Η ομιλία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης κ. Γ. Δραγασάκη στο 3ο Περιφερειακό Συνέδριο για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση: «Επενδύοντας στην Κρήτη»:
Με ιδιαίτερη χαρά χαιρετίζω το Περιφερειακό Αναπτυξιακό Συνέδριο Κρήτης.
Το πρόγραμμα του Συνεδρίου και οι συμμετέχοντες στις επιμέρους συζητήσεις μάς υπόσχονται ένα πυκνό, ζωντανό και δημιουργικό διήμερο. Αυτό μας έχει δείξει και η έως τώρα εμπειρία από τα προηγούμενα Συνέδρια που βρήκαν θερμή ανταπόκριση, αποδεικνύοντας την ανάγκη για αυτή τη συνάντηση με την τοπική κοινωνία. Η παρουσία πολλών Υπουργών και άλλων κυβερνητικών στελεχών αποτελεί μια ευκαιρία να δούμε επί τόπου και να αντιμετωπίσουμε άμεσα προβλήματα.
Νέο Υπόδειγμα Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης
Το Συνέδριο, όμως, εντάσσεται και σε μια ευρύτερη διαδικασία που αποσκοπεί στη διαμόρφωση της Νέας Αναπτυξιακής Στρατηγικής και του Εθνικού Σχεδίου για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση. Μια διαδικασία που δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ενεργή συμμετοχή των Περιφερειών, της Αυτοδιοίκησης, των επαγγελματικών οργανώσεων, των συνδικάτων και των επιστημονικών φορέων. Μια διαδικασία που στη δική μας αντίληψη έχει στον πυρήνα της την κοινωνία. Και από την άποψη αυτή, το Περιφερειακό Συνέδριο δεν αποτελεί το τέλος, αλλά την αρχή αυτής της προσπάθειας.
Η κοινωνία στο επίκεντρο
Έπειτα από μια μακρά περίοδο περιθωριοποίησης της κοινωνίας, ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι το υποκείμενο της ανάπτυξης δεν είναι ούτε το κράτος, ούτε οι αγορές, ούτε οι επιχειρήσεις από μόνες τους, είναι τελικά η ίδια η κοινωνία με τους θεσμούς που η ίδια διαμορφώνει, τις επιλογές που κάνει, το πλαίσιο που δημιουργεί για τη λειτουργία του κράτους, των αγορών, των επιχειρήσεων.
Και πρέπει στη διάρκεια του Συνεδρίου να συζητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους θα διευρυνθεί η συμμετοχή της κοινωνίας και των φορέων της στο σχεδιασμό αλλά και στην υλοποίηση της νέας στρατηγικής, καθώς με ποιους θεσμούς αυτή η εμπλοκή της κοινωνίας μπορεί να πάρει μόνιμη και θεσμοθετημένη μορφή.
Πριν όμως αναφερθώ σε ειδικότερα θέματα του Συνεδρίου θα ήθελα να επισημάνω, αυτό που και ο Πρωθυπουργός τόνισε στο προχθεσινό Υπουργικό Συμβούλιο. Την κρισιμότητα, δηλαδή, της περιόδου που διανύουμε. Κι αυτή συνιστάται στο γεγονός ότι πλησιάζοντας το τέλος των μνημονίων πρέπει να συνδυάσουμε τη δράση που απαιτείται για την οριστική έξοδο από τα μνημόνια με το σχεδιασμό που πρέπει από τώρα να κάνουμε για την επόμενη φάση, τη θεμελίωση δηλαδή της μεταμνημονιακής Ελλάδας, σε νέες βάσεις που θα ενσωματώνουν τα μαθήματα από την οδυνηρή εμπειρία της κρίσης. Και αυτό πρέπει να το κάνουμε τόσο στην κλίμακα της χώρας όσο και στην κλίμακα της περιφέρειας.
Η Κρήτη ανακάμπτει
Η περιφέρεια της Κρήτης βρίσκεται ήδη σε τροχιά ανάκαμψης, η οποία μάλιστα είναι ισχυρότερη από το μέσο όρο της υπόλοιπης χώρας. Κινητήρια δύναμη αυτής της ανάκαμψης είναι η αύξηση της απασχόλησης λόγω του τουρισμού, ασφαλώς, όπως και άλλων ενθαρρυντικών κινήσεων που συντελούνται, ιδίως στον αγροδιατροφικό τομέα. Σημαντική ώθηση όμως δίνουν και τα ειδικά προγράμματα απασχόλησης, στo πλαίσιο της προτεραιοποίησης που δίνει η κυβέρνηση στη μείωση της ανεργίας.
Ο εθνικός στόχος να μειώσουμε την ανεργία κάτω από το 20% ως το 2018 και κάτω από το 18% ως το 2020, στην Κρήτη έχει ήδη επιτευχθεί, αφού η ανεργία εδώ κινείται ήδη στο 17%, δηλαδή 4 μονάδες κάτω από τον εθνικό μέσο όρο. Αυτές οι τάσεις συνιστούν μια θετική διαφοροποίηση της Κρήτης και μια καλή αφετηρία για το σχεδιασμό του μέλλοντος.
Η Κρήτη έτοιμη για το ποιοτικό άλμα
Όμως στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή. Διότι οι πληγές από την κρίση είναι βαθιές δεν θα επουλωθούν γρήγορα. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Κρήτης σήμερα, πάρα την ανάκαμψη, βρίσκεται στα επίπεδα του 2000, ενώ οι επενδύσεις βρίσκονται στα επίπεδα που ήταν πριν από 20 έτη. Πρόκειται για μια χαμένη εικοσαετία.
Εκτός αυτού, η Κρήτη δεν επλήγη μόνο από την κρίση. Πληγώθηκε και από τις συνέπειες μιας άναρχης ανάπτυξης, αλλά και από τη χρόνια εγκατάλειψη των στρατηγικών της υποδομών. Αυτοί οι παράγοντες άλλωστε συνέβαλαν στη σφοδρότητα των συνεπειών της κρίσης. Αυθαίρετη δόμηση, παράνομες επιχειρήσεις, πόλεις χωρίς δίκτυα ύδρευσης, καταπατήσεις δημόσιων εκτάσεων, δασών και αιγιαλών, παράνομος πλουτισμός, στρατηγικές υποδομές όπως ο ΒΟΑΚ, εγκαταλελειμμένες στα χαρτιά για δεκαετίες, συνθέτουν το χρονικό μιας χαμένης εικοσαετίας, αφού ό,τι αποτέλεσε παράγοντα της άναρχης ανάπτυξης στο παρελθόν σήμερα προβάλλει ως εμπόδιο της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ανασυγκρότηση στην περίπτωση της Κρήτης προϋποθέτει τη συλλογική μας δέσμευση, να κάνουμε πράξη το τέλος της αυθαιρεσίας και το τέλος της αποσπασματικής ανάπτυξης, το τέλος της στενά τοπικιστικής και συντεχνιακής προσέγγισης των προβλημάτων. Και το θετικό εδώ είναι ότι η ίδια η κοινωνία της Κρήτης το συνειδητοποιεί αυτό, υπερβαίνει τις παθογένειες του παρελθόντος, επιζητά η ίδια, Παγκρήτιο σχεδιασμό στη διαχείριση των σκουπιδιών, των νερών, της ενέργειας, των υποδομών και αυτή είναι μια δεύτερη ισχυρή θετική αφετηρία για το σχεδιασμό του μέλλοντος, μια αφετηρία που πρέπει να αναδείξουμε και να ενισχύσουμε.
Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι απλά η ποσοτική μεγέθυνση πάνω στις δομές του παρελθόντος, αλλά το ποιοτικό άλμα που θα μας επιτρέψει να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο και να θεμελιώσουμε το μέλλον με όρους βιωσιμότητας και δικαιοσύνης. Από τη χαμένη εικοσαετία λοιπόν της άναρχης ανάπτυξης και στη συνέχεια της κρίσης και της χρεοκοπίας, χρειάζεται να περάσουμε στη δεκαετία του αναγκαίου μετασχηματισμού.
Ρήξη με το παλιό
Ορισμένοι λανθασμένα αντιλαμβάνονται τα προβλήματα της χώρας ως αποτέλεσμα ισορροπιών που διαταράχθηκαν και για αυτό την έξοδο από την κρίση την αναζητούν στην αποκατάσταση των ισορροπιών, στην επιστροφή στην πριν από την κρίση κατάσταση. Για αυτό ενώ μιλούν για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, στην πραγματικότητα δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα, παρά μόνο ό,τι καταργεί δικαιώματα των εργαζομένων ή απελευθερώνει τις αγορές από κάθε δημόσια ρύθμιση ή κοινωνική δέσμευση.
Όμως, το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας δεν είναι πρόβλημα απλά κατανομής διαθέσιμων πόρων μέσω των αγορών, ερήμην της κοινωνίας. Αλλά είναι ένα πρόβλημα εντοπισμού, ανάδειξης και στοχευμένης αξιοποίησης των διάσπαρτων ανθρώπινων και υλικών πόρων, προώθησης της έρευνας και της καινοτομίας, δημιουργίας νέων θεσμών που να ενισχύουν τη συνεργασία και το συνεργατισμό, αξιοποίησης της συλλογικής εμπειρίας και γνώσης της κοινωνίας.
Η κρίση που βιώνουμε δεν είναι θέμα μόνο ανισορροπιών, ούτε ήταν μια κρίση μόνο δημοσιονομική Ήταν μια κρίση του παραγωγικού υποδείγματος και του συστήματος εξουσίας που το στήριζε, ενός πελατειακού, κρατικοδίαιτου και εν πολλοίς «παρασιτικού καπιταλισμού», όπως σήμερα, ακόμη και ορισμένοι από εκείνους που τον εξέθρεψαν, δειλά αναγνωρίζουν.
Ανάγκη ολοκληρωμένου σχεδιασμού
Ακριβώς για αυτό, η απάντηση στην κρίση αυτή δεν μπορεί να είναι ο παρωχημένος νεοφιλελευθερισμός, οι χωρίς όρια ιδιωτικοποιήσεις, η επιλεκτική ικανοποίηση συμφερόντων, οι αυτοματισμοί των αγορών, μια ανάπτυξη χωρίς σχέδιο και κοινωνικές δεσμεύσεις.
Σήμερα, μέσα από την οδυνηρή εμπειρία της κρίσης η κοινωνία αναγνωρίζει την ανάγκη για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα ορίζει στόχους και προτεραιότητες που θα ανταποκρίνονται σε οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, και θα αναδεικνύει τα μέσα και τις πολιτικές με τις οποίες οι εν λόγω στόχοι μπορούν να υλοποιηθούν.
Η Κρήτη των πολλαπλών δυνατοτήτων και της προοπτικής
Ορισμένοι ρωτούν: Ποιες είναι οι αντικειμενικές δυνατότητες και ποιες οι αναπτυξιακές προτεραιότητες που ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να υπηρετεί;
Η Κρήτη χαρακτηρίζεται όχι από έλλειψη αλλά από πολλαπλότητα δυνατοτήτων. Η Κρήτη είναι ήδη ένα κέντρο τουρισμού και πολιτισμού με παγκόσμια εμβέλεια και διακριτή ταυτότητα.
Ταυτόχρονα η Κρήτη έχει τις προϋποθέσεις να καταστεί ένα διεθνές κέντρο έρευνας, επιστήμης, καινοτομίας, συνάντησης πολιτισμών, ένας πολυδύναμος ενεργειακός κόμβος και ένα ενεργειακά καθαρό νησί.
Ακόμη, η μοναδική βιοποικιλότητα της Κρήτης και η διεθνής διάδοση της μεσογειακής διατροφής της δίνουν τη δυνατότητα να καταστεί ένα παγκόσμιο εργαστήρι ποιοτικών τοπικών προϊόντων αγροδιατροφής και μεταποίησης. Όλες αυτές οι διαφορετικές κατευθύνσεις δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες αλλά αντανακλούν διαφορετικές δυνατότητες, που στηρίζονται σε υπαρκτά συγκριτικά πλεονεκτήματα και συγκροτούν μια ιστορικά διαμορφωμένη ταυτότητα από τη γεωγραφία, την ιστορία και τον πολιτισμό. Άλλωστε η Κρήτη ήταν πάντα ένας χώρος συνάντησης πολιτισμών, σταυροδρόμι εμπορίου κι ένας κόμβος συνδετικός του Βορρά και του Νότου, της Ευρώπης με την Ασία και την Αφρική. Αυτή η πολλαπλότητα των δυνατοτήτων αποτελεί μια τρίτη ισχυρή θετική ιδιαιτερότητα, και μια θετική αφετηρία, για τον σχεδιασμό του μέλλοντος.
Πρόοδος για την Κρήτη – Πρόοδος για τη χώρα
Σχέδιο, συνεπώς, σημαίνει όχι μόνο έργα, αλλά όλες εκείνες τις καινοτομίες, όλους εκείνους τους θεσμούς, τις δημόσιες πολιτικές και τους μετασχηματισμούς στο κράτος και την κοινωνία που θα μας επιτρέψουν να αξιοποιήσουμε αυτές τις πολλαπλές δυνατότητες, συνδυαστικά υπέρ των κατοίκων του νησιού, για τη μείωση των περιφερειακών και των κοινωνικών ανισοτήτων και για τη μεγιστοποίηση της συμμετοχής της Κρήτης στην πρόοδο της χώρας. Διότι οι ανισότητες δεν είναι σύμμαχος αλλά εμπόδια για τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη συνοχή των κοινωνιών. Οι ανισότητες δεν είναι φυσικά αλλά κοινωνικά φαινόμενα. Δεν ανήκουν στη φύση των ανθρώπων αλλά είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών.
Στις συζητήσεις, λοιπόν, και τις συνεδρίες που θα ακολουθήσουν θα έχουμε την ευκαιρία αφενός να ενημερώσουμε για το έργο της κυβέρνησης αφετέρου να εξειδικεύσουμε τις αναγκαίες πολιτικές στον τουρισμό, την ενέργεια, το περιβάλλον, την αγροτική οικονομία, την Παιδεία, την έρευνα, τις υποδομές, την εργασία, τον πολιτισμό, κλπ. που θα δώσουν ακόμη πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο στο σχέδιο μας και στις προοπτικές της Κρήτης.
Ανάπτυξη της Κρήτης: Ένα «σύμπλεγμα» με τρεις αλληλοενισχυόμενους πόλους
Ποιος τομέας ή κλάδος δραστηριότητας θα μπορούσε να παίξει στις σημερινές συνθήκες το ρόλο του ηγέτη ή της ατμομηχανής της ανάπτυξης; Ασφαλώς ο τουρισμός αποτελεί μακράν τον ηγετικό κλάδο. Όμως οι διακλαδικές διασυνδέσεις του τουρισμού με την αγροτική και τη μεταποιητική παραγωγή είναι πολύ αδύναμες ακόμη. Υπάρχει χαμηλή ενδογένεια. Η ανάπτυξη του τουρισμού ερήμην των υπόλοιπων κλάδων της οικονομίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επικίνδυνη μονοκαλλιέργεια. Η μεταποιητική βιομηχανία από την άλλη πλευρά είναι ατροφικά αναπτυγμένη και το ποσοστό της πρέπει να αυξηθεί τουλάχιστον στα επίπεδα του εθνικού μέσου όρου.
Το ρόλο του καταλύτη, λοιπόν, δε θα τον παίξει κάποιος μεμονωμένος κλάδος, αλλά ένα σύμπλεγμα δραστηριοτήτων με τρεις πόλους: Η έρευνα και η καινοτομία αποτελούν τον έναν πόλο. Η αγροδιατροφή και η μεταποίηση το δεύτερο και ο τουρισμός τον τρίτο.
Η διασύνδεση αυτών των τριών πόλων είναι που θα δώσει δυναμισμό, βιωσιμότητα και ενδογένεια στην αναπτυξιακή διαδικασία. Ο τουρισμός πρέπει να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της εγχώριας παραγωγής και κίνητρο για την παραγωγή ποιοτικών και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων. Η έρευνα πρέπει να συνδεθεί με τις ανάγκες της εγχώριας παραγωγής και τα προϊόντα της έρευνας να βρίσκουν οικονομική και επιχειρηματική αξιοποίηση. Για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε συγκεκριμένες πολιτικές και ποσοτικοποιημένους στόχους.
Στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥ.Σ.ΟΙ.Π.) έχουμε αποφασίσει τη δημιουργία του Φόρουμ για τη διασύνδεση του τουρισμού με την αγροδιατροφή και τη μεταποίηση, το οποίο λειτουργεί ήδη με ευθύνη του Υπουργείου Ανάπτυξης, του Υπουργείου Τουρισμού και του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Ο στόχος είναι η επεξεργασία συγκεκριμένων πολιτικών και μέτρων που θα συνδέουν τον τουρισμό με την κατανάλωση και τη διεθνή προβολή εγχώρια παραγόμενων ποιοτικών προϊόντων.
Πρέπει να συζητηθούν τρόποι ώστε αυτό το Φόρουμ και η δραστηριότητα του να αποκεντρωθεί και να λειτουργεί παράλληλα και στην κλίμακα της περιφέρειας.
Έρευνα – Καινοτομία – Νέα επιχειρηματικότητα
Για να πετύχουμε το ποιοτικό άλμα που χρειαζόμαστε, δεν αρκεί να κάνουμε ότι κάνουν οι άλλες χώρες ούτε να περιοριστούμε σε ό,τι έγινε αλλού, προ πολλού. Πρέπει να κάνουμε κάτι παραπάνω και κάτι διαφορετικό, να επινοήσουμε εκείνους τους παράγοντες που θα μας επιτρέψουν να επιταχύνουμε τις εξελίξεις και να κάνουμε το αναγκαίο άλμα.
Και τους παράγοντες αυτούς μπορούμε να τους βρούμε σε τρεις κατευθύνσεις:
- Η πρώτη είναι η επένδυση στην Έρευνα και την Καινοτομία.
- Η δεύτερη είναι η διαμόρφωση νέων οικονομικών υποκειμένων και μιας νέας, κοινωνικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας.
- Τρίτη είναι η επένδυση στην ίδια την κοινωνία.
Η Έρευνα δημιουργεί καθημερινά νέες δυνατότητες και πεδία καινοτομίας, εφόσον γεφυρώνει τις δυνατότητες που δημιουργεί η 4η βιομηχανική επανάσταση με το εγχώριο επιστημονικό δυναμικό και τις εγχώριες δυνατότητες, επηρεάζει δε τους όρους παραγωγής και εμπορίου στη γεωργία, τη μεταποίηση, τον τουρισμό, όλους τους τομείς.
Ο ρόλος της Έρευνας, της Καινοτομίας και της Γνώσης είναι, επομένως, όχι βοηθητικός, αλλά πρωταγωνιστικός στη νέα αναπτυξιακή στρατηγική. Πρέπει να το πούμε ανοιχτά∙ οι χώρες, αν δεν επενδύουν στην Παιδεία, την Έρευνα και την Καινοτομία δεν έχουν μέλλον. Αλλά αυτό ισχύει και για τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις. Όποιες δεν επενδύουν σημαντικό μέρος των κερδών τους στην Έρευνα και την Καινοτομία δεν θα επιβιώσουν, σε ένα κόσμο που αλλάζει, ταχύτατα.
Χρειαζόμαστε λοιπόν μια νέα κοινωνικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα η οποία θα στρέφεται σε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες ποιότητας, υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μια επιχειρηματικότητα που επανεπενδύει τα κέρδη της, αξιοποιεί δημιουργικά το ανθρώπινο κεφάλαιό της, σέβεται το περιβάλλον και συνυπολογίζει τα ευρύτερα συμφέροντα της κοινωνίας.
Πώς θα αντιστοιχήσουμε όμως την τοπική παραγωγή με τη διεθνή ζήτηση; Πώς θα συνδέσουμε το μεμονωμένο παραγωγό ή τη μικρή επιχείρηση με τις διεθνείς αγορές;
Είναι προφανές ότι εδώ δεν υπάρχουν πολλές λύσεις. Αν θέλουμε να αποφύγουμε την καταστροφή των μικρών παραγωγών πρέπει να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα της μικρής κλίμακας μέσα από συνεργατικά σχήματα. Η συνεταιριστική και συνεργατική παράδοση μπορεί και πρέπει να αναβιώσει σε σύγχρονες υγιείς βάσεις και στις σημερινές συνθήκες και να αποτελέσει μια ισχυρή προωθητική αναπτυξιακή δύναμη, όχι μόνο για τους εργαζόμενους, αλλά και για τους μεμονωμένους παραγωγούς και επιχειρήσεις. Αυτό δεν αποκλείει καθόλου και την ευθύνη του Κράτους να δημιουργεί, όπου και όταν χρειάζεται, όργανα και φορείς που όμως δεν θα υποκαθιστούν αλλά θα ενισχύουν και θα συμπληρώνουν την αυτενέργεια των ίδιων των παραγωγών και της κοινωνίας.
Και έρχομαι στον τρίτο επιταχυντή που είναι η επένδυση στην ίδια την κοινωνία. Για να ανακτήσουμε το χαμένο χρόνο και να μειώσουμε την ανεργία, αλλά και το δημόσιο χρέος, έχουμε ανάγκη από μια ταχύρρυθμη, ασφαλώς, ανάπτυξη. Όμως δεν αρκεί να είναι ταχύρρυθμη. Πρέπει να είναι και βιώσιμη και δίκαιη. Και τούτο γιατί η πρόοδος μιας κοινωνίας δε μετριέται με τον πλούτο που συσσωρεύει, αλλά με τη διάχυση των καρπών της ανάπτυξης σε όλους τους πολίτες, τη δημιουργία συνθηκών ίσων ευκαιριών για τους νέους. Σήμερα ακόμη και διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ αναγνωρίζουν ότι οι ανισότητες επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη εάν η μείωσή τους συμβάλει στη βιωσιμότητα της ανάπτυξης και τη συνοχή της κοινωνίας.
Επένδυση στην κοινωνία σημαίνει, λοιπόν, επένδυση στην Παιδεία, την Έρευνα, το Κοινωνικό Κράτος, την προστασία του περιβάλλοντος. Επένδυση στην κοινωνία σημαίνει να εμπιστευτούμε την κοινωνία, τους πολίτες, τους νέους.
Ενίσχυση της εργασίας
Όμως η διάσταση της δικαιοσύνης δεν αφορά μόνο τη διανομή του παραγόμενου πλούτου αλλά και τους όρους παραγωγής του, την οργάνωση της παραγωγής, τη θέση της εργασίας σε αυτήν.
Η εργασιακή «ζούγκλα» δεν αποτελεί μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας αλλά μοχλό ποιοτικής οπισθοδρόμησης και παγίδευσης της οικονομίας σε δραστηριότητες χαμηλής ειδίκευσης και προστιθέμενης αξίας. Στο δικό μας σχέδιο, η αναβάθμιση της εργασίας καταλαμβάνει κεντρική θέση. Και αυτή είναι μία στρατηγική επιλογή.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, δεν μπορεί να στηριχθεί στα συντρίμμια της εργασίας, αλλά στην αυξημένη απασχόληση, τις ποιοτικές και βιώσιμες θέσεις εργασίας, σε ένα περιβάλλον σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων και θέσπισης κανόνων προστασίας τους από την εργοδοτική αυθαιρεσία.
Η αύξηση του μεριδίου της εργασίας στη σύνθεση του αυξανόμενου ΑΕΠ -κάτι που θα σημαίνει βελτιωμένα εισοδήματα, μεγαλύτερη δυνατότητα για κατανάλωση και αποταμίευση- όχι μόνο δεν είναι εμπόδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά προϋπόθεση για την ανάπτυξη της.
***
Είπα και στην αρχή της ομιλίας μου ότι ανάπτυξη δεν γίνεται χωρίς την άμεση εμπλοκή της κοινωνίας.
Αυτό αφορά καταρχήν τη διάσταση της Δημοκρατίας, τη δυνατότητα δηλαδή της κοινωνίας να έχει λόγο και ρόλο στη λήψη αποφάσεων για θέματα που την αφορούν, περιλαμβανομένων και των στρατηγικών επιλογών της ανάπτυξης.
Αφορά όμως και την πιο άμεση εμπλοκή της κοινωνίας στην υλοποίηση των αναπτυξιακών σχεδίων, στη διαχείριση αναπτυξιακών πόρων και στη λειτουργία υποδομών.
Η Κρήτη έχει σημαντική θετική παράδοση στον τομέα αυτό. Θυμίζω τη δημιουργία των σύγχρονων ακτοπλοϊκών γραμμών που δημιούργησαν μια ισχυρή παράδοση ασφαλών μεταφορών που ήταν αποτέλεσμα μιας παλλαϊκής κινητοποίησης μετά το θανατηφόρο ναυάγιο του οχηματαγωγού «Ηράκλειο».
Και αυτή η παράδοση της ενεργής λαϊκής συμμετοχής αποτελεί μια ακόμη θετική ιδιαιτερότητα, μια ακόμη σημαντική αφετηρία για το σχεδιασμό της ανασυγκρότησης στην Κρήτη.
Η παράδοση αυτή μπορεί να αναβιώσει και στις σημερινές συνθήκες και να αποτελέσει μια ισχυρή προωθητική αναπτυξιακή και δημοκρατική παράλληλα δύναμη.
Το θεσμικό πλαίσιο για την κοινωνική οικονομία δίνει δυνατότητες για την εμφάνιση νέων οικονομικών υποκειμένων και μορφών κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Η θεσμοθέτηση εντός των επόμενων εβδομάδων των ενεργειακών συνεταιρισμών και ενεργειακών κοινοτήτων καθώς και θεσμών χορήγησης μικροπιστώσεων θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες.
Διάφορες ομάδες πολιτών όπως οι ιδιοκτήτες μιας πολυκατοικίας, οι κάτοικοι μιας γειτονιάς ή ενός χωριού, μια ομάδα ξενοδοχείων ή άλλων επιχειρήσεων ή Δήμων, Δήμων μαζί με φυσικά πρόσωπα από κοινού και υπό διάφορους συνδυασμούς μπορούν να συγκροτούν «κοινότητες» όχι μόνο για την εξοικονόμηση αλλά ακόμη και για την παραγωγή και διανομή ενέργειας στο νέο αποκεντρωμένο σύστημα που διαμορφώνεται. Οι πόροι κάθε περιοχής μπορούν έτσι να γίνουν αντικείμενο αξιοποίησης των ίδιων των κατοίκων της.
Παράλληλα δημιουργούνται χρηματοδοτικά εργαλεία προσαρμοσμένα στις ανάγκες τέτοιων μορφών οικονομίας που συνήθως σκοντάφτουν στην απροθυμία των τραπεζών.
Τέλος, ο θεσμός των εταιρικών ομολόγων που θεσπίσαμε πριν από δυο χρόνια και αξιοποιείται με επιτυχία από μεγάλες επιχειρήσεις, μπορεί να επεκταθεί και σε μικρότερες και υπό προϋποθέσεις μπορεί να αξιοποιηθεί και σε περιπτώσεις αναπτυξιακών έργων με τη μορφή ομόλογων έργων. Έτσι θα μπορούσαμε, πέρα από την ευρωπαϊκή, την τραπεζική ή την κρατική χρηματοδότηση να ερευνήσουμε τη δυνατότητα χρησιμοποίησης και τέτοιων πηγών χρηματοδότησης από τους ίδιους τους πολίτες, για έργα που καλύπτουν ανάγκες των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών. Όλα αυτά αποτελούν βεβαίως θέματα προς περαιτέρω διερεύνηση και μελέτη και στο πλαίσιο του Συνεδρίου κι ευρύτερα.
Οι αδυναμίες και οι παθογένειες της Κρήτης, τα προβλήματα της μάς είναι γνωστά. Άλλωστε αναφέρθηκα και σε αυτά. Προσπάθησα όμως να δείξω ότι η Κρήτη έχει σημαντικές και πολλαπλές δυνατότητες. Και έχουμε χρέος τις δυνατότητες αυτές να τις αναδείξουμε, να τις προστατεύσουμε και να τις αξιοποιήσουμε προς όφελος του λαού της Κρήτης.
Κι αυτό δεν διαπιστώνεται για πρώτη φορά. Θυμάμαι πως ήδη από τη δεκαετία του ‘80 στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ηρακλείου και σε άλλες συζητήσεις με φορείς στα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Λασίθι, συζητούσαμε για όλες αυτές τις δυνατότητες αλλά και για το ΒΟΑΚ και τις άλλες υποδομές που θα ενοποιούσαν την Κρήτη ως οικονομικό χώρο, χώρο παραγωγής, αναψυχής, πολιτισμού. Τις δυνατότητες της Κρήτης διαπιστώνει και το Περιφερειακό Σχέδιο για την Κρήτη, που έγινε στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ, καθώς και πλήθος μελετών. Ενώ υπάρχουν λοιπόν οι δυνατότητες, έλειπαν ως τώρα η πολιτική βούληση, οι ευρύτερες υπεροπτικές κοινωνικές συμμαχίες, η αναγκαία πολιτική συνεννόηση για κοινούς στόχους, οι συγκεκριμένες εφαρμόσιμες πολιτικές.
Σήμερα η πολιτική βούληση υπάρχει. Και η κοινωνία αναζητά το δικό της ρόλο στις νέες συνθήκες, ρόλο παρέμβασης και συμμετοχής. Οι ευρείες κοινωνικές συμμαχίες, η πολιτική συνεννόηση και οι συγκεκριμένες πολιτικές μπορούν και πρέπει να συγκροτηθούν. Και το Συνέδριο αποτελεί μια ευκαιρία για αυτό.
Θα ήθελα ολοκληρώνοντας να συγχαρώ και να ευχαριστήσω ταυτόχρονα τον Περιφερειάρχη κ. Αρναουτάκη, τον Δήμαρχο Ηρακλείου κ. Λαμπρινό όλες και όλους τους συντελεστές αυτής της διοργάνωσης.