Του Ραγκίπ Ντουράν
Οι σημαντικότερες (χρηματο-)οικονομικές εφημερίδες, όπως η βρετανική «Financial Times» ή η αμερικανική «The Wall Street Journal», καθώς και το αμερικανικό «Bloomberg», δημοσιεύουν, εδώ και μήνες, πληροφορίες και σχόλια, ως προς την ελεύθερη πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας και τις δυσκολίες της τουρκικής οικονομίας.
Η Άγκυρα, πρόσφατα, προέβη σε πολιτικο-οικονομική ενίσχυση της βόρειας Συρίας, αποστέλλοντας εκατομμύρια τουρκικές λίρες στις υπηρεσίες των Εθνικών Ταχυδρομείων της Τουρκίας («PTT») και τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, σύμφωνα με δήλωση αξιωματούχου του κυβερνητικού think tank, του Ιδρύματος Πολιτικής, Οικονομικής και Κοινωνικής Έρευνας («SETA»). Αυτή η δήλωση δεν έχει επιβεβαιωθεί από το Τουρκικό Υπουργείο Οικονομίας ή την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας.
Τα τουρκικά κυβερνητικά Μ.Μ.Ε. φαίνονται ιδιαιτέρως ικανοποιημένα, διότι δημοσιεύουν ρεπορτάζ και συνεντεύξεις με τους Άραβες κατοίκους των υπό την κατοχή του τουρκικού στρατού περιοχών (ειδικά, στην Ιντλίμπ και το Αφρίν), οι οποίοι «προτιμούν την τουρκική λίρα από τη συριακή λίρα, ακόμη και από το αμερικανικό δολάριο».
Ο Τούρκος Υπουργός Εσωτερικών είχε δηλώσει τον Ιανουάριο του 2018 ότι η Άγκυρα διόρισε αντινομάρχες, διευθυντές ασφαλείας και διοικητές χωροφυλακής στις υπό τουρκική κατοχή πόλεις και τα χωριά της βόρειας Συρίας.
Ο Τούρκος Νομάρχης της Σανλιούρφας (ή, απλά, Ούρφας) (πρώην Έδεσσας) στην τουρκο-συριακή παραμεθόρια περιοχή, επισκέφθηκε αρκετές φορές, τον Ιανουάριο και το Μάρτιο του 2020, τη συριακή πόλη Τελ Αμπιάντ, σαν να επρόκειτο για περιοχή ευθύνης του. Άλλως ειπείν, είχε περάσει τα σύνορα χωρίς έλεγχο διαβατηρίου και δίχως να ενημερώσει τις συριακές αρχές στη Δαμασκό.
Έτσι, με την εισαγωγή της τουρκικής λίρας στην αγορά και στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, πλέον, το πρώτο βήμα προς την χρηματοπιστωτική και οικονομική προσάρτηση επετεύχθη.
Ο Πρόεδρος Ερντογάν, ωστόσο, είχε, αρχικά, ισχυρισθεί ότι ο τουρκικός στρατός οργάνωνε επιχειρήσεις σε αυτήν την περιοχή για την καταπολέμηση των τρομοκρατών.
Η Άγκυρα μπόρεσε να κυριαρχήσει στρατιωτικά και πολιτικά σε αυτό το τμήμα της βόρειας Συρίας, χάρη στην απόσυρση -υπό την εντολή του Ντόναλντ Τραμπ- των αμερικανικών στρατευμάτων, τον Ιανουάριο του 2019. Ο τουρκικός στρατός υποστηρίζεται, γενικά, από τις τζιχαντιστικές δυνάμεις και η Μόσχα εθελοτυφλεί στην τουρκική στρατιωτική παρουσία στη Συρία. Μόνο το καθεστώς της Δαμασκού και οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (Συνασπισμός των τοπικών λαών υπό την κουρδική ηγεσία) αντιτίθενται στην τουρκική παρουσία και κατοχή.
Πρέπει, επίσης, να θυμόμαστε ότι, τον Αύγουστο του 2018, οι συριακής και κάθε άλλης εθνικότητας μισθοφόροι, που οργανώθηκαν από την Άγκυρα, κάτω από τη σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού («ÖSO»), είχαν διοργανώσει διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, με στόχο να λάβουν τους μισθούς τους σε συριακή λίρα ή δολάριο ΗΠΑ αντί της τουρκικής λίρας.
Το παλάτι του Ερντογάν, το οποίο δεν κατάφερε να βρει πιστώσεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, για να πληρώσει τα χρέη του, αναγκάστηκε, σύμφωνα με όλους, σχεδόν, τους ανεξάρτητους ειδικούς, να εκτυπώσει τραπεζογραμμάτια, κάτι το οποίο θα επηρεάσει σημαντικά το δείκτη πληθωρισμού. Η εισαγωγή της τουρκικής λίρας στη βόρεια Συρία ουδόλως μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση των οικονομικών δυσκολιών της Άγκυρας, αλλά, αντιθέτως, πιθανόν να έχει αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις.
Τέλος, στην Τουρκία, η άρχουσα τάξη, εξ ορισμού αντι-αραβική, δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένη με την υποστήριξη των κυβερνήσεων της Δαμασκού στους Κούρδους της Τουρκίας. Ο Πρόεδρος Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ιδρυτής του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν («ΡΚΚ»), είχε καταφύγει στη Συρία από το 1979 έως το 1998.
Επιπλέον, η Συρία αμφισβητούσε πάντοτε το γεγονός ότι η επαρχία του Χατάι (με πρωτεύουσα την Αντιόχεια), μεγάλο μέρος του πληθυσμού του οποίου είναι Άραβες και της ίδιας σέκτας με την οικογένεια του Μπασάρ αλ-Άσαντ, ανήκει στην Τουρκία (προσαρτήθηκε το 1939).