Περπάτησα σε μια προβλήτα προχτές. Σε όλους αρέσει να περπατούν σε μια προβλήτα γιατί δεν οδηγεί πουθενά. Δεν χρειάζεται να σκεφτείς, το μυαλό αδειάζει. Δεν μπορεί να υπάρξουν απρόοπτα.
Έτσι όπως περπατούσα λοιπόν στον διάδρομο, συνάντησα ένα μικρό ψάρι να σπαρταράει. Ίσως είχε παραπέσει από κάποιον ψαρά σκέφτηκα ή μπορεί να πετάχτηκε από τη θάλασσα με ένα μοιραίο σάλτο. Όπως και να έχει το έσπρωξα προς τη θάλασσα, και το είδα να απομακρύνεται γεμάτο ζωή. Ένιωσα ωραία που βρισκόμουν την κατάλληλη ώρα στο κατάλληλο σημείο επάνω στον πλανήτη, για να σώσω έστω ένα μικρό ψάρι. Κι έτσι, συνέχισα το περπάτημά μου μέχρι την άκρη της προβλήτας. Έκατσα να κάνω ένα τσιγάρο με τα πόδια μου να κρέμονται λίγα εκατοστά πριν ακουμπήσουν τη θάλασσα. Ενώ στο μυαλό μου, ίσως επηρεασμένος από την προηγούμενη πράξη, αντιμετώπιζα την ιδέα της σωτηρίας ως μια βεβαιότητα της ανθρώπινης υπεροχής. Δεν έκατσα πολύ, δεν είχα χρόνο. Σηκώθηκα να φύγω, όμως με περίμενε μια έκπληξη.
Το ψάρι είχε πηδήξει έξω και τιναζότανε πάλι από τα βολτ της ασφυξίας. Σταμάτησα το βήμα μου μπροστά του και διαπίστωσα ότι οι σόλες των παπουτσιών μου είχανε γίνει μούσκεμα. Και να που είχαμε γεμίσει απρόοπτα πάνω σε μια προβλήτα που δεν οδηγεί πουθενά. Και τι θα πει η προβλήτα δεν οδηγεί πουθενά; Αυτό ισχύει μόνο για όσους θέλουν να ζήσουν. Για τους υπόλοιπους, η άκρη της προβλήτας θα έχει πάντα συνέχεια: τον λυτρωτικό βυθό.
Όρθιος πάνω από το μικρό ψάρι με τα εκφραστικά μάτια το ξαναέσπρωξα στη θάλασσα και περίμενα την αντίδρασή του. Αυτό που το ψάρι το ονομάζει ζωή ο άνθρωπος το λέει θάνατο. Ισχύει και τ’ αντίστροφο. Αμέσως έκανε σάλτο να βγει ξανά στη στεριά χωρίς επιτυχία. Έπεσε πάνω στα τοιχώματα του μόλου.
– Πού πάνε οι βεβαιότητες μας όταν πνίγονται;
– Ξέρω και γω; Μπορεί να γίνονται κυνόδοντες στους καρχαρίες. Γι’ αυτό να είναι αμείλικτοι.
Το δεύτερο σάλτο του ψαριού ήτανε επιτυχημένο. Ξαναβρέθηκε μπροστά στα πόδια μου. Δεν έβρισκα άλλη επιλογή, το προσπέρασα με γρήγορο βήμα. Δεν ήθελα σε καμιά περίπτωση να συνεχίσω να βασανίζω ένα ψάρι με εκφραστικά μάτια, κρατώντας τον οχτάποδο βούρδουλα της ανθρώπινης καλοσύνης.