Καθώς το 2025 οδεύει προς τη δύση του, ο απολογισμός της χρονιάς αφήνει πίσω του μια πικρή γεύση για τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Πέρα από τους αριθμούς και τις στατιστικές, η καθημερινότητα των πολιτών αποκαλύπτει μια σκληρή αλήθεια: το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μοιάζει να μην αφορά τους πολλούς, αλλά μια κλειστή, προνομιούχα μειοψηφία. Η συσσώρευση πλούτου και ευκαιριών σε ελάχιστα χέρια, σε αντίθεση με τη φτωχοποίηση των νοικοκυριών, διαμορφώνει ένα εκρηκτικό μείγμα ανισότητας που απειλεί την κοινωνική συνοχή.
Η δομή του συστήματος φαίνεται να λειτουργεί με δύο ταχύτητες. Από τη μία πλευρά, οι μικρομεσαίοι και τα χαμηλά εισοδήματα καλούνται να σηκώσουν ένα δυσβάσταχτο βάρος. Η συνεχής αφυδάτωση του εισοδήματος μέσω άμεσων και έμμεσων φόρων, του ΦΠΑ, των τελών και των παραβόλων, συνδυάζεται με την ανεξέλεγκτη ακρίβεια στα βασικά αγαθά, την ενέργεια και τις τηλεπικοινωνίες. Η εκτόξευση των ενοικίων συμπληρώνει το παζλ της οικονομικής ασφυξίας.
Από την άλλη πλευρά, μια ολιγαρχική ελίτ απολαμβάνει μια εντελώς διαφορετική μεταχείριση. Φοροαπαλλαγές, επενδυτικά κίνητρα και απλόχερη χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα και τα ευρωπαϊκά κονδύλια κατευθύνονται προς τους λίγους, δημιουργώντας ένα καθεστώς όπου οι πόροι αναδιανέμονται αντίστροφα: από αυτούς που δεν έχουν, προς αυτούς που τα έχουν όλα.
Η ενεργοποίηση του «κοινωνικού αυτοματισμού»
Η αντίδραση της κοινωνίας σε αυτή την ανισορροπία αντιμετωπίζεται συχνά με μεθόδους που στοχεύουν στη διάσπασή της. Το παράδειγμα των αγροτικών κινητοποιήσεων είναι χαρακτηριστικό. Όταν οι παραγωγοί βγαίνουν στους δρόμους διεκδικώντας την επιβίωσή τους, η κυρίαρχη αφήγηση τείνει να τους στοχοποιεί, ενεργοποιώντας τον κοινωνικό αυτοματισμό.
Στόχος αυτής της τακτικής είναι να στραφεί η μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης, διασφαλίζοντας ότι η συζήτηση δεν θα αγγίξει τον πυρήνα του προβλήματος: τη διατήρηση των προνομίων των λίγων εις βάρος των πολλών. Αξιοσημείωτη εξαίρεση σε αυτό το κλίμα έντασης αποτέλεσαν οι κτηνοτρόφοι της Κρήτης, οι οποίοι επέλεξαν τον δρόμο της συνάντησης με την κυβέρνηση, διαφοροποιώντας τη στάση τους από τον γενικότερο αναβρασμό του κλάδου.
Η θεσμική «ντροπή» και η εικόνα της Υγείας
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά βαθιά ηθικό και θεσμικό. Η λέξη «ντροπή», που είχε χρησιμοποιηθεί από τον πρώην Υπουργό Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή, απευθυνόμενος σε βουλευτές που έθεταν ζητήματα ασφάλειας των σιδηροδρόμων, αντηχεί ακόμα ως τραγική ειρωνεία.
Η πραγματική έννοια της ντροπής βρίσκει νέα εφαρμογή σήμερα στην εικόνα της δημόσιας Υγείας.
Ας πούμε, ντροπιαστική ήταν η κίνηση του Υπουργού Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη, να επισκεφθεί εργαζόμενους που διαμαρτύρονταν σε νοσοκομείο προσφέροντάς τους μελομακάρονα. Απέναντι σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που εργάζεται στα όρια της εξουθένωσης, σε υποστελεχωμένες και υποχρηματοδοτημένες δομές, τέτοιου είδους επικοινωνιακές ενέργειες φαντάζουν αναντίστοιχες της σοβαρότητας της κατάστασης, αποτελούν μία πρόκληση που θα ζήλευε ακόμη και η Μαρία Αντουανέτα που καλούσε όσους αντιδρούσαν που δεν είχαν να φάνε ψωμί να φάνε πανεσπάνι…
Προσδοκίες και προκλήσεις για το 2026
Με το 2025 να φτάνει στο τέλος του, τα περιθώρια αισιοδοξίας για το νέο έτος δείχνουν στενά. Οι παγιωμένες δομές συμφερόντων, οι κλίκες και οι οικογενειοκρατικές αντιλήψεις έχουν διαμορφώσει μια πραγματικότητα που φαντάζει αμετακίνητη.
Ωστόσο, η ιστορία διδάσκει ότι τίποτα δεν είναι νομοτελειακό. Το 2026 προβάλλει ως μια χρονιά κρίσιμη, όπου το ζητούμενο δεν είναι απλώς η επιβίωση, αλλά η ανατροπή αυτής της συνθήκης. Η διεκδίκηση της Δικαιοσύνης και η ανάκτηση της πραγματικής Ελευθερίας περνούν μέσα από τον συλλογικό αγώνα για ένα σύστημα που θα υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι τα κέρδη των ολιγαρχών και τα συμφέροντα των κλικών που τους υποστηρίζουν.



