Αντιμέτωπες με την λειψυδρία βρίσκονται πολλές περιοχές της χώρας και συνολικά 14 δήμοι της χώρας έχουν κηρυχθεί από την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με τους επιστήμονες να επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις για το έντονο πρόβλημα.
«Τώρα ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με λειψυδρία που πρέπει να την αντιμετωπίσουμε σαν μια κανονικότητα λόγω της κλιματικής αλλαγής. Με άλλα λόγια, η λειψυδρία ήρθε και θα παραμείνει. Δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο, όπως γινόταν στο παρελθόν» δήλωσε στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 91,6 και 105,8, ο Ευθύμιος Λέκκας, Καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής & Εφαρμοσμένης Γεωλογίας στο Τμήμα Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όπως και υπογράμμισε στους δημοσιογράφους «Υπολογίζαμε ότι η κλιματική κρίση θα έρθει τη δεκαετία του ‘40, του ‘50 και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οι επιστημονικοί φορείς της Ελλάδας αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο αυτό θεωρούσαν.
Όμως, έχουμε αρχίσει να βιώνουμε ήδη από το ’17 με ‘18 τα πρώτα κρίσιμα αποτυπώματα της κλιματικής κρίσης, που δεν είναι μόνο η λειψυδρία, η οποία είναι ένα από τα δεδομένα τα οποία υπάρχουν, όμως είναι επίσης και οι φυσικές καταστροφές, οι ξηρασίες, οι δασικές πυρκαγιές, τα έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, οι κατολισθήσεις. Μεταξύ των άλλων όμως, κυρίαρχο είναι και η λειψυδρία, που σημαίνει ότι υπάρχει έλλειμμα ισοζυγίου, δεν υπάρχουν βροχοπτώσεις ή όταν υπάρχουν οι βροχοπτώσεις πέφτουν με τέτοια ραγδαιότητα που δεν μπορεί το έδαφος να απορροφήσει το νερό και αντίθετα, δημιουργεί καταστροφικά πλημμυρικά φαινόμενα.
Συνεπώς δεν έχουμε εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων και ούτε την πλήρωση των ταμιευτήρων που έχουμε. Και το τελευταίο χρονικό διάστημα και κυρίως το χειμώνα, ουσιαστικά εκείνο το οποίο είχαμε ήταν η έντονη λειψυδρία, η απουσία βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουμε από τους πρώτους μήνες το πρόβλημα που είναι επιτακτικό. Γι’ αυτό και πολλές περιοχές της χώρας τέθηκαν σε έκτακτη ανάγκη. Και αυτές είναι τα νησιά για πολλούς και διάφορους λόγους, η Πελοπόννησος, η ηπειρωτική χώρα, η Στερεά, ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας. Αυτές είναι το εντονότερο πρόβλημα. Το αντιμετωπίζουμε επίσης και σε κάποιες περιοχές στη Δυτική Ελλάδα, όπου κι εκεί τα πρώτα σημάδια, όπως στην Κέρκυρα για παράδειγμα, έχουν αρχίσει να διαφαίνονται. Κοιτάξτε, είναι σύνθετο το πρόβλημα, γιατί δεν οφείλεται μόνο στην απουσία των βροχοπτώσεων τη χειμερινή περίοδο, την περίοδο που μας πέρασε, αλλά οφείλεται και στη μη προσαρμογή της κατανάλωσης. Ειδικά στα νησιά του Αιγαίου, επειδή η κατανάλωση αυξάνεται, θα έλεγε κανένας λόγω τουριστών και λόγω του τουρισμού-καταλαβαίνεται ότι το πρόβλημα είναι μείζον».
Εν συνεχεία, ανέφερε χαρακτηριστικά το εξής «Το θέμα είναι να κατανοήσουμε ακριβώς τι συμβαίνει στην ατμόσφαιρα και να κατανοήσουμε ακριβώς την κλιματική κρίση, από τι συνίσταται και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε με μεθοδολογίες και να εμπλουτίσουμε περισσότερο τους υδροφόρους υπόγειους ορίζοντες και τους ταμιευτήρες. Αυτή είναι μία διαδικασία, η μία κατηγορία ουσιαστικά της αποθήκευσης του νερού. Και η άλλη κατηγορία είναι η κατηγορία της εξοικονόμησης του νερού, που είναι και αυτή πολύ σημαντική γιατί πρέπει ουσιαστικά σε πολλές περιοχές τα δίκτυα να αντικατασταθούν γιατί έχουμε πολλές διαρροές (…).
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν άμεσες λύσεις. Δηλαδή εάν εγκλωβιστούμε στη λύση των άμεσων προβλημάτων που προκύπτουν, που είναι επιτακτικά, δεν το συζητάμε και δεν κάνουμε σχεδιασμό δεκαετίας, τουλάχιστον για τη διαχείριση του νερού σε εθνικό επίπεδο, δεν θα κάνουμε απολύτως τίποτα κάθε έτος και θα αντιμετωπίζουμε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα».
Έπειτα, πρόσθεσε «Το πρώτο θέμα ή το κυρίαρχο είναι να δούμε τι ποσά μπορούμε να αποθηκεύσουμε σε μια περίοδο εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης που τα πράγματα θα δυσκολεύουν όσο περνάει ο χρόνος. Το δεύτερο είναι να δούμε πως θα διακινηθεί όλος αυτός ο όγκος του νερού και με τι συνθήκες. Δεν είναι μόνο το θέμα των διαρροών, είναι και το θέμα της υγιεινής του νερού.
Το τρίτο βεβαίως είναι να καθοριστούν στρατηγικά το πού θα πρέπει να ξοδεύουμε το νερό. Υπάρχει μια υποβόσκουσα διαμάχη μεταξύ του αγροτικού τομέα, μεταξύ του τουρισμού, μεταξύ των κατοίκων. Για παράδειγμα, πάρτε ένα τουριστικό νησί αυτή την εποχή, στην Κρήτη ή σε άλλες περιοχές όπου εκεί πρέπει να ισορροπήσει η όλη διαδικασία μεταξύ του τι νερό θα δώσουμε, θα προωθήσουμε στον αγροτικό τομέα που είναι κρίσιμος τομέας. Δεν το συζητάμε. Και είναι κρίσιμο αυτό γιατί στον αγροτικό τομέα στηρίζεται ή είναι ο πρωτογενής τομέας που στηρίζεται ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας. Στη συνέχεια έχουμε τον τουρισμό. Ο τουρίστας της Φινλανδίας, της Σουηδίας, της Γερμανίας, του Βελγίου δεν έχει ασκηθεί στην εξοικονόμηση του νερού γιατί το έχει άφθονο. Ούτε κι εμείς βέβαια το έχουμε σκεφτεί. Είναι και αυτό που λέτε για το πλύσιμο των αυτοκινήτων. Όλα αυτά λοιπόν, δημιουργούν τεράστιες πιέσεις και θα έλεγα και υπάρχουν και υποβόσκουσες και κοινωνικές αντιθέσεις μεταξύ των παραγωγικών τάξεων.
Eθνικό στρατηγικό πλάνο διαχείρισης των νερών σε περίοδο εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης
Τέλος, ο κ. Λέκκας δεν παρέλειψε να επισημάνει «Πρέπει να αρχίσουμε με ένα εθνικό στρατηγικό πλάνο διαχείρισης των νερών σε περίοδο εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης, για να θέσουμε κανόνες και προτεραιότητες. Εκεί είναι το θέμα. Δηλαδή, αν δεν σχεδιάσουμε έγκαιρα και με βάση τα νέα δεδομένα που προκύπτουν και που αλλάζουν προς το χειρότερο, δεν θα κάνουμε τίποτα. Κάθε χρόνο θα έχουμε όλη αυτή την ανησυχία αλλά και τις αντιπαλότητες που υπάρχουν μεταξύ των φορέων για το ποιος φταίει, ποιος ξοδεύει, τι πήρε ο καθένας και όλα τα σχετικά (…). Άρα, άμεσες λύσεις και άμεσος σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο. Και ευτυχώς που υπάρχει αυτή η πρωτοβουλία εκ μέρους της κυβέρνησης, αυτή την στιγμή, για να δούμε που πάμε και τι πρέπει να κάνουμε. Ένας εθνικός σχεδιασμός λοιπόν, ο οποίος θα πρέπει να στηρίζεται στα νέα δεδομένα».
Δεν αντέχουμε άλλον άνυδρο χειμώνα
Νωρίτερα, μιλώντας στην εκπομπή του OPEN «Ώρα Ελλάδος», ο κ. Λέκκας είπε αρχικά πως υπάρχουν δύο παράγοντες που έχουν οδηγήσει σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. «Από τη μία είναι οι υδρομετεωρολογικοί παράγοντες, δηλαδή η ανομβρία που υπήρχε τον προηγούμενο χειμώνα αλλά και τα προηγούμενα χρόνια η οποία δεν τροφοδοτεί ούτε τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες, ούτε τους επίγειους ταμιευτήρες. Έτσι, υπάρχει το πρωτογενές έλλειμα σε νερό.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η αύξηση της κατανάλωσης. Λόγω της ξηρασίας και της αύξησης των θερμοκρασιών η κατανάλωση έχει φτάσει στα ύψη. Ειδικά στα νησιά η κατανάλωση αυξάνεται με τον τουρισμό και τον υπερτουρισμό. Δημιουργούνται συνεπώς πολλά προβλήματα στο τουριστικό τομέα αλλά και στον αγροτικό τομέα, όπου εκεί δεν μπορούν να παραχθούν πια τα αγροτικά προϊόντα. Επίσης, σταδιακά προκύπτει η λεγόμενη ερημοποίηση, δηλαδή η παρατεταμένη ξηρασία που οδηγεί στην έλλειψη της κάλυψης της γης από γόνιμα συστατικά».
Αναφορικά με το πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα, υπογράμμισε ότι «ήδη έχουμε χάσει καλλιέργειες. Βλέπεται τι γίνεται με την παραγωγή ελαιόλαδου» και αναφέρθηκε στα αποτελέσματα της ερημοποίησης: «Είναι τεράστιο το θέμα, ειδικά σε περιοχές που έχουμε να κάνουμε με περιορισμένους πόρους. Όπως στα νησιά αλλά και σε μεγαλύτερες περιοχές, όπως στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο ή ακόμα και στη Θεσσαλία, όπου εκεί συμβάινει το εξής: Έχουμε από τη μία τα έντονα καιρικά φαινόμενα, τις πλημμύρες «Ιανός» και «Ντάνιελ», αλλά αυτά τα φαινόμενα δεν τροφοδοτούν τους υδροφόρους ορίζοντες καθώς πολύ νερό πέφτει σε πολύ λίγο χρόνο, με αποτέλεσμα να φεύγει στη θάλασσα και να μην έχουμε αποθήκευση νερού».
«Άμεσα ότι και να κάνουμε, δεν λύνεται το θέμα. Χρειάζεται ένας στρατηγικός σχεδιασμός σε όλα τα επίπεδα που θα περιλαμβάνει τον εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων, θα περιλαμβάνει επίγειους ταμιευτήρες και αποθήκευση νερού για να έχουμε αυξημένη επάρκεια. Ένα τεράστιο θέμα είναι η κατανάλωση. Να γίνει κτήμα σε όλους μας ότι το νερό δεν είναι ανεξάντλητο, είναι πολύτιμο. Γίνονται πολλές σπατάλες οι οποίες θα μπορούσαν να αποφευχθούν».
Τέλος, επεσήμανε πως η χώρα μας δεν μπορεί να αντέξει άλλον άνυδρο χειμώνα και επικεντρώθηκε στα προβλήματα που θα μεγαλώσουν: «Δεν αντέχουμε άλλον άνυδρο χειμώνα. Και η αγωνία είναι οι βροχοπτώσεις που θα υπάρξουν. Πρέπει να δούμε τι θα υπάρξει στη χειμερινή περίοδο και να διαμορφώσουμε έγκαιρα τις πολιτικές μας για την σωστή χρήση του νερού και τον περιορισμό του. Δεν είναι λύση η αφαλάτωση. Χρειάζεται μεγάλο κόστος και δεν είναι περιβαλλοντολογικά σωστό».
Την Ελλάδα που γνωρίζαμε θα την ξαναδούμε, αν πάρουμε μέτρα, ίσως τον 22ο αιώνα
«Φυσικά μπορεί να αντιμετωπίσει πρόβλημα λειψυδρίας η Αττική», τόνισε ο καθηγητής φυσικών καταστροφών, Κώστας Συνολάκης, ο οποίος τόνισε ότι «χρειάζεται μια μακροπρόθεσμη πολιτική, η οποία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει».
Μιλώντας στην εκπομπή «Συνδέσεις» του ΕΡΤNews για το πρόβλημα της λειψυδρίας, ο κ. Συνολάκης είπε πως μέσα στο καλοκαίρι «δεν μπορούμε να έχουμε σπάταλη νερού. Θυμάμαι παλιότερα και στα ελληνικά ξενοδοχεία… έλεγε ακόμα και σε απλά πράγματα όπως “τις πετσέτες σας, τα σεντόνια σας, αν δεν θέλετε να σας τα πλένουμε κάθε μέρα, να τα αφήνετε στις κρεμάστρες έτσι ώστε να ξέρουμε” για να μην υπάρχει σπατάλη».
Υπενθύμισε ότι στην Ελλάδα, πριν από περίπου 30 χρόνια, στην αρχή της δεκαετίας του 90, υπήρξε τεράστια λειψυδρία.
Τόνισε πως αυτό που δεν έχουμε καταλάβει σαν κοινωνία είναι ότι η κλιματική αλλαγή είναι «εδώ». «Του χρόνου τα πράγματα δεν θα είναι καλύτερα να είναι το ίδιο», εξήγησε ενώ, πρόσθεσε πως, «πρέπει να υπάρχει διαφορετική τιμολόγηση στο νερό».
Παράλληλα, έθεσε το ζήτημα του υπερτουρισμού. «Πρέπει να κάνουμε κι αυτή την κουβέντα. Πόσο τουρισμό μπορούν να αντέξουν οι υποδομές μας», είπε.
Ο κ. Συνολάκης ανέφερε πως, «τον επόμενο χρόνο θα είναι όπως φέτος. Είμαστε σε μία καινούργια πραγματικότητα. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε με την κλιματική αλλαγή» και τόνισε πως, «αυτή την Ελλάδα που γνωρίζαμε σαν μικρά παιδιά, δυστυχώς θα την ξαναδούμε – αν πάρουμε τα μέτρα μας – ίσως τον 22ο αιώνα».
Όσο για το αν το πρόβλημα λειψυδρίας μπορεί να το αντιμετωπίσει και η Αττική που είναι συγκεντρωμένος μισός πληθυσμός της χώρας, δήλωσε: «Φυσικά μπορεί να αντιμετωπίσει πρόβλημα λειψυδρίας και το έχει αντιμετωπίσει. Το αντιμετώπισε πριν από 30 χρόνια (…). Γνωρίζω ότι η ΕΥΔΑΠ προσπαθεί να κάνει ένα βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο προγραμματισμό για την οικονομία νερού, αλλά είναι κάτι το οποίο είναι μπροστά από τις πόρτες μας».