Του Πέτρου Μ. Βλαχάκη *
Ένας μύθος διηγείται για τα παλιά αναφορικά με την Κρήτη και που αφορά το νησί των Θεοδώρου, μέσα στον Κόλπο των Χανίων, μοναδικό σε σχήμα και γραφικότητα. Ήταν, λέει ο μύθος για το νησί, ένα μεγάλο θεριό τα παλιά τα χρόνια που ήρθε από το πέλαγος για να φάει την Κρήτη. Μα την ώρα που άνοιγε το στόμα του να την καταπιεί, η χάρη του Αγίου το λίθωσε και έμεινε τότε εκεί, σαν παράδειγμα για όσους επιβουλεύτηκαν την Κρήτη. Λες και γι’ αυτό αργότερα τα μαύρα τα πουλιά του πολέμου έκαμαν την επίθεση από τον αέρα. Όμως και αυτά, κατά θεία δίκη, είχαν την ίδια τύχη του θεριού.
Για τη μάχη της Κρήτης έχουν γραφεί και θα γράφονται πολλά. Όπως και για όλη την αντίσταση όλου του κόσμου ενάντια σ’ εκείνη την επίθεση του φασισμού κατά της ειρηνικής ανθρωπότητας. Όμως έγινε σαφές ότι η ιδιαιτερότητα της μάχης αυτής υπήρξε μοναδική σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Κι αυτό χάρις στην αυθόρμητη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου πλάι στους ηρωικούς Νεοζηλανδούς στρατιώτες, σε μια σύζευξη μ’ αυτούς μιας υπέρτατης και μοναδικής αντιστασιακής υπέρβασης. Αυτή, που στην κρίσιμη ιστορική ώρα του πολέμου, με την καταστροφή του καλύτερου όπλου του εχθρού, των αλεξιπτωτιστών, άλλαξε την όλη πορεία των πολεμικών πραγμάτων.
Από την πλευρά μου ο μόνος λόγος που μου πέφτει είναι να περιοριστώ σε μερικές προσωπικές εμπειρίες, όπου και όταν ο ίδιος έζησα, σε γεγονότα και πράγματα συμβάλλοντας ίσως έτσι σαν αυτόπτης μάρτυρας στην ιστορία της μάχης αυτής. Της Μάχης του Γαλατά.
Από την πρώτη στιγμή, από την πρώτη ώρα της μάχης και από πλευράς λαϊκού στοιχείου είχες κιόλας την εντύπωση πως κατεβήκανε από τα κάδρα των τοίχων των νοικοκυριών οι μορφές των γονέων και των πολεμιστών προγόνων, στους δρόμους και προς όλα τα σημεία, και ανακατεύονταν με τους ζωντανούς απογόνους σε ένα πύρινο πανηγύρι, ποιος θα βρει πρώτος το στόχο. Ήταν περίπου το ίδιο όπως όταν ξεσηκώνονταν οι ίδιοι εκείνοι εργάτες του τίμιου μόχθου, στους γάμους και στις βαφτίσεις, για να ξεδώσουν. Μόνο που τούτο το γλέντι δεν έμοιαζε με τα άλλα. Κι όπως δεν υπήρχαν τουφέκια, καθώς τους τα είχε πάρει η 4η Αυγούστου, νόμιζες πως τα άρπαξαν μέσα στην αναμπουμπούλα του πολέμου, από τις φωτογραφίες των γονιών τους. Ελάχιστοι γκράδες βρέθηκαν μόνο κι αυτοί σκουριασμένοι, μέχρι που σπάσανε μια αποθήκη με εκπαιδευτικά όπλα στα Χανιά. Αυτά που μοίρασε ο Νοματάρχης, αργότερα, με σφαίρες στους υπόλοιπους. Και που μ’ αυτό έγινε η μεγάλη επίθεση της Ντάμπιας. Εκεί όμως εγώ δεν ήμουν.
Το γεγονός αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η πρώτη ώρα της μάχης. Ήταν την ώρα που βγαίναμε από το καταφύγιο στη θέση Τζαγκόλη, μιας και καταλάβαμε πως δεν ήταν κανένας βομβαρδισμός της καθημερινής ρουτίνας. Κείνη την ώρα ένα οπλιταγωγό περνούσε από πάνω μας. Εγώ σταμάτησα πλάι σε δυο ένοπλους Έλληνες στρατιώτες που ήταν κρυμμένοι στη ρίζα μιας ελιάς. Το αεροπλάνο έκαμε κείνη τη στιγμή στροφή προς το μέρος μας. Ένας αλεξιπτωτιστής βγήκε μέχρι την πόρτα, αλλά δίσταζε να πηδήξει. Το αεροπλάνο έκαμε μια στροφή ακόμη στο χωριό και ξαναγύρισε. Τότε πήδηξε ο αλεξιπτωτιστής.
Τον έδειξα αμέσως στους στρατιώτες, οι οποίοι άρχισαν να τον πυροβολούν και αυτόν και το αεροπλάνο, που κατευθύνονταν προς την Πλακούρα. Όμως μπήκε μπροστά ένα σπίτι και συγκεκριμένα το σπίτι του Γερογιάννη και έκρυψε το στόχο. Οι στρατιώτες νόμισαν ότι τον πέτυχαν και δεν κινήθηκαν παραπέρα. Εγώ όμως έτρεξα προς την κατεύθυνση της πτώσης του να δω τι απέγινε. Μέχρι να φθάσω εκεί που ήταν πράγματι στη θέση Πλακούρα τον είχε ήδη πυροβολήσει ο Μανώλης ο Θεοδωράκης, χωριανός, με δίκαννο, που όμως και αυτός πυροβολήθηκε από το Γερμανό μετά την πτώση του. Ο Θεοδωράκης πέθανε από τα τραύματά του. Όμως την ώρα της συμπλοκής όρμισε ένας άλλος χωριανός, τελείως άοπλος, ο Φυντικάκης, που με μια πέτρα στο χέρι, αποτελείωσε το Γερμανό, που και τραυματίας όπως ήταν, αποδείχθηκε επικίνδυνος. Έτσι πήρε τέλος αυτή η μεμονωμένη, αλλά χαρακτηριστική σκηνή του άνισου αυτού πολέμου. Όπως ακριβώς και καλύτερα τα δείχνει ο πίνακας που ακολούθησε. Παρακάτω προς τον Άη Γιώργη είχαν πέσει δυο άλλοι Γερμανοί. Αυτοί παραδόθηκαν σε μια ομάδα χωριανών που τους επιτέθηκε, που μέσα σ’ αυτούς ήταν ο κουμπάρος μου Δρακάκης Στέλιος, που μου τα διηγήθηκε.
Ο ένας από τους δύο Γερμανούς ήταν τραυματισμένος και πέθανε αργότερα στα χέρια κοριτσιών του Γαλατά, που είχαν αναλάβει την περίθαλψή του. Ο άλλος επέζησε και τον παρέδωσαν στο Σταθμό του Γαλατά. Ήταν φοβερά τρομοκρατημένος και έδειχνε τη φωτογραφία της οικογένειάς του εκλιπαρώντας και κλαίγοντας να τον λυπηθούν, γιατί μερικοί στρατιώτες τον απειλούσαν. Τότε ένας παλαίμαχος, ηλικιωμένος χωριανός, ο Κορωναίος, γυρίζει τον γκρα κατ’ απάνω τους και απειλητικά τους λέει: «Τα λιόφυτα είναι γεμάτα Γερμανούς. Αν είστε άντρες αμέτε να τσι πιάσετε. Ετούτος είναι αιχμάλωτος και είναι ιερός. Όποιος τολμήσει να τον πειράξει θα τονέ σκοτώσω».
Ειδοποιήσαμε τότε τον παπά, γιατί οι χωροφύλακες ήταν αμφίβολοι για τη ζωή του. Πράγματι ήρθε ο παπα-Βασίλης και τον πήρε στο σπίτι του θυμάμαι και το όνομά του. Τον λέγανε Φριτς. Απαίτησε όμως ο παπάς, κατόπιν, πολύ έξυπνα, από τον Φριτς, μια επιστολή που έλεγε ότι το χωριό, όχι μόνο δεν πολέμησε τους Γερμανούς, αλλά τους βοήθησε κιόλας επικαλούμενος σαν απόδειξη τη δική του τη σωτηρία. Αυτό αργότερα έσωσε το χωριό. Και το ξέρει το χωριό καλύτερα από μένα. Όμως ένα πράγμα δεν ξέρει το χωριό. Ότι ο παπάς αυτός σε όλο το διάστημα της Κατοχής, στην προσπάθειά του να στερεώσει αυτή τη μαρτυρία για το φόβο των αντιποίνων, έστελνε συνεχώς δέματα από το υστέρημά του στην οικογένεια του Γερμανού, ενώ ήταν πάμπτωχος, με πολυμελή οικογένεια και μικρά παιδιά. Εγώ ο ίδιος, και το λέω στο λόγο της τιμής μου, κρατούσα αυτή τη δραματική επαφή και αλληλογραφία μέχρι το τέλος.
Ήταν όλα γεγονότα και πράγματα τόσο ανακατεμένα τραγικά και απίθανα, που καμιά φιλοσοφία δεν μπορεί να τα κατατάξει ούτε σε λογική ιεράρχηση, ούτε οντολογική αξιολόγηση. Όταν τις ίδιες εκείνες ώρες άλλοι Γερμανοί της ίδιας προέλευσης και χάριν διασκεδάσεως, πυροβολούσαν και σκότωναν άλλο χωριανό, για μόνο το λόγο πως ήταν κοντός και με ένα χέρι και τους φάνηκε γελοίος. Ήταν ο Σταθάκης ο Γιώργης, που καθώς οι χωριανοί συνήθιζαν το παρατσούκλια, τον έλεγαν χαρακωτό. Κι όμως ο άνθρωπος αυτός, χώρια από την ανθρωπιά και του ήθος του, ήταν από τους καλύτερους εργάτες του αφάνταστου τότε μόχθου της γης. Αυτής της ίδιας γης που τον δέχθηκε και που την τίμησε τελικά με το μαρτύριο του.
Μάθε ακόμα φίλε του Σχολείου και της μόρφωσης, ότι το τέλος της μάχης αυτής, της Μάχης του Γαλατά, το υπέγραψε με το αίμα του ένας απλός μαθητής του Γυμνασίου. Ήταν ο κατάπρωτος, ελεύθερος σκοπευτής, κατ’ ευθείαν στο ύψωμα 107. Παρών από την πρώτη ώρα της μάχης, στο νεκροταφείο, μαζί με τους φίλους του Γλαμπεδάκη Δημήτρη γιατρό και τον Παπαγρηγοράκη Παναγιώτη, όπως ο ίδιος τους είδα όταν γύρισαν για ανεφοδιασμό και ερώτησα:
«Παντελή πόσους;»
Απαντά αυτός :
«13 για την ώρα».
Τ’ άκουσες φίλε; Όπως το ακούτε το άκουσα από το στόμα του. Και πάλι στο λόγο της τιμής μου και στην ιερή μνήμη του. Δεκατρείς. Σ’ αυτό το γρουσούζικο αριθμό έμεινε. Τελείωσε όμως τη δράση του με το 10, το «άριστα», όσες ήταν περίπου και οι σφαίρες που δέχθηκε από την πλατεία, από εκεί που ήταν πρώτα το σχολειό του. Γιατί στην υποχώρηση, ούτε το όπλο πέταξε, ούτε και παραδόθηκε. Τώρα μόνο παραδίδεται σαν το πολυτιμότερο πλάσμα της πλάσης, στη μνήμη των μαθητών του χωριού και του κόσμου.
Αυτός είναι ο Παντελής Γερογιάννης, γέννημα και θρέμμα του Γαλατά, μαθητής της 6ης τάξης του Γυμνασίου Αρρένων Χανίων.
Έτσι τέλειωσε και τη ζωή του και το Γυμνάσιο. Μαζί με τόσους άλλους ήρωες, σύγχρονούς του και παλαιότερους «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος». Έτσι διανθίστηκε και το τέλος της θρυλικής αυτής μάχης που έγινε και το προζύμι στη συνέχεια της λαϊκής αντίστασης στην Κατοχή που επακολούθησε.
Από το τιμητικό αφιέρωμα στους αγωνιστές της Μάχης του Γαλατά, 2001
* Ο Πέτρος Μ. Βλαχάκης είναι ο λαϊκός ζωγράφος που φιλοτέχνησε τον πιο χαρακτηριστικό πίνακα της Μάχης της Κρήτης