Ήταν μεσημέρι της 14ης Ιουλίου 1992, όταν ο 20χρονος σπουδαστής Θάνος Αξαρλιάν έπεφτε νεκρός από ρουκέτα της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη με στόχο τον τότε υπουργό Οικονομικών Γιάννη Παλαιοκρασσά.
Ο Θάνος Αξαρλιάν περπατούσε ανύποπτος στο πεζοδρόμιο της οδού Καραγιώργη Σερβίας όταν στη διασταύρωση με την οδό Βουλής έστριβε η θωρακισμένη Mercedes του τότε υπουργού Οικονομικών.
Εκείνη την ώρα το βαρύ όχημα δέχτηκε τη ρουκέτα της 17Ν. Η ισχυρή θωράκιση προστάτεψε τον Γιάννη Παλαιοκρασσά, ο οποίος βγαίνει από το όχημα τραυματισμένος.
Ο Θάνος Αξαρλιάν δεν είχε την ίδια τύχη: Τα θραύσματα της ρουκέτας βρήκαν το νεαρό φοιτητή στο σώμα και το κεφάλι και έκοψαν το νήμα της ζωής του.
Είκοσι έξι χρόνια μετά, η τραγική εικόνα του Θάνου Αξαρλιάν πεσμένου στο πεζοδρόμιο σε μία λίμνη αίματος παραμένει χαραγμένη στη μνήμη των Ελλήνων.
Λίγες ώρες μετά το χτύπημα, άγνωστος τηλεφώνησε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία και ανέλαβε την ευθύνη εκ μέρους της 17Ν, χαρακτηρίζοντας «παράπλευρη απώλεια» το θάνατο του Θάνου Αξαρλιάν.
Χρόνια μετά οι τρομοκράτες αποκάλυψαν ότι έκαναν την επίθεση βιαστικά γιατί ήθελαν να… πάνε διακοπές.
Όπως φάνηκε χρόνια αργότερα, ο άνδρας αυτός ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας.
Ο ίδιος το αποκαλύπτει αυτό στο βιβλίο που εξέδωσε.
«Εκείνη την εποχή ετοιμάζαμε μια ενέργεια χαμηλής έντασης εναντίον ενός αξιωματούχου του υπουργείου Οικονομικών που ήταν υπεύθυνος για τη τελική διαμόρφωση της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης. Τότε όμως κατατέθηκε στην οργάνωση μια άλλη πρόταση: Γιατί να μην χτυπηθεί ο ίδιος ο αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής, ο υπουργός Οικονομικών Παλαιοκρασσάς; Θα ήταν μια καίρια ενέργεια, θα ήταν η κορύφωση της δεκαετίας πυκνής δράσης της 17Ν. Η πρόταση εγκρίθηκε ομόφωνα. […]
Παρά το γεγονός πως η πρόταση έγινε δεκτή, το σχέδιο της ενέργειας η εκτόξευση μιας ρουκέτας έξω από το υπουργείο Οικονομικών συνάντησε πολλές επιφυλάξεις. Αντιπροτάθηκε άλλο σημείο, άλλος τόπος, άλλος τρόπος. Η πρόταση επέμεινε: Μέσα στους καύσωνες του Ιουνίου στην οδό Βουλής, όπου θα γινόταν η ενέργεια, μετά τις 3:30 το απόγευμα ήταν ερημιά»
Γράφει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του και στη συνέχεια εξηγεί πως για περίπου ένα μήνα τα μέλη «της κεντρικής ομάδας» έκαναν διαδοχικούς ελέγχους στο σημείο για να σιγουρευτούν πως δεν θα υπάρχει κάποιο αθώο θύμα.
Μάλιστα, αναφέρει και το γιατί ματαίωσαν την επίθεση πολλές φορές, κάτι που τέντωσε τα νεύρα όλων, και φτάνει την ημέρα της επίθεσης τονίζοντας πως:
«Ο Παλαιοκρασσάς αποφάσισε να οδηγήσει ο ίδιος το βαρύ, δύσκολο στην οδήγηση αυτοκίνητο. Έτσι, ο άπειρος οδηγός, δεν πήρε ομαλά τη στροφή από Καραγεώργη Σερβίας προς Βουλής, επιπλέον, φοβισμένος από τον όγκο του Μερσεντές, φρέναρε την τελευταία στιγμή. Η ρουκέτα έξυσε το μερσεντές και εξερράγη σύρριζα δίπλα της. Ο Παλαιοκρασσάς απλά τραυματίστηκε, όμως το ωστικό κύμα χτύπησε έναν περαστικό που είχε διεισδύσει στο χρονικό κενό, στο τυφλό σημείο της παρατήρησης. Ένας αθώος άνθρωπος, ένας από τους δικούς μας, για αυτούς που αγωνιζόμασταν να έχουν ένα καλύτερο αύριο, έμεινε δίχως αύριο. Ο πόνος μας μεγάλος, ο δικός μου αβάσταχτος. Τηλεφώνησα αμέσως, εξέφρασα τη λύπη της 17Ν. Μπορεί να είχε ευθύνη η αστυνομία, να μπλόκαρε επί μισή ώρα σχεδόν το ασθενοφόρο. Όμως, την κύρια ευθύνη την είχαμε εμείς. Χρόνια αργότερα στο δικαστήριο ζήτησα συγγνώμη. […] Ήταν ένα τραγικό λάθος. Το μοναδικό λάθος της 17Ν».
Τα υπονοούμενα Τζωρτζάτου και το «σήμερα να τελειώνουμε»
Είναι το 2014, 22 χρόνια μετά το περιστατικό, όταν ο Βασίλης Τζωρτζάτος με επιστολή του στην Ελευθεροτυπία αφήνει σαφή υπονοούμενα κατά του Κουφοντίνα και «ξαναφουντώνει» την κόντρα για τη δολοφονία Αξαρλιάν.
Στην επιστολή του, ο «Σταμάτης» της 17Ν ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η επίθεση κατά του τότε υπουργού Οικονομικών στην πλατεία Συντάγματος είχε αποφασισθεί με δύο βασικές προϋποθέσεις. Αυτές ήταν: «Πρώτον, ότι δεν θα υπήρχε κανείς τρίτος μέσα στο αμάξι του υπουργού και, δεύτερον, ότι δεν θα υπήρχαν πεζοί στα πεζοδρόμια της Νίκης προς Καραγιώργη Σερβίας. Την ημέρα που έγινε η ενέργεια παραβιάστηκαν και οι δύο προϋποθέσεις.
Κατά την ίδια τη 17Ν, οι δύο σύντροφοι που παρατηρούσαν απ’ το πατάρι της οδού Νίκης την παρκαρισμένη Μερσεντές μπροστά στο υπουργείο, για να ξεκινήσουν την ενέργεια, δεν είδαν τα δύο κορίτσια που μπήκαν στη Μερσεντές και νόμιζαν ότι μπήκαν στο Audi της Ασφάλειας. Αυτό όμως δεν είναι ακριβές.
Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, η δεύτερη ομάδα των τσιλιαδόρων που βρίσκονταν στον χώρο βεβαίωσε ότι τα κορίτσια δεν μπήκαν αστραπιαία στη Μερσεντές.
«Δεύτερο, όταν οι σύντροφοι κατέβηκαν και βγήκαν στο πεζοδρόμιο της Νίκης απ’ όπου θα πυροδοτούσαν τη ρουκέτα, υπήρχε κόσμος στο απέναντι πεζοδρόμιο, άρα έπρεπε και πάλι να ακυρωθεί. Κι όμως πάτησε το τηλεχειριστήριο. Ο τρίτος σύντροφος που βρίσκονταν στο πεζοδρόμιο από πριν του είπε: «»Γιατί το πάτησες αφού είχε κόσμο που είναι μέσα στα αίματα». Απάντησε: «Υπάρχουν και παράπλευρες απώλειες». Τρίτο, λίγο πριν κατέβει ο τέταρτος σύντροφος απ’ το πατάρι, είδε τους δύο που θα αποφασίζανε, να συνεννοούνται με τα μάτια στο στυλ: «Να το πατήσουμε σήμερα, για να τελειώνουμε». Τέταρτο, αυτός που πάτησε το τηλεχειριστήριο είπε στους υπόλοιπους ότι τον πίεζε η οικογένειά του για να φύγουν για διακοπές»!
Τέλος, στην κατάθεσή του λίγο μετά τη σύλληψή του ο Χριστόδουλος Ξηρός είχε αναφέρει: «Την ημέρα της ενέργειας εγώ με τον «Σταμάτη» (σσ: Βασίλης Τζωρτζάτος) ήμασταν αρχικά πάνω στο κατάστημα μαζί με τους άλλους δύο και κάναμε τις τελευταίες εργασίες εγκατάστασης και ακολούθως μόλις βγήκε ο Παλαιοκρασσάς από το υπουργείο, κατεβήκαμε τρέχοντας και πήγαμε σε προκαθορισμένα σημεία που είχαμε αφήσει τα μηχανάκια.
Ο Σάββας (σ.σ. Ξηρός) και ο «Λουκάς» (σ.σ. Κουφοντίνας) κατεβαίνουν και αυτοί, περνούν απέναντι στο πεζοδρόμιο και ο ένας πυροδοτεί τις ρουκέτες και ο άλλος τον καλύπτει, χωρίς να γνωρίζω ποιος πάτησε το μπουτόν».
Η οικογένειά του, οι φίλοι του και δεκάδες άνθρωποι -άγνωστοι της οικογένειας Αξαρλιάν- αλλά γνώστες της ανθρωπιάς και της συμπόνοιας, ουδέποτε μπόρεσαν να ξεπεράσουν τον άδικο χαμό του. Κάθε χρόνο στις 14 Ιουλίου, τελείται ένα σιωπηλό αλλά μεστό μηνυμάτων και έντονα συναισθηματικό φορτισμένο μνημόσυνο στη μνήμη του Θάνου.
Μια σημαντική μερίδα της κοινωνίας, ακόμα χύνει τα δάκρυά της για την απώλεια μιας νεανικής ψυχής που απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή και ξεχειλίζει από οργή για τους στυγνούς δολοφόνους-τρομοκράτες και τα απάνθρωπα «κατορθώματά» τους.
Σε μήνυμά της η οικογένεια αναφέρει ότι ότι «ο θάνατός του παραμένει πιο επίκαιρος όσο ποτέ. Έμεινε λίγο μαζί μας στην ζωή, αλλά πρόφτασε με την παρουσία του να μας γεμίσει ευγνωμοσύνη. Όσοι τον γνωρίσαμε θα τον συντροφέψουμε ξανά με την εύγλωττη σιωπή μας. Μόνο τα χρόνια φεύγουν, ο Θάνος μένει αθάνατος κοντά μας».
Ελεύθερος Τύπος, Reader.gr