Του Κώστα Βαξεβάνη
Το BBC δημοσίευσε ένα συγκλονιστικό ηχητικό ντοκουμέντο. Μέλη της Χρυσής Αυγής, συνομιλούν μεταξύ τους και παραπονιούνται γιατί δεν χτύπησαν τον Στρατούλη ακόμη περισσότερο. Αποκαλύπτεται έτσι η υποκρισία της Χρυσής Αυγής η οποία είχε αρνηθεί οποιαδήποτε σχέση με το περιστατικό και επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά το συμπέρασμα, πως πρόκειται για εγκληματικές ομάδες με τον μανδύα της πολιτικής.
Φαντάζομαι πως δεν υπάρχει λογικός ‘Ελληνας που δεν καταλαβαίνει την σημασία του ρόλου που έπαιξε ο δημοσιογράφος. Όπως έλεγε ο Όργουελ,καθήκον του δημοσιογράφου είναι να αποκαλύπτει όσα οι άλλοι θέλουν να κρύψουν, οτιδήποτε άλλο είναι δημόσιες σχέσεις.
Σε μια δημοσιογραφία «δημοσίων σχέσεων» και συγκάλυψης στην Ελλάδα, ο ρόλος του δημοσιογράφου του BBC φαντάζει ουσιαστικός. Διάβασα σχόλια στο twitter που έλεγαν «πού είναι ένας Έλληνας δημοσιογράφος να κάνει το ίδιο». Αυτό που αγνοούν όλοι είναι πως αν έλληνας δημοσιογράφος έκανε το ίδιο, θα ήταν ήδη στη φυλακή από τα «τάγματα νομικής ευαισθησίας» της προϊσταμένης της Εισαγγελίας Αθηνών.
Ο λόγος είναι πως ο ελληνικός νόμος, θεωρεί οποιαδήποτε υποκλοπή ακόμη και τέτοιας συνομιλίας, ως εγκληματική. Τη χαρακτηρίζει κακούργημα. Στην Ελλάδα φτιάχτηκαν μια σειρά από νόμοι, οι οποίοι με το πρόσχημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων ή του απορρήτου, δημιουργούν ένα κλοιό προστασίας όχι για τα δικαιώματα,αλλά για αυτόν που παρανομεί.Είναι νόμοι οι οποίοι ενώ εμφανίζονται να προστατεύουν τις ιερές αγελάδες των δικαιωμάτων,στην πραγματικότητα είναι Ιερά Εξέταση για την αλήθεια.
Αν για παράδειγμα έχω στη διάθεσή μου μια ηχογραφημένη συνομιλία στην οποία αποδεικνύεται πως για παράδειγμα πρώην υπουργός συναλλάσεται με εμπόρους ναρκωτικών, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί γιατί είναι «παρανόμως κτηθείσα». Παλιότερα ο νόμος παρείχε την ίδια προστασία σε ό,τι αφορά τα προσωπικά δικαιώματα, αλλά εξαιρούσε τις περιπτώσεις στις οποίες αποδεικνυόταν κίνδυνος για το δημόσιο συμφέρον. Αυτή η εξαίρεση,εξαφανίστηκε για ευνόητους λόγους. Το σύστημα δεν θέλει μπελάδες.
Έτσι αν έχω σήμερα μια συνομιλία στην οποία αποδεικνύεται πως η ενέδρα που στήθηκε τον Σεπτέμβριο στο σπίτι μου, έγινε π.χ με εντολή κάποιου πολιτικού και την δημοσιεύσω, θα πάω φυλακή για παραβίαση των προσωπικών δεδομένων του εντολέα και επίδοξου δολοφόνου μου.
Αυτή η νομική σχιζοφρένεια, δεν είναι ούτε τυχαία , ούτε αποτέλεσμα κάποιας γραφειοκρατίας. Είναι επιλογή του συστήματος για να αυτοπροστατεύεται. Το πρόσχημα και η ευκαρία για να νομοθετηθεί, ήταν οι έφοδοι του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου με την κάμερα παντού, ακόμη και σε κρεβατοκάμαρες. Έτσι κουνώντας την έλλειψη ορίων του Τριανταφυλλόπουλου ως άλλοθι,το σύστημα κατάφερε με έναν ακόμη τρόπο να φιμώσει τη δημοσιογραφία.
Έχω επίσης βάσιμες υπόνοιες, πως αυτοί που επεξεργάστηκαν το νόμο, είχαν και οι ίδιοι προσωπικούς λόγους και όχι νομικούς, να δημιουργηθεί ένα στεγανό σύστημα για να προστατεύσουν το πρόσωπό τους. Μαζί με το νόμο Βενιζέλου για τα ΜΜΕ, δημιουργήθηκε ένα ισχυρό ανάχωμα για την πραγματική δημοσιογραφία και όχι αυτή που τρώει μαζί τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Το αποτέλεσμα είναι πως η Ελλάδα αυτή τη στιγμή μοιάζει με εκείνον τον Αμερικανό στον οποίο κάποιος φίλος του, του λέει «ο αδελφός σου έχει σκοτώσει 50 ανθρώπους» και εκείνος ρωτάει «εσύ πού το ξέρεις;». «Μα διάβασα το ημερολόγιό του» απαντάει ο άλλος. «Τι; Διάβασες το ημερολόγιό του χωρίς την άδειά του;», εξοργίζεται ο αδελφός του δολοφόνου.
Κάπως έτσι η Ελλάδα της νομιμότητας θεωρεί πως το διάβασμα του ημερολογίου της διαφθοράς και της παρανομίας είναι μεγαλύτερο έγκλημα από την καθημερινή δολοφονία της αλήθειας