σουίτα αρ.4, συνθέτει τη Σονατίνα αρ.1, καθώς και τον κύκλο τραγουδιών «Ο κύκλος».
Γράφει τα έργα για μπαλέτο «Feu aux poudres» και «Les amants de Teruel», τα οποία παρουσιάζονται με τη Λουντμίλα Τσερίνα. Γίνεται ευρύτερα γνωστός ως συνθέτης στην Ευρώπη. Η γαλλική εφημερίδα «Le Monde», τον αναφέρει ως «νέο Στραβίνσκι». Μεγάλη επιτυχία γνωρίζει η μουσική του για την ταινία «Honeymoon» σε σκηνοθεσία του Μάικλ Πάουελ. Τον Νοέμβριο, η γέννηση της Μαργαρίτας, του πρώτου παιδιού του ζεύγους Θεοδωράκη, είναι γεγονός.
Ηταν ένα βράδυ που περίμεναν τους φίλους τους κι έπρεπε να βγουν για τα αναγκαία ψώνια. Λίγες μέρες πριν, ο Γιάννης Ρίτσος του έστειλε τον «Επιτάφιο» με την εξής αφιέρωση:
«Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός».
Με το μικρό μεταχειρισμένο Οpel, που είχε αγοράσει από το πρώτο του φιλμ «Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε», έφτασαν στο ελληνικό μπακάλικο. Η Μυρτώ έφυγε για τις προμήθειες κι εκείνος άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο του Ρίτσου, που συμπτωματικά πήρε μαζί του. «Ξαφνικά με έπιασε μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση».. Μέσα σε μερικά καταιγιστικά λεπτά, έχει μελοποιήσει 14 από τα ποιήματα, χωρίς πιάνο και παρτιτούρα, κρατώντας μόνο πρόχειρες σημειώσεις στο περιθώριο των σελίδων
Ο μελοποιημένος «Επιτάφιος», που τολμά να συνταιριάξει τον έντεχνο ποιητικό λόγο με τη λαϊκή μουσική, ανατρέπει και σοκάρει. Ο ίδιος απαντά με πύρινο άρθρο του, «Για την ελληνική μουσική», 1961, στις επιθέσεις των μουσικοκριτικών της εποχής που ανθίστανται σε αυτό το άηθες πάντρεμα μπουζουκιού και λόγιας ποίησης:
«Μα, τέλος πάντων, όλοι αυτοί οι κύριοι σε Λύκειο Καλογραιών ανατράφηκαν; Δεν βγήκαν λίγο πιο έξω; Δεν τραγούδησαν ποτέ τους στην ταβέρνα, στο κρατητήριο, στο κορίτσι τους; Δεν ζούνε στην Ελλάδα;».
Ο Επιτάφιος είναι ο “πρόδρομος” του ‘Αξιον εστί, του πρώτου μεγάλου έργου του με χορωδία, το οποίο ο συνθέτης ονομάζει “λαϊκό ορατόριο – μετασυμφωνικό”. Ο πρωτότυπος αυτός χαρακτηρισμός δηλώνει “όχι τόσο την χρονική απόσταση όσο την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη δυτική και την νεοελληνική μουσική τέχνη” . Είδος ξεχωριστό με πηγή έμπνευσης και πάλι την ποίηση, αυτή τη φορά του Οδυσσέα Ελύτη και το δημοτικό τραγούδι που παράλληλα φέρει πολλά νεωτεριστικά στοιχεία: την ταυτόχρονη παρουσία στο έργο αφ’ ενός του αφηγητή-ψάλτη και του λαϊκού τραγουδιστή και αφ’ ετέρου της κλασικής και της λαϊκής ορχήστρας. Σε ώρες περισυλλογής και πάλι στις φυλακές του Ωρωπού (Οκτώβριος 1969 έως Απρίλιος 1970) κάνει αναλύσεις των έργων του και σημειώνει, σε διάφορα μέσα, τη σχέση των μελωδιών του με αυτές των βυζαντινών ύμνων και των δημοτικών τραγουδιών
Τότε, όπως ο ίδιος γράφει, «έπρεπε να προσγειωθεί, να δεί με ορθάνοιχτα μάτια την πραγματικότητα, το μέλλον». Και τότε τα πρότυπα της έντεχνης λαϊκής μουσικής αρχίζουν να υλοποιούνται. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια πήρε την απόφασή του. Η ιδέα ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δημιουργούν για την εποχή τους, δημιουργούν έργα αθάνατα που τελικά εκφράζουν όλους τους λαούς τον επηρέασε. Και φυσικά, δεν έβλεπε τη ζωή του παρά στην Ελλάδα.
Τον Οκτώβριο του 1959, το μπαλέτο του, «Αντιγόνη», ανεβαίνει στο Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο, σε σκηνοθεσία Τζον Κράνκο και με πρωταγωνιστές τους Μαργκότ Φοντέιν και Ρούντολφ Νουρέγιεφ και σημειώνει τεράστια επιτυχία συμπληρώνοντας 200 παραστάσεις.
Με εισήγηση του Darius Milhaud παίρνει το βραβείο Copley Music Prize (ΗΠΑ) ως καλύτερος Ευρωπαίος συνθέτης της χρονιάς. Είναι πλέον αναγνωρισμένος διεθνώς ως μεγάλος συμφωνικός συνθέτης.
Γράφει για πρώτη φορά μουσική για αρχαία τραγωδία, Φοίνισσες, ένα είδος με το οποίο ασχολήθηκε σε όλη την παραπέρα μουσική του πορεία, ενώ δημοσιεύει και το άρθρο του «Ελληνικό Μουσικό Έτος (περίπου) Μηδέν».Την εποχή αυτή, μελοποιεί τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Ο «Επιτάφιος» αποτελεί μια καθοριστική στροφή στη ζωή και την καριέρα του συνθέτη.
Το 1960, ο Μίκης επιστρέφει στην Ελλάδα.Συντάσσει και υπογράφει μαζί με τους Κουνάδη, Ξενάκη, Παπαϊωάννου, Χωραφά και Ανωγειανάκη το «Σχέδιο Προγράμματος για την Αναδιοργάνωση της Ελληνικής Μουσικής».
Ο Μάνος Χατζιδάκις ηχογραφεί τον Επιτάφιο με τη Νανά Μούσχουρη, ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφορεί το ίδιο έργο με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Με τις δυο εκτελέσεις του έργου του Επιτάφιος, ξεσπά ένας «μικρός εμφύλιος πόλεμος» για τις αισθητικές και κοινωνικές απόψεις που αντιπροσωπεύουν οι δύο αυτές εκδοχές. Συγχρόνως το έργο αυτό σηματοδοτεί τη δική του «στροφή» προς τις ρίζες, την ελληνική λαϊκή μουσική, με την εγκατάλειψη για ένα μεγάλο διάστημα της συμφωνικής μουσικής.
Το 1960, για τη δημιουργία του Επιταφίου συντελούν -με όρους πολιτικούς- αριστεροί και δεξιοί «ψάλτες». Βασικοί πρωταγωνιστές ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος συνεπικουρούμενοι από τους Μάνο Χατζιδάκι, Νάνα Μούσχουρη, Μανώλη Χιώτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Τάκη Β. Λαμπρόπουλο.
Ο πρώτος Επιτάφιος ενορχηστρώνεται από τον Χατζιδάκι και ερμηνεύεται από τη Μούσχουρη στο ύφος του ελαφρού ευρωπαΐζοντος ελληνικού τραγουδιού. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, διευθυντή της Κολούμπια και σπουδαίο παραγωγό. Έτσι, συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο για τη δισκογραφία που ανοίγεται πολύ επιλεκτικά και προσεκτικά στο νέο για την Ελλάδα φορμάτ του δίσκου μακράς διαρκείας. Μέσα σε λίγες βδομάδες το ίδιο έργο ηχογραφείται ξανά με διαφορετική λογική και αισθητική, σε διαφορετική εταιρία δίσκων. Οι δεύτερες εκτελέσεις καινούργιων τραγουδιών που κυκλοφορούν σε δισκάκια 45 στροφών είναι ρουτίνα, αλλά στις 33 στροφές είναι τολμηρό. Ο δημιουργικός Λαμπρόπουλος το πραγματοποιεί. Ο δεύτερος Επιτάφιος έχει διαφορετικό καλλιτεχνικό σχήμα και προσανατολισμό.
Στη λαϊκή μουσική υπάρχει, με σημερινή γλώσσα, μια τεράστια βάση δεδομένων από την οποία μπορεί κάποιος γνώστης με ταλέντο να αντλήσει ανεξάντλητο υλικό για ανασύνθεση. Ο Λαμπρόπουλος, σαν σκηνοθέτης, κάνει το κάστινγκ του νέου εγχειρήματος και ζητάει από τον Χιώτη να αναλάβει τη μορφοποίηση των μελωδιών του Θεοδωράκη με τη συνδρομή του Μπιθικώτση. Ο Χιώτης δέχεται την πρόκληση και ο Μπιθικώτσης πείθεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όπως έχει ομολογήσει, ο συνθέτης του Τρελοκόριτσου αισθανόταν μάλλον άβολα με το είδος αυτό του τραγουδιού, που ήταν διαφορετικό από το ρεπερτόριό του. Ας σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή ο Μπιθικώτσης ηχογραφεί, μεταξύ άλλων, τη Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου Επιτάφιου ικανοποιεί τον Θεοδωράκη και τον Λαμπρόπουλο, η απήχησή του είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη χατζιδακική εκδοχή και έτσι ξεκινάει ένα ολόκληρο κίνημα μουσικής που γεννιέται από το πάντρεμα του λαϊκού στοιχείου με το λόγιο.
Αυτή η πρόσμειξη δεν είναι εντελώς πρωτότυπη, αλλά έχει σημαντικά καινούρια χαρακτηριστικά. Έχει προηγηθεί ο Χατζιδάκις με το Γαρύφαλλο στ’ αφτί ο οποίος ,μάλιστα, ταυτόχρονα με τον Επιτάφιο, κάνει παγκόσμιο χιτ με τα Παιδιά του Πειραιά, αλλά εν γένει τα κομμάτια του σκόπιμα απέχουν υφολογικά από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Ακόμα και οι διασκευές των ρεμπέτικων από τον Χατζιδάκι είναι σε ορχηστρική μορφή και ξεφεύγουν από το λαϊκότροπο παίξιμο.
Ο ρόλος του Μανώλη Χιώτη
Ο Μίκης υιοθετεί πιο λαϊκές φόρμες, πιο κοντά στο κυρίαρχο είδος του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Επειδή δε ο ίδιος έχει δυτική μουσική παιδεία και δεν γνωρίζει καλά-καλά το ιδίωμα, αναλαμβάνει ο Χιώτης την «προσαρμογή», ένας από τους πληρέστερους καλλιτέχνες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ο Λαμπρόπουλος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Χιώτης είναι ανοιχτών οριζόντων και ρηξικέλευθος, έχοντας ήδη κάνει μία επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, αντικαθιστώντας το τρίχορδο μπουζούκι με το τετράχορδο, εισάγοντας νέους ρυθμούς και εμφανιζόμενος όρθιος στην πίστα αντί καθιστός -ως είθισται- στην καρέκλα του πάλκου. Είναι εξαίρετος συνθέτης ρεμπέτικων, λαϊκών και ελαφρών τραγουδιών και μεγάλος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, με δικό του ήχο και στυλ. Δηλαδή, ο καταλληλότερος μουσικός για να μπορέσει ο Θεοδωράκης να βρει έναν καινούργιο δρόμο εντάσσοντας τις θαυμάσιες μελωδίες του στο δημοφιλέστερο είδος μουσικής το οποίο όμως δεν κατέχει. Ακούγοντας τις εισαγωγές και τα σόλο του Χιώτη, στα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη, αντιλαμβάνεται κανείς το ρόλο του στη διαμόρφωση του τελικού ακούσματος.
Τα «λαϊκοποιεί» διατηρώντας την «ελαφρότητα» που είναι πλησιέστερη στην αισθητική του Θεοδωράκη. Στα τραγούδια του Μίκη, στους δίσκους Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Λιποτάκτες, Πολιτεία και στις πρώτες συναυλίες στο «Κεντρικόν», το 1961, ο Μανώλης Χιώτης βάζει τη σφραγίδα του προτού παραδώσει τη σκυτάλη στο δίδυμο Κώστα Παπαδόπουλου-Λάκη Καρνέζη και στον άλλο μεγάλο συνθέτη και βιρτουόζο Γιώργο Ζαμπέτα. Αλλά, πολύ σημαντικός στη διαμόρφωση του νέου ήχου, χάρη στον Λαμπρόπουλο, είναι και το μεγαθήριο της εποχής Στέλιος Καζαντζίδης, που ερμηνεύει τραγούδια του Μίκη μαζί με την παρτενέρ του Μαρινέλα, ενώ ο Χιώτης έχει κοντά του τη Μαίρη Λίντα.
Τον Μάιο, αποκτά το δεύτερό του παιδί, τον Γιώργο. Ταυτόχρονα, ξεκινά περιοδείες στην Ελλάδα. Συχνά η αστυνομία εμποδίζει την πραγματοποίηση των συναυλιών.
Παράλληλα, αρχίζει τη σύνθεση του «Άξιον Εστί» και εγκαινιάζει τη λεγόμενη «έντεχνη λαϊκή μουσική» με τη μελοποίηση μεγάλων ποιητών, όπως Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, Βάρναλη, Γκάτσο, Λειβαδίτη, Χριστοδούλου.Δημιουργείται ένα «φυτώριο» νέων συνθετών και ποιητών που ακολουθούν τη «σχολή» αυτή, με αποτέλεσμα μια πολιτιστική άνθηση στην Ελλάδα.
Το επόμενο έτος, το 1961, εγκαινιάζει τις «λαϊκές συναυλίες» με το συγκρότημα του για πρώτη φορά σε ανοιχτούς χώρους, σε όλη την Ελλάδα. Στις συναυλίες αυτές συμμετέχουν και έρχονται σ’ επαφή με το κοινό πολλοί ποιητές απαγγέλλοντας τα ποιήματα τους.
Την ίδια χρονιά, ο Μίκης παίρνει, το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού.
Το καλοκαίρι του 1962, εκδηλώνεται στο Μίκη η φυματίωση. Περνά δύο μήνες στο σανατόριο «Εδουάρδος VII», στο Λονδίνο κι άλλους δύο σε ένα σανατόριο κοντά στην Αθήνα.
Μετά το πέρας της νοσηλείας του ιδρύει την «Μικρή Ορχήστρα Αθηνών». Με τη ΜΟΑ παρουσιάζει συμφωνικά έργα της προκλασικής περιόδου, έργα Μπαχ, Βιβάλντι, Χέντελ, Περγκολέζι κ.ά. σε όλη την Ελλάδα, σε μια προσπάθεια να εξοικειώσει το ευρύτερο ελληνικό κοινό με τη συμφωνική μουσική.
Συγχρόνως, πραγματοποιεί μια πρώτη προσπάθεια να δημιουργήσει μια μουσική τραγωδία βασισμένη στη λαϊκή μουσική, ανεβάζοντας το θεατρικό έργο του «Το Τραγούδι τον Νεκρού Αδελφού», αφιερωμένο στην ενότητα του ελληνικού λαού, ενώ ακόμα είναι νωπές οι συνέπειες του εμφυλίου πολέμου.
Το ίδιο έτος, ηχογραφεί δύο τραγούδια του με την Εντίθ Πιάφ, γράφει τη μουσική για την ταινία του Ντασέν Φαίδρα, με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Αντονι Πέρκινς και κυκλοφορεί το βιβλίο του για την «Ελληνική Μουσική» με τα κυριότερα άρθρα του που δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό Τύπο το 1952 και το 1953 και τις κυριότερες απόψεις του για τη μουσική, για διάφορα έργα του και για τα ελληνικά μουσικά πράγματα.
Στις 21 Απριλίου 1963, η «Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη», διοργανώνει την Α’ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης. Η πορεία απαγορεύεται. Πολλές χιλιάδες διαδηλωτές συλλαμβάνονται, ανάμεσα τους και ο Μίκης. Μόνος του ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης, που προστατεύεται από τη βουλευτική ασυλία, συνεχίζει την πορεία έως το τέρμα της. Λίγο αργότερα, όταν ο Λαμπράκης πλέον έχει δολοφονηθεί, ο Μίκης θα γράψει στην Αθηναϊκή
«..Χάνοντας τον Λαμπράκη, κερδίσαμε χιλιάδες νέους Λαμπράκηδες, χιλιάδες ήλιους που θα θερμαίνουν και θα φωτίζουν τη μνήμη του.»
Στις 8 Ιουνίου 1963, ο Μίκης Θεοδωράκης και είκοσι Έλληνες επιστήμονες, καλλιτέχνες, εργάτες, φοιτητές και δημοσιογράφοι ιδρύουν το Κίνημα Νεολαίας «Γρηγόρης Λαμπράκης» (ΔΚΝΓΛ). Εκλέγεται πρόεδρος, και ξεκινά μια πολιτική και πολιτιστική εκστρατεία. Ιδρύονται πολιτιστικές λέσχες σε όλη την Ελλάδα.
Στις βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 16 Φεβρουρίου 1964, ο Μίκης Θεοδωράκης εκλέγεται βουλευτής ΕΔΑ στη Β’ εκλογική περιφέρεια Πειραιά. Η Ένωση Κέντρου κερδίζει τις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση.
Ο Μίκης εκλέγεται πρόεδρος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, που σχηματίζεται από τη συγχώνευση της Νεολαίας ΕΔΑ και του ΔΚΝΓΛ. Aσχολείται τόσο με τα καλλιτεχνικά όσο και με τα πολιτικά.
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, αποτελεί ένα ορόσημο στην μουσική σταδιοδρομία του Μίκη Θεοδωράκη, καθώς συνθέτει τη μουσική για την ταινία του Κακογιάννη «Ζορμπάς ο Έλληνας», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, με πρωταγωνιστή τον Άντονι Κουίν, απ’ όπου προέκυψε και το διάσημο «συρτάκι».
Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο, πραγματοποιεί την πρώτη εκτέλεση του λαϊκού ορατόριου «Άξιον Εστί».
Το 1965, του απονέμεται το βραβείο «Sibelius» από επιτροπή στην οποία συμμετέχουν οι Pablo Casals, Darius Milhaud και Zoltan Kodaly, ενώ πραγματοποιείται και η πρώτη δισκογραφική συνεργασία με τη Μαρία Φαραντούρη, με το «Mauthausen» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το ίδιο έτος, γράφει και το ομώνυμο τραγούδι, για τον δολοφονημένο φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα.
” … Με τον Καμπανέλλη γνωρίστηκα το 1952 και κάναμε πάρα πολλά πράγματα μαζί τότε. Δεν είχαμε μόνο επαγγελματική σχέση αλλά και μια καλή φιλία.
Όταν έγραψε το “Μαουτχάουζεν”, το έδωσε στον Μίμη Δεσποτίδη στο Θεμέλιο, ο οποίος του είπε γράψε και τέσσερα ποιήματα, να βάλει μουσική ο Μίκης για να μπορέσουμε να λανσάρουμε περισσότερο το βιβλίο. Ένα απόγευμα ήρθε στο σπίτι μου ο Καμπανέλλης, μου είπε την ιστορία, τα κοίταξα, μου άρεσαν πάρα πολύ. Του λέω αύριο, μεθαύριο θα είναι έτοιμα. Όταν έφυγε ο Ιάκωβος, κάθισα στο πιάνο, τελείωσα το πρώτο ποίημα, το “Άσμα Ασμάτων”, και τον παίρνω τηλέφωνο. Δεν είχε φτάσει ακόμα σπίτι του. Τον ξαναπαίρνω, του λέω θες να ακούσεις το πρώτο τραγούδι; Και του το έπαιξα στο πιάνο. Αυτό που εισέπραξα από το “Μαουτχάουζεν” δεν μπορώ να το περιγράψω, το έχω εκφράσει με τη μουσική μου, το εξέφρασα πλήρως νομίζω. Δεν περιγράφεται με λόγια αυτό.
Σέβομαι πάρα πολύ το κείμενο και με εμπνέει το κείμενο, ακούω τη μουσική. Στο “Μαουτχάουζεν” την άκουσα πλήρως τη μουσική. Ήταν στιγμιαίο αυτό που συνέβη. Σ’ αυτό το έργο έκανα ένα νέο είδος ενορχήστρωσης, επειδή ήταν διαφορετικό το κείμενο και το νόημά του και ήταν φυσικά και η παρουσία της Μαρίας Φαραντούρη. Έγινε η παρουσίαση του βιβλίου και της μουσικής μαζί, ήταν το 1965, σε ένα θέατρο της Ιπποκράτους. Έγινε χαλασμός κόσμου. Μαγεία. Λείπουν φωνές σαν του Καμπανέλλη σήμερα…”
Τον Οκτώβριο του 1966, ιδρύει την «Συμφωνική Ορχήστρα Πειραιώς» με την οποία διευθύνει έργα κλασικής και μετακλασικής μουσικής. Κυκλοφορεί επίσης, το έργο του «Ρωμιοσύνη» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Pablo Neruda
«…Πρωτοσυναντήθηκα με τον Πάμπλο Νερούδα το 1966 στο Παρίσι, όταν εκείνος ήταν εξόριστος από την πατρίδα του και εγώ είχα βρεθεί στη γαλλική πρωτεύουσα για να ευαισθητοποιήσω μια σειρά από προσωπικότητες σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Η χούντα φαινόταν ήδη στον ορίζοντα. Μόνο που λίγα χρόνια αργότερα οι ρόλοι άλλαξαν. Ξανασυναντηθήκαμε στο Παρίσι, όταν εκείνος ήταν πρέσβης της Χιλής στη Γαλλία και εγώ εξόριστος λόγω της δικτατορίας».
Μας κάλεσε μαζί με τον Τάκη Λαμπρία στη Χιλή το ’71 για να διαπιστώσουμε ότι όλα αυτά που έλεγαν για την ανελευθερία στη χώρα της Λατινικής Αμερικής ήταν ψέματα. Αυτό που έζησα τότε στη Χιλή ήταν ένας λαός απογειωμένος. Μας προσκάλεσαν στο σπίτι του προέδρου Αλιέντε. Ανάμεσα στα άλλα, ο τελευταίος μας είπε ότι ένα μεγάλο πρόβλημα είχε μείνει για να λυθεί: αυτό του στρατού. “Θα το λύσω όμως με τον στρατηγό Πινοσέτ, που τον εμπιστεύομαι” μας είχε πει τότε ο Αλιέντε. “Θα περάσω μια συνταγματική αλλαγή, όπου η διοίκηση του χιλιανού στρατού θα περνά στα χέρια του εκάστοτε προέδρου. Ο Πινοσέτ είναι ο άνθρωπός μου σε αυτό που ετοιμάζω”. Και, όπως γνωρίζετε, ο Πινοσέτ ήταν αυτός που πραξικοπηματικά ανέτρεψε τον Αλιέντε.
Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που το κοινό ρουφούσε τα ποιήματα, ενώ παράλληλα γοητεύτηκα από τη μουσικότητα της ποίησης. Αυτό που ενώνει τους λαούς με τραγωδίες είναι ο ιστορικός πόνος. Στο “Canto General” συνάντησα αυτόν τον πόνο. Επέστρεψα στο Παρίσι και, έχοντας στα χέρια μου τους δύο τόμους του ποιήματος που μου είχε δώσει ο Αλιέντε, άρχισα να τα μελοποιώ – παρ’ όλο που δεν γνώριζα ισπανικά. Μπήκα στο νόημα όμως από τη μουσική της γλώσσας. Ημασταν αφοσιωμένοι και οι δύο στο εργατικό επαναστατικό κίνημα. Αριστεροί μεν, αλλά χωρίς παρωπίδες. Παράλληλα είχαμε τον ίδιο προβληματισμό για την τέχνη…
Στον θάνατο του ποιητή, το ’73», βρισκόμασταν στο Μεξικό. Περισσότερο από ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους. Και σε αυτή τη λαοθάλασσα επικεφαλής ήταν η κόρη μου, η Μαργαρίτα, η οποία φορούσε μια φούστα με σφυροδρέπανα και την εικόνα του Τσε Γκεβάρα..»
Στις 4 τα ξημερώματα, της 21ης Απριλίου 1967, κηρύσσεται το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών. Ο Μίκης Θεοδωράκης περνά στην παρανομία. Στις 6 το πρωί συντάσσει, μια πρώτη έκκληση για αντίσταση. Δύο μέρες αργότερα, δημοσιεύει μια δεύτερη έκκληση για αντίσταση κι αρχίζει να γράφει τα πρώτα τραγούδια αντίστασης. Η μουσική του απαγορεύεται με ειδικό διάταγμα, το διάταγμα 13/1.6.67, του Οδυσσέα Αγγελή.
Στις 28 Απριλίου 1967, Μεγάλη Παρασκευή, ο Μίκης συναντιέται με τους Λαμπράκηδες που ξέφυγαν των συλλήψεων. Αποφασίζουν να ιδρύσουν το Πατριωτικό Μέτωπο. O Μίκης Θεοδωράκης ορίζεται πρόεδρος τουΠΑΜ.
Τον Αύγουστο, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Στις 2 Νοεμβρίου, ξεκινά απεργία πείνας ως ένδειξη διαμαρτυρίας επειδή δεν προσάγεται στη δίκη των συλληφθέντων συντρόφων από το ΠΑΜ. Δέκα μέρες αργότερα οδηγείται στο νοσοκομείο των φυλακών Αβέρωφ. Στις 15 Νοεμβρίου, αρχίζει, χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη, η δίκη κατά των 31 κατηγορουμένων του ΠΑΜ ενώπιον του στρατοδικείου Αθηνών. Πρόκειται για τη δίκη του Θεοδωράκη, εν απουσία του Θεοδωράκη. Ο ίδιος, στις 24 Δεκεμβρίου, στις φυλακές Αβέρωφ γράφει το έργο «Επιφάνια Αβέρωφ»
Ζάτουνα
Στις 27 Ιανουαρίου 1968 και χάρη στις διεθνείς πιέσεις, ο Μίκης Θεοδωράκης αποφυλακίζεται και τίθεται εις κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι.Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1968, ο Μίκης οδηγείται μαζί με την οικογένεια του εξορία στη Ζάτουνα της Αρκαδίας.
Στη Ζάτουνα θεμελιώνει θεωρητικά τη «Μετασυμφωνική Μουσική» και αναπτύσσει τη φόρμα «Τραγούδι-Ποταμός».Μέχρι το 1969 συνθέτει 11 κύκλους με τον τίτλο Αρκαδίες.
”…Με διάφορους τρόπους κατορθώνει να στέλνει μαγνητοταινίες με καινούργια έργα του στο εξωτερικό, όπου βρίσκεται και τα παρουσιάζει η Μαρία Φαραντούρη, αλλά και η Μελίνα Μερκούρη. Τα έργα αυτά μεταδίδονται από ξένους σταθμούς, ΒΒC, Deutche Welle, Φωνή της Αλήθειας κ.ά. και ακούγονται στην Ελλάδα.
Ο τσοπάνος του χωριού μας, αυτοσχέδιος μουσικός, έπαιζε με το βιολί του και τραγουδούσε συχνά το τραγούδι που μιλάει για τον κούκο που περίμενε ν΄ακούσει την ημέρα με το φως ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης!
Σημάδι πώς δεν αργεί η Λευτεριά!
Όμως ήταν φανερό ότι ο γέρο-τσοπάνος διάλεγε αυτό το τραγούδι γιατί ήθελε να δείξει την αντίθεσή τη με τη Χούντα και τη συμπαράσταση στην Αντίσταση. Έτσι κάθε φορά που έφτανε στο όνομα Θοδωράκης, διπλασίαζε τη φωνή του και μαζί μ΄αυτόν όλοι όσοι τύχαινε να βρεθούν στα πλαϊνά τραπεζάκια χτυπούσαν τα χέρια τους και τα μάτια τους έβγαζαν αστραπές. Πολλού χωροφύλακες-φρουροί κρυφοχαμογελούσαν κάτω από τα μουστάκια τους. Γιατί κι αυτοί στο βάθος μισούσαν τους δικτάτορες. Έτσι , με το κολοκοτρωνέικο τραγούδι, λες και φτάναμε μονομιάς σ΄αυτή την πανεθνική ενότητα, καθώς αγγίζαμε τις ρίζες τις κοινές. Δίναμε γνωριμία και όρκο.
Εδώ θα πρέπει να πω ότι η αστυνομία είχε ειδοποιήσει όλο το χωριό ότι απαγορεύεται να με πλησιάζουν, να μου μιλούν, ακόμη και να με χαιρετούν.
Όμως όλοι οι χωρικού χωρίς εξαίρεση, την ώρα που τους συναπαντούσα έχοντας δεξιά και αριστερά από έναν φρουρό, με κοίταζαν στα μάτια και μου φώναζαν θαρρετά: Γειά σου! Σε λίγο τους καλούσαν στο Τμήμα. Τους απειλούσαν. Όμως αυτοί ξανά τα ίδια: Γειά σου!
Έως ότου οι χωροφύλακες το πήραν απόφαση.
«Μάταια οι φρουροί μου προσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι μου…»
Στη Ζάτουνα συνέθεσα 10 κύκλους τραγουδιών. Δέκα Αρκαδίες, όπως τους ονόμασα. Όλο αυτό το έργο κατόρθωσα να το στείλω στην Αθήνα κι από κει στο εξωτερικό.
Δύο κύκλοι παίχτηκαν από το Μπί-Μπί-Σί, όταν βρισκόμουν ακόμα στη Ζάτουνα. Η Αρκαδία Νο 2 (έγινε γνωστή σαν τραγούδι της Ζάτουνας) και το ΘΟΥΡΙΟΝ. Ένας τρίτος κύκλος, τα τραγούδια του Κάλβου, μεταδόθηκε πάλι από το Μπί-Μπί-Σί, όταν ήμουν στον Ωρωπό. Γνωρίζαμε πως θα γίνει αυτή η μετάδοση και φροντίσαμε την ίδια ώρα να κάνουμε συναυλία με τα ίδια τραγούδια στην τραπεζαρία, αφού προηγήθηκε ανάλυση, του Μυλωνά νομίζω, για το έργο του Κάλβου. Έξω οι φρουροί ανεβασμένοι στις σκοπιές άκουγαν με δυό αυτιά. Το ΄να στο τρανζίστορ και τ΄άλλο στην τραπεζαρία. Δύο ταυτόχρονες εκτελέσεις του Κάλβου!
Στη Ζάτουνα έγραψα πολλά πολιτικά και θεωρητικά κείμενα. Έγραψα ακόμα και την ΕΞΟΔΟ. Πώς βγήκε όλο αυτό το υλικό; Πρώτα απ΄όλα θα πρέπει να πω ότι ταχυδρομική επικοινωνία δεν υπήρχε. Κάθε δέμα με τρόφιμα, βιβλία περνούσε από κόσκινο. Οι δικές μου αποστολές –αραιά και πού- περνούσαν από αμέτρητους ελέγχους και κατέληγαν συνήθως στις ειδικές υπηρεσίες της ΚΥΠ στην Αθήνα. Κάθε τι που έμπαινε ή έβγαινε από το σπίτι υποβαλλότανε σ΄εξονυχιστική έρευνα από τους φρουρούς. Το ψωμί, τα γλυκά, τα παξιμάδια τα έκοβαν σε κομματάκια.
Τα σκουπίδια τα ερευνούσαν με τα χέρια τους ένα ένα. Και όμως η επικοινωνία και προς τις δύο κατευθύνσεις δε σταματούσε καθόλου. Μια φορά οι αξιωματικού με κάλεσαν στην Τρίπολη. Το Μπί-Μπί-Σί θα παίξει πάλι έργο σου! Θα μας κάψεις…
-Εγώ, τους λέω, κάνω το καθήκον μου. Μ΄έχετε απομονωμένο με γυναικόπαιδα. Κι όμως παλεύω. Εσείς τι κάνετε; Σε ποιόν θεό πιστεύετε;
-Εμείς είμαστε ρομπότ.
-Κι όμως έχετε όπλα.
-Ναι, αλλά… με το Μπί-Μπί-Σί τι γίνεται…;
-Αυτά είναι μόνο τα ορεκτικά. Θα ακολουθήσουν και άλλα… χειρότερα.
Από πού αντλούσα σιγουριά; Αν μιλήσω τώρα ανοιχτά θα κάψω πολλούς τίμιους ανθρώπους που βρίσκονται στα χέρια της Χούντας.
Πάντως, μια απάντηση μπορεί να δοθεί: την απομόνωσή μας την έσπαγε το γεγονός ότι δεν ήμαστε μόνοι. Ότι τα 90% αυτών που μας τριγύριζαν ήσαν φίλοι, ήσαν πατριώτες, ήσαν δημοκράτες, ήσαν φανατικοί εχθροί της Δικτατορίας.
Έτσι, πολύτιμα μυστικά έφταναν έγκαιρα στη μακρινή και απομονωμένη Ζάτουνα και μας ειδοποιούσαν για τα σχέδια της Χούντας, για τις κινήσεις της Χωροφυλακής, για το τι μας ετοίμαζαν.
Όταν μας πήρε η φρουρά το τρανζίστορ εφοδιαστήκαμε, μυστηριωδώς, με δύο άλλα τρανζίστορ!
Κάποτε έμαθα ότι θα μου πάρουν το πιάνο και το μαγνητόφωνο και θα με κλείσουν για λίγες μέρες στο απαίσιο κελί του Σταθμού για εκφοβισμό…
Τότε προετοίμασα την απεργία πείνας. Δηλαδή έγραψα τη Δήλωση (σε πολλά αντίγραφα) που έπρεπε να πάρει ο διεθνής τύπος και την έδωσα σε σίγουρα χέρια. Αυτός, μόλις θα με άκουγε να λέω στο καφενείο «ποθύμησα λίγο παξιμάδια», θα έπρεπε να τα ταχυδρομήσει αμέσως στην Αθήνα γιατί το σύνθημά μου σήμαινε ότι εγώ από την άλλη μέρα θ΄άρχιζα την απεργία πείνας.
Έτσι, καλά προετοιμασμένος, περίμενα την επίθεσή τους για να αντεπιτεθώ. Ένα βράδυ ο υπενωματάρχης με ειδοποιεί ότι ήρθε ο Διοικητής από την Τρίπολη και με παρακαλεί να πάω στο Σταθμό. Του λέω πως είναι αργά και δεν μπορώ να βγω. Σε μισή ώρα φτάνει ο ίδιος ο Διοικητής με την ακολουθία του. Είχα κερδίσει τη μισή μάχη.
-Γιατί δεν ήρθατε στο Τμήμα που σας κάλεσαν…
-Κάναμε μήπως καμιά τέτοια συμφωνία;
Είναι αλήθεια ότι είπατε στον κ. ενωματάρχη να μου πει να βάλω σαρίκι γιατί δεν είμαι ούτε Έλληνας, ούτε χριστιανός, ούτε και άνθρωπος;
-Βεβαίως.
-Είναι αλήθεια ότι απειλήσατε τον χωροφύλακα Λυμπέρη ότι αν αγγίξει την κόρη σας θα εκδικηθείτε ολόκληρη την οικογένειά του;
-Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα ακριβώς να τονίσω και σε σας καθώς και σε όλα τα όργανα ότι δεν θα ανεχθώ καμιά χειρονομία, καμιά προσβολή σε βάρος των παιδιών μου και της γυναίκας μου.
-Οι διαταγές…
-Βάλατε το στέμμα και τη στολή για να κυνηγάτε και χτυπάτε αθώα κι ανυπεράσπιστα παιδιά; Εν πάση περιπτώσει, σας το λέω και σας προσωπικώς ότι αν ξαναγγίξετε τη γυναίκα μου, θα γδύσω μεθαύριο τη δική σας μέσα στην πλατεία του Αγίου Βασιλείου…
Είχα αρχίσει να εκτρέπομαι. Όμως όλα αυτά δεν ήταν παρά μια επίδειξη δυνάμεως… Και τότε ξαφνικά του πετώ:
-Και προπαντός μην επιχειρήσετε ούτε ένα βηματάκι πιο πέρα. Όλα είναι κανονισμένα. Με ένα σύνθημά μου όλος ο κόσμος θα ξέρει ότι αρχίζω απεργία πείνας διαρκείας.
Ο αγαθός αντισυνταγματάρχης ζαλίστηκε. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ήταν κακός. Ήταν όμως υπηρεσιακός. Που κάνει το ίδιο, όταν υπηρετείς πιστά μια κακή υπόθεση. Έτσι δεν τόλμησαν να μου πάρουν το πιάνο, ούτε να με κλείσουν στο κρατητήριο.
«Αέρα φωνάζουν και υψώνονται πίσω τους πτερά ορνίθων…»
Στις αρχές του ΄69 ο Παπαδόπουλος μιλώντας στους επιστήμονες είπε: «Εσείς είσθε ο στρατός κι εγώ ο αρχηγός σας, που θα φωνάζω «αέρα» και σεις θα με ακολουθάτε»!
«Καταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιου…»
Λούσιος ποταμός, γιατί έκανε το λουτρό του ο Δίας. Περνά χαμηλά, ανάμεσα στη Δημητσάνα και τη Ζάτουνα, γλείφει το βράχο του Κρυφού Σχολειού και ξεχύνεται στον κάμπο της Μεγαλόπολης. Οι πηγές του βρίσκονται στο κέντρο της Πελοποννήσου…”
29 Ιουλίου 1969
”… Τώρα με κλείνουν όλη σχεδόν τη μέρα μέσα.
Το πρωί έξοδος 11-12, για υπογραφή. Το απόγευμα 6-7.
Μετά το βραδινό φαγητό καθόμαστε με τη Μυρτώ στο μπαλκονάκι.
Απέναντί μας η κυρά-Μαριγώ στο χαγιάτι, πλέκει. Δεξιά μας η κυρά-Φωτεινή στο μπαλκονάκι της γνέθει.
Ανάμεσά μας οι φρουροί.
Ο κόσμος περνά. Είναι ο περίπατος. Μας κρυφοκοιτάζουν. Μας κρυφοχαιρετούν. Με χίλιους τρόπους. Στο τέλος ο δρόμος ερημώνει.
-Παίξε μας το <<Χάρη>>, κύριε Μίκη, με παρακαλούν οι νεότεροι φρουροί.
Μπαίνω μέσα και τους παίζω το <<Χάρη>>.
Ξαναβγαίνω και τους εξηγώ.
-Ο Χάρης δεν πέθανε. Γιατί χρειάζεται ακόμα. Εμείς εδώ κλεισμένοι στο σπίτι – πολιορκημένοι. Εσείς κλεισμένοι στη Ζάτουνα –πολιορκημένοι. Οι Έλληνες κλεισμένοι στους νόμους –πολιορκημένοι.
-Όλοι μας βράζουμε στο ίδιο ζουμί, κύριε Μίκη.
Πρίν καλά καλά τελειώσω τον Σινόπουλο, άρχισα τον Μανώλη Αναγνωστάκη. Πόσα χρόνια σχεδίαζα αυτή τη συνεργασία! Τώρα έφτασε η στιγμή αυτή.
Παίζω το <<Μιλώ>> στον καινούριο υπενωματάρχη. Είναι γεράκος.
-Εγώ σε κυνήγαγα να σε σκοτώσω στον εμφύλιο και τώρα σε φρουρώ και σε πάω για κατούρημα. Δεν το υποφέρω.
Πίνει μια τσικουδιά. Ακούει τη μουσική. Μ΄αγκαλιάζει και δίχως να φοβηθεί τους χωροφύλακες του, μου λέει φωναχτά:
-Πως μπορεί να σ΄έχουν εδώ πέρα εσένα που <<πειράζεις>> τις καρδιές μας;
Πήγε στο Σταθμό. Ήρθε ο Διοικητής.
-Ήμουν στο Μίκη, του λέει στην αναφορά. Μού ΄παιξε πιάνο και μου τραγούδησε. Δεν μπορώ να μείνω άλλο.
Τον φυλακίσανε μόνο ένα μήνα. Είχε γυναίκα και παιδί.
Ανέβηκαν οι καινούριοι υπαξιωματικοί ν΄ακούσουν. Όταν τελειώνω, κλαίνε.
-Ν΄ανοίγεις τα παράθυρα όταν παίζεις, μου μηνά το χωριό. Όλοι καθόμαστε στους κήπους και περιμένουμε το τραγούδι σου.
Ανοίγω τα παράθυρα και τραγουδώ το <<Χάρη>>. Άραγες πόσο μακριά μπορεί να πάει μια φωνή; Να ταξιδέψει ένα τραγούδι;
Η φαντασία μας δουλεύει με πυρετό. Έπρεπε τώρα να οργανώσουμε μια καινούρια επιχείρηση <<για έξοδο>> υλικού: Μέσα σε ψωμιά, σκουπίδια, ρούχα, παπούτσια. Με την βοήθεια του άλφα, του βήτα ή του χί. Μ΄αυτόν τον τρόπο ή μ΄εκείνον.
Τρείς φορές το Μπι-Μπι-Σί μετάδωσε τραγούδια μου μόλις δέκα μέρες μετά την αποστολή τους. Όλο το χωριό στα ραδιόφωνα.
Και μείς ξεθάβουμε με ιδιαίτερη συγκίνηση το μικρό μας τρανζίστορ…”
Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1969, ο Μίκης Θεοδωράκης μεταφέρεται από τη Ζάτουνα και φυλακίζεται στο στρατόπεδο Ωρωπού
Τον Απρίλιο του 1970, η φυματίωση υποτροπιάζει και ο Μίκης Θεοδωράκης εισάγεται στο σωφρονιστικό νοσοκομείο Σωτηρία.Αμέσως δημιουργείται ένα κίνημα αλληλεγγύης και πίεσης προς την χούντα
” ..Βγήκε μια φήμη ότι δεν είμαι καλά, ότι πέθανα κλπ.η κατάστασή μου βάρυνε. Η χούντα φοβήθηκε ότι θα πεθάνω στα χέρια της μέσα και δεν τόθελε καθόλου.Υπήρχε και ένα άλλο παιδί που τον λέγανε Βιτάλης,αν ζει, καλή του ώρα, από τη Βέροια κι αυτός, ο οποίος ήταν φυματικός, αλλά σε πολύ προχωρημένο στάδιο και επικίνδυνο και έπρεπε κι αυτός να πάει στο νοσοκομείο κι έτσι μια μέρα μας βάζουν μαζί με τον Βιτάλη και μας μεταφέρουνε στη Σωτηρία…”
Οι εξετάσεις όμωςείναι καλές. Δεν δείχνουν πρόβλημα φυματίωσης.Ο Μίκης ζητάει επιτακτικά να επιστρέψει στον Ωρωπό. Έχει ξεκινήσει η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων σε όλες τις φυλακές της χώρας. Κάνει αίτηση, αλλά η διοίκηση, δεν δίνει απάντηση.
”..Ένας ποινικός μου πέταξε μια πέτρα έτσι μέσα και επάνω στο χαρτάκι είχε ένα χαρτί και λέει: Είμαστε όλοι δικοί μας. Πες μου τί θέλεις από μένα. Θα κάθομαι κάτω από το δέντρο και θα χτενίζω τα μαλλιά μου..”
Σκέφτεται να αξιοποιήσει αυτήν την επαφή, για να ενημερώσει τη Μυρτώ σχετικά με την απεργία πείνας, σε περίπτωση που η διοίκηση, δεν επιτρέψει την επιστροφή του στον Ωρωπό.
”..Οι εξετάσεις μου είναι αρνητικές. Θα γυρίσω στον Ωρωπό. Αν τη Δευτέρα δεν μας μεταφέρετε στον Ωρωπό, θα αρχίσουμε απεργία πείνας κι οι δυο μας διαρκείας και πολύ γρήγορα θα μαθευτεί στο εξωτερικό.
Βλέπω, λοιπόν, στο δέντρο από κάτω, τον ποινικό αυτόν,του γράφω και εγώ ένα σημείωμα και του το πετάω.Το παίρνει αυτός.Του λέω: Όταν με δεις να κάθομαι και δεις την πλάτη μου μόνο,τότε θα πάρεις αυτόν τον αριθμό, είναι της γυναίκας μου και θα πείς ο Μίκης ξεκίνησε απεργία πείνας διαρκείας και να το πει σε όλα τα πρακτορεία, μαζί με έναν άλλον συγκρατούμενό του, τον Βιτάλη…”
Στον κήπο του νοσοκομείου Σωτηρία συμβαίνουν ασυνήθιστα πράγματα. Συναντά τον γραμματέα του δικτάτορα Παπαδόπουλου, ο οποίος τον παρουσιάζει στον Γάλλο πολιτικό Σερβάν Σρεμπέρ*. Ο Γάλλος πολιτικός είναι γνωστός στον Μίκη από τα βιβλία του. Η παρουσία της Μυρτώς,τον καθυσηχάζει.
‘..Μου λέει, ο Σρεμπέρ, πήρα άδεια από την κυβέρνηση να σας πάρω μία συνέντευξη. Αλλά επειδή δεν έχω χρόνο, το αεροπλάνο μου φεύγει τώρα, πήρα άδεια η συνέντευξη να γίνει στο αυτοκίνητο και θα γυρίσετε πάλι πίσω εσείς με το αυτοκίνητο το ίδιο. Λέω, τί συμβαίνει εδώ πέρα, κάτι γίνεται. Το μεγάλο κόλπο!
Φτάνω Τρούμαν, μου λέει:je vouw enleve!,δηλαδή, σας απαγάγουμε.Λέω του Σρεμπέρ, καλά η Μυρτώ τί θα γίνει με τα παιδιά; Μου λέει στα γαλλικά, έχουν κανονίσει, την επόμενη εβδομάδα να έρθουν να τα πάρουν. Λέω,εγώ δεν φεύγω έτσι,χωρίς τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Μου λέει η Μυρτώ πήγαινε,είναι όλα έτοιμα,την άλλη εβδομάδα θα ρθούμε και μεις στο Παρίσι…”
Από το Παρίσι ξεκινά τον αγώνα κατά της χούντας, ενώ η Μυρτώ και τα παιδιά έχουν μείνει στην Αθήνα, με κίνδυνο να γίνουν όμηροι στα χέρια τους.
Στις 29 Απριλίου πραγματοποιεί συνέντευξη τύπου στο Παρίσι, όπου κατηγορεί τη Χούντα για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παρουσιάζει ένα αντιδικτατορικό πρόγραμμα που διαρθρώνεται σε εννέα σημεία.
Λίγες μέρες αργότερα, τον Μάιο του 1970, φυγαδεύεται η οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη με την βοήθεια φίλων του από την Ελλάδα και το εξωτερικό, δια θαλάσσης μέσω Τουρκίας.
Ο Μίκης ξεκινά μια παγκόσμια περιοδεία. Παρουσιάζει τα έργα που είχε συνθέσει κατά το διάστημα της παρανομίας, της φυλακής και της εξορίας σε αμέτρητες συναυλίες σ’ όλο τον κόσμο αφιερωμένες στον αντιδικτατορικό αγώνα και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Οι συναυλίες του γίνονται βήμα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης και για τους άλλους λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα: Ισπανούς, Πορτογάλους, Ιρανούς, Κούρδους, Τούρκους, Χιλιανούς, Παλαιστίνιους.
Τον Φεβρουάριο του 1971, ο Θεοδωράκης ιδρύει το «Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο» (ΕΑΣ) που στόχο του έχει να συνασπίσει όλες τις αντιδικτατορικές δυνάμεις. Η πρώτη εκδήλωση του ΕAΣ, πραγματοποιείται στις 2 Μαΐου 1971, στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας.
Τον Μάρτιο του 1972, ο Μίκης Θεοδωράκης αποχωρεί από το ΚΚΕ Εσωτερικού, με το οποίο είχε συνταχθεί μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ στις δύο παρατάξεις. Συνεχίζει τις περιοδείες του, που είναι ταυτόχρονα κάλεσμα στην αντίσταση και τον αγώνα.
Αρχίζει τη σύνθεση του Canto General, σε ποίηση του Pablo Neruda μελοποιώντας αρχικά 7 μέρη.
Επισκέπτεται το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες. Συναντάται με τον τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Αλόν, που του ζητά να μεταφέρει μήνυμα στον Αραφάτ. Πραγματικά αμέσως μετά συναντάται με τον Αραφάτ, στον οποίο επιδίδει το μήνυμα της ισραηλινής κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά. Από τότε συνέβη πολλές φορές να παίξει τον ρόλο του άτυπου πρεσβευτή μεταξύ των δύο πλευρών. Επισκέπτεται επίσης την Αλγερία, Αίγυπτο, Τύνιδα, Λίβανο και Συρία προσπαθώντας να ενισχύσει τον διάλογο μεταξύ αντιμαχομένων πλευρών.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι το 1994 γιορτάσθηκε πανηγυρικά στο Όσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων παρουσία των Πέρες και Αραφάτ με την παρουσίαση του Μαουτχάουζεν -που στο μεταξύ έχει γίνει εθνικό τραγούδι του Ισραήλ- και του Ύμνου για την Παλαιστίνη που έγραψε ο Θεοδωράκης, ως αναγνώριση και της δικής του συμβολής στην υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή αυτή.
Στοκχόλμη 1973, πρόβες. |
Το 1973, μελοποιεί τα «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου, τις «Μπαλάντες» τουΜανόλη Αναγνωστάκη και τη μουσική για την ταινία«Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λούμετ.
Τον Σεπτέμβριο ο θάνατος του Πάμπλο Νερούδα είναι γεγονός. Ο Μίκης βρίσκεται εκείνη την εποχή στη Λατινική Αμερική, με σκοπό να παρουσιάσει το Canto General στη Χιλή. Η εκτέλεση του έργου θα πραγματοποιηθεί είκοσι χρόνια αργότερα.
Τον Ιούλιο του 1974, με την πτώση της δικτατορίας, υπέρμαχος, μετά τη διάσπαση του Εθνικού Αντιστασιακού Συμβουλίου, της ρεαλιστικής και εφικτής «λύσης Καραμανλή» ως την ανατροπή του καθεστώτος Παπαδοπούλου, επέστρεψε στην Ελλάδα την επομένη της κατάρρευσης της δικτατορίας.
Στο μεταξύ οι αντιστασιακές δυνάμεις θα διασπαστούν εν όψει του προβληματισμού για ενδεχόμενη συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Ο Καραμανλής δεν θ’ αποτολμήσει τελικά την υπουργοποίησή του ενώ ο ίδιος αγωνιζόταν πλέον για την ενότητα της Αριστεράς. Η υποψηφιότητά του, ωστόσο, στην Β΄ εκλογική περιφέρεια Πειραιά υπονομεύτηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ.
Συνθέτει πάντα μουσική. Τρεις μήνες αργότερα ξεκινούν οι πρώτες συναυλίες του Μίκη στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Παρουσιάζει τα, απαγορευμένα μέχρι τότε, έργα του σε μεγάλες συναυλίες, σε στάδια, σ’ όλη την Ελλάδα (γήπεδο Καραϊσκάκη, Παναθηναϊκού, Καυταντζόγλειο κ.λπ.).
Η φράση “Καραμανλής ή Τανκς”
”.. Θα αναφερθώ εδώ και στη γνωστή φράση μου για τον Καραμανλή: Είναι αλήθεια πως από τον Ιανουάριο του 1973 είχα δημόσια προτείνει “λύση Καραμανλή”. Αλλά το “Καραμανλής ή Τανκς” έμεινε στην ιστορία. Φυσικά συμφωνούσα με την μεταβατική λύση Καραμανλή, αλλά σαν σύνθημα “Καραμανλής η τανκς” προέκυψε ως εξής: Έκανα τις πρόβες μου στο “Ζουμ” τότε μαζί με νέους τραγουδιστές, τον Νταλάρα, τον Μητσιά, τη Φαραντούρη φυσικά, τον Καλογιάννη, για να πραγματοποιήσουμε τις περίφημες συναυλίες, τις ιστορικές στο Καραϊσκάκη. Και είχαμε προγραμματίσει μετά, τις συναυλίες μας στην Αθήνα και το Πειραιά, να πάμε στην επαρχία. Τα χαμε αναγγείλει αυτά. Εκείνη την ημέρα είχα καλέσει τους δημοσιογράφους οι οποίοι πρώτη φορά με έβλεπαν, μετά τόσα χρόνια να διευθύνω ορχήστρα σε πρόβα ήταν και η μεγάλη φόρτιση η συναισθηματική, και την ώρα που τελείωνα την πρόβα, ήμουν έτοιμος να κάνω την πρες-κόνφερανς και να αναγγείλω το πρόγραμμα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν νομίζω ο κ. Μολυβιάτης ή κάποιος από το γραφείο του κ. Καραμανλή. Μου είπε “ο κ. Πρόεδρος θα σας παρακαλέσει να περιορίσετε τις συναυλίες σας μόνο στην Αθήνα”. Βέβαια, απάντησα και γω, ξαναμμένος από την πρόβα και τον ενθουσιασμό του κόσμου, πολύ άσχημα ξεκινάει η κυβέρνηση Καραμανλή. Δηλαδή μου απαγορεύει να κάνω συναυλίες; Κι αν τις κάνω τι θα γίνει; “Ναι, είπε, το απαγορεύουμε. Υπάρχουν λόγοι που δεν πρέπει να πάτε έξω”. Φυσικά ο τρόπος που μίλησα κι εγώ, κι αυτός ήταν λιγάκι άκομψος και νευρικός, αλλά στο βάθος μπορεί να είχε δίκιο ο Καραμανλής φοβούμενος τι θα γίνει στην επαρχία. Θα μπορούσε να γίνει προβοκάτσια. Εν πάση περιπτώσει εγώ αγρίεψα και δήλωσα στους δημοσιογράφους: “Αυτή τη στιγμή τηλεφώνησαν εκ μέρους του κ. Καραμανλή και μου απαγορεύουν να βγω έξω από την Αθήνα. Αρχίζει πολύ άσχημα τη διακυβέρνηση της χώρας με απαγορεύσεις. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να είμαστε σε πολύ άσχημη κατάσταση και να έχουμε απ’ την μια τον Καραμανλή κι απ’ την άλλη τα τανκς, αλλά όμως δεν δικαιούται να αρχίζει με απαγορεύσεις”. Δηλαδή ήταν μια καταγγελία του Καραμανλή, διότι ξεκίνησε άσχημα απαγορεύοντας να κάνω συναυλίες. Και την άλλη μέρα η “Βραδυνή” είχε τίτλο “Καραμανλής ή τανκς”. Να το διαψεύσω αυτό; να πω ότι δεν είναι δικό μου; αφού στη βάση συμφωνούσα, διότι είχα προτείνει εγώ λύση Καραμανλή. Δεν ήταν όμως αυτό το σύνθημά μου. Επιπλέον ο Καραμανλής είχε πάντοτε δέος μαζί μου, μ’ έβλεπε λίγο όπως ο διάβολος το λιβάνι. Όταν έγινα ηγέτης των Λαμπράκηδων συνδέθηκα άρρηκτα στη συνείδησή του με μία πληγή για την οποία ο ίδιος ήταν αμέτοχος., πλην του γεγονότος ότι ως κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να χτυπήσει τις παρακρατικές οργανώσεις…”
Την πανελλήνια περιοδεία του, συνεχίζει και το 1975, ενώ εκλέχτηκε στην ηγεσία της ΕΔΑ τασσόμενος ανοιχτά υπέρ μιας κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας. Η ρήξη του με τα ΠΓ του ΚΚΕ και ΚΚ Εσωτερικού υπήρξε μοιραία και παρεπόμενη.
Το 1975 ο συνθέτης βρίσκεται ήδη σε οξεία αντιπαράθεση με το ΚΚΕ. Και ενώ η ΚΝΕ ετοιμάζει το πρώτο Φεστιβάλ Νεολαίας, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι αν η «παρέμβαση στον πολιτισμό» θα επιτρέψει τα τραγούδια εκείνου που υποστήριξε τη «Λύση Καραμανλή» και ξεστόμισε το «Καραμανλής ή τανκς». Η απόφαση στην οποία καταλήγει το Γραφείο του Κεντρικού Συμβουλίου είναι αυτό το οποίο ο ίδιος ο Μίκης μάχεται ισοβίως: η βίαιη αποκόλληση του πολιτικού από τον μουσικό εαυτό του. Ο ίδιος δεν θα προσκληθεί στο Φεστιβάλ του ΚΝΕ, τα τραγούδια του, όμως, «έχουν αυτοτέλεια απέναντι στον δημιουργό τους και τα δεχόμαστε διότι εκφράζουν το λαϊκό κίνημα». Οπως σημειώνει ο Μίμης Ανδρουλάκης, «κάποιοι ήταν τόσο φανατικοί, που έγραψαν για τον Μίκη κάτι που και εγώ, ιδεολογικός υπεύθυνος των πάντων, δεν πήρα χαμπάρι: “Η μουσική σου ανήκει σ’ εμάς, όχι σ’ εσένα!”».
Η κατάσταση φτάνει στα άκρα όταν την πρόσοψη του Καυτανζόγλειου της Θεσσαλονίκης, εκεί που ο Ξαρχάκος θα παρουσιάσει για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση το «Αξιον Εστί», κοσμούν κόκκινα γράμματα: «Θάνατος στον Θεοδωράκη» με την υπογραφή της ΚΝΕ. «Δεν θα το πίστευα αν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου» θα εκμυστηρευτεί ο ίδιος στον Γεώργιο Μαλούχο. «Καθώς πηγαίναμε με το αυτοκίνητο, ήρθαν οι Κνίτες και, μόλις με είδαν, μου πέταγαν κατά πρόσωπο τις προκηρύξεις και με έβριζαν. Εγώ δεν μίλησα καθόλου…». Ο «Ριζοσπάστης» δεν παίρνει θέση αν είναι προβοκάτσια ή όχι και αποθηριωμένος ο Μίκης, σε μια χειμαρρώδη συνέντευξη στην Αυγή, αναφέρει ότι τα παιδιά της ΚΝΕ είναι θύματα μιας «πολιτικής γενιτσαρισμού». Η εφημερίδα προβάλλει στον τίτλο τη λέξη «γενίτσαροι» και η κατάσταση εκτροχιάζεται.
Το 1976, ιδρύει το «Κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης». Δίνει διαλέξεις και συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και κυκλοφορεί το βιβλίο του «Περί Τέχνης», με άρθρα του για τη μουσική από το 1962 μέχρι το 1976.
To 1977, πραγματοποιεί σημαντική ευρωπαϊκή περιοδεία και το καλοκαίρι αυτού του έτους διοργανώνει στα Χανιά το «Συμπόσιο για τον Σοσιαλισμό και τον Πολιτισμό», στο οποίο συμμετέχουν μεταξύ άλλων οι Francois Mitterand, Jacques Attali, Roger Garaudy κ.ά., ενώ τον Αύγουστο λαβαίνει χώρα το Φεστιβάλ Θεοδωράκη στον Λυκαβηττό, όπου παρουσιάζονται όλα τα μεγάλα του έργα από το 1960 έως το 1977 σε 28 συναυλίες.
Το 1978 ο μέχρι πρότινος αποσυνάγωγος του κόμματος δέχεται στην ταράτσα του σπιτιού του την επίσκεψη του «σκληρού του ΚΚΕ», Γρηγόρη Φαράκου. Ο Μίκης Θεοδωράκης δέχεται να κατέβει υποψήφιος του ΚΚΕ στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου. Αυτή η αναθέρμανση των σχέσεων τους είχε ξεκινήσει έναν χρόνο νωρίτερα με την Κίνηση για την Ενωμένη Αριστερά.
Το 1981 εκλέγεται βουλευτής στη Β΄ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ. Εναν χρόνο αργότερα, όμως, αηδιασμένος, με την υποτακτική απέναντι στο ΠαΣοΚ πολιτική της ηγεσίας του κομμουνιστικού κόμματος καταφεύγει στο Παρίσι και στρέφεται πάλ, για πρώτη φορά από το 1960 στη συμφωνική μουσική.
Αρχίζουν να παρουσιάζονται συμφωνικά του έργα στην Αν. Γερμανία με σπουδαίες ορχήστρες όπως η Φιλαρμονική της Δρέσδης, Ορχήστρα της Komische Oper, Ορχήστρα και Χορωδία της Ραδιοφωνίας του Βερολίνου κ.ά).
Τον Ιανουάριο του 1981, ολοκληρώνει το «Canto General» σε 18 μέρη και τις Συμφωνίες αρ.2 και αρ.3 και τον Μάρτιο πραγματοποιεί την πρώτη εκτέλεση της τελικής μορφής του Canto General στην Ανατολική Γερμανία. Στην συνέχεια αρχίζει περιοδεία παρουσίασης του ίδιου έργου.
Τον Οκτώβριο του 1981, ο Μίκης επανεκλέγεται, στη Β’ εκλογική περιφέρεια Πειραιά, ως ανεξάρτητος υποψήφιος στη λίστα του ΚΚΕ.
Στις 5 Φεβρουαρίου 1982, πραγματοποιείται η πρεμιέρα του Κοντσέρτο για πιάνο του 1958 και της Συμφωνίας αρ.2 στη μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου της Δημοκρατίας του Ανατολικού Βερολίνου, με σολίστ τον Κυπριανό Κατσαρή. Δύο μήνες αργότερα πραγματοποιείται η πρεμιέρα της Συμφωνίας αρ.3 στην Όπερα Comique του Ανατολικού Βερολίνου. Η υγεία του Μίκη πλήττεται από τις συνέπειες των βασανιστηρίων στη Μακρόνησο και ο συνθέτης υποχρεώνεται να μετακινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Το καλοκαίρι διευθύνει ο ίδιος το Κοντσέρτο για πιάνο του 1958 και τη Συμφωνία αρ.2 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Διεθνούς Φεστιβάλ Έχτερναχτ του Λουξεμβούργου. Το ίδιο έτος κυκλοφορεί το βιβλίο του «Μαχόμενη Κουλτούρα» με τα κυριότερα άρθρα του για τη μουσική και τον πολιτισμό από το 1975 μέχρι το 1982.
Μια ακόμη πρεμιέρα πραγματοποιείται τον Φεβρουάριο του 1983, του έργου «Κατά Σαδδουκαίων Πάθη»στο Θέατρο Μετροπόλ του Ανατολικού Βερολίνου, υπό τη διεύθυνση του Χανς-Πέτερ Φρανκ. Τον Απρίλιο, στα μπαλέτα του Μορίς Μπεζάρ Thalassa-Mare Nostrum και «Επτά Ελληνικοί Χοροί», συμπεριλαμβάνονται και χορογραφίες πάνω σε μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη. Τον επόμενο μήνα παρουσιάζεται η Λειτουργία αρ. 2 από το Kreuzchor της Δρέσδης.
Το ίδιο έτος κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ανατομία της Μουσικής», μια ολοκληρωμένη ανάλυση της δικής του αισθητικής άποψης για τη μουσική και ιδιαίτερα για τη συμφωνική μουσική του 20ού αιώνα, ενώ του απονέμεται και το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Στις 19 Μαΐου 1984, εκτελείται η Συμφωνία αρ. 7 «Εαρινή» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Μουσικής της Δρέσδης. Την εποχή αυτή ασχολείται εντατικά με τους «δρόμους» της επηρεασμένης από την Ανατολή μουσικής και γράφει εξήντα περίπου τραγούδια βασισμένα στους «δρόμους» αυτούς, όπως ασίκικα.
Το 1985, ο Μίκης αρχίζει να ασχολείται με την όπερα, ένα είδος που τον απασχολεί έντονα στο εξής. Γράφει την πρώτη του όπερα, τον Κώστα Καρυωτάκη. Αργότερα ακολουθούν η Μήδεια, η Ηλέκτρα και η Αντιγόνη.
Ο Μίκης αποστασιοποιείται και πάλι από το ΚΚΕ το 1986. Αρχίζει να γράφει μουσική για την τριλογία Ορέστεια. Συνθέτει την 4η Συμφωνία του (Τον Χορικών) σε κείμενα Αισχύλου και Ευριπίδη.
Στα πλαίσια των προσπαθειών του για την ελληνοτουρκική φιλία δημιουργεί την Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας με τη συνεργασία γνωστών πνευματικών ανθρώπων όπως ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιασέρ Κεμάλ και ο Ζυλφύ Λιβανελί. Συνεργάζεται με τον Τούρκο συνθέτη και τραγουδιστή Ζουλφύ Λιβανελί, ο οποίος παρουσιάζει τραγούδια του Μίκη μεταφρασμένα στα τουρκικά. Δίνουν μαζί συναυλίες στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Ευρώπη.
Mετά την καταστροφή στο Τσερνομπίλ, πραγματοποιεί μεγάλη περιοδεία με συναυλίες σ΄ όλη την Ευρώπη κατά της ατομικής ενέργειας.
Το 1987 οργανώνει το Διεθνές Συνέδριο «Πολιτισμός της Ειρήνης» στο Tubingen της Γερμανίας, στο οποίο συμμετέχουν καλλιτέχνες, συνδικαλιστές και πολιτικοί απ’ όλη την Ευρώπη.
Συνθέτει το μπαλέτο Ζορμπάς, που ανεβαίνει για πρώτη φορά τον επόμενο χρόνο στην Arena di Verona με δική του διεύθυνση. Το ίδιο διάστημα περιοδεύει στην Ευρώπη δίνοντας λαϊκές συναυλίες, ενώ κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος της αυτοβιογραφίας του «Οι Δρόμοι τον Αρχάγγελου».
Το 1988, ο Μίκης αναλαμβάνει το ρόλο του πρεσβευτή καλής θέλησης, ενώ εκείνη την εποχή πραγματοποιείται η πρώτη ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής μετά το 1978, στο Νταβός της Ελβετίας.
Οργανώνει το 2o Διεθνές Συνέδριο «Πολιτισμός της Ειρήνης» στην Κολωνία της Γερμανίας, με συμμετοχή πολιτικών, φιλοσόφων, συγγραφέων, καλλιτεχνών, όπως των Petra Kelly, Joannes Rau, Oskar Lafontaine κ.ά.
Τον Αύγουστο πραγματοποιείται πρεμιέρα του μπαλέτου Zorba il Greco, σε χορογραφία Λόρκα Μασίνε και διεύθυνση ορχήστρας Μίκη Θεοδωράκη, που θριαμβεύει στην Αρένα της Βερόνα. Το μπαλέτο αυτό παρουσιάζεται στη συνέχεια σε εκατοντάδες παραστάσεις σε όλο τον κόσμο. Αρχίζει και πάλι να αναγνωρίζεται ως συμφωνικός συνθέτης στην Ευρώπη μετά την εικοσαετή αποκλειστική του ενασχόληση με τη λαϊκή μουσική.
Τρεις μήνες αργότερα, «ταράζει» τα νερά της πολιτικής σκηνής, προτείνοντας το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ-Αριστεράς, κάτω από τον θόρυβο και τις πολιτικές αναταράξεις που προκάλεσε το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Μετά από αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, το 1990 ο Μίκης Θεοδωράκης εκλέγεται Βουλευτής ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με τη ΝΔ και αναλαμβάνει Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου παρά τω πρωθυπουργώ, στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Μια υπερβατική πολιτική κίνηση που ίσως έκανε πράξη την «εθνική συμφιλίωση», για την οποία ο συνθέτης δέχτηκε πολλά πυρά, ιδιαίτερα από τους άλλοτε «συντρόφους» του στην αριστερά.
Την ίδια χρονιά, δίνει 36 συναυλίες σ΄όλη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστείας, παρουσιάζοντας τα «Μετασυμφωνικά» του έργα Κατάσταση Πολιορκίας, Raven, Επιζών, Επιφάνεια Αβέρωφ.
Παράλληλα αγωνίζεται και για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλες χώρες και κυρίως στις γειτονικές Αλβανία, που την επισκέπτεται και ως Υπουργός για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας και Τουρκία και ιδρύει επιτροπή συμπαράστασης και βοήθειας προς τον κουρδικό λαό. Ως πρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής στο Παρίσι καταβάλλει προσπάθειες για την απελευθέρωση των Τούρκων ηγετών της αντιπολίτευσης Κουτλού και Σαργκίν που τελικά επιτυγχάνουν.
Προτείνει επίσης τη διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ειρήνης στους Δελφούς και υποβάλλει στην κυβέρνηση σχέδιο για μια «Ολυμπιάδα του Πνεύματος».
Το 1991, συνεχίζει δίνοντας συναυλίες για την ηλιακή ενέργεια, υπό την αιγίδα της Εurosolar, κατά του αναλφαβητισμού, κατά των ναρκωτικών κ.λπ.
Τον Απρίλιο του 1992, ο Μίκης Θεοδωράκης παραιτείται από υπουργός. Παρουσιάζεται το έργο του Canto Olympico, παραγγελία της Διεθνούς Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης.
Τον Φεβρουάριο του 1993 παραιτείται κι από βουλευτής. Λίγο αργότερα αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ και δίνει πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πραγματοποιεί μεγάλη περιοδεία στην Αμερική και τον Καναδά για την ενίσχυση του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου των Ομογενών, ενώ τον Απρίλιο διευθύνει το Canto General στο Σαντιάγκο της Χιλής 20 χρόνια μετά.
Αρχίζει παράλληλα η συνεργασία του με μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες του εξωτερικού, οι οποίες παρουσιάζουν συμφωνικά του έργα υπό τη διεύθυνση του (Πρώτη Συμφωνία, Καρναβάλι, Raven, Canto General, Requiem, Piano Concerto, Adagio, Zorba Ballet κ.ά.)
Την Άνοιξη του 1994, ξεκινά μια νέα περιοδεία στην Ευρώπη, με τίτλο «Μουσική χωρίς σύνορα» και το καλοκαίρι σε ΗΠΑ και Καναδά για την ενίσχυση Πολιτιστικού Κέντρου των ομογενών Ελλήνων. Στον Καναδά, η Εθνοσυνέλευση του Κεμπέκ τον υποδέχεται με ομόφωνο ψήφισμά της, με το οποίο τον τιμά για την προσφορά του στον πολιτισμό και τους αγώνες του για τον Άνθρωπο.
Λίγους μήνες αργότερα, υποβάλλει την παραίτηση του από τη θέση του Γενικού Διευθυντή Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ. Το ίδιο έτος συνθέτει την Πολιτεία Γ’. Κυκλοφορεί επίσης τα 40 Τραγούδια για παιδιά που έγραψε νέος.
Τον Φεβρουάριο του 1995, εγκαθίσταται και πάλι στο Παρίσι. Τρεις μήνες αργότερα πραγματοποιείται η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας «Ηλέκτρα» στο θέατρο του Λουξεμβούργου, στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Λουξεμβούργο, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, 1995», με την όπερα Βιέλκι του Πόζναν
Συνεχίζει με την παγκόσμια πρεμιέρα της γερμανικής διασκευής της «Μήδειας» από την κρατική όπερα του Μάινινγκεν και την παρουσίαση της καντάτας «Μαουτχάουζεν» στο αυστριακό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο Μίκης ξεκινά από εκεί μια νέα περιοδεία με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Λάκη Καρνέζη.
Στις 14 Μαρτίου 1996, ο Μίκης Θεοδωράκης τιμάται με τον τίτλο του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής από τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν.
Το καλοκαίρι του ιδίου έτους, πραγματοποιείται η πρεμιέρα στην Ελλάδα της «Ηλέκτρας» στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου. Διευθύνει επίσης την Ορχήστρα της Όπερας του θεάτρου Bolshoi στη Μόσχα παρουσιάζοντας το Raven σε μορφή μπαλέτου σε χορογραφία Bassiliev.
Παράλληλα κυκλοφορεί σε CD στην Ευρώπη η Πρώτη Συμφωνία με δική του διεύθυνση, ενώ ήδη έχουν δισκογραφηθεί και κυκλοφορήσει στην Ευρώπη όλα τα βασικά συμφωνικά του έργα και ολοκληρώνει το έργο του «Ραψωδία» για τσέλο και συμφωνική ορχήστρα.
Τον Δεκέμβριο του 1996, πεθαίνει ο αδελφός του Γιάννης, στα 64 του χρόνια. Κηδεύεται στον οικογενειακό τάφο στον Γαλατά Κρήτης.
Υπό τη σκέπη της συμφιλίωσης της Ελλάδας με την FYROM, το 1997, διευθύνει στα Σκόπια τη μουσική μπαλέτου Ζορμπάς, στην πόλη όπου βρέθηκε ο τάφος του Ζορμπά.
Την ίδια χρονιά ηχογραφεί με την State Academic Capella Symphony Orchestra του St. Petersburg το «Requiem».
Στις 29 Απριλίου 1997, με αφορμή την υποδοχή των Θεοδωράκη και Λιβανελί στην πόλη Πέτερσμπουργκ κοντά στη Βόννη, ο υπουργός Εξωτερικών Κλάους Κίνκελ εκφωνεί έκκληση για τη συμφιλίωση των δύο γειτονικών χωρών, θεωρεί τους δύο καλλιτέχνες «σύμβολα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης», που με τη νέα τους περιοδεία γίνονται ειδικοί πρέσβεις για την κατανόηση ανάμεσα στα δύο κράτη.
Όμως η πρώτη θριαμβευτική συναυλία των δύο καλλιτεχνών, με το σύνθημα «Όλοι μαζί-Birlikte», στο «Σπίτι των Πολιτισμών του Κόσμου» στα Βερολίνο, είναι δυστυχώς και η τελευταία. Ο Έλληνας συνθέτης υποφέρει από αναπνευστικά προβλήματα και εισάγεται στο νοσοκομείο. Ο Μίκης ακυρώνει όλες τις προγραμματισμένες δραστηριότητες και παύει να συνθέτει
Στις 16 Δεκεμβρίου δωρίζει ολόκληρο το αρχείο του, μουσικό και πολιτικό, στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη του Μεγάρου Μουσικής.
Τον Μάιο του 1998, επιστρέφει στη διεύθυνση ορχήστρας και παρουσιάζει στο Queen Elisabeth Hall το «Κοντσέρτο» για πιάνο και ορχήστρα με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου. Στην συνέχεια ολοκληρώνει την ηχογράφηση της όπερας του «Ηλέκτρα» στο St. Petersburg με την State Academic Capella Symphony Orchestra and Choir και Ρώσους σολίστ.
Το έτος αυτό ακολουθούν μια σειρά από διευθύνσεις:
Στις 22 Ιουλίου διευθύνει στο Ηρώδειο το μπαλέτο Ζορμπάς, με το μπαλέτο της Λυρικής Σκηνής σε χορογραφία Λόρκα Μασίνε.
Στις 12 Σεπτεμβρίου διευθύνει στο Λιντς, τη συμφωνική εκτέλεση του Canto General (σε 6 μέρη), με τη συμμετοχή της Μαρκέλλα Χατζιάνο, της χορωδίας Ad Libitum και την Ορχήστρα Μπρούκνερ του Λιντς.
Στις 30 Οκτωβρίου στη Φιλαρμονική του Γκάσταϊγκ, στο Μόναχο, διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Ουκρανίας στην παγκόσμια πρώτη εκτέλεση της Ραψωδίας για τσέλο και ορχήστρα.
Προς το τέλος του έτους, στις 8 Δεκεμβρίου 1998 εκλέγεται επίτιμος διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ.
Την άνοιξη του 1999, διεξάγεται ο πόλεμος στο Κόσοβο. Ο Μίκης Θεοδωράκης διαμαρτύρεται έμπρακτα: Δίνει συναυλίες, προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και υποβάλλει μήνυση κατά «της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας τον ΝΑΤΟ για εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών».
Το Μάιο αυτού του 1999, ο πρόεδρος της Κύπρου Γλαύκος Κληρίδης του απονέμει ειδική διάκριση και τον κάνει επίτιμο δημότη της Λευκωσίας και της κοινότητας Φαμαγκούστας, που βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή. Ακολουθεί μια τιμητική πρόταση υποψηφιότητας του Μίκη Θεοδωράκη για το Νόμπελ Ειρήνης 2000, ενώ λίγες μέρες αργότερα γίνεται αφιέρωμα στον Μίκη στα Χανιά. Παρουσιάζεται το Άξιον Εστί..
Τον Σεπτέμβριο παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής «o Ήλιος και ο Χρόνος», με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Ράινερ Κίρσμαν.
Το ίδιο έτος λαμβάνουν χώρα και δυο πρεμιέρες. Παγκόσμια πρώτη εκτέλεση και ηχογράφηση της διασκευής της όπερας Κώστας Καρυωτάκης για συμφωνική ορχήστρα στο Φεστιβάλ του Πασάου και πρεμιέρα της Αντιγόνης στο Μέγαρο Μουσικής.
Το 2000 περιλαμβάνει μια ακόμα τιμητική διάκριση για τον Μίκη Θεοδωράκη. Σε μια λαμπρή τελετή στο Mέγαρο Mουσικής στις 7 Nοεμβρίου, απονεμήθηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Kωστή Στεφανόπουλο τα Διεθνή Bραβεία Ωνάση. Ο Μίκης τιμήθηκε με το βραβείο Ωνάση για τον Πολιτισμό.
Το ίδιο έτος πραγματοποιείται η πρεμιέρα της Ηλέκτρας στην Αμερική, στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης και η παρουσίαση του μπαλέτου Ζορμπάς στο Cairo Opera House του Καΐρου.
Το 2001 ακολουθεί μια ακόμη σειρά από τιμητικές διακρίσεις και παρουσιάσεις έργων του.
Στις 11 Ιουνίου, με αφορμή την 60ή επέτειο της «Μάχης της Κρήτης», ο Μίκης εκλέγεται επίτιμος πρόεδρος της Παγκρήτιας Ένωσης. Λίγες μέρες αργότερα, στο πλαίσιο συναυλίας για την 50ή επέτειο της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ, που δόθηκε στο αρχαίο θέατρο των Δελφών, ο Μίκης τιμάται επίσημα με ειδικό βραβείο που του απονέμει η Ύπατη Αρμοστεία.
Στις 20 Ιουνίου, ο Ζορμπάς παρουσιάζεται στο πλαίσιο του φεστιβάλ Όπερας και Μπαλέτου της Τουρκίας, στην πόλη Αττάλεια. Δυο μήνες αργότερα παρουσιάζεται η Μήδεια του Ευριπίδη στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου. Λίγες εβδομάδες μετά παρουσιάζονται τα έργα «Πνευματικό Εμβατήριο» και «Άξιον Εστί» στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου υπό την διεύθυνση του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη.
Στις 14 Απριλίου 2002, λαμβάνει χώρα μια ακόμη πρεμιέρα, αυτή της όπερας «Λυσιστράτη» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ενός αληθινού ύμνου για την ειρήνη. Το έργο, ανατέθηκε για το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, στα πλαίσια μιας σειράς πολιτιστικών εκδηλώσεων που διοργανώνει το Υπουργείο Πολιτισμού, που οδηγούν στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004.
Τον Φεβρουάριο του 2003, 10.000 ακτιβιστές ενάντια στην απειλή του πολέμου στο Ιράκ ξεχύθηκαν στους δρόμους σε πόλεις και κωμοπόλεις σε όλη την Ελλάδα, στο πλαίσιο των μαζικών συλλαλητηρίων σε όλο τον κόσμο. Απευθυνόμενος στο συλλαλητήριο, ο Μίκης Θεοδωράκης είπε
«… η τελευταία ελπίδα για την ανθρωπότητα έγκειται στη φωνή της κοινής γνώμης, στις 70 πρωτεύουσες σε όλο τον κόσμο και στις 350 πόλεις των ΗΠΑ».
Τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, ο Μίκης Θεοδωράκης δίνει συναυλία στην Μακρόνησο. Kάπου 5.500 θεατές ακολούθησαν τον Mίκη Θεοδωράκη σε μια συναυλία «ιεροτελεστία».
Λίγες μέρες αργότερα εισάγεται στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο για προληπτικό τσεκ-απ, μετά από πόνους στο στήθος.
Στις 5 Οκτωβρίου 2003 γίνεται ο γύρος της Αυστραλίας με την Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης, ενώ 3 μέρες αργότερα, ο εκδοτικός οίκος Ρωμανός υπογράφει συμφωνία με το γερμανικό Music House, Schott για την έκδοση των μουσικών έργων του Θεοδωράκη στο εξωτερικό.
Τον ίδιο μήνα, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει έναν ύμνο για την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, που θα ακουστεί για πρώτη φορά στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα, όπου η Ελλάδα συναντά τη Βόρεια Ιρλανδία στο Euro 2004.
Τον Αύγουστο του 2004, ο Μίκης Θεοδωράκης εισάγεται στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός με επιπλοκές από μόλυνση στη χοληδόχο κύστη. Οι γιατροί δήλωσαν ότι εκτιμούν ότι ο Μίκης Θεοδωράκης θα παραμείνει για αρκετές ημέρες στο νοσοκομείο. Λόγω της νοσηλείας του, δεν ήταν σε θέση να παρίσταται στη λαμπρή Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αλλά η μουσική του ήταν παρούσα. Η είσοδος της Ολυμπιακής σημαίας που μεταφέρονταν από οκτώ Έλληνες αθλητές συνοδεύτηκε από ένα απόσπασμα από τη μουσική του για να το μπαλέτο «Ζορμπάς» (Act I, Scene 8: Tsifteteli): «Στα Περβόλια»
Κι αυτή η χρονιά είναι γεμάτη από διακρίσεις για τον Θεοδωράκη και το έργο του. Η περίφημη έκδοση του «Ζορμπά» του Μίκη Θεοδωράκη, με το «Adagio» και αποσπάσματα από το «Καρναβάλι», που εκτελούνται από την Orchestre et de Montréal Choeur Symphoniques και Philharmonia Orchestra, ανακηρύχθηκε ένα από τα καλύτερα CD του έτους από την εφημερίδα New York Times.
Λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, η γέφυρα Ρίου-Αντίρριου εγκαινιάζεται με μια συναυλία με έργα του Μίκη Θεοδωράκη.
Λίγες μέρες αργότερα και ύστερα από πρόταση της Επιτροπής για τον Πολιτισμό και την Ολυμπιακή Εκπαίδευση, η ΔΟΕ απονέμει το βραβείο Olympiart στο Μίκη Θεοδωράκη. Αυτό το βραβείο θεσπίστηκε το 1992 και απονέμεται σε καλλιτέχνες που μέσα από το έργο τους συμβάλλουν στην προαγωγή του αθλητισμού και της ειρήνης.
Τον Νοέμβριο, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιώργος Βουλγαράκης ανακοινώνει ότι ο Μίκης Θεοδωράκης έχει αποδεχθεί την πρόσκληση του να ηγηθεί μια καμπάνιας κατά της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας στην Κρήτη.
Μια εβδομάδα μετά, του απονέμεται από τον Αιγύπτιο Υπουργό Πολιτισμού, Farouk Hosny, το «Χρυσό Βραβείο Πυραμίδα» της Αιγύπτου στο Μίκη Θεοδωράκη.
Οι εκδηλώσεις τιμής δεν σταματούν ούτε το 2005. Με αφορμή τη συμπλήρωση των 80 χρόνων του Μίκη Θεοδωράκη το 2005, πραγματοποιήθηκαν σ΄ όλο τον κόσμο και σ΄ όλη την Ελλάδα πολλές και μεγάλες εκδηλώσεις προς τιμήν του, ενώ η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κρήτης αποφάσισε ομόφωνα την ανακήρυξη του συνθέτη κ. Μίκη Θεοδωράκη σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Το ίδιο έτος του απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο 2005 για τη Μουσική, του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσικής και της UNESCO. Η τελετή απονομής έγινε σε μια λαμπρή τελετή στο ιστορικό δημαρχείο της πόλης του Καρλομάγνου στην γερμανική πόλη Ααχεν στις 4 Νοεμβρίου. Ο οικουμενικός Μίκης και η Μαρία Φαραντούρη, που ερμήνευσε τα τραγούδια του, αποθεώθηκαν. Ο Μίκης Θεοδωράκης επελέγη ανάμεσα σε σαράντα συνυποψήφιους συναδέλφους του και η πρόκρισή του αποτέλεσε, όπως επισημάνθηκε από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσικής, «κορυφαία αναγνώριση της αξίας του σε παγκόσμιο επίπεδο».
Την σκυτάλη έλαβε στην σειρά των τιμητικών διακρίσεων, το Λουξεμβούργο, το οποίο τον βράβευσε με τοπαράσημο Grand Officier του Τάγματος της Τιμής του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, στις 23-11-2005 στην πρεσβεία του Λουξεμβούργου στην Αθήνα.
Ακολουθεί μια σεμνή τελετή στο κυπριακό Προεδρικό Μέγαρο, όπου η Κύπρος τίμησε την Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2005, τον μουσικοσυνθέτη της «Ρωμιοσύνης». Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος του απένειμε το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Μακαρίου Γ’, ενώ ο Δήμος Λευκωσίας τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη της πόλης και το ΑΚΕΛ οργάνωσε μεγάλη λαϊκή συναυλία προς τιμήν του. Ο Μίκης Θεοδωράκης, συγκινημένος ζητά συμβολικά, να του επιτραπεί από κει και στο εξής, στο βιογραφικό του, στο οποίο αναγράφει Ελληνας και Κρητικός, να προσθέτει και Κύπριος.
Στις 22 Ιουνίου 2006, η μουσική του Mίκη Θεοδωράκη θα ακουστεί για πρώτη φορά στην «Aπαγορευμένη Πόλη», στο Πεκίνο. Aφορμή, η 3η Διεθνής Tουριστική Eκθεση του Πεκίνου (BITE 2006), όπου η Eλλάδα είναι τιμώμενη χώρα.
Την χρονιά αυτή ψηφιοποιείται το αρχείο του Μίκη από τη Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το οποίο είχε παραχωρηθεί από το 1997.
«Ο βασικός λόγος που με έκανε να διαφυλάσσω τα χειρόγραφά μου, ήταν ότι ένιωθα την ανάγκη, κάθε φορά που ήθελα να κάνω ένα βήμα μπροστά, να γυρίζω πριν προς τα πίσω», εξήγησε ο ίδιος στην εκδήλωση για την πρώτη παρουσίαση του ψηφιοποιημένου αρχείου του.
Το 2007 τιμήθηκε για την προσφορά του στις τέχνες, την πολιτική και τις επιστήμες, με την υψηλότερη διάκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας, το μεγάλο παράσημο του Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής, που απονέμεται σε ξένες προσωπικότητες. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ήδη τιμηθεί με τη Λεγεώνα της Τιμής στο βαθμό του Officier, το 1996, με απόφαση του τότε προέδρου της γαλλικής Δημοκρατίας, για την προσφορά του στην Τέχνη και τη συμβολή του στον αγώνα για την ειρήνη, τη Δημοκρατία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Λίγους μήνες αργότερα, παρασημοφορήθηκε με το Παράσημο Φιλίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που του επέδωσε ο Ρώσος υπουργός Πολιτισμού Αλεξάντρ Σοκόλοφ εκ μέρους του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, στη διάρκεια τελετής στη ρωσική πρεσβεία της Αθήνας.
Την χρονιά αυτή, έχουμε και τις μεγάλες πυρκαγιές στην Ελλάδα με τις τεράστιες καταστροφές. Ο Θεοδωράκης προσπαθεί να ενισχύσει τους πυρόπληκτους, δίνοντας μια σειρά συναυλιών.
Ο διακεκριμένος Έλληνας μουσικοσυνθέτης βραβεύθηκε για μια ακόμη φορά, την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου2008 από τη Δημοκρατία του Σαν Μαρίνο σε τελετή που έλαβε χώρα στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, όπου παρέστη και ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας Φιορέτσο Στόλφι.
Ο Μίκης Θεοδωράκης συνέχισε να δίνει συναυλίες για τους πυρόπληκτους του 2007, ενώ το πατρικό του σπίτι στον Γαλατά γίνεται μουσείο.