Του Γιάννη Αγγελάκη
Το σκέφτηκα πολύ πριν πάρω την απόφαση να γράψω αυτό το κείμενο σχετικά με την καταστροφή στην Αθήνα. Δεν ήθελα να μπω σε μία τέτοια διαδικασία όταν ακόμα το χώμα ήταν ζεστό από τη φωτιά που σκότωσε τόσους ανθρώπους.
Δεν είμαι ειδικός, δεν έχω γνώση της περιοχής, αν και πόσο οι έξοδοι προς τη θάλασσα ήταν μπλοκαρισμένοι ή δύσκολο να ανιχνευθούν. Ξέρω ότι είναι κάτι πολύ πιθανό λαμβάνοντας υπόψη του πώς έχουν κτιστεί ολόκληρες περιοχές στη χώρα μας και ειδικά στην Αθήνα. Αναγνωρίζω ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν ακραίες. Με τέτοια ένταση ανέμων το έργο της κατάσβεσης ήταν πράγματι πολύ δύσκολο. Όμως όλα αυτά δε δικαιολογούν το μέγεθος της καταστροφής.
Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο στάθηκαν οι δηλώσεις Σκουρλέτη το πρωί στην κρατική τηλεόραση όπου ούτε λίγο ούτε πολύ δεν αναγνώρισε καμία ευθύνη στην όλη διαδικασία της επιχείρησης όπως εξελίχθηκε και έριξε όλο το βάρος της καταστροφής στην άναρχη δόμηση και τις διαχρονικές ευθύνες του ελληνικού κράτους.
Αυτές οι δηλώσεις με ενόχλησαν πολύ ως άνθρωπο αλλά και ως πολίτη γιατί αν και είναι εν μέρει αληθινές χρησιμοποιούνται για να αποκρύψουν τις σημερινές βαριές ευθύνες και τα λάθη που κόστισαν πολλές ανθρώπινες ζωές. Διαχειρίζονται με όρους επικοινωνιακούς μία εθνική καταστροφή.
Κατ’ αρχάς να πω ότι θεωρώ δευτερεύων αν η φωτιά ξεκίνησε από εμπρησμό ή από κάποιο τυχαίο γεγονός ή από κάποιο ατύχημα σε πυλώνα της ΔΕΗ ή οτιδήποτε άλλο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση η φωτιά είναι φωτιά και πρέπει να υπάρχουν απαντήσεις όταν συμβαίνει.
Το βέβαιο είναι ότι στο μέλλον και λόγω της κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να είμαστε πολύ πιο έτοιμοι για πολλές παραπάνω πυρκαγιές. Και σε μία χώρα όπως τη δική μας, αυτό φαίνεται ότι είναι το πιο δύσκολο.
Αν το ένα σκέλος του προβλήματος της φωτιάς είναι πως ξεκινάει το δεύτερο – και πιο σημαντικό κατ’ εμέ – είναι πώς περιορίζεται η καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει και ακόμα πιο σημαντικό, πώς διασφαλίζεται ότι στην πορεία της δε θα κινδυνέψουν ανθρώπινες ζωές.
Σε αυτό το επίπεδο μου δόθηκε η εντύπωση πως υπήρχε μία απόλυτη αποτυχία των φορέων της επίσημης πολιτείας.
Πριν δύο ημέρες κυκλοφόρησε η είδηση για ένα σεφ που βρέθηκε στην περιοχή και πόσταρε βίντεο λίγο πριν οι φλόγες οδηγήσουν στην πλήρη καταστροφή. Το τελευταίο του μήνυμα ήταν «αν δε γίνει ένα θαύμα, θα καεί πολύς κόσμος».
Τελικώς, το θαύμα δεν έγινε.
Στο βίντεο που πόσταρε δινόταν η εντύπωση ότι ο κόσμος δεν είχε αντιληφθεί τι συμβαίνει.
Η φωτιά πλησίαζε απειλητικά γρήγορα προς τα σπίτια και ο κόσμος περίπου παρακολουθούσε την καταστροφή που έρχεται ως ένα απόμακρο θέαμα που δεν τους απειλούσε πραγματικά ενώ αρκετοί τραβούσαν βίντεο. Λίγες ημέρες πριν είχα πάει στο Πολεμικό Μουσείο που καιγόταν και ο κόσμος που συγκεντρώθηκε, ένα μεγάλο ποσοστό αυτών, ήταν με τα κινητά και τραβούσε την καταστροφή, σα περίπου ένα θέαμα, όπως θα τραβούσαν αργότερα τα πλατσουρίσματα στη θάλασσα, σα κάτι ακόμα που θα αναρτήσουν στον τοίχο τους στο facebook.
Σκέφτηκα ότι στην Αθήνα, οι άνθρωποι τραβούσαν βίντεο όπως οι άνθρωποι έξω από το Πολεμικό Μουσείο Χανίων. Δεν ήξεραν ότι αυτό που τραβούσαν στο βίντεο ως θέαμα ή ως ένα αξιοσημείωτο γεγονός ήταν ο επικείμενος θάνατός τους. Ήταν άνθρωποι που είχαν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Είχαν την ψευδαίσθηση ότι η φωτιά θα τεθεί υπό έλεγχο, ότι δεν κινδυνεύουν πραγματικά, ότι θα γυρνούσαν σπίτια τους και θα πόσταραν φωτογραφίες ή βίντεο στο facebook, γιατί είχαν την εντύπωση ότι αν υπήρχε πραγματικά κίνδυνος θα το είχαν μάθει. Όμως δεν ήταν έτσι. Και ως ότου να συνειδητοποιήσουν ότι κινδυνεύουν ήταν ήδη πολύ αργά.
Σκέφτομαι τη φρίκη τους όταν συνειδητοποίησαν ότι τελικά δεν είναι ασφαλείς, ότι ο χρόνος πλέον που τους απομένει για να ξεφύγουν είναι ελάχιστος και ότι κινδυνεύει άμεσα η ζωή τους και το βιο τους.
Ο επακόλουθος πανικός ήρθε φυσιολογικά. Και σε μία τέτοια κατάσταση και με το κράτος απών δεν υπάρχει λογική. Θα γίνουν λάθη. Άνθρωποι θα παγιδευτούν, δε θα ξέρουν πώς θα αντιδράσουν, θα πεθάνουν. Σε μία περίοδο μάλιστα που στο σημείο βρίσκονται και τουρίστες που δεν ξέρουν την περιοχή είναι λογικό να δημιουργηθεί ένα κομφούζιο θανάτου.
Σε μία τέτοια κατάσταση δε φταίει η ρυμοτομία, οι στενοί δρόμοι, η ταχύτητα των ανέμων, δε φταίει «η άναρχη δόμηση και οι διαχρονικές ευθύνες του ελληνικού κράτους» για τους τόσους πολλούς θανάτους, αλλά η ανυπαρξία σχεδίου εκκένωσης, η έλλειψη έγκαιρης ενημέρωσης των πολιτών, η απουσία εκπαίδευσης των πολιτών για το πώς θα πρέπει να πράττουν σε τέτοιες καταστάσεις. Με λίγα λόγια, η αναποτελεσματικότητα του κρατικού οργανισμού να δράσσει όπως πρέπει σε μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Αν δρούσε κατά το ελάχιστο πιο αποτελεσματικά το κράτος ο αριθμός των νεκρών θα ήταν πολύ μικρότερος.
Κι ενώ στον Καναδά λ.χ. οι πολίτες λαμβάνουν μηνύματα στα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης που τους ενημερώνουν τι πρέπει να κάνουν ενώ στην Αγγλία κτυπούν σειρήνες και υπάρχουν οργανωμένα σχέδια για κάθε είδους κινδύνου, στην καταστροφή της Αττικής η μόνη ενημέρωση που είχαν ήταν από πανικόβλητους πυροσβέστες που έτρεχαν με τις μάνικες στο χέρι και φώναζαν στους πολίτες να φύγουν από τα σπίτια.
Πώς να μη γίνει η καταστροφή;
Αλλά καλύτερα να φταίει η άναρχη δόμηση και οι διαχρονικές ευθύνες του ελληνικού κράτους. Ας φταίνε οι προηγούμενοι, όχι εμείς για τη χειρότερη καταστροφή από πυρκαγιά στην ιστορία της Ελλάδας.