Της Ιωάννας Σφακιανάκη
Παιδιά κι’ είντα ‘χουν τα πουλιά και κλαίσινε τση Κρήτης;
γη τ’ άκουσαν πως πόθανε ο καπετάνι Σήφης;
Κλαίει τονε η Κίσαμος κι οι γι’ Αποκορωνιώτες
κ’ οι Σελινιώτες, Σφακιανοί, Χανιώτες, Ρεθεμνιώτες!
κ’ όσοι κι’ αν το κατέχανε, ούλ’ οι καλοί στραθιώταις.
Κλαίει τον κι’ η γυναίκα του Θεέ μου πως τη λυπούνται
Γιατ’ ήλεγ’ ό,τι του ‘στεκεν κι ούλοι μοιριολογούνται….
-Σηκώσου καπετάνιε μου να μη ροζοναρίσης,
Κι’ ούλον τ’ ασκέρ’ ανερωτά πού πας να πολεμήσης.
-Σηκώσου καπετάνιε μου να βάλης τ’ άρματά σου,
Να ιδής τ’ ασκέρ’ άπού ‘κλουθά να χαίρετ’ η καρδιά σου.-
-Άχι καϋμένε Σήφακα, χαϊμός το παλληκάρι,
Να πάθης τέθοιο θάνατο να ‘ρθης σε τέθοιο χάλι.
Να ‘θελε σε σκοτώσουνε ‘ς τον πόλεμο οι Τούρκοι
Δεν ήτον παραπόνεσι κι’ ούλοι θα σκοτωθούσι.
Μ’ απόθανες παράδικα ‘ς τσή Κίσαμος τα μέρη,
Τ ’Αποκορώνου τα χωριά δεν έχουνε χαμπέρι.
Οι Τούρκοι είνιε ‘ς τα Χανιά, είνιε κ’ εις το Καστέλι,
Κι’ ο καπετάνιος ‘ς τη Γωνιά πέτε μας ίντα θέλει;
-Ο καπετάνιος ‘ς τη Γωνιά ήρθε να προσκυνήση,
‘Σ τον Άδη θε νά κατεβή να μας ε βαγεστίση.-
‘Σ την κύρ Γωνιά τον πήγανε με ψαλμουδιαίς μεγάλαις
Κ’ επαίξανε και μπαλωθιαίς κ’ επαίξαν και μπουρμπάδαις.
Απόθανεν ο Τσελεπής κι’ ο καπετάνι Σήφης,
Τέθοι’ άντρες μπλιό δεν βγαίνουνε ποθές, μηδέ ‘ς την Κρήτη.
Απόθανεν ο Σήφακας, σκοτώθ’ ο Μπουζο-Μάρκος
Απούσαν άξι’ οι δυόν τωνε να πολεμούν το Κάστρο.
Εις την Ανατολ’ ήσανε με το Ζερβο-Νικόλα,
Κ’ εκειά εγνωριστήκανε κ’ εφιλευτήκαν κιόλα.
Τους τόπους των αφήκανε κι ήτο ξενιτεμμένοι
Εις τα βουνά γυρίζανε σαν να σανιε φταισμένοι,
Μιαν εκκλησιάν ευρήκανε κ’ ήτονε ρημασμένη.
‘Σ τον Άϊ Γεώργη μπήκανε να κάμουν ομιλία,
Κι’ αδερφοχτοί γεινήκανε μέσα ‘ς την εκκλησία.
Απήτης κ’ εγεινήκανε είπαν ίντα θα κάμουν,
Την Κρήτη να σηκώσουνε κ’ ύστερα ν’ αποθάνουν.
Κ’ εις το χωριό μηνύσανε να ‘ρθ’ ένας ξαγοράρης,
Να πάη γείς πνεμματικός για να τσοι μεταλάβη.
Κι’ απής τσοι ξεμολόησε και τσοι μεταλαβαίνει,
Ετότες δα τσοι γνώρισε πως ήσαν μπιστεμμένοι.
-Παιδάκια μου να ζήσετε, τούτ’ άπου μελετάτε,
Καλά να το βαστάξετε, πιστά, να μη φοβάστε.
Κι ’αμέτε ‘ς το Πατριαρχειό απούν’ ο Πατριάρχης,
Κ’ εκείνος έχει τη δουλειά κοντά να την ε σιάξη.-
Του βασιλιά εμήνυσεν ο βουλισμένος διάκος,
-Την Πόλη θε να κάμουνε οι Χριστιαν’ άνω-κάτω.
Κι’ ά δε μου το πιστεύγετε ελάστε να το ιδήτε,
Πόσα μαχαίρια και σπαθιά τουφέκια θε να ‘βρείτε.-
Και πάνε ‘ς το Πατριαρχειό και βρίστουν το τουφέκια
Και βρίστουν και ‘ς τον τσεπανέ δεμένα τα φυσέκια.
Θρήνος πολύ εγίνηκε, κόβγουν τον Πατριάρχη,
‘Σ το θάνατόν του ήλεγε: – Πόλεμος να βαστάξη.
Όποιος πιστεύγει ‘ς το Χριστό να πά να πολεμήση,
Και δίχως να ξαγορευτή να πά’ να κοινωνήση.-
Και την ευκήν του έδωκε κι’ άφηκε την κατάρα
Όποιος δεν τρέξη ‘ς τον οχθρό να ‘χη κακήν τρομάρα.
Για κείνο βάσταξ’ ο Μωριάς κ’ ήτονε μονοιασμένος,
Και την Τουρκιάν του έκλεισε κ’ εβγήκεν κερδισμένος.
Εβάσταξέν το κι’ ο Ζερβός κι’ ο καπετάν Αντώνης
Απού τον Αυλοπόταμο, απού το Μελιδόνι.
Καϋμένο Μυλοπόπταμο, καϋμένο Μελιδόνι,
Τον καπετάνιο σού ’χασες κ’ ίντα θαρρείς ακόμη;
Η ιστορία…
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στον Σήφακα, τον ηρωικό στρατηγό της Κρήτης του 1821. Λεγόταν Σήφης Κωνσταντουλάκης και γεννήθηκε στο Μελιδόνι του Αποκορώνου το 1771. Το προσωνύμιο Σήφακας το πήρε από το πελώριο ανάστημα του. Ήταν πολύ ψηλός, γεροδεμένος και με μεγάλη μυϊκή δύναμη. Ο πατέρας του Κωνστάντουλας, (ο Κωνστάντουλας ήταν ο σωματώδης και πελώριος Κωνσταντίνος πρωτότοκος γιος του Σήφη Κόκκινου) που καταγόταν από την Ίμπρο Σφακίων, ήταν ένας καπετάνιος κοινής αποδοχής και από τις δυο Επαρχίες. Πριν την Επανάσταση, έδρασε ως οπλαρχηγός, τρομοκρατώντας τους γενίτσαρους και με αφορμή κάποιον που σκότωσε βγήκε στα όρη χαΐνης. Κατά την Επανάσταση διακρίθηκε ως οπλαρχηγός του Αποκορώνου σε πάρα πολλές μάχες.
Οι ιστορικοί αναφέρονται σ’ αυτόν με ιδιαίτερη εκτίμηση. Και οι σελίδες της Κρητικής ιστορίας κατ’ επανάληψη αναφέρονται στην ηρωική δράση του.
Τέτοια ήταν η προσωπικότητά του, ώστε αρκετά μέλη της οικογένειάς του εγκατέλειψαν το επώνυμο Κωνσταντουδάκης και πήραν σαν επίθετο το δικό του όνομα. Παράδειγμα, ο νεώτερος αδελφός του Αντώνης Κωνσταντουλάκης, καπετάνιος κι αυτός σε επόμενους χρόνους, ο οποίος αναφέρεται από τους ιστορικούς και τους ριμαδόρους της εποχής, ως Αντώνης Σήφακας. Αλλά έτσι υπέγραφε κι ο ίδιος ο αδελφός αυτός. Μέλη της οικογένειας κατοίκησαν στα Σφακιά, Αποκόρωνα και Κίσσαμο, άλλοι ως Κωνσταντουδάκης και άλλοι ως Σήφακας, άλλοι δε ως Κακούρης (του Μελιδονίου), αλλά ήταν μια οικογένεια.
Γενικός Αρχηγός Αποκορώνου κατά την επανάσταση του 1821, πήρε μέρος και διέπρεψε σε αμέτρητες μάχες, σε διάφορα μέρη – με «βάση» του, όμως, το βουνό της Μαλάξας και ανακηρύχτηκε σε πεντακοσίαρχο. Πολέμησε μαζί με τους αδερφούς του και τον κουνιάδο του. Παρ’ όλα αυτά, ο μπαρουτοκαπνισμένος εκείνος πολέμαρχος ήταν «γραφτό» να μην πεθάνει από σφαίρα.
Τον τρίτο χρόνο της επαναστάσεως, πολεμώντας του Τούρκους στην επαρχία Κισάμου, έπαθε πνευμονία. (Άλλοι λένε πως τον δηλητηρίασαν). Τον μετέφεραν τα παλικάρια του στο χωριό Ρογδιά. Τον φρόντισαν όσο μπορούσαν. Μα ο ήρωας πέθανε μετά από δεκατρείς μέρες ασθένειας, στις 18 Μαρτίου του 1823. Όταν πέθανε ήταν 52-53 χρόνων. Η κηδεία του έγινε στη Μονή Κυράς Γωνιάς στο Κολυμπάρι. Η θλίψη του σκλαβωμένου κόσμου ήταν μεγάλη, όσο και καθολικό το πένθος σε όλο τον Νομό Χανίων και για τον χαμό του.
Πλείστα δημοτικά τραγούδια αλλά και έντεχνη ποίηση αναφέρονται στην προσωπικότητα του Σήφακα. Γνωρίζοντας μάλιστα τον γίγαντα αυτό της δύναμης και ανδρείας, αμφισβητήθηκε ακόμη και το γεγονός του θανάτου του από μια κοινή αρρώστια όπως η πνευμονία.
Σηκώσου καπετάνιο μου, να βάλεις τ’ άρματά σου,
Να δεις τ’ ασκέρι που ‘κλουθά να χαίρετ’ η καρδιά σου
……………………..
Κι απόθανεν ο τσελεπής ο Καπετανιο-Σήφης.
Τέθοιοι άντρες πια δε βγαίνουνε ποθές μήδε στην Κρήτη…
Λίγο πριν πεθάνει, ο Σήφακας, καταλαβαίνοντας πως το τέλος του θα ερχόταν σύντομα, δακρυσμένος, φίλησε τα άρματά του και τα παρέδωσε στους δικούς του ανθρώπους. Το τουφέκι του στον αδελφό του Νικόλαο, την πιστόλα του στον αδελφό του Αντώνιο και το μαχαίρι του στον κουνιάδο του Μιχάλη.
Η στεντόρεια φωνή του Σήφακα που τρομοκρατούσε τους γενίτσαρους, τους πιο μάχιμους από τους Τούρκους, αντηχεί ακόμα στα Σφακιανά χαράκια σαν κάτσεις και αφουγκραστείς τον αγέρα με ανοιχτή καρδιά και σκέψη….
Δεν πέθανε ο Σήφακας ακόμα αντιλαλιέται
μες τα φαράγγια τα βαθειά και άγρια η φωνή του,
ακόμα τσ’ άγριες νυχτιές λένε πως αγροικιέται
ο τρομερός ο πάταγος ‘πό ‘κανε το σπαθί του
Μες ‘ς τις νυχτιαίς του Δεκεμβριού που βρέχει και χιονίζει
Και ‘ς τη σκοτίνια την πολύ και μες ’ς την κατσιφάρα
Φαίνεται ο ίσκιος του ο μακρύς και μυρωδιαίς σκορπίζει
Και μες ‘ς το διάβα του σκορπά ελευθεριάς λαχτάρα