Του Γιώργου Παπακωνσταντή, Υποψήφιου Ευρωβουλευτή με την ΕΛΙΑ.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η δημιουργία της ΕΟΚ και η μετεξέλιξη της σε Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί μια λαμπρή σελίδα στην Ευρωπαϊκή ιστορία. Η Ευρώπη μέχρι και το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, για μεγάλα και συνεχόμενα χρονικά διαστήματα, ήταν ένας χώρος συγκρούσεων, αιματηρών πολέμων και καταστροφών. Αν εξαιρέσουμε τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μια κρίση βέβαια εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά εντός Ευρώπης, δεν υπήρξε άλλου είδους σύρραξη τα 69 τελευταία χρόνια, κάτι πρωτοφανές για την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ηπείρου.
Από μόνη της αυτή η επιτυχία αρκεί για να χαρακτηρίσει την ιστορικότητα και την αξία της Ένωσης. Υπάρχουν και άλλα όμως χαρακτηριστικά. Η ελευθερία στις μετακινήσεις των πολιτών, τα κατοχυρωμένα ανθρώπινα, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, η οικονομική ανάπτυξη. Όσο ατελή και αν θεωρούνται όλα αυτά, είναι σε καλύτερη θέση από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου.
Αναμφισβήτητα, ο Ευρωπαϊκός χώρος είναι ο καλύτερος στον κόσμο για να ζει κάποιος άνθρωπος. Όχι πως δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις και ανισότητες. Αποτελεί σημαντική κατάκτηση και δείχνει πολιτική και κοινωνική ωριμότητα, το πως καταφέρνουν 28 χώρες να συνεργάζονται και να διατηρούν σταθερούς και αξιόπιστους θεσμούς.
Όμως στην Ευρώπη εξακολουθούν να υπάρχουν ανισορροπίες και ανισότητες. Τόσο μεταξύ των κρατών όσο και μεταξύ των πολιτών εντός και εκτός των κρατών. Τα πράγματα απέχουν πολύ από το να θεωρούνται ιδανικά.
Σήμερα, όσο η γενιά του πολέμου απέρχεται, τόσο οι νεώτερες γενιές προβάλλουν περισσότερο τα εθνικά και τοπικιστικά χαρακτηριστικά έναντι των κοινών Ευρωπαϊκών. Ολοένα και περισσότεροι αναρωτιούνται, αν η Ε.Ε. μπορεί να τους εξασφαλίσει περισσότερη ευημερία σε σχέση με την αναβάθμιση του εθνικού τους κράτους. Έχει αρχίσει και επικρατεί σε μεγάλες μάζες πολιτών ανά την Ευρώπη ευρωσκεπτικισμός, ο οποίος έχει κυρίως τη μορφή της εθνικιστικής-ακροδεξιάς- ιδεολογίας. Την ίδια στιγμή αναπτύσσεται και ένας ιδιόμορφος, αριστερίστικος ευρωσκεπτικισμός, ο οποίος παρόλο που επικαλείται την ιδεολογία της αριστεράς, κινείται στην ίδια λαϊκίστικη πλατφόρμα.
Ο ευρωσκεπτικισμός έχει προέλθει κυρίως από την έλλειψη εμπειριών και τη μη ικανοποίηση των προσδοκιών των νέων ανθρώπων. Κυρίως όμως από τη διαπίστωσή τους πως δεν είναι πια δεδομένο ότι οι νέες γενιές θα ζήσουν καλύτερα από τις προηγούμενες.
Ο ευρωσκεπτικισμός αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της Ε.Ε. Μπορεί είτε να θεωρηθεί ως μια απλή δυσκολία στην εξέλιξη της Ε.Ε είτε η αρχή του τέλους του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Εξαρτάται από τις πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος.
Aυτό το σκηνικό όμως, καθορίζει αυτή τη στιγμή την επικίνδυνη αντίφαση ενώπιον της οποίας βρισκόμαστε:
Οι λαοί της Ευρώπης και οι πολιτικοί ηγέτες τους στέκονται ολοένα και περισσότερο επικριτικά στην Ε.Ε. όταν την ίδια στιγμή απαιτούν ολοένα και περισσότερα από την Ε.Ε.
Πως είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε μεγαλύτερη εμβάθυνση της Ε.Ε, άρα μεγαλύτερη απεμπόληση των εθνικών πολιτικών υπέρ των Ευρωπαϊκών, όταν θεωρούμε ότι για τα περισσότερα δεινά μας ευθύνονται ακριβώς οι Ευρωπαϊκές πολιτικές;
Η αντίφαση αυτή, οδηγεί στο φαύλο κύκλο της αύξησης της αμφισβήτησης της Ε.Ε .
Το πρόβλημα αυτό προέκυψε κυρίως από τότε που η Ε.Ε. προέκρινε νεοφιλελεύθερες οικονομικές και συντηρητικές κοινωνικές πολιτικές, με την επικράτηση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού κόμματος και την κυριαρχία της γερμανικής επιρροής.
Είναι απλό. Η Ευρώπη της κρίσης είναι μια αμφισβητούμενη Ευρώπη και εν τέλει, η ευημερία των λαών δεν αποτυπώνεται πάντοτε σε δείκτες και στατιστικές.
Ποια είναι η λύση; Προφανώς μαγική λύση δεν υπάρχει. Ούτε είναι δυνατό με μια απλή «πολιτική πλατφόρμα» να δρομολογηθεί οποιαδήποτε λύση του προβλήματος. Σίγουρα δεν θέλουμε μια νεοφιλελεύθερη Ευρώπη έρμαιο των ορέξεων των αγορών, αλλά δεν θέλουμε και μια «σοβιετική» Ευρώπη, η οποία θα καταρρεύσει από την αδυναμία της να δημιουργήσει και να ανταγωνιστεί.
Το δεδομένο είναι ότι πρέπει να αλλάξει η στόχευση. Να επικεντρωθούμε στον άνθρωπο, στη δημιουργικότητά του και στις ανάγκες του. Να καθορίσουμε νέες προτεραιότητες και να επαναπροσεγγίσουμε τις βασικές ιδέες που είχε εφαρμόσει η σοσιαλδημοκρατία με ηγέτες όπως ο Ντελόρ, Ο Σμιτ, ο Μιτεράν, ο Σοάρες, ο Α. Παπανδρέου.
Στο αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας, στην ευρωπαϊκή σύγκλιση, στην απασχόληση, στον έλεγχο των στρεβλώσεων των αγορών, αλλά και στην οικονομική αποτελεσματικότητα σε μια κοινωνία αλληλεγγύης.
Με μια προϋπόθεση όμως, η οποία προέρχεται από μια επιπλέον δυσκολία. Όλα αυτά πρέπει να διαμορφώνουν και ένα ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον σε σχέση με τις άλλες μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες που αναδύονται δυναμικά (Κίνα, Ρωσία, ΗΠΑ, Βραζιλία, Ινδία κ.λ.π.).
Σίγουρα το εγχείρημα της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι εύκολο, όμως αξίζει τον κόπο!