Το κοινό όριο ισοσυγκλίνουσων ατομικοτήτων διαφορετικού επιπέδου συνειδητότητας. Ανάλογα με το βαθμό σύγκλισης στο όριο της συνειδητότητας επέρχεται ολοκλήρωση που συνθέτει τις ατομικότητες σε μια ελεύθερη συλλογικότητα. Η διαδικασία αυτή είναι αργή και επώδυνη ακριβώς γιατί είναι οριακή.
Η πλατεία είμαι εγώ. Ή μήπως εσύ; Μπορεί κι ο άλλος, που δε μίλησε ποτέ αλλά τα μάτια του λάμπανε όταν άκουγε κάτι που του έδινε ελπίδα και σκοτείνιαζε όταν οι γραφικοί της επανάστασης ασελγούσαν πάνω στην ελευθερία του λόγου και την ανεκτικότητα της διαφορετικής άποψης. Εϊναι κι αυτός που βαρέθηκε νωρίς, αλλά τον τρώει μέσα του, θέλει να ξανάρθει, όμως ψάχνει την αφορμή και την αιτία, όχι σε αυτά που θέλει αλλά σε αυτά που ξέρει, εκεί που δεν υπάρχει παρά μόνο το σκοτάδι του ατομικισμού και η πλάνη του “εγώ”.
Η πλατεία είμαστε εμείς. Η στιγμή που βρεθήκαμε, η στιγμή που κοιταχτήκαμε, η στιγμή που μιλήσαμε, που διαφωνήσαμε, που αποφασίσαμε. Η πλατεία είναι στιγμές. Ατελείωτες στιγμές τριβής για να έρθει η μια στιγμή της λάμψης. Πολλές σπίθες που θα φέρουν πυρκαγιά. Πυρκαγιά στη νωθρότητα του μυαλού μας, του για χρόνια κοιμισμένου, του θηρίου που ξυπνά και ξεμουδιάζει, συνειδητοποιεί τη δύναμή του κι επιτίθεται. Αλλά πρέπει πρώτα να μάθει να ελέγχει αυτή τη δύναμη, για να μην στραφεί τελικά εναντίον του.
Η κάθε συνειδητότητα είναι συνάρτηση παραγόντων όπως εμπειρία, θεωρητικές γνώσεις, βαθμός απόγνωσης, έμφυτη ικανότητα ανάλυσης. Η κάθε ατομική συνειδητότητα έχει την απόλυτα δική της συνάρτηση, τον τρόπο δηλαδή επεξεργασίας και αφομοίωσης των δεδομένων που προκύπτουν από αυτούς τους παράγοντες, κι επομένως συνειδητοποιεί με διαφορετικό ρυθμό, προσεγγίζοντας το κοινό όριο της ολοκληρωμένης συλλογικότητας που θα συνθέσει το κοινό όραμα και τα κοινά αποδεκτά μέσα για την πραγμάτωσή του.
Όμως τελικά τίποτα από όλα αυτά δεν είναι η πλατεία. Πλατεία δεν είναι αυτά που γίνανε αλλά αυτά που θα γίνουν. Δεν είναι αυτοί που ήρθαν αλλά αυτοί που θα έρθουν. Είναι “οι πιο όμορφες θάλασσες – που δεν έχουμε ακόμη ταξιδέψει”. Είναι “τα πιο όμορφα παιδιά – που δε μεγάλωσαν ακόμα”, κάποια από αυτά γεννήθηκαν, κάποια ούτε καν που γεννήθηκαν, αλλά εδώ -στην πλατεία- θα συναντηθούν και θα ερωτευθούν οι άντρες κι οι γυναίκες που θα τα γεννήσουν. Πλατεία είναι “αυτό που έχω να σου πω – το πιο όμορφο απ’ όλα” αλλά “δε στο χω πει ακόμα”. Η πλατεία δεν είναι ό,τι κάναμε αλλά ό,τι θα κάνουμε. Είναι ο φόβος που νικήθηκε. Είναι η εμπιστοσύνη που ανακτήθηκε. Είναι αυτό που περιμένουμε να ‘ρθει.
Η πλατεία μας ξάφνιασε όλους! Που ήταν τόσα χρόνια τόσος κόσμος; Γιατί φοβόμουν πως είμαι μόνος; Πως έγινε άνθρωποι άμαθοι στο “εμείς” και κάναμε την οργή μας δημιουργία; Πως έγινε και χωρίς οργανώσεις, σημαίες, στεγανές ιδέες, βεβαιότητες, να τα βάλουμε με τους μηχανισμούς ενός αδίστακτου και παντοδύναμου κατεστημένου με πλοκάμια παντού στη δημόσια ζωή; Γροθιά στο μαχαίρι ρίξαμε – και κοίτα να δεις που το μαχαίρι στράβωσε, παραλίγο να σπάσει. Αν ήταν λίγο πιο δυνατή αυτή η γροθιά!
Η πλατεία μας ξάφνιασε όλους! Αλλά πιο πολύ ξάφνιασε αυτούς που μας περιφρονούσαν. Αυτούς που ήταν σίγουροι ότι μας είχαν του χεριού τους. Στην αρχή γελάσανε. Τους φάνηκε συμπαθητικό και χαριτωμένο, ένα χάπενινγκ εκτόνωσης για όλη την οικογένεια. Μετρούσαν πόσες φορές ακούστηκε ο εθνικός ύμνος, πόσες ελληνικές σημαίες υπήρχαν, έδιναν εύσημα για την ειρηνηκότητα των εκδηλώσεων. Μετά άρχισε ο σκεπτικισμός. Δεν τους άρεσε που άρχισαν να γίνονται συνελεύσεις, που ο κόσμος μιλούσε, ΣΥΝομιλούσε, αποφάσιζε. Κι ύστερα, όταν πια φάνηκε πως δεν ήταν αστείο, όταν οι μέρες περνούσαν κι οι αποφασιστικότητα μεγάλωνε, τότε ο φόβος άλλαξε στρατόπεδο και δείξαν το πραγματικό, αποκρουστικό πρόσωπό τους.
Όμως τελικά, τίποτα δεν είναι η πλατεία! Η πλατεία ήταν η αφορμή! Ήταν η αφετηρία κι όχι ο προορισμός. Ήταν το σχήμα κι όχι το νόημα, η μορφή κι όχι το περιεχόμενο. Τίποτα δεν είναι η πλατεία, τίποτα. Η πλατεία σ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θα βγαινες στο δρόμο. Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια! Όχι, η πλατεία δε σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι “πλατείες” τι σημαίνουν!