Από τη Μηχανή του Χρόνου
Οι πόρτες στο ισόγειο ενός σπιτιού στο χωριό Κωσταλέξι στη Λαμία ανοίγουν στις 7 Νοεμβρίου 1978 και μια ομάδα αστυνομικών και δημοσιογράφων έρχεται αντιμέτωπη με ένα θέαμα που δύσκολα θα ξεχάσει.
Η 47χρονη πια Ελένη Καρυώτη αντικρίζει τον ήλιο μετά από 29 ολόκληρα χρόνια εγκλεισμού της σ’ ένα μικρό δωμάτιο, λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω απ’ την Λαμία.
Η φρικτή ιστορία της ξεκινά από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου.
Η έφηβη τότε Ελένη, γόνος εθνικόφρονης οικογένειας, έκανε κάτι που στην μικρή και κλειστή κοινωνία του χωριού φάνταζε έγκλημα. Φήμες την ήθελαν να διατηρούσε ερωτική σχέση με τον δάσκαλο του χωριού, ο οποίος συν τοις άλλοις φερόταν να είχε προσχωρήσει στις τάξεις των κομμουνιστών ανταρτών.
Η γονείς της και τα τρία αδέλφια της, μπροστά σ’ αυτήν την ντροπή, αποφασίζουν να δράσουν άμεσα κι αποφασιστικά. Φυλακίζουν την Ελένη στο ισόγειο του σπιτιού. Για αυτούς δεν υπάρχει πια. Το μοναδικό της ρούχο ήταν μια κουβέρτα ενώ δεν έβγαινε καθόλου από το δωμάτιο.
Υπάρχουν όμως και άλλες εξιστορήσεις που φέρνουν στο προσκήνιο την ψυχική ασθένεια.
“Ήταν ένα αγρίμι.” Τη δεκαετία του 1950 διαγνώστηκε με μια βαριάς μορφής σχιζοφρένεια. “Έσπαζε τζάμια. Έσχιζε τα ρούχα της. Πετούσε τα φαγητά. Γύριζε σαν άγριο θηρίο. Είχε και παραλήρημα”, κατέθεσε στο δικαστήριο ο νευρολόγος ψυχίατρος Δημ. Ντούνιας, που την εξέτασε. Ο ίδιος είχε προτρέψει τον πατέρα του άρρωστου κοριτσιού να την κλείσει σε ίδρυμα ώστε να έχει σωστή περίθαλψη.
“Εγώ το παιδί μου δεν το αφήνω στα ψυχιατρεία”, ήταν η απάντησή του, καθώς ο πατέρας της δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Αυτό που έκανε ήταν το εξής: την έκλεισε στο υπόγειο του σπιτιού τους, το οποίο ήταν σκοτεινό αφού δεν το έβλεπε ο ήλιος. Είχε υγρασία και κανείς δεν το καθάριζε. Μετά το θάνατο του πατέρα τα τρία αδέρφια της Ελένης ακολούθησαν πιστά την “ευχή και κατάρα” που τους έδωσε να φροντίζουν την Ελένη. Την κράτησαν εγκλωβισμένη στο μπουντρούμι του πατρικού σπιτιού τους. Ήταν και μια νοοτροπία της εποχής στις μικρές κοινωνίες να “κρύβουν” τα παιδιά με ψυχικά προβλήματα στο σπίτι.
Τα αδέρφια ως “προστάτες και δεσμώτες”
Τα αδέρφια Καρυώτη, η Μαρία, η Ολυμπιάδα και ο Ευθύμιος, ήταν αγρότες. Είχαν τελειώσει το μόνο το Δημοτικό και δεν παντρεύτηκαν ποτέ με το επιχείρημα ότι “φρόντιζαν” την Ελένη. Μετά την αποκάλυψη συνελήφθησαν, προφυλακίστηκαν και κατηγορήθηκαν για αρπαγή, σκοπούμενη βαριά σωματική κάκωση και έκθεση σε κίνδυνο. Δε κατάφεραν όμως ποτέ να συνειδητοποιήσουν για ποιο λόγο δικάστηκαν. Στη Δίκη παρακολουθούσαν τη διαδικασία με απλανές βλέμμα και σίγουρα χωρίς τύψεις.
“Δε ξέρω τίποτε. Εμείς το καθήκον κάναμε. Τη κοιτάζαμε για 30 χρόνια. Τη καθάριζα κάθε μέρα. Της έδινα φαγητό. Σε τι φταίξαμε;” είπαν στον Δικαστή.
9 Ιανουαρίου 1980, 14 μήνες μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης, το Δικαστήριο ανακοίνωσε την ετυμηγορία. Η δίκη παρουσίασε δύο καινοτομίες. Για πρώτη φορά υπήρχαν ένορκοι και για πρώτη φορά υπήρχε δικαίωμα έφεσης αν η ποινή ήταν πάνω από δυο χρόνια φυλάκισης.
Η αίθουσα του δικαστηρίου στην Αθήνα, ήταν γεμάτη. Άλλοι κοίταζαν τους κατηγορούμενους περιφρονητικά, ενώ άλλοι με οίκτο και συμπάθεια. Τα τρία αδέρφια αθωώθηκαν πανηγυρικά και κατά πλειοψηφία (ψήφοι 5 κατά 2). Οι εφημερίδες της εποχής όμως τους καταδίκασαν. Το λαϊκό δικαστήριο που έστησαν οι εφημερίδες, επηρέασε την κοινή γνώμη κατά “τρόπο απαράδεκτο” σύμφωνα με την υπεράσπιση, που σημείωσε ότι γι αυτό το κατηγορητήριο μετατράπηκε από πλημμέλημα σε κακούργημα.
Ούτε ένας μάρτυρας κατηγορίας δε προσήλθε στο δικαστήριο. Όσοι κατέθεσαν υποστήριξαν πως η ασθένεια της Ελένης ήταν σε τέτοιο βαθμό ανίατη που ακόμα και αν δεχόταν την περίθαλψη ενός ιδρύματος, η κατάσταση της δε θα καλυτέρευε. Σοκ προκάλεσε η κατάθεση των δυο ψυχιάτρων Μιχ. Ντούμα και Παντ. Μανωλίδης ότι οι συνθήκες εγκλωβισμού της Ελένης δεν θα είχαν καμία διαφορά με τις συνθήκες ζωής σε ένα ίδρυμα.
Το χωριό Κωσταλέξι δικάστηκε και αυτό για τη στάση των κατοίκων του, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για την αδράνεια, την ανοχή και τη σιωπή τους. Το Κωσταλέξι έγινε συνώνυμο με τη μιζέρια, την αθλιότητα και την απανθρωπιά. Οι χωριανοί του στιγματίστηκαν και ακόμη και σήμερα δε μπορούν να αποφύγουν την ταμπέλα.