Ο επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης αποχαιρέτησε τον θείου του Γιάννη Φαντάκη ο οποίος ζούσε στον Δραπανιά.
Στο κείμενο του αναφέρεται με συγκινητικά λόγια στον άνθρωπο που υπήρξε “ο ζεν πρεμιέ της οικογένειας”
Διαβάστε το κείμενο:
Ήταν ο ζεν πρεμιέ της οικογένειας. Αδελφός της μάνας μου.
Ξεκίνησε από τα καράβια. Μπουένος Άιρες, Νέα Υόρκη, Βομβάη, Τόκιο και Μπαρμπαριά.
Μετά στα πούλμαν του Στεφανάκη. Αθήνα – Αλεξανδρούπολη, Αλεξανδρούπολη – Αθήνα. Άμα περίσσευε λίγο πετρέλαιο – που περίσσευε – μας έβαζε συνοδηγούς και μας πήγαινε βόλτα στους χωματόδρομους της Αγίας Βαρβάρας. Λες και ήμουνα στο πιλοτήριο του Σογιούζ ένιωθα.
Με τα χρόνια συμμαζεύτηκε. Συνεργείο αυτοκινήτων στους Αγίους Αναργύρους, φανοποιείο και πατέντες.
Πριν δέκα χρόνια είπε να γυρίσει στην Κρήτη. Νοίκιασε ένα βενζινάδικο στου Κολένι – στην είσοδο της Κισάμου. Οι μισοί κτηνοτρόφοι της περιοχής του οφείλουν ακόμη τα πετρέλαια. Άνθρωποι πλούσιοι, με χιλιάδες λιόδενδρα του χρωστούσαν 200 και 300 ευρώ. Τα φέσια του ρούφηξαν όλες τις οικονομίες και έμεινε καταχρεωμένος. Το έκλεισε. Γύρισε στα χωράφια. Ελιές και ένα κτήμα με όλα τα καλά του θεού. Δέσπολες, κουνέλια, σύκα, κότες, αβοκάντο, γκρέιπφρουτ. Αυτά με τον κόκκινο χυμό. Αν τύχαινε και έβρισκε έναν ωραίο καρπό, έπαιρνε ρίζα και φύτευε. Στα χέρια του όλα έπιαναν. Για το τραπέζι του δηλαδή. Ή μάλλον για τα γλέντια μας.
Πρόπερσι, τον Δεκαπενταύγουστο, βάλαμε στοίχημα να κάνουμε το πανηγύρι της Παναγιάς όπως παλιά. Με καλεσμένους όλους τους προσκυνητές.
Με τραπέζια στους δρόμους. Με τραπεζομάντηλα. Με κανονικές καρέκλες – όχι πλαστικές – γυάλινα ποτήρια και μεταλλικά πιρούνια. Με ριζίτικα και όχι νεοκρητικά.
Θα το κάναμε και φέτος; Δεν θα το κάνουμε. Αχ ρε Γιάννη.
Τον τελευταίο καιρό μια τον απειλούσα, μια τον παρακαλούσα. Να παρατήσει «τον τσιγάρο» – τις τσικουδιές τις είχε κόψει. Αν μάθαινε ότι πλησίαζα στο χωριό έκρυβε το πακέτο. Είχε πάθει έμφραγμα. Και τώρα από την καρδιά έφυγε. Στα εβδομήντα του.
Τις ωραίες γυναίκες τις έλεγε Κλαούντια. Ίσως όταν ταξίδευε να είχε την ασπρόμαυρη φωτογραφία της Καρντινάλε δίπλα στο κρεβάτι του. Τον άκουγε η Γιωργία, η γυναίκα του, και χαμογελούσε.
Και τώρα έμειναν ορφανές οι Κλαούντιες, η Αλεξία και η Κατερίνα, οι κόρες του, τα εγγόνια τους και όλοι εμείς.
Αχ ρε Γιάννη.
Η φωτογραφία είναι της Ολυμπίας Κρασαγάκη. Τον πέτυχε τον Αύγουστο τυχαία στο χωριό. «Η ωραιότερη γαλάζια ματιά που έχω φωτογραφήσει», έγραψε στο Instagram.