Απειλή σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο θεωρούν οι Έλληνες τους μετανάστες, όπως προκύπτει από έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Συγκεκριμένα:
- το 65% των Ελλήνων που ρωτήθηκαν θεωρούν ότι οι μετανάστες κάνουν κακό στην ελληνική οικονομία
- το 59% ότι τους παίρνουν τις δουλειές
- και το 59% ότι κάνουν μεγαλύτερη χρήση των υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας από όσο συνεισφέρουν σε επίπεδο φόρων.
Η έρευνα καταδεικνύει, επίσης, τη σημασία που έχει για τους Έλληνες η πολιτισμική ομοιογένεια της χώρας. Για το 63% των Ελλήνων η χώρα τους έχει γίνει χειρότερο μέρος για να ζει κανείς, εξαιτίας της μετανάστευσης και για το 57% η πολιτιστική ζωή της Ελλάδας υποβαθμίζεται λόγω των μεταναστών, αντί να εμπλουτίζεται.
Για το ένα τρίτο των ερωτηθέντων, η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να είναι γενναιόδωρη στην απόδοση του καθεστώτος του πρόσφυγα σε όσους το ζητάνε, ενώ το 44,4% πιστεύει ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τους μετανάστες που έφτασαν στη χώρα με το πρόσφατο κύμα λίγο ή πολύ καλύτερα σε σχέση με τους γηγενείς, το 29,2% ότι τους αντιμετωπίζει το ίδιο και το 26,5% λίγο ή πολύ χειρότερα.
Ιδιαίτερα αρνητική είναι η στάση των Ελλήνων απέναντι στους μουσουλμάνους, καθώς οι τέσσερις στους δέκα ερωτώμενους θεωρούν ότι δεν πρέπει να έχουμε καθόλου μουσουλμάνους μετανάστες στη χώρα, ενώ άλλοι τέσσερις στους δέκα ότι θα πρέπει να έχουμε πολύ λίγους. Εξάλλου, σε πανευρωπαϊκή έρευνα που δημοσίευσε τον προηγούμενο μήνα το Βρετανικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων «Chatham House», οι Έλληνες ερωτώμενοι απάντησαν σε ποσοστό 58% ότι η μετανάστευση από τις μουσουλμανικές χώρες θα έπρεπε να σταματήσει.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ερευνητής του ΕΚΚΕ, Άγγελος Τραμουντάνης, «βλέπουμε ότι οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τη μετανάστευση ως απειλή σε δύο επίπεδα: Στο σκέλος της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας και σε επίπεδο ταυτότητας, ότι δηλαδή οι μετανάστες απειλούν την ταυτότητα του έθνους ή τη δική τους». Ο ίδιος επισημαίνει πως «περιμέναμε ότι θα βρούμε αυτά τα αποτελέσματα κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης, γιατί από τη βιβλιογραφία και από έρευνες έχει διαπιστωθεί πως όταν έχεις οικονομική κρίση, ανεργία και χαμηλούς μισθούς αυτό χτυπάει αντανακλαστικά, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα αρνητικά αισθήματα εναντίον των μεταναστών». Ωστόσο, τους ερευνητές εξέπληξε η ένταση των αποτελεσμάτων, «καθώς είδαμε ότι θεωρούν τους μετανάστες απειλή οριζόντια σε όλους τους τομείς, τον οικονομικό, τον κοινωνικό και την ταυτότητα».
Η έρευνα διεξήχθη στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος με θέμα «Οι ανισότητες στον τομέα της υγείας στον μεταναστευτικό πληθυσμό», που παρουσιάστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο σε διήμερο συνέδριο στην Αθήνα. Πρόκειται για το πρόγραμμα MIGHEAL, το οποίο χρηματοδοτείται από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και υλοποιείται από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Νορβηγίας. Επιστημονική υπεύθυνη του προγράμματος είναι η διευθύντρια ερευνών του ΕΚΚΕ, Θεώνη Σταθοπούλου. Όλη η έρευνα έγινε με τη διαδικασία των συνεντεύξεων σε 505 μετανάστες και 827 Έλληνες, ηλικίας 15 ετών και άνω, που ζουν σε μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του MIGHEAL, που είχε παρουσιάσει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η χώρα καταγωγής, το φύλο και το επίπεδο μόρφωσης είναι παράγοντες που επηρεάζουν την εμφάνιση της κατάθλιψης στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η κατάθλιψη φαίνεται πως είναι γένους θηλυκού και «χτυπάει» περισσότερο τις Ελληνίδες παρά τις μετανάστριες που ζουν εδώ. Αντίθετα, στους άνδρες η κατάθλιψη εμφανίζεται ανεξάρτητα από την εθνικότητα, αλλά περισσότερο επηρεασμένη από το επίπεδο μόρφωσης.
Όσον αφορά τη σωματική υγεία, παρατηρήθηκε ότι το επίπεδο εκπαίδευσης έχει σημαντική επίδραση στην υγεία των ερωτηθέντων. Τα περισσότερα προβλήματα υγείας ανέφεραν οι γυναίκες από τρίτες χώρες με χαμηλή μόρφωση. Οι άνδρες των τρίτων χωρών δείχνουν να επηρεάζονται περισσότερο από την κοινωνικοοικονομική θέση τους, αλλά τείνουν να δηλώνουν ότι είναι καλύτερα στην υγεία τους από ό,τι οι Έλληνες. Εξάλλου, οι μετανάστες τείνουν να αναφέρουν καλύτερα ποσοστά στη σωματική δραστηριότητα και την αποχή από το κάπνισμα και το αλκοόλ, ωστόσο, έχουν χειρότερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά την έκθεσή τους σε κινδύνους στην εργασία τους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ