Ήταν η πρώτη γυναικεία φωνή που ακούστηκε σε δίσκο κρητικής μουσικής. «Τη μάνα μου την αγαπώ γιατί πονεί για μένα…» Μια φωνή τρυφερή που λες και είχε πλαστεί για να αποδώσει το ήθος της Κρήτης, μια ερμηνεία που έμοιαζε μ’ εξομολόγηση. Το όνομά της εντελώς ασυνήθιστο, όσο ασυνήθιστη ήταν και η απόφασή της να εκπορθήσει το ανδροκρατούμενο οχυρό της κρητικής δισκογραφίας: Λαυρεντία.
Αναρτώ κι εδώ το άρθρο που δημοσίεσα στο τ. 87 του περιοδικού ΥΠΕΡ Χ (Φθινόπωρο 2018):
Κείμενο – επεξεργασία εικόνων:
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Ήταν χειμώνας του 1939-1940 όταν ανηφόριζε στην Αθήνα παρέα με τον αδερφό της, τον περίφημο Μπαξεβάνη, και τον Μανώλη Λαγό· λίγες ημέρες πριν είχαν λάβει απάντηση από την πανίσχυρη δισκογραφική εταιρεία Columbia: δέχονταν ν’ ακούσουν τη νεαρή Κρητικοπούλα, να την ακούσουν μόνο, κι αν ενέκριναν τη φωνή και την ερμηνεία της θ’ αποφάσιζαν να τη γράψουν σε δίσκο.
Ήταν χειμώνας, Γενάρης του 1983, όταν βρέθηκα με καλή συντροφιά (τον Αντρέα, τη Μαρία και την Έφη) να χτυπώ την πόρτα της στα στενά της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου. Είχαν περάσει 43 ολόκληρα χρόνια από τον πρώτο της δίσκο και είχε σχεδόν ξεχαστεί… Δεν ήξερα τι θα συναντούσα, δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα ήταν μια τραγουδίστρια του 1940. Και ομολογώ πως με ξάφνιασε. Απέναντί μου στεκόταν μια καλοφροντισμένη γυναίκα που μόνο το στερεότυπο της τραγουδίστριας δεν μου θύμιζε, άλλωστε η Λαυρεντία δεν ένιωσε ποτέ επαγγελματίας του τραγουδιού. Μας καλοδέχτηκε σ’ ένα σπίτι νοικοκυρεμένο με επίπλωση μιας άλλης εποχής, με την αρχοντιά του παλιού Ρεθέμνου να δίνει ψυχή στα πράγματα.
– Πού με θυμηθήκατε; είπε γελώντας.
Η Λαυρεντία ζούσε αποτραβηγμένη με την οικογένεια της μοναχοκόρης της. Οι απανωτές απώλειες είχαν αλλάξει τη ζωή της· ήταν δύσκολο ν’ αποδεχτεί αρχικά το φευγιό του αδερφού και μέντορά της, του Γιάννη Μπαξεβάνη, κι ας είχαν περάσει έντεκα χρόνια από τότε που τον αποχαιρέτησε, δύσκολο ν’ αποδεχτεί και τον μισεμό του συζύγου της που έφυγε πέντε χρόνους αργότερα, το 1977.
Μιλήσαμε πρώτα για τη μεγάλη αγάπη της, τη μουσική και το τραγούδι. Δύσκολο να πιστέψω πως η γυναίκα που είχα μπροστά μου κατάφερε να μάθει να παίζει λαούτο χωρίς να τη δασκαλέψει κανείς· δύσκολο ν’ αναπλάσω και το σκηνικό μιας πόλης που εκείνα τα χρόνια ζούσε κι ανέπνεε με τη μουσική· το Ρέθυμνο του Μεσοπολέμου ήταν κάτι σαν μουσική πρωτεύουσα της Κρήτης. Δεν ήταν μόνον οι μεγάλες μορφές που γεννήθηκαν στην πόλη ή στα περίχωρά της, ήταν κυρίως οι πολλαπλές συναντήσεις ανθρώπων, ρευμάτων, ιδεών· ένα χωνευτήρι ήταν το Ρέθυμνο που αφομοίωνε το παλιό και δημιουργούσε το καινούριο.
Η Λαυρεντία ήταν κόρη φουρνάρη και αδερφή μουσικού. Εργαζόταν κι εκείνη στον φούρνο. Αλλά γύρευε την αφορμή να κλειστεί σ’ ένα δωμάτιο, να πιάσει το λαούτο του αδερφού της και ν’ αρχίσει το τραγούδι. Μοναχή της.
– Και γιατί κρυφά, κυρία Λαυρεντία;
Χαμογέλασε και το πρόσωπό της καθρέφτισε πάλι τη συστολή του κοριτσιού που ήτανε κάποτε, ίσως και του παιδιού που παρέμενε πάντα.
– Ντρεπόμουν. Εκείνα τα χρόνια δεν ήταν εύκολο να τραγουδήσει μια γυναίκα και να την ακούνε έξω από το σπίτι της. Τι θα λέγανε;
Τι θα λέγανε;
Τα λόγια της αρχόντισσας από το Ρέθυμνο μου φέρνουν στο μυαλό εικόνες από την παλιά Κρήτη. Η γυναίκα ήταν πάντα το αφεντικό του σπιτικού, αλλά μόνο μέσα στο σπίτι, ο άντρας ήταν το αφεντικό του έξω κόσμου· μπορεί να μην ήταν τόσο κλειστές οι κοινωνίες όσο τις νομίζομε σήμερα, δύσκολα όμως θα μπορούσε μια κοπελιά να τραγουδήσει δημόσια· η ιστορία είχε προλάβει να καταγράψει τα Καφέ Αμάν, τα Καφέ Σαντάν, τις εισαγόμενες σαντέζες. Κι όμως, ακούγοντας την αφήγηση της Λαυρεντίας καταλάβαινα ότι η τοπική κοινωνία ήταν ήδη έτοιμη. Και η γυναίκα ακόμη πιο έτοιμη…
Ούτε η οικογένεια του αρτοποιού Μπερνιδάκη είχε καταλάβει καλά – καλά τον μεγάλο έρωτα της κόρης με τη μουσική και το τραγούδι. Το άστρο του αδερφού της, του Γιάννη, είχε κιόλας ανατείλει. Έφηβος ήταν ακόμη όταν η πολιτεία της μουσικής ανακάλυπτε τη φωνή του. Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο γνωστός. Και πιο περιζήτητος. Καμάρωνε η Λαυρεντία, όπως καμάρωνε και όλη η οικογένεια, όπως ίσως καμάρωνε και η ίδια η πόλη. Ο Μπαξεβάνης θεωρούνταν φαινόμενο σε μια κοινωνία που ήξερε να ξεχωρίζει το στάρι από την ήρα.
– Είχε περάσει από το μυαλό σας η ιδέα να τραγουδήσετε σε δίσκο;
– Θεός φυλάξοι! Εγώ; Μια κοπέλα;
Έχουν περάσει 35 χρόνια από εκείνη τη συνάντηση με την Λαυρεντία. Κρατώ ακόμη κάποιες κουβέντες ηχογραφημένες σε κασέτα μαγνητοφώνου και λίγες φωτογραφίες που έβγαλα με φλας. Τα περισσότερα, όμως, τα κρατώ στη μνήμη μου και σ’ ένα μπλοκάκι με πρόχειρες σημειώσεις. Πώς να ξεχάσω το ξάφνιασμά της όταν τη ρώτησα για τα όνειρα της νιότης; Χαμογέλασε πάλι, έκαμε και κάποιες χειρονομίες. Μια κοπέλα εκείνου του καιρού δεν μπορούσε να σκέφτεται καριέρες. Οι περισσότερες συνομήλικες περνούσαν τον καιρό τους στα σπίτια, η ίδια είχε τη διέξοδο του φούρνου, όσο κι αν ήταν εξελιγμένο το Ρέθυμνο του ’30, της δεκαετίας που σφράγισε την κρητική παραδοσιακή μουσική, κουβαλούσε και τις αξίες του νησιού.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια μέχρι που ο Μπαξεβάνης συνειδητοποίησε τι ακριβώς συνέβαινε με την αδερφή του. Προτιμώ τη λέξη «συνειδητοποίησε», γιατί τη φωνή της την ήξερε. Σε κάποια οικογενειακή συντροφιά την άκουσε να λέει μαντινάδες, ίσως τότε να φωτίστηκε το μυαλό του, ίσως τότε να κατάλαβε την αξία της, ποιος ξέρει; Εκείνη τη μέρα, πάντως, σε μια οικογενειακή παρέα, πρέπει να του ήρθε η ιδέα του δίσκου.
«Πόσο υπέροχος κόσμος!»
Το Ρέθυμνο του Μεσοπολέμου ζούσε με τον θρύλο του Ροδινού, του νεαρού λυράρη που χάθηκε στην πρώιμη νιότη του, στα 22 του χρόνια, το 1934. Ο Ανδρέας Ροδινός ήταν το φαινόμενο της κρητικής μουσικής· είχα την τιμή να καταγράψω κάποτε τις τελευταίες μνήμες της οικογένειάς του συζητώντας με τον αδερφό του, που μέχρι τη δεκαετία του 1980 διατηρούσε φούρνο στο Ρέθεμνος. Εκείνος μου μίλησε για τις στενές σχέσεις που είχαν αναπτύξει οι δυο μεγάλες μουσικές φύτρες της πόλης, οι μανάδες των δυο σπουδαίων μουσικών, του Ροδινού και του Μπαξεβάνη, ήταν συγχωριανές και αχώριστες φιλενάδες. Η φιλία των μανάδων μεταλαμπαδεύτηκε στα παιδιά. Δίδυμο αχτύπητο ο Αντρέας και ο Γιάννης. Και για πολλούς ό,τι καλύτερο υπήρξε στη μουσική παράδοση της Κρήτης. Από μικροί στα γλέντια.
Ήταν τότε που τα στούντιο της Αθήνας άνοιγαν τις πόρτες τους στην παραδοσιακή μουσική.
Η Λαυρεντία θυμόταν με συγκίνηση τον Ροδινό. Κάνανε παρέα από παιδιά.
– Θα θέλατε να τραγουδήσετε σε δίσκο του Ροδινού;
– Ούτε που περνούσε από το μυαλό μου. Τώρα που το λέτε, γιατί όχι; Μακάρι να γινόταν. Αλλά τι τα θέλετε… Τα χρόνια πέρασαν, ο Αντρέας ξεκουράζεται πια εκεί που ξεκουράζεται και ο Γιάννης.
– Μα γιατί σταματήσατε;
Η Λαυρεντία χαμογέλασε πάλι. Μάλλον θυμόταν κι εκείνη τη μεγάλη κρίση της κρητικής μουσικής. Τα λεγόμενα «ευρωπαϊκά» αλλάζουν σιγά – σιγά το τοπίο, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις της Κρήτης. Τα χωριά κρατούσαν ακόμη. Η Λαυρεντία πρόλαβε να γράψει μερικούς δίσκους. Αλλά εκείνο που δεν ξεχνούσε ήταν τα γλέντια. Ο Γιάννης Μπερνιδάκης ή Μπαξεβάνης, ο αδερφός της, συνέχιζε να είναι περιζήτητος. Η Λαυρεντία τον ακολουθούσε.
– Θέλατε πολύ να πηγαίνετε μαζί του στα γλέντια, φαντάζομαι…
– Μου άρεσε η καλή παρέα, ερχόμουν στο κέφι και τραγουδούσαμε όλοι μαζί.
Δεν ήθελε να πει ότι κάθε φορά που καλούσαν τον Μπαξεβάνη σε γλέντι έβαζαν όρους: «Να πάρεις και τη Λαυρεντία μαζί σου…» Στη μνήμη της παλιάς τραγουδίστριας δεν χωρούσαν προσωπικές προβολές, της αρκούσε να θυμάται τις υπέροχες στιγμές που είχε περάσει στα γλέντια, ιδιαίτερα στον Αποκόρωνα, τον έρωτά της για τον Αποκόρωνα δεν τον έκρυβε:
– Πόσο υπέροχος κόσμος! Μερακλήδες, καλοί, φιλόξενοι…
Η πρώτη ηχογράφηση
Την ιστορία της πρώτης ηχογράφησης τη θυμόταν πάντα με συγκίνηση. Το είχαν κουβεντιάσει με τον αδερφό της. Κι εκείνος αποφάσισε να στείλει γράμμα στη δισκογραφική εταιρεία· «έχω μιαν αδερφή που τραγουδά πολύ καλά…» Του απαντούνε αμέσως, δεν είχαν αντίρρηση να την ακούσουν. Μέσα στο καταχείμωνο, Φλεβάρη μήνα, τα δυο αδέρφια πηγαίνουν στην Αθήνα. Μαζί κι ο Λαγός.
Φτάνουν στο στούντιο της Columbia και βρίσκονται μπροστά σε κάποιον διευθυντή και σε δυο – τρεις άλλους συνεργάτες της εταιρείας. Ζητούν να την ακούσουν. Εκείνη διστάζει, νιώθει να δίνει εξετάσεις. Ο Γιάννης της γνέφει «ξεκίνα». Παίρνει κουράγιο. Αρχίζει να τραγουδά μια μαντινάδα. Λέει το πρώτο ημιστίχιο, το δεύτερο δεν πρόλαβε να το πει. Κάποιος μπαίνει στη μέση, τη σταματά. Η Λαυρεντία δεν ξέρει τι συμβαίνει, ξαφνιάζεται. Κι όταν ακούει τη μαγική λέει «εντάξει» νιώθει την καρδιά της ν’ αναπηδά. Όχι ότι δεν το πίστευε, αλλά… «ε, για μια γυναίκα δεν ήταν εύκολο».
Να τραγουδήσει, λοιπόν. Και γρήγορα. Ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας βιάζεται, «να μη χάνομε χρόνο», λέει.
Οι μουσικοί κουρδίζουν τα όργανα. Οι τεχνικοί στις θέσεις τους. Η Λαυρεντία αρχίζει:
«Τη μάνα μου την αγαπώ γιατί πονεί για μένα
μα όχι, αγάπη μου γλυκιά, όσο αγαπώ εσένα».
Η ηχογράφηση τελειώνει χωρίς να χρειαστούν επαναλήψεις. Σαν να είχαν γίνει χίλιες πρόβες· λάθος κανένα.
Ένας τεχνικός πλησιάζει τον Μπαξεβάνη.
«Κύριε Μπερνιδάκη, η αδερφή σας σάς ξεπέρασε…»
Τα θυμόταν όλα τούτα η Λαυρεντία, όλα της φαίνονταν όνειρο.
– Έτσι του είπε; τη ρωτώ. «Σας ξεπέρασε;»
– Ναι, αλλά το έλεγε αστεία, φυσικά.
Όταν μού τα διηγιόταν όλ’ αυτά ήταν 68 χρονών. Αλλά την παιδική της σεμνότητα τη διατηρούσε ακέραιη.
– Κι ο δίσκος;
– Ήταν μεγαλοβδόμαδο όταν ήρθε στην Κρήτη, πρώτα στα Χανιά…
Λαυρεντία… παντού
Σαν αστραπή διαδόθηκε στην Κρήτη η είδηση· ήταν η εποχή του γραμμοφώνου, οι δίσκοι των 78 στροφών έκαναν θραύση κι ας ήταν λίγες οι συσκευές αναπαραγωγής του ήχου.
Ο δίσκος φτάνει πρώτα στα Χανιά. Ένας Χανιώτης αγοράζει δυο και την ίδια μέρα πηγαίνει στο Ρέθυμνο. «Τα μάθατε; Ήρθε ο δίσκος της Λαυρεντίας». Η ίδια αγωνιά, περιμένει. Την επόμενη φτάνουν οι πρώτοι δίσκοι στο μαγαζί του αντιπρόσωπου της Columbia, Λευτέρη Γαγάνη. Το μαθαίνει η Λαυρεντία, τρέχει να τον αγοράσει.
– Και τι να δω; Ουρά ο κόσμος…
Μέσα σε μια βδομάδα πωλούνται πάνω από 400 δίσκοι. Τεράστιος αριθμός αν σκεφτεί κανείς ότι τα γραμμόφωνα ήταν λίγα. Το απόθεμα εξαντλείται, το εργοστάσιο τυπώνει κι άλλους, η επιτυχία είναι πρωτόγνωρη!
Ήταν, όπως είπαμε, μεγαλοβδομάδα. Πέρασαν μερικές ημέρες ακόμα, ήρθε η Λαμπρή. Όπου κι αν πήγαινες, απ’ όποιο δρόμο κι αν περνούσες εκείνες τις μέρες θα άκουγες τον ίδιο σκοπό. Και τα ίδια λόγια:
Τη μάνα μου την αγαπώ γιατί πονεί για μένα…
Η κρητική μουσική ανακάλυπτε μια καινούργια φωνή. Τρυφερή, σιγανή, σεμνά ερωτική, έτσι όπως είναι ο αληθινός έρωτας στην Κρήτη.
Η κρητική μουσική ανακάλυπτε τη Λαυρεντία της.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Τμήματα της συζήτησης δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό που εξέδιδα τότε (Κρητικές Εικόνες, τ. 25, Φεβρουάριος 1983, σελ. 11-14) και μεταδόθηκαν από τον ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΤ Χανίων. Ήταν, νομίζω, η πρώτη φορά που η Λαυρεντία ιστορούσε τη ζωή της πέρα από το στενό οικογενειακό περιβάλλον της.
Πέρασαν ακόμη πολλά χρόνια. Η πρώτη τραγουδίστρια της Κρήτης πήγε το 2012 να συναντήσει τον Μπαξεβάνη, τον Ροδινό, τον άντρα της, τον Λαγό, τον Ψύλλο, τον Φουσταλιέρη, όλους τους μεγάλους της κρητικής μουσικής.
Τελευταία ερώτηση σ’ εκείνη τη συνέντευξη:
– Θα θέλατε να τραγουδήσετε πάλι;
– Γιατί να τραγουδήσω;
Επίλογος.
ΠΗΓΗ: karmanor.gr