Η δραστική μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης κρέατος είναι αναγκαία για την αποφυγή των επικίνδυνων κλιματικών αλλαγών, σύμφωνα με διεθνή ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature σχετικά με τις επιπτώσεις του διατροφικού συστήματος στο περιβάλλον.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με τους ειδικούς, η κατανάλωση βοδινού κρέατος στις χώρες της Δύσης θα πρέπει να μειωθεί κατά 90% και να αντικατασταθεί από από την κατανάλωση οσπρίων. Παράλληλα, απαιτούνται τεράστιες αλλαγές στον τρόπο καλλιέργειας τροφίμων ώστε να μπορεί ο πλανήτης να τρέφει τα 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους που αναμένεται να αποτελούν τον πληθυσμό της Γης σε μερικές δεκαετίες.
Το σύστημα παραγωγής τροφίμων προξενεί ήδη σημαντική ζημιά στο περιβάλλον μέσω της εκπομπής αερίων από τη βιομηχανική εκτροφή των ζώων, την αποψίλωση δασών, τις ελλείψεις νερού λόγω της γεωργικής χρήσης, όπως και με τεράστιες «νεκρές ζώνες» στους ωκεανούς από τη γεωργική μόλυνση.
Ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Μάρκο Σπρίνγκμαν από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης χαρακτήρισε τα συμπεράσματα της έρευνας «σοκαριστικά», προειδοποιώντας ότι «αλήθεια απειλείται η βιωσιμότητα του όλου συστήματος».
Σύμφωνα με την έρευνα, για να διατηρηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου έως το 2050 πρέπει να καταναλώνεται παγκοσμίως 75% λιγότερο βοδινό κρέας, 90% λιγότερο χοιρινό κρέας, 50% λιγότερα αυγά και παράλληλα να αυξηθεί η κατανάλωση φασολιών και οσπρίων, όπως επίσης ξηρών καρπών και σπόρων από τέσσερις έως έξι φορές.
Η μείωση στην κατανάλωση κρέατος θα μπορούσε να επιτευχθεί με έναν συνδυασμό εκπαίδευσης από μικρή ηλικία, στοχευμένων φόρων, επιδοτήσεων για καλλιέργειες βρώσιμων φυτών και αλλαγές στα μενού σχολείων και χώρων εργασίας, προτείνει η έρευνα.
«Φόρος κρέατος»
Παρά τις σαφείς προειδοποιήσεις ειδικών σχετικά με τις καταστροφικές κλιματικές επιπτώσεις της βιομηχανίας παραγωγής κρέατος, είναι σαφές ότι για αρκετούς καταναλωτές φαντάζει πολύ δύσκολο να μεταβάλουν τις παραδοσιακές κρεατοφαγικές τους διατροφικές συνήθειες, ακόμη κι αν το θέλουν. Την ίδια στιγμή όμως, από τη στιγμή που το κρέας σε πολλές χώρες είναι τόσο φθηνό, μειώνονται ακόμη περισσότερο τα όποια κίνητρα έστω για να προσπαθήσει κανείς να καταφέρει κάτι τέτοιο.
Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Deutche Welle, αυτές οι χαμηλές τιμές που βρίσκει κανείς στα ράφια των σούπερ μάρκετ έρχονται να καλύψουν τις «κρυφές χρεώσεις» της κατανάλωσης κρέατος. Σειρά μελετών έχει δείξει πως το κρέας κοστίζει παρά πολύ ακριβά σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική επιβάρυνση που προκαλεί η παραγωγή του.
Με αυτά τα δεδομένα, πολλοί αναρωτιούνται: τι θα συνέβαινε αν κάποιες κυβερνήσεις επέβαλαν φόρο στην κατανάλωση κρέατος, με στόχο να ενθαρρύνουν την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών των πολιτών; Από τη στιγμή άλλωστε που ήδη πολλά κράτη επιβάλλουν έναν «αμαρτωλό φόρο» σε επιβλαβή για την κοινωνία προϊόντα, όπως ο καπνός και το αλκοόλ, μήπως θα έπρεπε να συμβεί κάτι ανάλογο και με την τιμή του κρέατος, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται με αυτό τον τρόπο το πραγματικό κόστος που έχει στο περιβάλλον;
Μετάβαση σε μια «ευέλικτη» διατροφή
Η βιομηχανία κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων θα μπορούσε να γίνει ο μεγαλύτερος συντελεστής στην αλλαγή του κλίματος, ξεπερνώντας ακόμη και τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Σύμφωνα με ανάλυση του Ινστιτούτου Γεωργίας και Εμπορικής Πολιτικής και του μη κερδοσκοπικού οργανισμού GRAIN, ο παγκόσμιος κτηνοτροφικός τομέας θα μπορούσε να αναλάβει το 80% του επιτρεπόμενου προϋπολογισμού για το φαινόμενο του θερμοκηπίου έως το 2050.
Οι ερευνητές λοιπόν ζητούν μια παγκόσμια αλλαγή προς μια «ευέλικτη» δίαιτα για να διατηρηθεί η κλιματική αλλαγή κάτω από το όριο των 2 βαθμών Κελσίου (3.6 βαθμούς Φαρενάιτ). Και η πρόταση που κάνουν για να μειώσουν την κατανάλωση κρέατος είναι να το φορολογήσουν.
Αν σκεφτεί κανείς πάντως το πόσο διαδεδομένη είναι η κατανάλωση κρέατος στον δυτικό κόσμο, θα αντιληφθεί ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο. Στη Γερμανία για παράδειγμα, η ετήσια μέση κατανάλωση κρέατος κατ’ άτομο υπολογίζεται στα 60 κιλά.
Μιλώντας στην DW η σύμβουλος αγροτικής ανάπτυξης της οργάνωσης Φίλοι της Γης στη Γερμανία, Κατρίν Βεντζ, τόνισε πως παρόλο που η κατανάλωση κρέατος δείχνει να έχει γενικώς πτωτικές τάσεις, ταυτόχρονα έχει αρχίσει να διαφαίνεται και μια αντίστροφη τάση.
«Έχουμε να κάνουμε με ένα μέρος του πληθυσμού, το οποίο δεν είναι τόσο μικρό και το οποίο εμφανίζει την τάση να καταναλώνει πολύ κρέας» επισημαίνει. «Αυτό το πληθυσμιακό κομμάτι αποτελείται κυρίως από άνδρες, που κατά βάση επιδίδονται σε έντονη σωματική άσκηση και θεωρούν πως χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ζωικής πρωτεϊνης» αναφέρει η Κ. Βεντζ και προσθέτει: «Τη στιγμή που υπάρχει μια όλο κι αυξανόμενη συναίνεση ότι η κτηνοτροφία πρέπει να μεταρρυθμιστεί, ίσως αυτοί να αντιδρούν λέγοντας: εγώ θα τρώω ό,τι θέλω».
Επιπλέον, σημειώνει ότι «στο σύνολο των χωρών της ΕΕ το κρέας κοστίζει πολύ φτηνά κι αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι εισάγουμε μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών από χώρες τη Νότιας Αμερικής σε πολύ χαμηλή τιμή».
Αν σε αυτό συνυπολογίσει κανείς τις τεχνικές που παρείχαν εδώ και πολλά χρόνια οι ομοσπονδίες κτηνοτρόφων στα μέλη τους σχετικά με τη συνεχή αύξηση της παραγωγής τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το χοιρινό, θα αντιληφθεί την πτώση των τιμών και τα πραγματικά αίτια της συστηματικής συμπίεσης του κόστους κατανάλωσης κρέατος. «Δεν παράγουμε καλής ποιότητας προϊόντα, απλά γεμίζουμε την παγκόσμια αγορά με φτηνά προϊόντα» επισημαίνει χαρακτηριστικά η Κ. Βεντζ.
Το πραγματικό κόστος
Πρόσφατη πανεπιστημιακή έρευνα του Πανεπιστημίου του Άουγκσμπουργκ κατέδειξε πως οι τιμές του κρέατος που συναντά κανείς στα ράφια των σούπερ μάρκετ είναι παραπλανητικές και υποκρύπτει ένα τεράστιο δευτερεύον κόστος, που αναδύεται από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής κρέατος.
Σε ό,τι αφορά την ποσοτικοποίηση αλλά και την κοστολόγηση της περιβαλλοντικής επίπτωσης της παραγωγής κρέατος στη Γερμανία, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η συμβατική κτηνοτροφία στην πραγματικότητα κοστίζει στον καταναλωτή τρεις φορές περισσότερα από αυτά που βγάζει από την τσέπη του. Το επιπλέον κόστος είναι της τάξης του 196%.
Όταν το κρέας εκτρέφεται με βιολογική καλλιέργεια, τα «κρυμμένα» αυτά έξοδα ανέρχονται σε 82% περισσότερα από την τιμή στα ράφια.
Το πρόσθετο αυτό κόστος υπολογίστηκε με τον ποσοτικό προσδιορισμό τριών παραγόντων στην κτηνοτροφία: τη ρύπανση που οφείλεται στη χρήση λιπασμάτων αζώτου, τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και την κατανάλωση ενέργειας.
Αυτά τα περιβαλλοντικά έξοδα δεν είναι προφανή, ωστόσο βαρύνουν τους καταναλωτές – όχι μόνο στην τιμή του κρέατος, αλλά κυρίως στους λογαριασμούς των υπηρεσιών τους.
Να φορολογηθεί το κρέας όπως το αλκοόλ και τα τσιγάρα;
Θα μπορούσε λοιπόν ο φόρος κρέατος να είναι η λύση που θα αντικατοπτρίζει το πραγματικό κόστος του, ενθαρρύνοντας συγχρόνως τους ανθρώπους να μειώσουν την κατανάλωσή του;
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το βήμα δεν είναι πολιτικά εφικτό, η κοινωνία δεν θα το αποδεχτεί και η πλειοψηφία του κόσμου θα αντιδράσει και αντιπροτείνουν να εισαχθεί καταρχήν ο φόρος στην αλυσίδα παραγωγής, όπως στους παραγωγούς λιπασμάτων, πριν περάσει απευθείας στον καταναλωτή, έτσι ώστε ο τομέας της μαζικής ζωικής παραγωγής να γίνει πιο ακριβός, όπως δηλώνουν στη DW.
Στη Γερμανία, όπου ήδη εξετάζεται το μέτρο, το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα απολαμβάνουν μειωμένο συντελεστή φόρου επί των πωλήσεων και πολλοί οργανισμοί χορτοφαγίας και vegan ζητούν την κατάργηση του.
Σκεπτική δηλώνει και η Γερμανίδα υπουργός τροφίμων και γεωργίας Julia Klöckner, επισημαίνοντας μάλιστα πως «το κρέας δεν πρέπει να απευθύνεται μόνο στα υψηλά εισοδήματα».
Η Westfleisch, μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες παραγωγής κρέατος στη Γερμανία, δήλωσε ότι «δεν ωφελεί ούτε τον καταναλωτή, ούτε το περιβάλλον, ούτε την καλή διαβίωση των ζώων, ο ειδικός φόρος στο κρέας και πως η εμπειρία δείχνει ότι παρά την επιβολή προστίμων και φόρων η κατανάλωση των προϊόντων που επηρεάζουν δεν αλλάζει σημαντικά».
Το σίγουρο είναι πως έχουν ήδη δρομολογηθεί μέτρα και πολιτικές για τη μείωση της κατανάλωσης κρέατος, την ενημέρωση των καταναλωτών ώστε να βοηθήσουν και στη λήψη αποφάσεων, περισσότερες επιλογές και προνόμια στους χορτοφάγους και σαφέστερη επισήμανση των προϊόντων με βάση το κρέας.