Του Αλέξανδρου Ζέρβα | Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πόσο θα μπορεί το Μέγαρο Μαξίμου να συνεχίζει τις λεκτικές ακροβασίες μεταξύ της «υπεράσπισης της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς» και του νέου οδικού της χάρτη όπως συγκροτείται από το νέο Μνημόνιο, είναι όμως εμφανές πως η βαλίτσα δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Όταν μάλιστα ακούει μέχρι και τον Γκίκα Χαρδούβελη να παραδέχεται δημοσίως τα «πολιτικά κίνητρα» που είχε το ΔΝΤ απέναντι στην προηγούμενη κυβέρνηση, διαλύονται κι οι τελευταίες ψευδαισθήσεις σχετικά με την κατεύθυνση αλλά και το περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας, όταν κι εφόσον αυτή κλείσει.
Παρ’ όλα αυτά διαπιστώνω ότι ακόμη και μέσα σε αυτή τη νέα ζοφερή για την ελληνική κοινωνία κατάσταση αρχίζουν να «φυτρώνουν» στο κυβερνητικό στρατόπεδο διάφορες νέες αυταπάτες, τώρα που τέλειωσαν οι προηγούμενες σχετικά με τη δυνατότητα επίτευξης ενός «έντιμου συμβιβασμού» με τους δανειστές.
Παρατηρούμε, λοιπόν, να φιλοτεχνείται από μερίδα κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των ΑΝΕΛ μια εναλλακτική εκδοχή ενός success story, παρ’ότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας είχε απορρίψει σε επανειλημμένες τοποθετήσεις του το ενδεχόμενο να ακολουθήσει ανάλογη επικοινωνιακή τακτική. Πρόκειται για μια πολιτική, η οποία αν και θα κινείται εντός των μνημονιακών πλαισίων, θα έχει ως στόχο της την πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής. Χωρίς να αμφισβητώ τις καλές προθέσεις όσων αναλαμβάνουν αυτή τη «σταυροφορία», οφείλω να επισημάνω πως κάτι τέτοιο εντός της δεδομένης κατάστασης, μοιάζει πρακτικά αδύνατο.
Κι αυτό γιατί η μνημονιακή πολιτική έχει δώσει όλα τα απαραίτητα όπλα στην απέναντι πλευρά. Όσο δεν καταργείται αυτή, κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης των εν λόγω φαινομένων είναι καταδικασμένη να «πέφτει πάνω σε τοίχο». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το επερχόμενο νομοσχέδιο για τις τηλεοπτικές άδειες. Ήταν ηλίου φαεινότερο πως οι καναλάρχες θα χρησιμοποιούσαν εκβιαστικά ως ασπίδα τους εργαζόμενους, «πατώντας» πάνω στα νομοθετήματα των προηγούμενων κυβερνήσεων για διπλασιασμό του ορίου των ομαδικών απολύσεων αλλά και κατάργηση ων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι πρόσφατες μαζικές απολύσεις λοιπόν στον ΑΝΤ1 είναι μόνο η αρχή στον πόλεμο που θα εξαπολύσουν οι ιδιοκτήτες καναλιών, την ίδια στιγμή που το κουαρτέτο των δανειστών αναμένεται να θέσει επί τάπητος την πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων, προκειμένου να τους κάνει τη ζωή ευκολότερη σε μελλοντική φάση…
Τα πράγματα μοιάζουν ακόμη χειρότερα σε ό,τι αφορά διάφορα άλλα «διαρκή εγκλήματα» που συντελούνταν τα τελευταία 40 χρόνια από τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα της διαπλοκής. Πόσο πιθανό φαντάζει δηλαδή να υπάρξει συναίνεση εκ μέρους ων δανειστών προκειμένου να επανεξεταστούν όλες εκείνες οι αμαρτωλές συμβάσεις του Δημοσίου με διάφορες εταιρείες, όπως η Siemens; Αντίθετα πιθανότερο μοιάζει να επιβληθεί εκ νέου το μοντέλο της fast track εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, τι διάολο την φτιάξανε στο κάτω κάτω της γραφής ολόκληρη εταιρία για να πετύχει την «αξιοποίηση» της…
Για να μην αναφερθούμε στο επίσης «διαρκές σκάνδαλο» των τραπεζών και των συνεχών ανακεφαλαιοποιήσεών τους με τα γνωστά αποτελέσματα, θέμα στο οποίο έκανε αναφορά πρόσφατα κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη Βουλή.
Πιστεύει κανείς πως θα έχει τη δυνατότητα οποιαδήποτε κυβέρνηση εντός του υπάρχοντος πλαισίου να ζητήσει ευθύνες από τις διοικήσεις των συστημικών τραπεζών ή ακόμη κι απ’ τον ίδιο τον Γιάννη Στουρνάρα;
Θα μπορούσε κάποιος να φτιάξει μια ατέλειωτη λίστα, αλλά το πραγματικό ζητούμενο βρίσκεται αλλού. Στο γεγονός δηλαδή πως μια μερίδα κυβερνητικών στελεχών δείχνει πραγματική διάθεση να «φτιάξει τις συνθήκες» προκειμένου να εισάγει στη δημόσια σφαίρα το εν λόγω success story, μήπως κι εκτρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης από την καταστροφή που θα επιφέρει το νέο Μνημόνιο. Να φέρουν, με άλλα λόγια, στο προσκήνιο (ορθώς εννοείται) κάποια από τα λεγόμενα «μεσαία ψάρια», την ίδια στιγμή που παραδίπλα οι καρχαρίες θα συνεχίζουν να αλωνίζουν, χωρίς να μπορεί κανείς να τους αγγίξει.
Μην ξεχνάμε πως σε μια ανάλογη προσπάθεια είχαν επιδοθεί κι οι προηγούμενες κυβερνήσεις, μόνο που φρόντιζαν ακόμη και στις ελάχιστες περιπτώσεις διαφθοράς, με τις οποίες αναγκαστικά καταπιάστηκαν, να κάνουν «μισές δουλειές». Έτσι οδηγούσαν στη δικαιοσύνη τον Τάσο Μαντέλη, την ώρα που άφηναν να φύγει μέσα από τα χέρια τους ο Μιχάλης Χριστοφοράκος. Οδήγησαν στη φυλακή τον Άκη Τσοχατζόπουλο , δεν έκαναν τον κόπο όμως να ερευνήσουν σε ποιους επιπλέον κορυφαίους πολιτικούς κι οικονομικούς παράγοντες οδηγούσε η ροή του «μαύρου χρήματος».
Η ουσιαστική αντιμετώπιση, λοιπόν, τέτοιου είδους φαινομένων οφείλει να διαπερνάται από την κάθετη αντίθεση απέναντι στον τρόπο που δομήθηκε το πολιτικό, οικονομικό και μιντιακό σύστημα, τόσο σε εγχώριο αλλά όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εκτός κι αν έχει κάποιος την αυταπάτη ότι θα πατάξει τη διαφθορά εντός της Ελλάδας συνεπικουρούμενος από τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ των «φορολογικών παράδεισων του Λουξεμβούργου» ή τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε των «μαύρων ταμείων του CDU». Άλλωστε, από μισές δουλειές έχουμε χορτάσει ακόμη κι εντός της λεγόμενης «ευρωπαϊκής οικογένειας»…