Βγήκε προσφάτως ο ετήσιος κατάλογος αξιολόγησης χωρών του Economist στον οποίο η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει πραγματοποιήσει άλμα προόδου ως δημοκρατική χώρα. Σύμφωνα με την έκθεση, ανεβαίνει εννέα θέσεις στο λεγόμενο «δείκτη ταξινόμησης» για το 2022 και από την 34η θέση το 2021, ανέβηκε πέρσι στην 25η θέση του φετινού καταλόγου.
Η επίδοση αυτή της Ελλάδας είναι η πέμπτη καλύτερη απ’ όλες τις χώρες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Η βελτίωση παρατηρείται στις περισσότερες κατηγορίες του δείκτη για το 2022. Έφτασε μάλιστα κοντά στην αναβάθμισή της σε «ολοκληρωμένη δημοκρατία», έπειτα από την παραμονή της στην κατώτερη κατηγορία από το 2010, όταν η κρίση του ελληνικού δημόσιου χρέους οδήγησε σε πολιτική και οικονομική κατάρρευση.
Παρότι η συνολική βαθμολογία της βελτιώθηκε από 7,56 το 2021 σε 7,97 το 2022 , η Ελλάδα παραμένει κατά τον Economist Intelligence Unit μια «προβληματική δημοκρατία».
Η Ελλάδα υστερεί στον δείκτη του 2022 σε σχέση με την ελευθερία του Τύπου. Αν και στην έκθεση επισημαίνεται ότι υπάρχει ελευθερία έκφρασης, τονίζεται επίσης ότι έχουν εντοπιστεί «στοιχεία που υποδηλώνουν ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι ελεύθεροι να ερευνούν δυσάρεστες αλήθειες».
Συγκεκριμένα στον τομέα αυτό διαπιστώνεται και διατυπώνεται στον κατάλογο αξιολόγησης του Economist ότι «υπάρχει σημαντική λογοκρισία σε θέματα που σχετίζονται με την αστυνομία, τον στρατό και την εκκλησία και οι δημοσιογράφοι συχνά αντιμετωπίζουν παρενοχλήσεις, απειλές και βία».
Γίνεται δε ειδική αναφορά στο σκάνδαλο των συνακροάσεων που κατά τον τους συντάκτες της έκθεσης επέδρασε μάλλον επιβαρυντικά:
«Επιπλέον, τον Αύγουστο του 2022 αποκαλύφθηκε ότι το κράτος παρακολουθεί δημοσιογράφους και πολιτικούς με τη χρήση τεχνολογίας spyware για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, αρνήθηκε σθεναρά ότι είχε προσωπική γνώση της δραστηριότητας αυτής, αλλά ζήτησε συγγνώμη γι’ αυτήν, λέγοντας ότι έβλαψε τη φήμη της κυβέρνησης, ειδικά καθώς ο κυβερνητικός αξιωματούχος που είχε την εποπτεία των υποκλοπών ήταν ο Γρηγόρης Δημητριάδης, ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργικού γραφείου.
Η υπόθεση οδήγησε στην παραίτηση του κ. Δημητριάδη και του επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Παναγιώτη Κοντολέων. Η κυβέρνηση εισήγαγε στη συνέχεια νομοθεσία για να καταστήσει την κατοχή και τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση έως και δέκα ετών και προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από το σκάνδαλο».