«Σε σκάλισαν καλή Κυρά σε πλώρη Βατικιώτικη ξεχτένιστη γοργόνα»,
Γιάννης Ρίτσος
Η μεταφορά χιλιάδων Κρητικών και συμμάχων, κυρίως Αγγλων, μετά το «σπάσιμο» του μετώπου της Αλβανίας, με βατικιώτικα καΐκια, από τη νότια Λακωνία και ιδιαίτερα από τα Βάτικα και τον Πειραιά, στην Κρήτη, είναι ένα άγνωστο έπος της σύγχρονης ιστορίας μας, πριν, κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης και σε όλη την Κατοχή (1941-1945).
Για πρώτη φορά «Η Εφημερίδα των Συντακτών» φέρνει στο φως με πρωτότυπη έρευνα μια «χαμένη» πλευρά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εμπλουτίζοντας την ιστορική γνώση. Ταυτόχρονα, καταδεικνύεται ο εξαιρετικά σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισαν απλοί άνθρωποι με υψηλό σύστημα κοινωνικών αξιών.
Οι Κρητικοί και οι σύμμαχοι έφτασαν κατά χιλιάδες στα παράλια της Πελοποννήσου, Καλαμάτα, Γύθειο, Μονεμβασιά, κυρίως όμως στη Νεάπολη Λακωνίας και την Ελαφόνησο, λόγω εγγύτερης απόστασης από την Κρήτη. Μια επιτροπή στη Νεάπολη, κάτω από τη «μύτη» των Ιταλών και των Γερμανών, οργάνωνε τη φύλαξη και την ασφαλή διαφυγή τους, με καϊκιέρηδες της περιοχής.
Επικεφαλής της επιτροπής αυτής ήταν ο εμβληματικός παπα-Μανόλης Λαλούσης. Η Ιερά Σύνοδος Κρήτης τον τίμησε μετά την Κατοχή με υπόδειξη του γυμνασιάρχη του Αλικιανού Χανίων, Γιώργου Καψωμένου, το 1951. Το ίδιο και ο Δήμος Ηρακλείου το 1991, όταν είχε πεθάνει, μετά από πρότασή μου. Στην τελετή παραβρέθηκε ο γιος του, Νίκος Λαλούσης.
Ταυτόχρονα, μετά το τέλος της Μάχης της Κρήτης, γινόταν και η μεταφορά των Πελοποννησίων, άλλων Ελλήνων στρατιωτών και όσων έρχονταν αργότερα από τη Μέση Ανατολή από Κρήτη προς Πελοπόννησο, από ηρωικούς καϊκιέρηδες. Μοναδική μορφή καϊκιέρη υπήρξε ο Πέτρος Αρώνης (Τσουλάκος) από το Ελαφονήσι Λακωνίας.
Η έρευνα που παρουσιάζουμε σήμερα γι’ αυτό το συγκλονιστικό γεγονός έγινε μεταξύ 1989-1990 και καταγράψαμε τους τελευταίους επιζώντες Βατικιώτες καϊκιέρηδες και άλλους ανθρώπους, από τους οποίους δεν ζει πλέον κανείς. Κάποιοι θυμόντουσαν πλέον λίγα πράγματα λόγω ηλικίας. Μέρος της έρευνας αυτής παρουσιάστηκε το 1991 στην εφημερίδα του Ηρακλείου «Μεσόγειος», που διέκοψε την έκδοσή της.
Στο Ελαφονήσι ρόλο έπαιζε ο παπα-Κούλης Γεωργουδής και η σύζυγός του Μαρία. Ομως το πρωτεύον στοιχείο ήταν η τρομερή στήριξη του πληθυσμού των Βατίκων στους Κρητικούς και στους διωκόμενους συμμάχους.
Για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος του κινδύνου αυτής της συστηματικής προσπάθειας, πρέπει να τονίσουμε πως στον μικρό όρμο των Βατίκων υπήρχε φυλάκιο Ιταλών, στη Νεάπολη, στο Ελαφονήσι, στα Βελανίδια (τελευταίο χωριό του Μαλέα) Γερμανοί, στα Κύθηρα απέναντι από τη Νεάπολη ιταλικά φυλάκια, στα Αντικύθηρα Ιταλοί, ενώ πίσω από τη Νεάπολη, περίπου 50 χιλιόμετρα, υπήρχε το γερμανικό αεροδρόμιο των Μολάων.
Τα γερμανικά υποβρύχια και η καταδίωξή τους περιπολούσαν καθημερινά μεταξύ Μαλέα-Αντικυθήρων-Κρήτης, ενώ άλλη καταδίωξη από το Γύθειο, με τορπιλακάτους, χτυπούσε στη Νεάπολη τον κόσμο και τα καΐκια.
Ο Πανταζής Μπιλλίνης μας λέει:
«Οι Κρητικοί ερχόντουσαν εδώ μετά το τέλος του πολέμου της Αλβανίας. Κατέβηκαν στην περιοχή της Πλύτρας, του Αρχάγγελου, στο Ελαφονήσι, κυρίως όμως στη Νεάπολη, όπου έμεναν σε διάφορες κατούνες (χωράφια με αγροτόσπιτα).
»Εμείς κρύβαμε αρκετούς στο ρέμα του Αυλόσπηλου, που έχει πολλές σπηλιές. Εγώ πήγαινα πολλές φορές φαγητό σε Κρητικούς και Αγγλους που κρυβόντουσαν στο χωράφι μας. Ητανε μια Επιτροπή Νεαπολιτών που μετείχε ο πατέρας μου (Μπιλλίνης Γεώργιος ή Νταβέλης), ο Μανόλης ο Μουτσάτσος, ο Λευτέρης ο Ψαράκης (Μαντούβαλος), ο παπα-Μαρούσης, ο παπα-Μανόλης Λαλούσης και ο Μάρκος (Μήτσος).
»Εκτός από την Επιτροπή θα ήταν και άλλοι δικτυωμένοι αλλά εγώ δεν τους θυμάμαι. Αυτοί τους συντηρούσαν, άλλος με φαγητό, άλλος τους έδινε λεφτά και όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή τους βάζαμε σε ένα καΐκι και φεύγανε. Αυτό που θυμάμαι είναι πως ερχόντουσαν τορπιλάκατοι από το Γύθειο με Γερμανούς και ταγματασφαλίτες μέσα και χτυπούσανε όλες τις ακτές και τα παράλια για να μην μπορούν τα καΐκια που ήταν συρμένα στη στεριά να μεταφέρουν Κρητικούς και συμμάχους.
»Υπήρχαν αρκετοί με καΐκια που πηγαίνανε στην Κρήτη: Ο Γιάννης Σταθάκης (Κουτουριάρης), το όνομα του καϊκιού ήταν «Χρυσώ», ο Μηνάς Σταθάκης με το «Ελένη», ο Νίκος Γιαλελής (Χοχλιός) κ.λπ. Το δικό μας καΐκι το λέγανε «Λακωνία». Πήγαινε συμμάχους από τη Μονεμβασιά στην Κρήτη, τους μπλοκάρανε Γερμανοί και έγινε ολόκληρη μάχη – τελικά γλιτώσανε. Το καΐκι από εκεί και πέρα το επιτάξανε οι Γερμανοί σαν περιπολικό και το βυθίσαν οι Αγγλοι στο λιμάνι του Πειραιά.
»Πρόπερσι ήρθε ένας Αυστραλός, ο Νοέλ, που είχε γίνει υπουργός στην πατρίδα του, να βρει τον πατέρα μου, αλλά έλειπε και βρήκε τον παπα-Μανόλη. Οι Αγγλοι θέλανε να δώσουν δύο χιλιάδες λίρες στον πατέρα μου στην Κατοχή. Ο πατέρας μου δεν δέχτηκε και του έδωσε ο Αλεξάντερ ένα παράσημο». Αλλοι καϊκιέρηδες ήταν ο Παναγιώτης Λιάρος (Τίγρης), ο Νίκος Πασάκος (Σουπιάς), ο Γιακουμής Λιάρος κ.λπ.»
Καϊκέρης Πέτρος Αρώνης (Τσουλάκος):
Ολο το διάστημα της Κατοχής μεταφέραμε αγωνιστές με τον φόβο των υποβρυχίων
«Χαλκάς δε στέκει στους αστραγάλους της θάλασσας χαλκάς δε στέκει στη θαλασσινή καρδιά μας», Γιάννης Ρίτσος.
Μια μοναδική μορφή θαλασσινού αγωνιστή με τεράστια προσφορά υπήρξε ο καϊκιέρης Πέτρος Αρώνης (Τσουλάκος), από το Ελαφονήσι Λακωνίας. Ανήλικος, περίπου 17 χρόνων, ορφανός από πατέρα με 4 ανήλικα αδέρφια, μετέφερε χιλιάδες Κρητικούς και συμμάχους την περίοδο 1941-45 από τα Βάτικα Λακωνίας και τον Πειραιά στην Κρήτη. Είχε πάει Ελληνες πολιτικούς και Αγγλους ακόμη και στον Τσεσμέ της Τουρκίας. Το 1991, πρότεινα στον Δήμο Ηρακλείου και τίμησε τον Πέτρο Αρώνη, τον έφερε στην πόλη η κόρη του.
•Πόσες φορές πήγες Κρητικούς στην Κατοχή με το καΐκι στην Κρήτη;
Χρόνια, όχι φορές. Από την ημέρα που έγινε η οπισθοχώρηση στην Αλβανία, η περιφέρειά μας εδώ στα Βάτικα, το Γύθειο, το Ταίναρο, ήταν γιομάτη στρατό Κρητικών, Εγγλέζων, Κύπριων, Αυστραλέζων. Στο Ελαφονήσι τα καΐκια μας τα είχαμε σύρει στης Παναγίας τα νησιά, γιατί από εκεί είμαι κι εγώ κι εκεί έχω γεννηθεί.
Δεν είχαμε και μεγάλα καΐκια, μικρά ήταν. Και έρχονται λοιπόν καμιά πεντακοσαριά Κρητικοί, οπλισμένοι οι μισοί. Βγήκανε πάνω στα βουνά οπλισμένοι και ό,τι ζώα βλέπανε τα σκοτώνανε. Πεινάγανε οι άνθρωποι. Ηθελα-δεν ήθελα, με εξαναγκάσανε το καΐκι να το ρίξω στη θάλασσα.
•Θυμάσαι το όνομα του καϊκιού;
«Παναγία Κοίμηση», νηολόγιο Καλαμών 414, εκεί το είχα φτιάξει. Εγώ ήμουνα τότε 17-18 χρονώ παιδί. Αλλά ήμουνα μπασμένος στη ναυτική εργασία και μου άρεσε κιόλας. Ηρθανε και με βρήκανε στο σπίτι πενήντα έως εκατό Κρητικοί. «Να μας πας στην Κρήτη, θα σε πληρώσουμε», μου λένε, «δεν θέλουμε τζάμπα». Βρε παιδιά, τους λέω, ακόμη δεν έχουνε ησυχάσει τα πράγματα. Ασε να ησυχάσει η κατάσταση γιατί ήδη έχω αποφασίσει να κάνω αυτή τη δουλειά. Γιατί αρχινάγανε τα αεροπλάνα να πηγαίνουν από το αεροδρόμιο των Μολάων να βομβαρδίζουν την Κρήτη. Μου λένε: «Μέχρι αύριο πρέπει να μας πάρεις, να μας πας όσους μπορείς».
Η μάνα μου δεν ήθελε, φοβότανε. Τα υπόλοιπα αδέρφια μου ήτανε μικρά. Την άλλη μέρα λοιπόν πιάσανε το καΐκι συνάερο, σηκωτό και το ρίξανε στη θάλασσα. Τους λέω: Παιδιά, δεν θα φύγουμε τώρα, μόλις νυχτώσει. Εντάξει, μου λένε. Πράγματι μόλις βασίλεψε ο ήλιος ήθελα να πάρω σαράντα και μπήκανε εξήντα-εβδομήντα μέσα. Παραλίγο να βουλιάξουμε, αλλά τι να κάνουμε;
•Είχε μηχανή το καΐκι; Πόσα μέτρα ήταν;
Το καΐκι ήταν 11,5 μέτρα σκάφος. Μηχανή είχα πέντε άλογα Πετεινάρι Καλαματιανή. Εκανα τον σταυρό μου γραμμή. Εγώ ήξερα πού να πάω. Την Ελλάδα την ξέρω -πώς να σου πω- μέχρι νύχι. Πήγα σε ένα μέρος στη Γραμπούσα και τους έβγαλα εκεί, αλλά δεν μου άρεσε το μέρος. Οταν ο καιρός ήταν καλός κάναμε οκτώ-εννιά ώρες ταξίδι και άλλες εννιά να γυρίσουμε. Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογούμε, αρχίνισα αυτή τη δουλειά, αγάντα κι αγάντα, άλλο ταξίδι κι άλλο ταξίδι.
•Στο δεύτερο ταξίδι πόσους πήρες;
Στο δεύτερο ταξίδι πήρα καμιά σαρανταριά Εγγλέζους και δέκα Κύπριους. Μου δώκανε πέντε λίρες χάρτινες – δεν είχαν οι άνθρωποι. Τους λέω, εντάξει. Μάλιστα, ένας μου ‘δωσε μια μαντόνα και την έχω ακόμα, είναι πρώτης τάξεως. Ηταν αξιωματικός. Ο,τι είχανε, δεν έκανα εκβιασμούς εγώ σε τίποτα.
•Ποιοι άλλοι καϊκιέρηδες μετέφεραν Κρητικούς;
Μετά, ξεκίνησε ο Μήτσος ο Καψάλης. Ηρθε και με βρήκε και μου είπε: «Ρε Πέτρο, να πάμε μαζί». «Να ‘ρθεις, μπαρμπα-Μήτσο», του λέω, γιατί τον αγαπούσα και με αγαπάει ακόμη αυτός. Ηρθε. Ξεκινήσαμε αλλά η μηχανή του δεν δούλευε καλά, τον έδενα στον γυρισμό ρεμούλκα. Το καλοκαίρι εκείνο (1941) έκανε 5-6 ταξίδια. Μετά ξεκίνησε ο Κουτουριάρης (ο Σταθάκης ο Γιάννης), αν έχεις υπόψη σου. Ηρθε και με ήβρε. «Μπάρμπα Γιάννη, όπου θέλεις πήγαινε» του λέω, «και στη Γραμπούσα ακίνδυνα είναι, μοναχά ότι περνάει καταδίωξη, από τα Χανιά, και πάει στο Καστέλι, εκείνη την ώρα είναι τύχη. Από τ’ άλλα τα ξέρεις». Και εκείνος την ήξερε την Κρήτη γιατί είχε διχτυάρικο. Μετά ξεκίνησε ο Μηνάς ο Σταθάκης, που έχει τώρα το «Ιόνιο», με μια τράτα, έβαλε μηχανή και με κυνηγούσανε από πίσω.
•Πόσους ανθρώπους μετέφερες συνολικά;
Μέχρι που τέλειωσε ο πόλεμος, εγώ στην Κρήτη άνω από δέκα χιλιάδες Κρητικούς, χίλιους Εγγλέζους και καμιά εκατοπενηνταριά Κύπριους. Δεν ήταν πολλοί οι Κύπριοι, δεν κατέβαιναν από εδώ, είχαν πάει από την Καλαμάτα και φεύγανε με μεγάλα καΐκια. Μετά άρχισα να κάνω ταξίδια στον Πειραιά γιατί φόρτωνα σαπούνια και λάδια. Μια φορά πήγα στην Αθήνα γιατί είχα ένα συγγενή. Εκεί στην Ομόνοια που έκατσα σε ένα καφενείο, με πλησίασε ένας. Δεν ξέρω τώρα, βαλτός ήταν, με έκοψε από τη φάτσα; «Μου επιτρέπεις να πληρώσω τον καφέ σου; Θέλω να μιλήσω μαζί σου. Είσαι», μου λέει, «ναυτικός, λέγεσαι Αρώνης Πέτρος, είσαι από το Ελαφονήσι;» Του λέω ναι. «Είναι καμιά πενηνταριά Κρήτες στη Γλυφάδα, έλα απόψε να τους πάρεις και ζήτησέ τους ό,τι θέλεις», μου λέει. Του λέω, άκου να δεις, έχω κάτι βαρέλια άδεια και αν μπορέσω και τα βγάλω, καλώς, αλλιώς αύριο το βράδυ στις εφτά εξάπαντος. Πήγα τα βαρέλια, τα ‘βαλα στου Ηγουμενίδη που πηγαίναμε τα λάδια. Μετά πήγα στο καφενείο της Γλυφάδας που μου είχε πει ο άγνωστος. Οι Κρήτες καθόντουσαν απόξω. Mου λένε: «Είσαι ο τάδε;», λέω ναι. Στις δέκα το βράδυ φόρτωσε το καΐκι και βγήκαμε στην Αγριογραμπούσα στην Κρήτη. Αλλά δεν μου άρεσε και πήγα και ανακάλυψα ένα λούκι πάνω στον Κάβο Σπάθη, Χαράκα τη λένε οι Κρήτες. Αφού πήγα μια φορά, μετά πήγαινα συνέχεια μέχρι που με ακολουθήσανε και οι άλλοι και πηγαίνανε εκεί. Δεν είχαν λεφτά όμως οι άνθρωποι. Εγώ συνέχισα τα ταξίδια και μετά από ένα χρόνο έκανα ένα καΐκι καινούργιο και το ‘βγαλα «Κάβο Σπάθη», χάρις της τοποθεσίας που πήγαινα και έβγαζα τους Κρήτες και τους Εγγλέζους. Μου το ‘κανε ο Ψαρρός ο Γιώργης στο Πέραμα.
•Ποια ήταν η σχέση σου με τους Κρητικούς και τους Εγγλέζους;
Με τους Κρητικούς πρώτης τάξεως. Αλλοι είχαν παράπονα, ότι δεν τους πλερώνανε, ότι τους φοβερίζανε. Εμένα δεν με ενόχλησαν ποτέ και όπου πάω στην Κρήτη, σε όποιο χωριό, θα βρεθούνε είκοσι-τριάντα άνθρωποι. Στο Καστέλι έχω φίλους χιλιάδες και βαφτισιμιούς. Αμα δεν είχε κανείς λεφτά, του λέω, εντάξει, θα σε πάρουμε χωρίς λεφτά.
Μια φορά ήμουνα αραγμένος σε κάτι νησάκια στην Υδρα, στη Σουπιά. Ηρθανε καμιά δεκαριά Εγγλέζοι και μου βάλανε το πιστόλι στο αυτί. Πρώτη φορά το κάνανε αυτό Εγγλέζοι σε μένα. Τους λέω, τι θέλετε; Είχανε μια γυναίκα διερμηνέα. Μου λέει θα τους πας στην Πάρο, θα σε πληρώσουνε. Πόσα θέλεις; Ρε παιδιά, τους λέω, είμαι φορτωμένος. Το καΐκι είναι μικρό. Εχω μέσα 25 βαρέλια λάδι. Μου λένε, θα μας πάρεις θέλεις-δε θέλεις και τραβάει κι άλλος ένας το πιστόλι. Τι να κάνω; Τους βάνω μέσα και πήγα στην Πάρο 5 Εγγλέζους και μου δώσανε 20 λίρες χάρτινες. Φορτωμένος από εκεί, πήγα Πειραιά, από το Πασαλιμάνι μετά, φόρτωσα Κρητικούς πάλι για την Κρήτη.
•Πήγαινες σε άλλα μέρη εκτός από την Κρήτη;
Οταν δεν είχα Κρητικούς, πήγαινα στα νησιά, στη Σαντορίνη, στην Πάρο, και φόρτωνα κρασιά. Ενα ταξίδι λοιπόν ήμουνα στο Πασαλιμάνι. Ηρθε ένας και μου είπε: Θα πας στην Τουρκία. Θα ‘ταν το ’42. Είναι καμιά δεκαπενταριά, είναι μεγάλοι, υπουργοί και τέτοιοι, δεν χρειάζεται να σου πω ποιοι είναι, και πέντε Εγγλέζοι. Και μάλιστα μου λέει, θα τους πας οπωσδήποτε, γιατί κάθονται τώρα οι Εγγλέζοι δύο μήνες και δεν βρίσκουνε καΐκι να πάνε και θα σε υποχρεώσουνε. Και στο καΐκι θα έρθουνε νύχτα να σε εκβιάσουνε. Να έρθεις καλύτερα όμως να σε πάω να μιλήσεις, να συνεννοηθείς με το καλό, να ζητήσεις τι λεφτά θέλεις χωρίς να γίνει σαματάς και φασαρία. Και πού θα τους βάλω, ρε καλόπαιδο; Ενα παιδί, νεαρός ήταν. Μου λέει: Αυτοί φοράνε πολιτικά και από εδώ μπορείς να τους πάρεις. Τέλος πάντων, συνεννοηθήκαμε, πήγα στη Βάρκιζα, τους βάνω μέσα και πήγα στον Τσεσμέ της Τουρκίας. Αμέσως τους έβγαλα. Δεν με αφήκανε να κάτσω καθόλου να μη με πιάσουν οι Τούρκοι. Κάτι παθαίνει η μηχανή, πάω στη Σάμο, τη φτιάχνω και τη νύχτα γυρνάω στο Πασαλιμάνι. Ηταν μπλεγμένα τα χαρτιά μου. Το ναυτολόγιο απόπλου που είχα ήταν για την Υδρα και δεν πήγα στην Υδρα να το θεωρήσω. Με πιάνουν οι Γερμανοί και με κλείνουν φυλακή. Εκατσα 3,5 μήνες στο Πασαλιμάνι, στη Χωροφυλακή στο Μεταβατικό, δεν ξέρω πώς το λένε εκείνο.
•Ξανάρχισες ταξίδια;
Επιστρέφω στη Νεάπολη, ξαναβρίσκω Κρητικούς, φορτώνω μοναχός για Κρήτη. Πλήρωμά μου ήταν ο ξάδερφός μου ο Αρώνης ο Πέτρος. Μέχρι να βρω πλήρωμα έπαιρνα στα ταξίδια τον μικρό μου αδερφό, ήταν καμιά δεκαριά-δωδεκαριά χρόνων. Τον παίρνω, φορτώνουμε από εδώ Κρητικούς, πάλι στην Κρήτη. Εκανα δύο ταξίδια με τον μικρό μου αδερφό, δεν μου πήγαινε καλά και τον έστειλα σχολείο.
•Σε είχαν χτυπήσει ποτέ;
Εμένα τα υποβρύχια με ξέρανε και με είχαν πιάσει πολλές φορές. Στα Αντικύθηρα είχανε βάσεις, εγώ το ‘ξερα, πολλές φορές είχανε βγει και είχαν πάρει και νερό.
•Σε πιάσανε οι Γερμανοί άλλες φορές;
Το ’42 τον Αύγουστο με πιάσανε Ιταλοί στον Κάβο Μαλιά, ερχόμενος από Κρήτη. Τους είχα βγάλει όμως τους Κρητικούς όξω, δεν βρήκανε τίποτα, ίχνος. Ενας Ιταλός ήξερε φαρσί τα ελληνικά. Μου έλεγε, από την Κρήτη έφερες Εγγλέζους, πήγες Εγγλέζους. Οχι, ρε παιδιά, τους λέω. Μου λένε: στη Νεάπολη. Πήγα στη Νεάπολη το λοιπόν και βρίσκω δύο στο κρατητήριο. Από τη Νεάπολη στο Γύθειο, εκεί έμεινα δέκα μήνες φυλακή και ύστερα με πήγαν στη Σπάρτη, όπου ήμουνα τρεισήμισι μήνες φυλακισμένος. Μου λένε: Εσύ τώρα δύο-τρία χρόνια δεν κάνεις άλλη δουλειά, κουβαλάς Κρητικούς στην Κρήτη. Λοιπόν, ή ντουφέκι θα πας ή θα σε στείλουμε στην Ιταλία, μου λένε. Στη φυλακή του Γυθείου βρήκα πολλούς συναδέλφους ναυτικούς Μανιάτες. Τώρα που σ’ τα διηγούμαι εγώ, κλαίω να ‘χεις υπόψη σου.
•Σταμάτησες μετά τη φυλακή;
Εκατσα στο Λαφονήσι καμιά βδομάδα. Δεν μου πήγαινε να κάθομαι. Ηταν τότε αρχιμανδρίτης Νεαπόλεως ένας Λαλούσης, ο οποίος πέθανε προ ημερών (1990). Οι Κρητικοί πήγαιναν και του φορτωνόντουσαν και τους μάζευε ψωμιά, τρόφιμα και τέτοια και τους έδινε. Τους μάζευε και κατόπι μου παράγγελνε και πήγαινα και τους φόρτωνα ή αν έβρισκε άλλο καΐκι ο άνθρωπος τους έδιωχνε, ενδιαφερότανε. Μια φορά μου παράγγειλε ότι είναι καμιά τριανταριά Κρητικοί και πήγα μέσα από τη Νεάπολη και φόρτωσα και έφυγα, μάλιστα ήταν εκεί οι Ιταλοί.
Ολο το διάστημα της Κατοχής, μέχρι την ημέρα που πήγα στρατιώτης, το ’46 τον Απρίλιο, έκανα αυτή τη δουλειά, κουβάλαγα Κρήτες, Εγγλέζους, εμπόριο και ό,τι άλλο τύχαινε από άλλα νησιά. Εδώ δεν είχαμε ρουφιάνους, ήμαστε άφταστα μυστικοί, δεν υπήρχε ρουφιανιά στο Λαφονήσι.
Μηνάς Σταθάκης: Εγινα Κρητικός
Ο Μηνάς Σταθάκης ήταν 76 ετών όταν τον καταγράψαμε. Είχε μειωθεί σημαντικά η μνήμη του, όπως και των περισσότερων.
Ηταν πατέρας του υπουργού Γιώργου Σταθάκη. Αφηγείται: «Εκανα ένα ταξίδι από τον Πειραιά και τα υπόλοιπα από τη Νεάπολη. Μας έφερνε σε επαφή με τους Κρητικούς ο παπα-Μανόλης. Τους παίρναμε από τον Νερατζιώνα και το Παλιόκαστρο ή άλλα μέρη για να μη μας βλέπουν οι Ιταλοί που ήταν στη Νεάπολη. Βάζαμε τους Κρητικούς κάτω από τους μουσαμάδες και δεν τους έβλεπαν οι Ιταλοί. Το καΐκι ήταν μεγάλο, δώδεκα τόνων. «Ελένη» το ‘λεγαν, αλλά επειδή κάτι είχαν αντιληφθεί οι Ιταλοί, του αλλάξαμε όνομα και το ονομάσαμε «Αγία Παρασκευή». Είχα τρία άτομα πλήρωμα. Μετά την Κατοχή πήγα στο Καστέλι, παντρεύτηκα, έγινα Κρητικός».
Γιάννης Βασιλάκης (Βασιλογιάννης): Μας χτύπησαν οι Ιταλοί
Ο Γιάννης Βασιλάκης ή Βασιλογιάννης από τα Καλέσσα Ηρακλείου, έφτασε στα Παπαδιάνικα Λακωνίας και μετά στη Νεάπολη.
Θυμάται: «Τα χωριά που γυρίζαμε ήταν στα Παπαδιάνικα, εδιακονούμαστε βέβαια και άμας εθέλαμε να φύγουμε ζητούσαμε καΐκι.
•Ποιον συναντήσατε στη Νεάπολη;
Τον παπα-Μανόλη. Δεν έχουμε πατριώτη έτσι εμείς επαέ. Τηλεφωνεί από τη Νεάπολη του καΐκτσή που ήτο απέναντι (στο Ελαφονήσι) και ήρθε.
•Πώς ήταν το ταξίδι;
Οτενε περνούσαμε στα Αντικύθηρα, μας επήρανε πρέφα οι Ιταλοί και μας ρίχνουνε με μυδράλιο και τρυπούνε το καΐκι. Εβανε τσουβάλια ο καϊκτσής, αλλά δεν έσταινε το νερό και μεις το βγάναμε ύστερα με τις ντενέκες το νερό και το χύναμε στη θάλασσα. Αλλά οι Ιταλοί ετηλεφωνήσανε στη Γραμβούσα και λέει, ένα καΐκι έρχεται με αιχμαλώτους, μόνο κανονίστε να τους πιάσετε. Και πραγματικά, μόλις ενύχτωνε, βάνουν τον προβολέα και μας κήρυκε. Τυραννήθηκε βέβαια μια ολιά, αλλά ο προβολέας το βρήκε το καΐκι. Και ύστερα δα ήρθε ένα άλλο καΐκι γερμανικό με 4 Γερμανούς με ταχυβόλα και μας επήρανε και μας επήγανε στη Γραμβούσα και εκεί μας εβγάλανε. Και κάναμε κει τρεις ημέρες. Μας είχαν για τιμωρία οι Γερμανοί και παίρναμε θάλασσα με ντενέκες και τση βγάζαμε στα όρη. Υστερα από τρεις μέρες μας παρατούνε και φύγαμε. Από εκεί δα εκάναμε έξι μερόνυχτα να ‘ρθουμε στα Καλέσσα. Οι Γερμανοί δεν μας πειράξαν στα Καλέσσα.
•Πόσα άτομα είσαστε όλοι; Θυμάσαι;
Πώς δε θυμούμαι. Είμαστε τέσσερα άτομα, εγώ, ο Ιωάννης Βασιλάκης, Ιωάννης Σερμιδάκης, από τα Καλέσσα, Εμμανουήλ Σητειακάκης και Γεώργιος Ρουκουνάκης από επαέ. Οι υπόλοιποι ήταν Χανιώτες, είκοσι εννέα άτομα ήμαστε στο καΐκι. Το καΐκι είχε μόνο κουπιά, δεν είχε μηχανή, ήταν βάρκα.
Καϊκιέρης Μήτσος Καψάλης: Ή ταν ή επί τας
Ο 94χρονος Μήτσος Καψάλης από το Ελαφονήσι έκανε πολλά ταξίδια στην Κρήτη και στον Πειραιά.
Τον συναντήσαμε περίπου το 1989, σπίτι του, με τη γυναίκα του την Αντωνία, η οποία περιέθαλπε σπίτι τους Κρητικούς, άλλους Ελληνες, Αγγλους κ.λπ., μέχρι να πάνε στη μεγαλόνησο. Παράλληλα, από Κρήτη μετέφερε στην Πελοπόννησο μέλη του ελληνικού στρατού ή προερχόμενους από τη Μέση Ανατολή. Οταν τον ρωτήσαμε για τα επικά αυτά ταξίδια, δάκρυσε μαζί με τη σύζυγό του Αντωνία.
•Τι θυμάσαι από τη μεταφορά των Κρητικών;
Τώρα είμαι 94 χρόνων. Πριν από δέκα χρόνια τα θυμόμουνα όλα, ονόματα, ανθρώπους, καταστάσεις. Το καΐκι το λέγαν «Μυρτιδιώτισσα», ήταν φτιαγμένο στην Κορώνη. Είχανε καΐκια πολλά εδώ, αλλά δεν μπορούσαν να πάνε, έπρεπε να είναι καΐκι μικρό, ειδικό, να πηγαίνω να βγάζω τους Κρητικούς σε απόκρημνα μέρη. Πήγαινα νύχτα στις 11 ή στις 12 και έπρεπε να ‘ρθει ώρα 2 τη νύχτα για να αποβιβάσω τους ανθρώπους όξω, διότι γύριζε η καταδίωξη. Είχαν νοικιάσει οι Γερμανοί μοτόρια και γυρίζανε μέχρι τις 12 το βράδυ. Εγώ είμαι τώρα 94 χρόνων, ο γιος μου όταν τον έπαιρνα μαζί ήταν 16.
•Στη Νεάπολη ποιοι φυγάδευαν τους Κρητικούς και τους Αγγλους;
Στη Νεάπολη τους μάζευε ο παπα-Μανόλης (Λαλούσης), πέθανε τώρα προχθές (1990). Μου έλεγε: «Καπτα-Μήτσο, θα τους μαζεύω εγώ στη Νεάπολη και θα ‘ρχεσαι εσύ εδώ να τους πηγαίνεις». Καθόταν ο άνθρωπος μέχρι τελευταία που τους μπαρκάριζα. Μετά μας σταύρωνε ο άνθρωπος, «να πάτε στην ευχή της Παναγίας», και μάλιστα μια φορά πήρα τριάντα νοματαίους μέχρι μπούνια και το καΐκι ήταν 7-8 μέτρα με μηχανή. Στα πάνω έφερνα αυτούς που είχαν πάει Μέση Ανατολή και τους έφερνα δωρεάν, δεν είχανε. Εγώ ρολόγια δεν έπαιρνα.
Η κυρά Αντωνία Καψάλη θυμάται τότε που «ήρθαν παιδιά από τη Σχολή Ευελπίδων και τους έστρωσα να κοιμηθούν μέχρι να φύγουν».