Του Στέλιου Κούλογλου
Η περίπτωση του δημοσιογράφου Χουσεΐν Ντογρού είναι μια ακόμη περίπτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ένας πολίτης της στοχοποιείται με βάρβαρες, πρωτοφανείς κυρώσεις, απλώς για τις απόψεις του. Η ποινή επιβάλλεται αιφνιδιαστικά χωρίς καμία δικαστική διαδικασία και δυνατότητα αντίκρουσης από τους θιγόμενους πολίτες. που δεν ξέρουν τι ακριβώς έκαναν.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν σίγουρα διαβάζει Κάφκα, αν και τεχνικά για τις κυρώσεις αυτές αρμόδιο είναι το Eυρωπαικό Συμβούλιο με πρόεδρο τον Κόστα και όχι η Κομισιόν.
Μετά την υπόθεση του Ελβετού πρώην συνταγματάρχη Ζακ Μποντ, που ανέδειξε το Tvxs προχθές, η συνέντευξη του Χουσεΐν Ντογρού που ακολουθεί, παρουσιάζει ένα ακόμη θύμα των απίστευτων μεθόδων που χρησιμοποιεί η ηγεσία της ΕΕ εναντίον όσων κατηγορεί για «παραπληροφόρηση» και «υβριδικό πόλεμο». Στον Μποντ επιβλήθηκαν κυρώσεις για τις θέσεις του στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Δεν είναι αυτή η περίπτωση του Χουσεΐν Ντογρού.
Στον Ντογρού, Γερμανό πολίτη τουρκικής καταγωγής, στις 20 Μαΐου 2025 επιβλήθηκαν κυρώσεις επειδή κάλυπτε δημοσιογραφικά τον πόλεμο στη Γάζα, ασκώντας κριτική στη στήριξη της ΕΕ και της Γερμανίας προς το Ισραήλ, καθώς και επειδή έδωσε βήμα σε παλαιστινιακές οργανώσεις, μέσα από το μέσο ενημέρωσης Red Media.
Τιμωρείσαι γιατί η κριτική που κάνεις ωφελεί τον εχθρό!
Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν επίσης το ότι έδωσε πλατφόρμα σε «τρομοκρατικές οργανώσεις», επειδή πήρε συνεντεύξεις από παλαιστινιακές πολιτικές και μαχητικές ομάδες· ότι κάλυψε την κατάληψη του Πανεπιστημίου Αμβούργου από φοιτητές, γεγονός που χαρακτηρίστηκε από τις αρχές ως διάδοση «τρομοκρατικών συμβόλων» και υποκίνηση κοινωνικής διχόνοιας.
Στις αναρτήσεις και στο site του, ο Χουσεΐν Ντογρού ασκούσε έντονη κριτική στην «ιμπεριαλιστική Ρωσία» και το Κρεμλίνο.
Οι ευρωπαϊκές αρχές χαρακτήρισαν τη δουλειά του ως «ρωσική παραπληροφόρηση», όχι επειδή υπήρχε σχέση με τη Ρωσία, αλλά επειδή η κάλυψή του πολέμου στη Γάζα και η κριτική κατά της γερμανικής κυβέρνησης «ωφελεί μόνο τη Ρωσία».
Η επίκληση του εχθρού που ωφελείται από την κριτική, παραπέμπει στις χειρότερες στιγμές του σταλινισμού και των δικτατοριών τύπου Χιλής. Σαν να το έχει γράψει ο Οργοευλ, στο «1984».

Η κατηγορία: η αποσταθεροποίηση της ευρωπαϊκής ενότητας»
Κατηγορείται επίσης ότι ανέδειξε δημοσιογραφικά κοινωνικές και βίαιες διαδηλώσεις στην ΕΕ, οι οποίες «αποσταθεροποιούσαν την ευρωπαϊκή ενότητα» .
Ο Ντογρού τονίζει ότι οι κυρώσεις αυτές αποτελούν έναν πλήρως εξωδικαστικό μηχανισμό: δεν υπάρχει δικαστήριο, δεν υπάρχει ακρόαση, δεν επιτρέπεται υπεράσπιση και δεν προβλέπεται πρόσβαση σε δικηγόρο.
Οι υπουργοί Εξωτερικών των κρατών-μελών αποφασίζουν για τις κυρώσεις απλώς διαβάζοντας έγγραφα που τους δίνονται, συχνά χωρίς να τα εξετάζουν ουσιαστικά. Επιπλέον, η ΕΕ τον καταχώρισε ως Τούρκο υπήκοο αντί για Γερμανό προκειμένου –όπως λέει– να παρακαμφθούν τα νομικά δικαιώματα που θα είχε ένας πολίτης της ΕΕ. Αυτό το θεωρεί απόδειξη θεσμικού ρατσισμού.
Η φυλακή της καθημερινότητας
Οι κυρώσεις δεν είναι, όπως τονίζει, μια αφηρημένη πολιτική πράξη. Μεταφράζονται σε πρακτικές απαγορεύσεις που διαλύουν την καθημερινότητα. Δεν μπορεί να ταξιδέψει πουθενά, δεν έχει πρόσβαση σε τραπεζικό λογαριασμό, δεν μπορεί να εργαστεί – ούτε καν να μάθει με βεβαιότητα αν επιτρέπεται να εργαστεί – δεν μπορεί να λάβει χρήματα ούτε από τη σύζυγό του.
Ακόμη και το να φάει από τα ψώνια, που εκείνη αγοράζει για το σπίτι, θεωρείται «οικονομικό όφελος» και άρα παράβαση των κυρώσεων. Η ζωή του περνά μέσα από έναν διαρκή φόβο παραβίασης κανόνων που αλλάζουν, ερμηνεύονται αυθαίρετα ή απλώς δεν εξηγούνται.
Το ποσό που του επιτρέπεται να χρησιμοποιεί είναι εξευτελιστικό: 506 ευρώ τον μήνα, σε μια πόλη όπως το Βερολίνο, με πανάκριβα ενοίκια και υψηλό κόστος ζωής.
Το ενοίκιο δεν μπορεί να το πληρώσει ο ίδιος. Το πληρώνει η σύζυγός του, με χρήματα που λαμβάνει από φίλους, συγγενείς ή επιδόματα που αφορούν αποκλειστικά εκείνη και τα παιδιά. Ο Χουσεϊν έχει τρία παιδιά, ανάμεσά τους δίδυμα νεογέννητα. Οι κυρώσεις, στην πράξη, δεν τιμωρούν μόνο τον ίδιο, αλλά ολόκληρη την οικογένεια.
Τα ψυχολογικά βασανιστήρια
Η γραφειοκρατία λειτουργεί ως μηχανισμός ψυχολογικής εξόντωσης. Για κάθε πληρωμή, για κάθε ανάγκη – από έναν λογαριασμό έως μια ιατρική δαπάνη – απαιτείται ειδική άδεια από τη γερμανική κεντρική τράπεζα ή τις αρμόδιες αρχές. Οι απαντήσεις μπορεί να καθυστερήσουν ημέρες ή εβδομάδες. Κάποιες φορές δεν έρχονται ποτέ.
Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά την αδυναμία έκδοσης νέας ταυτότητας: παρότι από τον νόμο είναι υποχρεωμένος να έχει έγγραφα ταυτοποίησης, δεν μπορεί να πληρώσει το σχετικό παράβολο, ούτε διαθέτει τραπεζική κάρτα. Η αίτηση για έκδοση κάρτας απορρίπτεται, χωρίς ουσιαστική αιτιολόγηση.
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ του απαγορεύεται να έχει εισόδημα ή να κάνει συναλλαγές, το κράτος συνεχίζει να του ζητά να πληρώνει φόρους. Το κράτος μπορεί να λαμβάνει χρήματα από εκείνον· κανείς άλλος όμως δεν επιτρέπεται να λάβει χρήματα από τον ίδιο.
Η κοινωνική απομόνωση είναι εξίσου βαριά. Φίλοι και γνωστοί φοβούνται να τον συναντήσουν, να τον κεράσουν έναν καφέ ή να του προσφέρουν βοήθεια, γιατί ακόμη και αυτό μπορεί να θεωρηθεί «παράκαμψη κυρώσεων» και να επισύρει ποινικές ευθύνες. Ο ίδιος αισθάνεται ότι έγινε τοξικός για το περιβάλλον του, όχι λόγω κάποιας δικαστικής καταδίκης, αλλά λόγω ενός αυθαίρετου διοικητικού χαρακτηρισμού.
Η αδυναμία δικαίωσης και το μήνυμα των κυρώσεων
Το πιο οξύμωρο, όπως τονίζει, είναι ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρος δρόμος δικαίωσης. Θεωρητικά, μπορεί να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Πρακτικά, το κόστος μιας τέτοιας διαδικασίας αγγίζει τις 150.000–180.000 ευρώ. Χωρίς εισόδημα, χωρίς πρόσβαση σε χρήματα, αυτό το δικαίωμα είναι κενό γράμμα. Και ακόμη κι αν κερδίσει, οι κυρώσεις ανανεώνονται κάθε έξι μήνες με νέα «αιτιολόγηση», δημιουργώντας έναν ατέρμονο κύκλο.



