Στους 200 εκτελεσθέντες της Καισαριανής, δεσμωτές οι περισσότεροι της Ακροναυπλίας και εξόριστοι οι υπόλοιποι της Ανάφης, που η μεταξική δικτατορία τους είχε παραδώσει στους χιτλερικούς, υπήρχαν και πέντε με καταγωγή την Κρήτη. Ήταν ο Ναπολέον Σουκατζίδης, μικρασιάτης από το Αρκαλοχώρι Ηρακλείου, ο Νίκος Μαριακάκης από τα Χανιά, Ο Θρασύβουλος Καλαφατάκης από τον Πλατανιά Χανίων, ο Μαμαλάκης και ο Παναγιώτης Κορνάρος από το Σφακοπηγάδι Χανίων.
Η πρωτομαγιά του 1944 θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη, όχι λόγω των εργατικών κινητοποιήσεων, αλλά εξαιτίας ενός τρομερού εγκλήματος, το οποίο συνδέεται, με την «Εργατική Πρωτομαγιά».
Στις 27 Απριλίου του 1944 διμοιρία του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσουσκοτώνει, σε ενέδρα στον δρόμο Μολάων Σπάρτης στη Λακωνία, τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή Πελοποννήσου, στρατηγό Φράντς Κρεχ και τρεις άνδρες της συνοδείας του.
Σε αντίποινα, ο στρατός κατοχής αποφάσισε «την εκτέλεση 200 κομμουνιστών, καθώς και την εκτέλεση όλων των ανδρών που θα συλλαμβάνονται μεταξύ Μολάων και Σπάρτης».
Στην πλειοψηφία τους (περίπου 170), οι εκτελεσθέντες ήταν πρώην πολιτικοί κρατούμενοι στην Ακροναυπλία επί δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Οι υπόλοιποι ήταν εξόριστοι από την Ανάφη. Η “εθνική κυβέρνησις”, λίγο πριν το βάλει στα πόδια μετά την κατάρρευση του μετώπου (το κομμάτι τουλάχιστον αυτής, που δεν έσπευσε αμέσως να γίνει το υπάκουο σκυλάκι των κατοχικών αρχών) έβαλε την τελευταία πινελιά στο έγκλημά της, παραδίδοντας τους κρατουμένους στους Ιταλούς κατακτητές. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, οι κρατούμενοι πέρασαν στη δικαιοδοσία των Γερμανών, οι οποίοι τους μετέφεραν στο Χαϊδάρι.
Η εφημερίδα Καθημερινή στις 30.4.1944 δημοσίευσε την παρακάτω ανακοίνωση:
“Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε: 1. Ο τυφεκισμός 200 Κομμουνιστών την 1.5.1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος”.
Η αναφορά του ονόματος του Σουκατζίδη στη λίστα των μελλοθανάτων της 1ης Μαΐου 1944 προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη και δέος στους κρατουμένους του Χαϊδαρίου. Ο ίδιος αποδέχθηκε τη μοίρα με ένα χαμόγελο και παρέδωσε τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του στον βοηθό διερμηνέα Θανάση Μερεμέτη λέγοντάς του:
«Θανάση, μη ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες αγωνιστές. Να είσαι πάντα καλός και μαλακός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τους αποχαιρετώ όλους».
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Karl Fischer πρότεινε στον Σουκατζίδη να του χαρίσει τη ζωή, εκτελώντας αντί γι’ αυτόν κάποιον άλλο κρατούμενο. Ο ανδρείος διερμηνέας αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Αναφέρει για τα γεγονότα η «ΠΑΝΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ», τον Απρίλη του 1978:
Αυτή τη φοβερή ατμόσφαιρα προσπαθούν να τη σπάσουν με χορό και τραγούδι οι Ακροναυπλιώτες. Πιάνουν τις κιθάρες και ο Φώτης Σαντομοίρης με το βιολί του, ανοίγουν το χορό του Ζαλόγγου. «Στη στεριά δε δε ζη το ψάρι, ούτ’ ανθός στην αμμουδιά…». Ο Γιώργος ο Γκότσης πρώτος, και ξοπίσω, σε μεγάλο κύκλο, ο Νικολόπουλος, ο Γεωργακούνης, ο Κατσανιώτης, ο Κουλαμπάς, ο Βλάσης και άλλοι. Σε λίγο πιάνουν οι Κρητικοί τον πεντοζάλη. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης πρώτος κι αγκαλιαστά οι άλλοι φτεροπόδαροι Κρητικοί, ο Μαμαλάκης, ο Τσιτήλος, ο Παναγιώτης Κορναράκης, ο Βαλεντάκης, ο Μαριακάκης, χορεύουν και τραγουδούν.
Κατά τις 10 το βράδυ, βάρεσε σιωπητήριο, κι ένας ένας άπλωνε το ρουχισμό του για ύπνο. Όλοι πλάγιασαν μα κανείς δεν κοιμήθηκε. Με το ξημέρωμα έγινε συγκέντρωση των Χαλκιδέων στην πλατεία των μαγειρείων. Ύστερα από ονομαστικό προσκλητήριο τους φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητα που περίμεναν έξω από τη μεγάλη πόρτα και δρόμο κατά την Αθήνα. Στις 7 η ώρα πήραμε την πρωινή μπλουγουρόσουπα και στις 8 κάναμε συγκέντρωση και προσκλητήριο. Τότε βλέπουμε στις γύρω σκοπιές πολλούς Γερμανούς με κράνη και πολυβόλα ξέσκεπα, στραμμένα κατ’ επάνω μας.
Κείνη τη στιγμή έφτασε η εσωτερική φρουρά με το διοικητή Φίσερ και τον Αυστριακό υποδιοικητή. Ο Αντώνης Βαρθολομαίος φώναξε «προσοχή!» και ο Ναπολέων Σουκατζίδης έδωσε αναφορά στο Φίσερ. Ο Αυστριακός έκανε επιθεώρηση στις εκατονταρχίες και πήρε τον Βασίλη Γεωργακούνη και τον έστειλε στη δουλιά του υδραγωγείου, που έκανε από καιρό. Ύστερα, ο διοικητής έδωσε στο Ναπολέοντα Σουκατζίδη έναν κατάλογο και του είπε να μας εξηγήσει πως όσοι ακούσουν τα ονόματά τους να βγουν και να σχηματίσουν πεντάδες, λίγο πιο πέρα, γιατί θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Απ’ τους πρώτους που ακούστηκε το όνομά τους ήταν ο Βλάσης Βαλασόπουλος, ο Σκλάβαινας, ο Κορναράκης, ο Μαμαλάκης και ο νεαρός σπουδαστής του Πολυτεχνείου Θανασάκης Τούμπας, που πέταξε ψηλά το μπερέ του και φώναξε: «Ζήτω η λευτεριά» και σαν έγινε σωστό πενηντάρι, τους είπε να πάρουν τα ρούχα τους και να συγκεντρωθούν πάλι έξω από τα μαγειρεία. Τα ρούχα να είναι λίγα γιατί το ταξίδι θα είναι μακρινό…
Ύστερα φωνάχτηκαν ακόμα πενήντα ονόματα. Σ’ αυτούς ήταν και ο Γιώργος Αθανασιάδης, μα ο διοικητής τον κράτησε παράμερα και του είπε:
-Εσύ θα μείνεις εδώ. Δεν θα πας στο άλλο στρατόπεδο.
Στο τρίτο πενηντάρι, φώναξε και το όνομα του Αντώνη Βαρθολομαίου, του χιλίαρχού μας, που ήταν ο ψηλότερος άντρας του Χαϊδαριού, αμέσως έπειτα ακούμε: «Σουκατζίδης Ναπολέων!». Κόπηκε η ανάσα μας. ο διοικητής τον κύτταξε καλά, την ώρα που παράδινε τον κατάλογο, τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του. ο Ναπολέων πήγε στο θάλαμο και γύρισε έχοντας στον ώμο του μια μικρή κόκκινη πατανία. Ο Ναπολέων, ο ιδεολόγος, πήρε την κόκκινη κουβέρτα για να του γίνει σάβανο…
Τέλος, σαν διάβασε ο Φίσερ και το 4ο πενηντάρι, κι έγιναν σωστοί διακόσοι νοματαίοι, έφεραν και τέσσερις από την απομόνωση. Αυτοί ήταν ο Γιώργος Χαλάρης, δυο άγνωστοι και ο Ακροναυπλιώτης Ζάγκας. Αυτός ήτανε ο μόνος που πιάστηκε από τους εικοσιοχτώ δραπέτες της ομάδας Παρτσαλίδη.
Εμείς οι άλλοι περιμένουμε στη θέση μας πολλή ώρα και βλέπουμε τους μελλοθάνατους που στήνουν το χορό έξω απ’ τα μαγειρεία. Ο Φώτης Σαντομοίρης παίζει με το βιολί του και τα παλληκάρια τραγουδούν όλα μαζί.
Κείνη τη στιγμή ο Φίσερ με τον Αυστριακό πήγαν στα μαγειρεία και φώναξε το Ναπολέοντα και το Βαρθολομαίο τον Αντώνη. Μίλησε μαζί τους κι αυτοί κουνούσαν τα χέρια αρνητικά. Το τι είπαν το άκουσε ο Ζήσης ο ωγράφος και ο γιατρός Αντώνης Φλούτζης, που στέκονταν εκεί κοντά και ήταν από τους λίγους Ακροναυπλιώτες που γλύτωσαν την ομαδική εκτέλεση. Ο Φίσερ τους έκανε πρόταση να τους αντικαταστήσει με δυο άλλους κι εκείνοι δεν δέχτηκαν τέτοιου είδους ταπεινή συναλλαγή. Προτίμησαν τον παλλκαρίσιο θάνατο.
Στις 10 η ώρα το πρωί ήρθαν οι κλούβες και τους στοίβαξαν μέσα. Οι μελλοθάνατοι τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο. Το βιολί του Φώτη Σαντομοίρη σκορπά τους στερνούς του ήχους…
Το βράδυ μάθαμε πως τους εκτέλεσαν όλους στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με πολυβόλα. Στάθηκαν παλληκαρίσια μπρος στο θάνατο. Το κροτάλισμα των πολυβόλων δεν μπόρεσε να καλύψει τους στίχους του Σολωμού:
Ο Δ. Ψαθάς από την πλευρά του διηγείται την ιστορία:
Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Σουκατζίδης!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω;
Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Στη διαδρομή για την εκτέλεση
Με δέκα φορτηγά έγινε η μεταφορά. Στη διαδρομή για την εκτέλεση, από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, ορισμένοι μελλοθάνατοι πετούν στο δρόμο τα στερνά τους σημειώματα. Αποτυπώνουν έτσι με λίγες λέξεις το μεγαλείο της ανδρείας τους.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γράφει στον πατέρα του: «Φώτην Σουκατζίδην, Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. Πατερούλη, Πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου…» Στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου».
Ο Νίκος Μαριακάκης γράφει: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος, N.Μαριακάκης Γεωπόνος Χανιά, 1-5-44, Όποιος το βρει να μην το καταστρέψει»
Το Γερμανικό απόσπασμα τους εκτελούσε σε εικοσάδες. Δέκα φορές στήθηκαν στον τοίχο του σκοπευτηρίου της Καισαριανής. Οι επόμενοι μελλοθάνατοι κάθε φορά, μέσα στα αίματα, φόρτωναν τους εκτελεσμένους στα φορτηγά για να ταφούν. Πολλοί από τους εκτελεσμένους, δεν πέθαναν αμέσως και ξεψυχούσαν στο δρόμο.
Γιάννης Ρίτσος – Σκοπευτήριο Καισαριανής
«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί.
Γυμνοί: κατάσαρκα φορώντας σημαίες –
η Ελλάδα τις έραψε με ουρανό και άσπρο κάμποτο.
Ακούσατε τις ομοβροντίες στα μυστικόφωτα αττικά χαράματα.
Είδατε τα πουλιά που πέταξαν αντίθετα στις σφαίρες
αγγίζοντας με τα φτερά τους τον ανατέλλοντα πυρφόρον.
Είδατε τα παράθυρα της γειτονιάς να ανοίγουν στο μέλλον. Εμείς
μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνο θυμηθείτε το: αν η ελευθερία
δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,
εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας»»
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=WqUet1cfsrU”]
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=8lPIT9CfigA”]
Πηγές:
– Δημήτρης Ψαθάς, “Αντίσταση”, Εκδόσεις Μαρία Δ. Ψαθά
– Γιώργος Αγοραστάκης, “Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος”