Από τον γαλλικό νότο έως τις πεδιάδες της Κεντρικής Ευρώπης και την ελληνική ύπαιθρο, ένα κοινό μήνυμα αντηχεί στα μπλόκα των αγροτών: τα όρια αντοχής έχουν ξεπεραστεί. Η απάντηση των Βρυξελλών, ωστόσο, παραμένει σταθερά η ίδια: πολιτική κατανόηση χωρίς οικονομικό αντίκρισμα και υποσχέσεις δίχως δημοσιονομικό κόστος. Αυτή η διάσταση απόψεων μεταξύ παραγωγών και κέντρων λήψης αποφάσεων λαμβάνει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις, υπό το βάρος των αποφάσεων για τη χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία.
Το χάσμα μεταξύ της ευρωπαϊκής ηγεσίας και της αγροτικής βάσης βαθαίνει, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη χορήγηση πακέτου βοήθειας ύψους 90 δισεκατομμυρίων ευρώ προς την Ουκρανία, μέσω μηχανισμού κοινού δανεισμού. Η κίνηση αυτή, αν και γεωπολιτικά αιτιολογημένη, δημιουργεί έναν αναπόφευκτο παραλληλισμό ως προς τις προτεραιότητες της Ένωσης.
Το ελληνικό μερίδιο και οι «απόντες»
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η συμμετοχή της Ελλάδας στον εν λόγω μηχανισμό χρηματοδότησης εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει έως και τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ποσό αυτό καθίσταται βαρύτερο, δεδομένου ότι τρία κράτη-μέλη της Ε.Ε. (Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) επέλεξαν να απέχουν από τη διαδικασία, αυξάνοντας αναλογικά το οικονομικό βάρος για τους υπόλοιπους εταίρους.
Πρόκειται για μια επιλογή με σαφές γεωπολιτικό πρόσημο, η οποία αντιμετωπίστηκε από τις Βρυξέλλες ως αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα. Το μήνυμα είναι σαφές: Όταν το διακύβευμα αφορά τον πόλεμο και τη στρατηγική σταθερότητα, οι πόροι εξευρίσκονται. Όταν, όμως, το ζήτημα αφορά την επιβίωση της αγροτικής τάξης, τα ταμεία εμφανίζονται άδεια και το επιχείρημα της «δημοσιονομικής στενότητας» επιστρατεύεται ως ανυπέρβλητο εμπόδιο.
Ο πόλεμος φτάνει στα ελληνικά ύδατα
Η συζήτηση αυτή αποκτά νέα δυναμική μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο των επιχειρήσεων. Ο πόλεμος, τον οποίο η Ευρώπη –και κατ’ επέκταση η ελληνική κυβέρνηση– χρηματοδοτεί, δεν περιορίζεται πλέον στα σύνορα της Ανατολικής Ευρώπης. Το πρόσφατο χτύπημα ουκρανικών drones σε ρωσικό πετρελαιοφόρο νότια της Κρήτης, λίγα χιλιόμετρα από τις ελληνικές ακτές και τον τόπο καταγωγής του Πρωθυπουργού, μεταφέρει την ένταση στην «πόρτα» μας.
Το γεγονός αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη σχετικά με τον εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό έναντι της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης.
-
Ποια είναι η εθνική στρατηγική πίσω από τη βαθιά εμπλοκή της χώρας σε μια πολεμική σύγκρουση;
-
Με ποια νομιμοποίηση και βάσει ποιας συλλογικής απόφασης αναλαμβάνεται τέτοιο ρίσκο, χωρίς προφανές, άμεσο όφελος για τα εθνικά συμφέροντα;
Η αντίφαση είναι προφανής: Μια χώρα που μαστίζεται από την ακρίβεια, την υπερφορολόγηση και το δημογραφικό πρόβλημα –με τους νέους να αναζητούν διέξοδο στο εξωτερικό– καλείται να χρηματοδοτήσει έναν ξένο πόλεμο εις βάρος μιας χώρας που μέχρι πρότινος λογιζόταν ως σύμμαχος.
Η πολιτική ασυμμετρία: «Ψίχουλα» έναντι δισεκατομμυρίων
Το ερώτημα που πλέον τίθεται από την κοινωνία είναι αμείλικτο: Πώς γίνεται να αποτελούν δημοσιονομικό πρόβλημα τα κονδύλια που ζητούν οι αγρότες για να επιβιώσουν, αλλά να εκταμιεύονται με ευκολία 3 δισεκατομμύρια ευρώ για την Ουκρανία;
Η σύγκριση είναι πολιτικά εκρηκτική. Τα μέτρα που διεκδικούν οι αγρότες στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη αφορούν βασικές ελαφρύνσεις στο κόστος ενέργειας και παραγωγής, καθώς και δίκαιες αποζημιώσεις. Το συνολικό κόστος αυτών των παρεμβάσεων είναι, σύμφωνα με τους αγροτικούς φορείς, πεπερασμένο και διαχειρίσιμο σε σχέση με τον πακτωλό χρημάτων που κινητοποιείται για τις γεωπολιτικές επιλογές της Ε.Ε.
Οι κυβερνήσεις μπορεί να απαντούν ότι πρόκειται για «ανόμοιες πολιτικές κατηγορίες», ωστόσο για το κοινωνικό σύνολο η σύγκριση δεν είναι τεχνική, αλλά βαθιά πολιτική και ηθική. Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι πως υπάρχουν χρήματα για ό,τι ορίζεται ως «ευρωπαϊκή προτεραιότητα» στις Βρυξέλλες, αλλά όχι για την επισιτιστική ασφάλεια και την καθημερινή παραγωγή. Όσο αυτή η ανισορροπία παραμένει, η σύγκρουση θα μεταφέρεται αναπόφευκτα από τα χωράφια στους δρόμους, με απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες.



