Της Νώτας Ανδρεαδάκη
Ποτέ, μία εποχή δεν χαρακτηριζόταν άψογη. Ποτέ, η αθωότητα της νιότης δεν συμβάδιζε με τους κρυφούς πόθους και τα όνειρά της.
Ήταν, όμως, οι αντιλήψεις που επικρατούσαν και καθόριζαν τα ήθη και τα κοινωνικά πρότυπα κάθε εποχής.
Στα ταραγμένα χρόνια και μετά οδυνηρά για πολλούς και μετέπειτα τραγικά, από πολιτική και κοινωνική «άποψη», η ζωή συνέχιζε την πορεία της. Όχι, όπως πριν, για όσους ήταν συνειδητοποιημένοι και δεν ενσωματώνονταν σε «οτιδήποτε».
Ο έρωτας, που δεν επηρεάζεται ούτε από ανθρώπινα δεινά μα, ούτε και κανενός είδους καταστροφή, ανθίζει όπου πέσει σπόρος. Ακόμη και στις λάσπες, κάτω από ίσκιο θανατερό, σε τρικυμισμένη θάλασσα, ανάμεσα σε εχθρικά πυρά…
Αυτός ο έρωτας, που έζησε πάνω από το μισό αιώνα, ήταν από εκείνους που χαρακτηρίζονται κεραυνοβόλοι. Έρωτας με πρώτη ματιά! Τα χρόνια εκείνα μόλις ξεμύτιζαν διεκδικήσεις για βασικά δικαιώματα των νέων, σε όλο τον κόσμο μα, σε μια επαρχιακή πόλη – όπως τα Χανιά – και οι νέοι τηρούσαν κανόνες απαράβατους. Υπήρχαν και οι εξαιρέσεις σε υπόγειες ή εναέριες διαδρομές, προοδευτικών και ασυμβίβαστων.
Ο Αγγελής, που για κάποιο λόγο ονομάτιζαν Βαγγέλη τυχαία συνάντησε, στη Σολωμού και ενώ τη διέσχιζε με τη βέσπα του, την Πόπη. Η λυγερόκορμη, ψηλή κοπέλα, με το όμορφο πρόσωπο και το γλυκύτατο χαμόγελο, έμελλε να γίνει η πιο βασανιστική, συναισθηματική ανησυχία για τις ημέρες που ακολούθησαν. Δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν. Γνώριζε μόνο, πως ήταν το σπιτικό της οικογένειάς της στην περιοχή του κινηματοθεάτρου «Απόλλων».
Δεν γινόταν να την πλησιάσει, να συστηθεί και να αποκαλύψει το δυνατό αίσθημα που το ενέπνεε. Στάθηκε τυχερός, τελικά, γιατί ένας καλός γείτονας, γνωστός του, μεσολάβησε στην προσέγγιση.
Σε μία Σαββατιανή, οικογενειακή έξοδο, δόθηκε η χαριστική βολή στην αντοχή της αναμονής του Αγγελή, για το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης του σοβαρού κυρίου. Την είδε, ενώ συνομιλούσε με τη μητέρα της και τον τάραξε η εικόνα της πιο βαθιά. Με ‘κείνο το μακρόταλο φόρεμα, με τα έντονα χρώματα, που γέμιζαν μικρά, παραλληλόγραμμα σχήματα και αγκάλιαζε με τον σουρωτό κύκλο την περιφέρεια και κατέληγε στα λεπτά καλλίγραμμα πόδια, λίγο πάνω από το γόνατο. Σε μία χρονική περίοδο της μίνι φούστας. Είδε να βουλιάζει το χαμόγελο μέσα στα λακκάκια, στα μάγουλα, όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους και έσκυψε το κεφάλι της από συστολή. Αναρίγησε και αποφάσισε πως αυτό το κορίτσι θα δέσποζε στη ζωή του από ‘δω και πέρα…
Όμορφος, καλοφτιαγμένος, ο Αγγελής, με μία γλύκα μόνιμη στο πρόσωπο του, ευγενικός, αλλά και μετρημένος, εντυπωσίασε την Πόπη. Της κολάκεψε την απειρία και το ξάφνιασμα ήταν δυνατά απρόσμενο. Άγραφο χαρτί, όπως ήταν, προσφερόταν για την αρχή μιας ιστορίας που δεν είχε τέλος.
Μετά το νυφικό, ο γάμος, η συγκίνηση, ο έρωτας, έπλασαν το πρώτο παιδί, τον Γιώργο! Δεν λυπόταν πια, η Πόπη, για σπουδές. Το ατυχές ακαδημαϊκό απολυτήριο δεν την οδήγησε στην Ιατρική μα, σε άλλη σχολή που απέρριψε εκείνη. Η Μοίρα για άλλη ζωή την προόριζε, που έκρυβε θαυμάσιες εκπλήξεις, αλλά και τραγικές καταστάσεις. Όπως συμβαίνει σε κάθε ανθρώπινη πορεία στο μέλλον..
Πάνω στα δύο χρόνια και κάτι ήρθε και το δεύτερο, η Κάτια. Πανευτυχείς όλοι! Γονείς, παππούδες και γιαγιάδες, μια και υπήρχαν δύο γερά παιδιά, με τα φυσικά χαρίσματα των γονιών, ήσυχα και όμορφα. Μεγάλωναν σε ένα σπιτικό ευχάριστο, ζεστό με πολλή αγάπη απ’ όλους και το παιδαγωγικό μέρος διδασκόταν από το παράδειγμα των γονιών τους. Δεν χρειάζονταν πολλές νουθεσίες και διδασκαλίες. Έβλεπαν και αποτύπωναν. Όταν άρχισε η σχολική ζωή, η Πόπη, αναλάμβανε και την προετοιμασία τους στα μαθήματα του σχολείου. Με το ένα χέρι κρατούσε την κουτάλα και ανακάτευε το φαγητό στην κατσαρόλα και στο άλλο κρατούσε το βιβλίο και εξέταζε τον μαθητή.
Αργότερα, η επίβλεψη περιορίστηκε, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ…
Ήρθε και το τρίτο παιδί, η Δεσποινούλα, με καθυστέρηση δέκα χρόνων από το δεύτερο. «Γεννήθηκε» σε μία στιγμή συναισθηματικής έξαρσης και αποδείχτηκε, πως αυτή η στιγμή ήταν μία ακόμη τυχερή τους μέρα. Υπήρχαν, κατά καιρούς, κάποια θεματάκια στην οικογένεια, στη ζωή του ζευγαριού μα, ήταν μόνο γι’ αυτούς. Ήταν δικά τους και τα προστάτευαν ώσπου να στρώσουν. «Υπάρχουν και χειρότερα», υποστήριζαν. Βαθιά πιστοί στις παραδόσεις, αμετακίνητοι από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους -οικογενειακό κληροδότημα και αυτό- αντιδρούσαν αισιόδοξα σε κάθε αναποδιά. Όχι γραφικοί, όχι φανατικοί. Ανοιχτοί σε συζητήσεις κάθε λογής, όμως, σταθεροί στις δικές τους αρχές και αξίες. Εκεί στηρίζονταν και ακουμπούσαν τις ελπίδες, σε κάθε αναπάντεχο κακό. Σπάνια διαψεύδονταν. Ό,τι δεν επεδίωξαν να κατακτήσουν εκείνοι, το κέρδισαν τα παιδιά τους, το ιερότερο δημιούργημα της ζωής τους.
Στοχαζόταν ο Αγγελής, πως έκλωθε η Μοίρα την τύχη του με τόση ζεστασιά και αγάπη που δεν θα το φανταζόταν ποτέ. Όμως ήρθε σιμά, με τη μορφή της Πόπης. Απλά, φυσικά, σαν να μην υπήρχε δισταγμός, κάποιο μικρό αγκάθι στη μοιραία συνάντησή τους. Ήταν βέβαιος πως δεν θα γινόταν ζευγάρι με την αγαπημένη του, αν εκείνη θα φορούσε την ιατρική φορεσιά. Δεν εμπόδισε το εμπόριο -έμπορος υποδημάτων ήταν- γάμους και δεσμούς, όπου προείχε αίσθημα και εκτίμηση. Όπου κυριάρχησε ο έρωτας μα, ίσως οι δρόμοι να μην τους έφερναν κοντά ή να συναντιόντουσαν πολύ αργά. Οι σπουδές, πέρα απ’ όλα τα άλλα, μπορεί να δημιουργούσαν μία «απόσταση» μεταξύ τους, σε κάποια επίπεδα. Υπάρχουν περιπτώσεις που η κοινωνική ή πνευματική διαφορά δεν υπερκέρασε την καλοσύνη, την ψυχική και σωματική ανωτερότητα. Υπάρχουν αρκετές τέτοιες εξαιρέσεις όμως ο κανόνας είναι πολύ σκληρός…
Πέρασαν λίγα χρόνια, οι καιροί άλλαζαν τις συνθήκες της καθημερινότητας της αγαπημένης οικογένειας και ήρθε το μεγάλο γεγονός. Ο Γιώργος άρχιζε σπουδές στην Ιατρική. Λίγο αργότερα, η Κάτια, φοιτήτρια της Παντείου, πραγματοποιούσε και αυτή το όνειρό της. Αργότερα, η κοπέλα, απόκτησε και άλλο πτυχίο. Στη διάρκεια των εξεταστικών περιόδων, δίπλα η μάνα που κρατούσε τα βαριά βιβλία στα χέρια της ελέγχοντας τις επιδόσεις του υποψήφιου ιατρού, ιδιαίτερα. Έτσι, ικανοποιούσε και το δικό της μεράκι από την εποχή της πρώτης νεότητας. Πολύ νέα ακόμη η Πόπη, χάρηκε για τα παιδιά της, όταν άρχισαν να εργάζονται και χόρεψε στους γάμους τους και ας ήταν κουρασμένη και άυπνη, στην προσπάθειά της να βοηθήσει, με κάθε τρόπο τα παιδιά, σε τέτοιες μεγάλες, υπέροχες στιγμές. Ο Γιώργος διάλεξε μία εντυπωσιακή, όμορφη κοπέλα, με σπουδές και η Κάτια, συναισθηματική και ευαίσθητη, αφέθηκε στον έρωτά της, με καλό παιδί, που ικανοποιούσε και τις προσδοκίες των γονιών. Από τον γιο και την όμορφη γυναίκα του, γεννήθηκαν δύο κοριτσάκια. Από την κόρη, και από τα δύο φύλα. Γέμιζε το σπίτι, του Αγγελή και της Πόπης, από την ομορφιά και χαρά μα και συγκίνηση, τις περιόδους που παιδιά και εγγόνια δεν χωρούσαν να καθίσουν καλά-καλά στο τραπέζι των γευμάτων και των εορταστικών δείπνων. Όνειρα, γέμιζαν τις σκέψεις όλων και ευτυχία φαινόταν να πλανιέται στα χαμόγελά τους.. Κάποια μέρα, όμως, ένα χαμόγελο έσβησε και, μαζί με αυτό, οι ελπίδες της γυναίκας του Γιώργου. Θα άφηνε πίσω τον ακριβό σύντροφό της και τα δύο πολύτιμα, μικρά κοριτσάκια του έντεκα και οκτώ χρόνων.
Δεν υπάρχει πιο τραγική εικόνα, από μία μάνα που κατέβαλε η κατάρα της αρρώστιας, που δεν είχε θεραπεία. Έσφιγγε στην αγκαλιά τις κόρες της και εκείνες κατανοώντας τους αποχαιρετιστήριους εναγκαλισμούς, ως έκφραση οδύνης και σπαραγμού της νέας μαμάς τους, έκλαιγαν μαζί της. Πώς αλλάζουν όλα ξαφνικά και απρόσμενα ή μεθοδικά και αργά…
Η Πόπη έγινε μάνα, γιαγιά, δασκάλα, όμως η γλυκειά, νεότατη μαμά έλειπε. Δεν περιορίστηκαν ο Αγγελής με την Πόπη, στη στήριξη των δικών τους, αγαπημένων προσώπων. Πρόσφεραν χρόνο και μέρος της ψυχής τους και στους φίλους. Ειδικά η γυναίκα -πιο νέα και με φιλίες στη γειτονιά- δεν δίσταζε να φανεί χρήσιμη και χωρίς να της το ζητήσουν. Με την άδεια και την ευγενική παραχώρηση αυτής της βοήθειας και από τον σύζυγό της. Αυτός ο άντρας που αγαπούσε τη γη, τα χωράφια, τους κήπους του, ήταν ευχάριστος και αγαπητός στην παρέα, τρυφερός, συγκινητικά, στους αγαπημένους του και σε όσους είχαν την τύχη να έχουν ξεχωριστή θέση στη ζωή του… κάποτε αρκέστηκε σε ελάχιστες δραστηριότητες. Είχε γευτεί χαρές, λύπες, τραγικές απώλειες και δυσκολίες στη ζωή. Παρέδωσε τον εαυτό του, με την ατέλειωτη αγάπη του στη λατρευτή του. Δεν την ταλαιπώρησε πάρα πολύ, όμως, αρκετά για να λυγίσει ο λεπτός, ψηλός κορμός της, πριν την τελική εξουθένωσή της. Από κοντά ο γιατρός γιος και η Δεσποινούλα, που φόρεσε και αυτή την ιατρική «στολή», είχε σύζυγο εξαιρετικό και δύο παιδάκια. Ερχόταν από Αθήνα. Δεν ένοιωσε, ο Αγγελής, μοναξιά, παράπονο στην ψυχή ούτε για μία στιγμή. Η Πόπη ήξερε τι θα συνέβαινε. Μέσα της βούλιαζε μα, του χαμογελούσε όπως πάντα, μόνο που τώρα δεν βούλιαζε το χαμόγελο στα λακκάκια στα μάγουλα. Ένοιωθε τον αέρα -Νοέμβριο μήνα- που έσπρωχνε αθόρυβα τη βαρειά, σιδερένια, με το κρύσταλλο, πόρτα στην οδό Σολωμού. Άδειαζε η ζωή της, ύστερα από πενήντα πέντε χρόνια. Πόσο γρήγορα πέρασαν και, όμως, για να τα διηγηθεί κανείς χρειάζεται καιρούς και καιρούς. Κράτησε το βλέμμα του, μισοσβησμένο μα επίμονο στο πρόσωπό της, σαν να έλεγε: «Ευχαριστώ, καρδιά μου, για όλα!». Τον παρέσυρε απαλά ο αέρας, κλείνοντας ήρεμα τα μάτια, τελειώνοντας, με σεβασμό, τα βάσανά του, σε βαθύ γήρας. Μαραίνεται η ψυχή, εκείνου που μένει, όμως δεν φαίνεται τέτοιος αποχωρισμός, τραγικός, όπως της νύφης της. Ολοκληρώθηκε ο κύκλος αγάπης και αγώνων. Μέσα και πάνω απ’ όλα αυτά που τον ευλόγησαν και του στέριωσαν, ήταν το πιο πολύτιμο δώρο. Η ουσία της ζωής, η αγάπη, η αλήθεια παρέα με τους θησαυρούς της μνήμης.