Του Δημήτρη Πατέλη
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Αριστερή Συσπείρωση”
Περιεχόμενα.
Εποχή, συγκυρία και “ασθενής κρίκος”.
Ανάγκη επαναστατικοποίησης της συνείδησης και συγκρότησης κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου.
Η επαναστατική δραστηριότητα ως πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Για την αντιστοιχία-αναντιστοιχία υποκειμένου, υλικών και οργανωτικών μέσων μετασχηματιστικής επενέργειας στην κοινωνία.
Η νομοτελής ενσωμάτωση μορφωμάτων στη μακροχρόνια ειρηνική περίοδο.
Η δημιουργικότητα και η εγρήγορση ως όροι αντιστοιχίας του υποκειμένου στην κρισιακή συγκυρία.
Κλιμάκωση της αναβάθμισης του υποκειμένου από την κρισιακή συγκυρία προς την επαναστατική κατάσταση.
Κόμμα ή μέτωπο;
Αριστερό μέτωπο, μέτωπο της αριστεράς; Για τις αρχές δραστηριοποίησης των κομμουνιστών στο μέτωπο.
Εποχή, συγκυρία και “ασθενής κρίκος”.
Για τις υπεύθυνες επαναστατικές δυνάμεις, η εκάστοτε βέλτιστη μορφή του υποκειμένου του επαναστατικού αγώνα (κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που συστρατεύονται, θεωρητική θεμελίωση και ιδεολογική αναφορά, πλαίσιο στόχων-διεκδικήσεων, οργανωτική συγκρότηση, μέσα και τρόποι διεξαγωγής του αγώνα, εθνικά και διεθνή ερείσματα κ.ο.κ.), δεν είναι θέμα γούστου, υποκειμενικών επιλογών ή διαθέσεων του συρμού. Συνδέεται άμεσα με τα διακυβεύματα του αγώνα στη χώρα, στην περιφέρεια και στον κόσμο, στη συγκεκριμένη εποχή και συγκυρία. Συνδέεται με τα καθήκοντα ριζικού μετασχηματισμού (οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού) που επιτάσσει η συγκυρία, βάσει των οποίων προσδιορίζεται και η βέλτιστη μορφή συγκρότησης και οργάνωσης του υποκειμένου, καθώς και των επιπέδων, των τρόπων και των μέσων νικηφόρου εμπλοκής αυτού του υποκειμένου στον αγώνα.
Οι αντιφάσεις του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, εκδηλώνονται με τον πλέον οξύ και επιτακτικό τρόπο στους «ασθενείς κρίκους» όπως η Ελλάδα στην τελευταία δομική κρίση του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Εδώ, αναδεικνύεται και ξεσπά η ανισομέρεια του συστήματος, με ραγδαία επιδείνωση της ζωής του λαού, με καταστροφικές δημογραφικές κ.ά. επιπτώσεις, λόγω της ιδιάζουσας διαπλοκής-διαμεσολάβησης της βασικής αντίφασης του συστήματος (νεκρή – ζωντανή εργασία, κεφάλαιο – εργασία) με παράγωγες εξωτερικές και εσωτερικές αντιφάσεις, με ιστορικές ιδιοτυπίες στις οποίες εδράζεται και τις οποίες αναπαράγει η επίταση της ανισομέρειας εντός και εκτός ολοκληρώσεων, κ.ο.κ. Εδώ είναι που επιβάλλονται ανηλεώς και αντίστοιχες πρωτοφανείς μορφές υπερεκμετάλλευσης (π.χ. με μετατροπή χωρών της περιφέρειας παραδοσιακών ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, όπως η Ελλάδα, σε ημιαποικίες ή αποικίες χρέους, με την επιβολή νέου τύπου διακρατικομονοπωλιακής δικτατορίας και επιτήρησης, κ.ο.κ.). Σε αυτούς τους «ασθενείς κρίκους», για να αποσοβηθεί γενικευμένη καταστροφή, η κατάσταση, η συγκυρία απαιτεί επιτακτικά τη διευθέτηση άμεσων ζωτικής σημασίας προβλημάτων επιβίωσης των εργαζομένων, του λαού.
Σε αντιδιαστολή με αντιλήψεις που τείνουν να αποκόπτουν αντιδιαλεκτικά την ιστορική συγκυρία από την ιστορική εποχή, αποδεικνύεται ότι ακριβώς η κρισιακή συγκυρία είναι που συμπυκνώνει και επιταχύνει τη ροή της ιστορίας. Η κρισιακή συγκυρία συνιστά χωροχρονικό συμπύκνωμα της στιγμής της ιστορικής εποχής. Περικλείει δυνατότητες, αφ’ ενός μεν, μετεξέλιξης σε προεξεγερσιακή, προεπαναστατική και –γιατί όχι– σε επαναστατική κατάσταση, αφ’ ετέρου δε, σε ακραία αντεπαναστατική και αντιδραστική. Μόνο μέσα από την επαναστατική εμπλοκή στην κρισιακή συγκυρία του «ασθενούς κρίκου» είναι εφικτή η αλματώδης ρήξη και ανατροπή της κυριαρχίας των πιο επιθετικών κύκλων του κεφαλαίου, η δρομολόγηση προϋποθέσεων ή και των ίδιων των επικείμενων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Εδώ απαιτείται ειδική ανάπτυξη της θεωρίας, για τη σύνδεση μοναδιαίου, ειδικού και γενικού-καθολικού, άμεσων, βραχυ-μεσοπρόθεσμων και απώτερων, τακτικών και στρατηγικών στόχων του επαναστατικού κινήματος κ.ο.κ., για τη θεμελίωση αντίστοιχης πρακτικής.
Η εντατική αναζήτηση του εκάστοτε επόμενου «ασθενούς κρίκου», η επικέντρωση στην επαναστατική απόσπαση του οποίου από το ιμπεριαλιστικό χωροδικτύωμα στη συγκεκριμένη συγκυρία, μπορεί να οδηγήσει στη θεμελιώδη ανάπτυξη, διεύρυνση και εμβάθυνση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας εν συνόλω, είναι θεμελιώδους σημασίας θεωρητικό και πρακτικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος της εποχής. Χωρίς ριζική, θεμελιώδη διαλεκτική ανάπτυξη – άρση της επαναστατικής θεωρίας, είναι ανέφικτη κάθε αναβάθμιση και ανασύνταξη του επαναστατικού κινήματος, είναι ανέφικτη η αποτελεσματική προαναφερθείσα αναζήτηση και επικέντρωση της νικηφόρου επαναστατικής διαδικασίας.
Η διάγνωση αυτών των κομβικών προβλημάτων, προϋποθέτει τη θεωρητική και μεθοδολογική διακρίβωση της εποχής, με την ανάδειξη των δομικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου σταδίου της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, σε συνάρτηση με: 1) τη διακρίβωση του σημερινού εσωτερικού ορίου εκτατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου (Σύγχρονη μορφή του Μονοπωλίου: Διεθνικοί – Πολυεθνικοί – Πολυκλαδικοί Όμιλοι) που υπάγουν στον εαυτό τους τον κόσμο, 2) του ειδικού ρόλου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στη σύγχρονη χρηματιστική ολιγαρχία (με την υπαγωγή του βιομηχανικού στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο), 3) της αναβάθμισης της εντατικής ανάπτυξης της παραγωγής δια του νέου σταδίου της Επιστημονικής και Τεχνολογικής επανάστασης (που οδηγεί σε α. Μετατροπή της υπαγωγής της κατ’ εξοχήν εκτελεστικής εργασίας στο κεφάλαιο σε πραγματική σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ β. Η ανανεούμενη δημιουργική εργασία εργάζεται με όρους τυπικής υπαγωγής και γ. Τίθενται σε λειτουργία πλανητικής κλίμακας υποδομές, παραγωγικές δυνάμεις), 4) των αλλαγών στην εκτατική και εντατική ανάπτυξη που επήλθαν με την άνοδο και την πτώση των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι και την αλληλεπίδρασή τους με τον κόσμο του κεφαλαίου, 5) με την κλιμάκωση της κατανομής του κόσμου ανάμεσα στους Πολυεθνικούς Ομίλους και την επίταση της ανισομέρειας (αναδόμηση παλαιών και συγκρότηση νέων ιμπεριαλιστικών πόλων, μετατόπιση ισχύος), 6) με τα εγχειρήματα επιβολής όλο και πιο βίαιων ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, διακρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων κ.ο.κ. (Βλ. σχετικά: Πατέλη Δ. επίμετρο στη Β’ έκδ. Της Λογικής της Ιστορίας του Β. Βαζιούλιν, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2013).
Τα δομικά χαρακτηριστικά και οι αντιφάσεις του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος εκδηλώνονται ιδιαίτερα στη δομική του κρίση. Ουσιώδης πλευρά τους είναι η σαφής δρομολόγηση της μετάβασης από την εκτελεστική επαναλαμβανόμενη χειρωνακτική εργασία στην αναπτυσσόμενη, βάσει της αυτοματοποίησης, γεγονός που επιτείνει την ανισομέρεια και τις δυνατότητες απόσπασης μονοπωλιακών υπερκερδών και δημιουργεί στρατιές νέου τύπου υποκειμένου, συνδεόμενου με την ωρίμανση των προϋποθέσεων για τις ώριμες και ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις (Βλ. Πατέλη Δ. Διδάγματα της ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού και οι προοπτικές της ανθρωπότητας. Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 151, 2007, σελ. 66-78. http://www.ilhs.tuc.gr/gr/digmata_istorias.htm και το παραπάνω επίμετρο).
Όπως θα δούμε και παρακάτω, το ξέσπασμα μιας επαναστατικής κατάστασης δεν είναι αμιγώς αντικειμενικό φαινόμενο, μιας και προϋποθέτει την εμπλοκή λαϊκών μαζών ποικίλων βαθμών και τρόπων συνειδητοποίησης των όρων και των σκοπών εμπλοκής τους σε συγκρουσιακές καταστάσεις. Η κρισιακή συγκυρία προσφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο για καταλυτικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης της ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών μαζών, μέσω της άρσης του πλέγματος απατών-αυταπατών που τις καθιστά προβλέψιμες και χειραγωγήσιμες. Η όλη διαδικασία της κρισιακής συγκυρίας προβάλλει ως διαδικασία που θέτει επιτακτικά το ζήτημα της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας του υποκειμένου στη νομοτελή εμπλοκή του στην κοινωνικοπολιτική πρακτική ριζικού-επαναστατικού μετασχηματισμού των αντικειμενικών όρων ύπαρξής του, αλλά και της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας των θεωρητικών, πρακτικών (υλικών, οργανωτικών, θεσμικών, εξωθεσμικών, κ.ά.) μέσων, τρόπων και επιπέδων αυτής της εμπλοκής, της πραγματικής, συγκεκριμένης ιστορικής (και όχι αυτόκλητης ή πάλαι ποτέ) πρωτοπορίας που συνεισφέρει με το βέλτιστο τρόπο στην άρση της όποιας εκάστοτε αναντιστοιχίας.
Η διαδικασία αυτή περιπλέκεται στο έπακρο λόγω του μεταβατικού χαρακτήρα της εποχής. Οι πλέον επιθετικοί κύκλοι της διεθνούς και «εγχώριας» χρηματιστικής ολιγαρχίας εξαπολύουν καταιγιστικό κοινωνικό πόλεμο, ώστε να καταστρέψουν πρωτίστως την εργασιακή δύναμη απαξιώνοντάς την, με συνδυασμούς άντλησης προκαταβεβλημένης απόλυτης υπεραξίας τωρινών και επόμενων γενεών εργαζομένων με την εγγύηση του δημοσίου (μετατρέποντας χώρες και ομάδες χωρών σε αποικίες χρέους), ώστε να φορτώσουν την κρίση σε νυν και επόμενες γενιές εργαζομένων και να επανεκκινήσουν τη συσσώρευση με τους ευνοϊκότερους για το κεφάλαιο όρους. Το όλο εγχείρημα συνιστά εκ μέρους τους και ρεβανσιστική συνέχεια του αστικού αντεπαναστατικού ρεύματος που ανέτρεψε τις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού, εγκαθίδρυσε παλινορθωτικές διαδικασίες και τώρα έρχεται να ανατρέψει και κατακτήσεις δεκαετιών –αν όχι αιώνων– του εργατικού επαναστατικού (και μεταρρυθμιστικού-ρεφορμιστικού) κινήματος, κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί και με τις αλλαγές που επήλθαν στους συσχετισμούς δυνάμεων και στις διαθέσεις των μαζών, λόγω της νίκης των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αι. Ως εκ τούτου, ο κοινωνικός πόλεμος που εξαπολύουν οι αστοί εναντίον της εργασίας στην κρίση, συνιστά κλιμάκωση αυτής της αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης. Οι περισσότερες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις έχουν ηττηθεί, γεγονός που εκλαμβάνεται εν πολλοίς και προβάλλεται από την αστική προπαγάνδα ως δήθεν «απόδειξη» του ανέφικτου του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, του μάταιου του αγώνα και της εν γένει απουσίας κάθε εναλλακτικής της κεφαλαιοκρατίας προοπτικής.
Ο κύκλος των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων δεν ολοκληρώθηκε, ενώ αρχίζουν να δηλώνουν την παρουσία τους –καταρχάς ως συνιστώσα μιας τάξης «εν εαυτή»–, οι στρατιές των όλο και πιο πολύ συνδεδεμένων με δημιουργικές δραστηριότητες μισθωτών, το υποκείμενο των ύστερων επαναστάσεων. Το τελευταίο, προς το παρόν αρκετά ανώριμο, ασταθές και χειραγωγούμενο από το κεφάλαιο, δυσκολεύεται να καταστεί τάξη «δι’ εαυτήν», με αντίληψη της θέσης και του ρόλου του, της ιστορικής του αποστολής, μιας και υφίσταται και αναπτύσσεται ανισομερώς σε διάφορες χώρες και ομάδες χωρών και εμπλέκεται σε ποικίλες εργασιακές σχέσεις, χωρίς να διαθέτει ακόμα αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία της κοινωνικής του αποστολής, ούτε και σημαντικές διαμεσολαβήσεις, υλικά και οργανωτικά μέσα και τρόπους, σε συνδικαλιστικό, κοινωνικό και ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο.
Δεν βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση και τα διαθέσιμα οργανωτικά συνδικαλιστικά και πολιτικά μορφώματα, κατάλοιπα εν πολλοίς του προηγούμενου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, συντρίμμια και σπαράγματα αναγκών νικηφόρων και ηττημένων αγώνων του παρελθόντος. Τα περισσότερα από αυτά δυσκολεύονται να συλλάβουν ή αγνοούν την όλη προβληματική του νέου σταδίου, των αλλαγών του χαρακτήρα της εργασίας και του υποκειμένου, άρα, δυσχεραίνουν περαιτέρω τη συνειδητοποίηση και τη συγκρότηση του νέου υποκειμένου, ως άγουσας συνιστώσας που οφείλει ιστορικά να συσπειρώσει το σύνολο των στρατιών της (παραδοσιακής και νέας) μισθωτής εργασίας.
Έχουμε λοιπόν μια εποχή, στην οποία γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη της κομμουνιστικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, αλλά η κεφαλαιοκρατία φαίνεται αδιαμφισβήτητα κυρίαρχη και ρεβανσιστικά επιθετική. Ωστόσο, αδυνατεί να προτάξει κάποιο λίγο-πολύ ελκυστικό πρόγραμμα, μια στοιχειωδώς πειστική προοπτική για τις επόμενες γενεές. Τουναντίον, διά των πολιτικών της υπαλλήλων, χάνει κάθε αξιοπιστία ως προς τις λύσεις που επιβάλλει, χάνει κάθε κατ’ επίφαση επάξιο ρόλο και προσωπείο εκπροσώπησης των «κοινών», «εθνικών» και «λαϊκών» υποθέσεων, ενώ φέρνει σταθερά επιδείνωση και καταστροφές.
Βασική αιτία για τη διατήρηση στην ηγεμονία και στην εξουσία της αστικής τάξης, είναι η κοινωνική αδράνεια και η παθητικότητα των ανθρώπων, που συνδέεται με τη σύγχυση στις διαθέσεις και στις συνειδήσεις των μαζών, με την απουσία πειστικής εναλλακτικής προοπτικής, με τη δυσφήμιση και απαξίωση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού λόγω της ήττας των πρώιμων επαναστάσεων του 20ού αι. αλλά και του συνόλου των μέχρι πρόσφατα καθιερωμένων μορφών, σχημάτων και τάσεων της επαναστατικής και μεταρρυθμιστικής έως καθεστωτικής αριστεράς.
Ανάγκη επαναστατικοποίησης της συνείδησης και συγκρότησης κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου.
Αυτό το οποίο κατά τον εγγύτερο τρόπο οδηγεί άτομα και συλλογικότητες στο να συνειδητοποιούν σε ποικίλους βαθμούς την ανάγκη ενεργού συμμετοχής τους στο κοινωνικό όλο, δεν είναι η στασιμότητα, το απαράλλακτο, αλλά ακριβώς η ανάγκη μεταβολής των σχέσεων παραγωγής και ευρύτερα του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνική συνείδηση προσιδιάζει στον άνθρωπο, ο οποίος είναι προσωπικότητα, δηλαδή στο άτομο το οποίο συνειδητά διαθλά το κοινωνικό μέσω της ατομικότητάς του, αφομοιώνει το κοινωνικό και το μετατρέπει σε εσωτερικά παρόν, κατά τρόπο ώστε η δραστηριότητά του να κατευθύνεται από τη συνειδητοποίηση της θέσης και του ρόλου του εντός της κοινωνίας ως ολότητας.
Επομένως, η κοινωνική συνείδηση χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, όπου και όποτε αυτός δεν λειτουργεί ως παθητικό αντικείμενο, ως ενεργούμενο, αλλά γίνεται ενεργητικό κοινωνικό υποκείμενο, δηλαδή, ένα ον που μετασχηματίζει σκόπιμα τις κυρίαρχες σχέσεις, τις σχέσεις παραγωγής, το κυρίαρχο καθεστώς και ευρύτερα, τους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του. Τουναντίον, όπου και όποτε ο άνθρωπος λειτουργεί ως παθητικό αντικείμενο, ως ενεργούμενο που αποδέχεται άκριτα τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, τους θεσμούς και ευρύτερα τους καθιερωμένους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του, στον ψυχικό του βίο δεσπόζει το ασυνείδητο στοιχείο, ακόμα και εντός των αναγκαίων για την ύπαρξή του στην κοινωνία συνειδητών λειτουργιών.
Από αυτή την άποψη, στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία, η αναγκαιότητα της γνώσης και της συνείδησης είναι ευθέως ανάλογη της ωρίμανσης της αναγκαιότητας μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής, του τρόπου παραγωγής και συνολικά, των αντικειμενικών όρων και ορίων ύπαρξης του ανθρώπου. Όπου και όποτε δεν τίθεται θέμα μετασχηματισμού των εν λόγω όρων και ορίων, εκπίπτει και το ζήτημα του κοινωνικού υποκειμένου αυτού του μετασχηματισμού, εκπίπτει και το ζήτημα της συνείδησης, της προσωπικότητας, ενώ το άτομο ανάγεται στην ασυνείδητη σωματική αμεσότητά του και στη ζωώδη πλευρά των αναγκών του. Και αντιστρόφως, όπου και όποτε τίθεται επιτακτικά θέμα μετασχηματισμού των εν λόγω όρων και ορίων, εγείρεται επιτακτικά και το ζήτημα του κοινωνικού, πολιτικού και ευρύτερα πολιτισμικού υποκειμένου αυτού του μετασχηματισμού, το ζήτημα της γνωσιακής και συνειδησιακής συγκρότησής του ως προσωπικότητας και συλλογικότητας, ενώ το άτομο και η ομάδα αναβαθμίζονται μιας και αίρονται στο ύψος της συνειδητής και μετά λόγου γνώσεως συνεισφοράς στην καθολική ανάπτυξη της κοινωνίας ως ολότητας.
Επισημαίνω, ότι αν και το ασυνείδητο είναι παρόν στο συνειδητό βίο, ως σύμφυτο σε ανηρημένη μορφή με τις εκφάνσεις του τελευταίου, η παρουσία του –τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων– είναι αντιστρόφως ανάλογη του επιπέδου ανάπτυξης της προσωπικότητας, της δραστηριότητας και της κοινωνίας την οποία αυτή διαθλά. Μ’ άλλα λόγια, όσο λιγότερο ανεπτυγμένος κοινωνικά και πολιτισμικά είναι ένας άνθρωπος ή μια συλλογικότητα, τόσο πιο πολύ υπερτερούν στη ζωή τους ασυνείδητα και όχι συνειδητά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι στις δευτερεύουσες, ιστορικά περιορισμένες και περιοριστικές μορφές της κοινωνικής συνείδησης που συνδέονται με την ύπαρξη κοινωνικών ανταγωνισμών και ελλείμματος αυθεντικής προσωπικότητας και συλλογικότητας (πολιτική, δίκαιο και θρησκεία), είναι χαρακτηριστική η εξ υπαρχής λίγο πολύ άμεση σύμφυση αυτών των μορφών με ασυνείδητες, ενστικτώδεις, βιωματικές, αγελαίες, κομφορμιστικές έως και ζωώδεις κ.ο.κ. μορφές (αυτό είναι ιδιαίτερα έκδηλο στη θρησκεία). Έτσι, π.χ. για την εν πολλοίς ασυνείδητη πολιτική στράτευση, η βιωματική, αγελαία, κομφορμιστική κ.ο.κ. αίσθηση του «ανήκειν» («είναι δικός μας») κατισχύει έναντι των συνειδητών-ορθολογικών στρατηγικών και τακτικών σκοπών, εάν δεν τους υποκαθιστά πλήρως (εξ’ ου και ο χονδροειδής αγελαίος οπαδισμός – φανατισμός).
Γενικότερα, το ασυνείδητο στοιχείο υπερτερεί έναντι του συνειδητού σε εκείνες τις ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές τάσεις, αρχές, κατευθύνσεις, οργανώσεις κ.ο.κ., όπου ως πρόταγμα και στάση ζωής, με τη μία ή την άλλη μορφή, τίθεται η εκ των πραγμάτων διατήρηση, η συντήρηση των αντικειμενικών όρων και των ορίων ύπαρξης του ανθρώπου, άρα υποβαθμίζεται ή και ακυρώνεται η θέση και ο ρόλος του ως υποκειμένου, μιας και στρατηγική επιβίωσης του ανθρώπου εδώ γίνεται η προσαρμογή στο «είναι ως έχει» και όχι η εμπλοκή του υποκειμένου αλλαγή των όρων και των ορίων ύπαρξης του ανθρώπου που προϋποθέτει συνείδηση.
Μπορούν άραγε όλοι οι άνθρωποι να αρθούν ανά πάσα στιγμή σε αυτό το ύψος; Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες της ανάπτυξης της κοινωνίας, οι ανθρώπινες ενέργειες καθορίζονται από την ταυτότητα, τη διαφορά, την αντίθεση, την αντίφαση και το συσχετισμό των συμφερόντων ατόμων, ομάδων και κοινωνίας συνολικά. Τα υλικά συμφέροντα ως μορφή εκδήλωσης-συνειδητοποίησης των αναγκών των ανθρώπων, καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση ως αναγκαιότητα τα εκάστοτε όρια της δράσης ατόμων, ομάδων και της κοινωνίας συνολικά. Καθορίζουν δηλαδή το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων δράσης, η μεν είτε η δε πραγμάτωση των οποίων συνιστά ταυτόχρονα και αλλαγή αυτής της αναγκαιότητας από τον άνθρωπο ως υποκείμενο με συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Τα συμφέροντα εμπεριέχουν σε ανηρημένη μορφή τις οργανικές ανάγκες, τις ανάγκες και τους σκοπούς της παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής.
Δεδομένου ότι συνιστούν ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο φαινόμενο, τα αντικειμενικά συμφέροντα -ιδιαίτερα στις ανταγωνιστικές κοινωνίες- δεν συνειδητοποιούνται άμεσα από τους ανθρώπους, είτε δεν συνειδητοποιούνται άμεσα σε αντιστοιχία με τους (επιστημονικά διαγνώσιμους) αντικειμενικούς προσδιορισμούς τους. Η διάγνωση και η συνειδητοποίησή τους προσκρούει στην αντικειμενική φαινομενικότητα (εκδήλωση της ουσίας σε αντεστραμμένη μορφή μέσω κάποιας απ’ τις εκφάνσεις της), σε φαινόμενα φετιχισμού (του εμπορεύματος, του χρήματος, του κύρους και της αυθεντίας οργανωτικών σχημάτων, θεσμών και ηγεσιών κ.λπ.) και σε πληθώρα συνακόλουθων αυταπατών, μυθευμάτων και ιδεολογημάτων, η υπέρβαση των οποίων προϋποθέτει επαναστατική-μετασχηματιστική στάση έναντι της εκάστοτε υφιστάμενης καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, αλλά και επιστημονική-θεωρητική γνώση της κοινωνικής αναγκαιότητας και νομοτέλειας.
Η άρση του συγκρουσιακού χαρακτήρα των συμφερόντων συναρτάται με τη νομοτέλεια της ενοποίησης της ανθρωπότητας, με την επίτευξη της οποίας, η ενότητα μεταξύ ατόμων, ομάδων και κοινωνίας συνολικά θα προσλάβει και τα χαρακτηριστικά της θεμελιώδους ενότητας υλικών συμφερόντων.
Η πολιτική είναι ένα περίπλοκο συγκρουσιακό πεδίο αισθημάτων, συναισθημάτων, βιωμάτων, σκέψεων, σχέσεων, αλλά κατά κύριο λόγο πράξεων, ορμώμενων από τη συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης και αντίφασης του δρώντος έναντι του αποδέκτη της δράσης, για την επίτευξη (ικανοποίηση, εδραίωση κ.λπ.) υλικών συμφερόντων (για αυτό και ο πόλεμος αποτελεί ακραίο τρόπο άσκησης πολιτικής μέσω του οποίου προωθείται μεν στο έπακρο η σκοπιμότητα ορισμένων υλικών συμφερόντων, αλλά και αναδεικνύεται εν πολλοίς απροκάλυπτα η αντιφατικότητα αυτών των συμφερόντων, μέσω της επιτακτικής ανάγκης επαναπροσδιορισμού τους). Οι εκάστοτε νικητές αυτού του συσχετισμού και της διαπάλης, οι φορείς των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων, επιβάλλουν στην ηττημένη, στην υποταγμένη πλευρά τα δικά τους υλικά συμφέροντα, ως δήθεν κοινά (κοινωνικά, δημόσια, εθνικά κ.λπ.) συμφέροντα νικητών και νικημένων, κυρίως μέσω του δικαίου (εθνικού και διεθνούς), με την κατάλληλη για κάθε ιστορική συγκυρία συνδυαστική χρήση καταστολής και συναίνεσης και με τη δέουσα ιδεολογική-ρητορική και «επιστημονική» κάλυψη.
Η πολιτική εξουσία ασκείται για τη διασφάλιση (βίαια ή μη, κατασταλτικά ή συναινετικά) της υπαγωγής των ανθρώπων στους κανόνες και στις φερόμενες ως γενικές κοινωνικές σκοποθεσίες του εκάστοτε (ιστορικά συγκεκριμένου) τύπου διοίκησης. Βασικό διακύβευμα της πολιτικής είναι ο αγώνας για κυριαρχία και υποταγή, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται τελικά το ποιος και πώς θα έχει στη διάθεσή του τα μέσα της άγρας και της παραγωγής, ενόσω θα είναι αναγκαία η άνιση σχέση προς τα μέσα άγρας και παραγωγής των διαφόρων ανθρώπων, ομάδων και ενώσεων. Ο αγώνας αυτός είναι συνυφασμένος με την ύπαρξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων άγρας και παραγωγής, και θα διεξάγεται όσο θα υπάρχει άνιση πρόσβαση των μελών της κοινωνίας στη διάθεση των μέσων άγρας και παραγωγής, άρα και των μέσων κατανάλωσης, όσο παραμένει ανέφικτη η διασφάλιση πρόσβασης όλων των μελών της κοινωνίας σε δημιουργική εργασία, όσο η τεχνολογικοί και χωροταξικοί όροι της παραγωγής επιβάλλουν ή επιτρέπουν τον κατακερματισμό της παραγωγής, την ανισότητα και τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών.
Οι βιολογικά απαραίτητες ανάγκες είναι κοινές στον άνθρωπο και στα ζώα, είναι εν πολλοίς ζωώδεις ανάγκες. Ως εκ τούτου η πολιτική, ως συμπυκνωμένη έκφραση του αγώνα των ανθρώπων για τα πραγματικά μέσα και τους τρόπους ικανοποίησης πρωτίστως αυτών των ζωωδών αναγκών, είναι εκδήλωση του εισέτι μη εξανθρωπισμένου χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων και ως τέτοια περικλείει το ζωώδες στοιχείο. Άρα και οι περί την πολιτική αντιλήψεις, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις δεν χαρακτηρίζονται κατεξοχήν από το καθαυτό ανθρώπινο, από το καθαυτό κοινωνικό και συνειδητό στοιχείο. Στο βαθμό που η πολιτική σύγκρουση επιτείνεται, οι αντίμαχοι και ανταγωνιστές υποχρεούνται εκ των πραγμάτων να μετέρχονται κάθε μέσου, να επιδιώκουν την επίτευξη των σκοπών τους με θεμιτά και αθέμιτα (αμυντικά και επιθετικά, συμμετρικά και ασύμμετρα) μέσα, δηλ. με κάθε τρόπο. Αυτό ισχύει σε βαθμό ευθέως αντίστοιχο της ιδιοτέλειας των σκοπών που πρεσβεύει ο κάθε αντιμαχόμενος, αλλά και της οξύτητας, του αδυσώπητου χαρακτήρα του αγώνα για επιβίωση, γεγονός που εξ αντιδιαστολής επιδρά και στον ανιδιοτελή αντίπαλο-πόλο. Στο βαθμό που ισχύει αυτό, η ιδιοτελής πολιτική σκοπιμότητα υποτάσσει την ηθική προβληματική, γεγονός ιδιαίτερα έκδηλο σε συνθήκες κρίσης. Αυτό ακριβώς οδηγεί στην κοινή πεποίθηση περί της πολιτικής (και περί των κατ’ επάγγελμα πολιτικών) ως υπόθεσης ανήθικης, συνυφασμένης με δόλο και απάτη, ως «βρώμικης δουλειάς».
Ο αγώνας αυτός για την επικράτηση, για την εξουσία και την κυριαρχία μέρους της κοινωνίας επί άλλου μέρους της κοινωνίας, ως συμπυκνωμένη έκφανση του αγώνα για επιβίωση, περνά ιστορικά από διάφορες φάσεις: από έντονες αδυσώπητες συρράξεις (εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέμους, κοινωνικούς-ταξικούς πολέμους πολιτών), μέχρι περιόδους σχετικά ειρηνικής συνύπαρξης των αντιμαχομένων, μέχρι την επόμενη αλλαγή των συσχετισμών των δυνάμεων και των αντιμαχομένων στρατοπέδων.
Βάσει των προαναφερθέντων, υπάρχει περίπλοκο και πολυεπίπεδο πλέγμα διασύνδεσης επιστήμης, επαναστατικής θεωρίας και πολιτικής. Η πολιτική δεν μπορεί να αγνοεί την επιστήμη, την επαναστατική θεωρία, ούτε και η επιστήμη την πολιτική. Σημαντική θέση αναφορικά με την αποτελεσματικότητα κάθε πολιτικής, έχει και η περί πολιτικής επιστήμη (φιλοσοφία, κοινωνική θεωρία, κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία, κοινωνική ψυχολογία, ψυχολογία κ.ο.κ.) ως συμβολή στη διάγνωση, χάραξη και θεμελίωση των προοπτικών, της στρατηγικής και τακτικής της εκάστοτε ασκούμενης πολιτικής. Στο βαθμό που στην πολιτική εμπλέκονται συμφέροντα και ασυνείδητες εκφάνσεις των τελευταίων ποικίλων τύπων και επιπέδων, στο βαθμό που η πολιτική παρουσιάζει ομοιότητες και με την παιδαγωγία, η πολιτική δεν συνιστά και δεν μπορεί να συνιστά αποκλειστικά επιστημονικό-ορθολογικό πεδίο. Περικλείει ζωώδεις-υποσυνείδητες (σε βαθμό ευθέως ανάλογο της εμπλοκής βάσει κατ’ εξοχήν ζωωδών, παρασιστικών, κομφορμιστικών κ.ο.κ. ιδιοτελών αναγκών-συμφερόντων), αλλά και διαισθητικές-υπερσυνειδητές (όπου απαιτείται επιτελικότητα και στρατηγική σκέψη πέραν του άμεσα δεδομένου και ιδιαίτερα, στο βαθμό που προτάσσεται η στρατηγική ενοποίησης της ανθρωπότητας). Έτσι, η πολιτική είναι και θα είναι όσο υπάρχει ένα πεδίο, το οποίο επιτάσσει εμπλοκή του υποκειμένου με ποικίλους συνδυασμούς συνειδητού και ασυνείδητου, πολιτισμού και βαρβαρότητας, επιστήμης και τέχνης (διαίσθησης, διορατικότητας, κ.ο.κ.), όπως άλλωστε και ο πόλεμος.
Η πολιτική και το δίκαιο ως εκφάνσεις και τρόποι ύπαρξης και λειτουργίας των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, μέσω αντίστοιχων τύπων κανονιστικών-ρυθμιστικών πλαισίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι δυνάμεις κατεξοχήν αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές. Με αυτή την ιδιότητά τους προσφέρονται για ανορθολογικές μυστικοποιήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι καθ’ ολοκληρία ένα πεδίο ανορθολογικό και μυστικιστικό. Το ανορθολογικό και μυστικιστικό στοιχείο προβάλλει στο προσκήνιο εφόσον η πολιτική (οι πολιτικές παρατάξεις, τα κόμματα, οι θεσμοί κ.ο.κ.) δεν εξετάζονται επιστημονικά, ως ιστορικά συγκεκριμένα και παροδικά μορφώματα, αλλά ως ανιστορικές, «υπεράνω ιστορίας» κείμενες οντότητες, αναγκαίες στο διηνεκές (βλ. π.χ. τα περί «αιώνιων δημοκρατικών αξιών» ιδεολογήματα αλλά και αυτά περί του εσαεί «νέου τύπου» κόμματος, με την εσαεί «σωστή γραμμή»).
Αυτή η πρακτική αυταπάτη (που αποτελεί και τη βάση της γενικευμένης ταύτισης της συνείδησης με τη συλλογική συνείδηση και τη συνοχή της κοινωνίας στον κοινωνιολογισμό τύπου Ντυρκέμ) έχει συγκεκριμένες ιστορικές πηγές. Όλη η ιστορική διαδικασία της πρωταρχικής εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, είναι μια διαδικασία βαθμιαίας διάκρισης των κοινωνικών σχέσεων από τις φυσικές, μετατροπής των «κοινωνικών ζώων» που προαναφέραμε σε προσωπικότητες. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τα στάδια ανάπτυξης της κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι προσπορίζονται τα προς το ζην με παραγωγικές δυνάμεις άμεσα δεδομένες από τη φύση (βλ. π.χ. άγρα, γεωργία, κτηνοτροφία), με σχέση προς την εργασία ως μέσο για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών και συνεπώς σε αρκετές ουσιώδεις σχέσεις τους δεν διέκριναν τον εαυτό τους από τη φύση (ιδιαίτερα επί δουλοκτησίας και φεουδαρχίας, αλλά εν μέρει και επί κεφαλαιοκρατίας). Καθ’ όλο αυτό το διάστημα οι άνθρωποι δεν είναι κυριολεκτικά προσωπικότητες και δεν συνειδητοποιούν εαυτούς ως προσωπικότητες (και ως εκ τούτου, οι οργανωτικές δομές τους έχουν έντονα αγελαία στοιχεία), ενώ η ηθική συνείδηση παραμένει πλευρά της υπό διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, δυσδιάκριτη από τις υπόλοιπες πλευρές της.
Η ελευθερία και η ισότητα των ανθρώπων (προϋποθέσεις αναγκαίες για τη διάκριση της ώριμης ηθικής συνείδησης) διακηρύσσονται με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας, οπότε και καθίσταται εφικτή για πρώτη φορά η πρωταρχική διάκριση της ηθικής, ως καθολικής σχέσης. Επί κεφαλαιοκρατίας όμως οι διακηρυσσόμενες ισότητα, ελευθερία και αδελφότητα, σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης, αφενός μεν προβάλλουν ως μετεξέλιξη-τροποποίηση της μεταφυσικής-μυστικιστικής αντίληψης περί ισότητας κ.ο.κ. των ανθρώπων ενώπιον του θεού (βλ. εκκοσμίκευση), αφετέρου δε -λόγω της μεγιστοποίησης της αντιφατικότητας των υλικών συμφερόντων- με την καθεστωτική εδραίωση της κεφαλαιοκρατίας, καθίστανται τυπικές διακηρύξεις, υποκατάστατα αυθεντικών σχέσεων προσωπικοτήτων, υπό το κράτος της πολιτικής και του δικαίου, στα πλαίσια των οποίων έχουν κατεξοχήν αρνητικό-αποφατικό χαρακτήρα (βλ. την αναγωγή τους στην προβληματική των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, δηλ. στο τι επιτρέπεται, τι απαγορεύεται και τι επιβάλλεται κ.λπ., με αντίστοιχες ανταμοιβές και ποινές, εντάξεις και αποκλεισμούς, συναίνεση και καταστολή). Εξ ου και η δογματική προσκόλληση των ατόμων και ομάδων που αδυνατούν να υπερβούν τον ορίζοντα των αστικών σχέσεων στη στενά πολιτική και δικαιική θεώρηση της ελευθερίας και της ισότητας.[1] Στη θέση της ισότητας αναδεικνύεται η αύξουσα ανισότητα πόρων και πλούτου, στη θέση της ελευθερίας η αποκλειστική ελευθερία του κεφαλαίου και ο πειθαναγκασμός στην κυριαρχία των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών, στη θέση της αδελφότητας ο άκρατος ανταγωνισμός.
Συχνά, η άκρατη ιδιοτέλεια παρουσιάζεται ως δήθεν βιολογικός νόμος. Ωστόσο, στα ανώτερα ζώα παρατηρούνται «αλτρουιστικές» συμπεριφορές, κατά τις οποίες εκείνο που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στη συμπεριφορά του ατόμου, δεν είναι η επιβίωση του ίδιου ως μεμονωμένου ατόμου, αλλά η αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής του είδους (του γένους) ως όλου. Τέτοιου τύπου συμπεριφορές συνιστούν τρόπον τινά βιολογική προϋπόθεση του αυθεντικού ηθικώς πράττειν, του πράττειν χάριν της ενότητας και της επιβίωσης του ανθρώπινου γένους.
Όταν καθίσταται εφικτή η ικανοποίηση των αναγκών των μελών της κοινωνίας υπεράνω του άκρως απαραιτήτου ελαχίστου των προς το ζην πόρων, οι αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων υποδιαιρούνται σε εξωτερικές και εσωτερικές. Συνάμα (βλ. Βαζιούλιν “Η Λογική της Ιστορίας” εκδ. ΚΨΜ), διακρίνονται ως σχετικά αυτοτελείς σφαίρες του κοινωνικού γίγνεσθαι η πολιτική και το δίκαιο –ως ιδιότυπη έκφανση των κατεξοχήν εξωτερικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων (ως έκφανση της κατεξοχήν εξωτερικής ομοιότητας των ανθρώπων και ως κατεξοχήν εξωτερική ενότητα των ανθρώπων)– και η ηθική, ως ιδιότυπη σφαίρα έκφρασης των κατεξοχήν εσωτερικών δεσμών των ανθρώπων. Στον βαθμό που εσωτερικοί και εξωτερικοί δεσμοί αντιδιαστέλλονται, τα πεδία αφενός της ηθικής, αφετέρου της πολιτικής και του δικαίου αντιδιαστέλλονται επίσης και εν πολλοίς αλληλοαναπαράγονται, αλληλοπροσδιορίζονται αλληλοαποκλειόμενα. Η σχέση αυτή εκφράζεται αφενός, με την υπαγωγή της ηθικής στην ιδιοτελή πολιτική (πάντα ηθικολογικά επενδεδυμένη, με ρητορική περί του «κοινού καλού», περί «εθνικού συμφέροντος» και περί ανάγκης «συνοχής» και «συναίνεσης» στο λόγω των κυρίαρχων) ή στο δικαιικό φορμαλισμό (με πολλαπλά μέτρα και σταθμά), με την φαρισαϊκή υποκρισία, με την επιβολή της κυρίαρχης εκδοχής ηθικής, κ.ο.κ., και αφετέρου, με την αναγωγή της ηθικής σε υπεράνω του κοινωνικού γίγνεσθαι απόλυτες και αφηρημένες ανιστορικές αρχές ενός θρησκευτικού, ακαδημαϊκού κ.λπ. δεοντολογισμού. Εδώ έγκειται η βάση της χαρακτηριστικής για την ιδιοτελή (ή/και βλακώδη) πολιτική διάστασης λόγων και έργων, του κυνικού αμοραλισμού κ.ο.κ. Η κατάσταση επιτείνεται λόγω του ότι σε αυτή την περίπτωση, οι εξωτερικοί δεσμοί προβάλλουν ως εσωτερικοί και τανάπαλιν. Τότε, στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης και του κοινού νου, ενδέχεται να ανακύπτουν ποικίλες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και αδικίας, ωστόσο, μόνο η επιστημονική έρευνα, η κοινωνική θεωρία και η αυθεντική φιλοσοφία μπορούν να αναδείξουν τόσο την αντικειμενική βάση πράξεων, στάσεων και συμπεριφορών, όσο και την αναπτυσσόμενη και μη ορατή στην επιφάνεια τάση ενοποίησης της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, η ριζική ανασυγκρότηση της ανθρωπότητας ως εσωτερικά ενιαίου όλου, η μετάβαση στην αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, δεν συνιστά απλή ηθική αξίωση αποκατάστασης της δικαιοσύνης, αλλά μια αδήριτη αναγκαιότητα, η μη επίτευξη της οποίας θα οδηγήσει νομοτελώς στην αυτοκαταστροφή.
Η επαναστατική δραστηριότητα ως πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Για την αντιστοιχία-αναντιστοιχία υποκειμένου, υλικών και οργανωτικών μέσων μετασχηματιστικής επενέργειας στην κοινωνία.
Η συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων, περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς και υλικά μέσα για την επενέργεια στην οικονομική βάση, που συγκροτούν το εποικοδόμημα. Το τελευταίο καθορίζεται μεν από την οικονομική βάση χωρίς να ανάγεται επ’ ουδενί λόγω σε αυτήν. Η ως άνω «υλική θεσμικότητα» του εποικοδομήματος διαφέρει από τις σχέσεις παραγωγής κατά το ότι οι σχέσεις του εποικοδομήματος αφενός μεν προϋποθέτουν γνώση (θεωρία, μεθοδολογία) και συνείδηση, αφετέρου δε, κατά τη διαμόρφωσή τους, περνούν ως όλο μέσω της κοινωνικής συνείδησης και κατευθύνονται από αυτήν. Επιπλέον, το εποικοδόμημα υφίσταται ως σχετικά αυτοτελές επίπεδο της δομής της κοινωνίας αντιτιθέμενο στη βάση, κυρίως επί κεφαλαιοκρατίας. Γενικότερα, το εποικοδόμημα διαλαμβάνει το κράτος, αλλά δεν ανάγεται πλήρως σε αυτό.
Ως εκ τούτου, το εποικοδόμημα δεν συνιστά δραστηριότητα κάποιας «καθαρής» συνείδησης. Αυτή η «υλική θεσμικότητα» του εποικοδομήματος, προσδίδει υλικές ιδιότητες και στην εντός και μέσω αυτού ασκούμενη δραστηριότητα. Η τελευταία δεν ανάγεται σε κατασκευή προειλημμένων σχημάτων κατά το δοκούν (όπως θα συνέβαινε κατά τη σταθερή επανάληψη της πραγμάτωσης μιας και της αυτής κοινωνικής δραστηριότητας με πανομοιότυπα υλικά-οργανωτικά μέσα και πράξεις).
Η δραστηριότητα που αναπτύσσεται εδώ είναι μεν εκ νέου υλική-αντικειμενική δραστηριότητα («παράγει» αποτελέσματα επί του όλου της κοινωνίας), ωστόσο, είναι μια δραστηριότητα άλλου τύπου και επιπέδου εν συγκρίσει προς την παραγωγή (άρα και με άλλου τύπου εμπλοκή των υποκειμένων ως προσωπικοτήτων): διαυγάζεται από ορισμένη συνείδηση της κοινωνίας ως όλου.
Στο εποικοδόμημα, ως πεδίο συγκροτούμενο εξ υπαρχής μέσω της συνειδητής σε ποικίλους βαθμούς ένταξης σε αυτό των ανθρώπων, με οργανωτική συγκρότηση ποικίλων μορφών και επιπέδων και υλικά μέσα, περικλείεται σε ποικίλους βαθμούς η επιστήμη, αξιοποιούνται επιστημονικές γνώσεις και τεχνολογίες. Η όποια τελεσφόρα εκπόνηση στρατηγικών και τακτικών στο επίπεδο του εποικοδομήματος, η θεσμική και οργανωτική δομή του και η ενεργοποίηση υλικών μέσων, επιτάσσουν σε διάφορους βαθμούς και επίπεδα τη χρήση της επιστήμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπλοκής σε ευρεία κλίμακα της επιστήμης και της τεχνολογίας, είναι εκείνο το μέρος του εποικοδομήματος επί κεφαλαιοκρατίας, που αφορά τις δυνάμεις χειραγώγησης, ελέγχου και καταστολής για τη διασφάλιση, εδραίωση, εμβάθυνση και επέκταση της κυριαρχίας, τις ένοπλες δυνάμεις, τα οργανωτικά και τεχνικά μέσα διεξαγωγής του ψυχολογικού και υλικού πολέμου. Είναι κολοσσιαία η ισχύς και η κλίμακα αυτών των μέσων και η επιτακτική ανάγκη επιστράτευσης και ενσωμάτωσης εντός τους προηγμένης επιστήμης και τεχνολογίας, οργανικά συνδεδεμένων με την παραγωγή.
Το ίδιο το εποικοδόμημα, δεν υφίσταται ως μονοσήμαντα δεδομένο στην κυριαρχία των εκάστοτε νικητών κατά τη σύγκρουση συμφερόντων, του εκάστοτε κυρίαρχου καθεστώτος και της ιδεολογίας του. Το ίδιο συνιστά πεδίο (εθελούσιας ή/και καταναγκαστικής) διαμεσολαβημένης έκφρασης, ενοποίησης, διαχείρισης, συνεργασίας αλλά και διαπάλης ομάδων ανθρώπων (τάξεων, στρωμάτων, κοινωνικών συμμαχιών, ποικίλων θεσμών, πολιτικών κομμάτων, οργανώσεων κ.ο.κ.) που συγκρούονται ή συνενώνονται προς επίτευξη σκοπών τους (ή/και προς ακύρωση-καταπολέμηση αντίπαλων σκοπών) εντός του εποικοδομήματος και κυρίως μέσω αυτού, στο σύνολο της κοινωνίας.
Στην ταξική κοινωνία, ο εκάστοτε βαθμός ενσωμάτωσης των ανθρώπων στις κυρίαρχες δομές και λειτουργίες του εποικοδομήματος, με αντίστοιχη υιοθέτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι ιστορικό διακύβευμα. Αυτός ο βαθμός ενσωμάτωσης, είναι αντιστρόφως ανάλογος της κρίσης και αμφισβήτησης, της εξάντλησης των όρων και των ορίων αντοχής και ανοχής των ανθρώπων, αναφορικά με τις κυρίαρχες υλικές σχέσεις και την έκφρασή τους στο εκάστοτε εποικοδόμημα (οργανωτική, υλική και ιδεολογική). Μάλιστα, οι όποιες αντιπολιτευόμενες τις κυρίαρχες δυνάμεις επαναστατικές ομάδες, μόνον εφόσον και καθόσον επιτύχουν αλλαγή των υφιστάμενων ή δημιουργία και ενεργοποίηση άλλων, εναλλακτικών δομών, φορέων, θεσμών, ιδεολογίας κ.ο.κ. –δηλ. αλλάζοντας τις ιδεατές-συνειδητές σχέσεις εντός τους στον ένα ή στον άλλο βαθμό– με αντίστοιχους σκοπούς, οργάνωση και υλικά μέσα, μπορούν να αντεπιδράσουν αποτελεσματικά στις σχέσεις παραγωγής και στο σύνολο των υλικών σχέσεων της κοινωνίας, να το μετασχηματίσουν επαναστατικά. Και αντίστροφα, οι κυρίαρχες δυνάμεις επιδιώκουν με κάθε τρόπο διατήρηση των υφιστάμενων δομών του εποικοδομήματος υπό τον έλεγχό τους, ώστε να διασφαλίζουν τον έλεγχο ολόκληρης της κοινωνίας και την αποτροπή, υπονόμευση, χειραγώγηση, ενσωμάτωση κ.ο.κ. κάθε άλλης, εναλλακτικής δομής, φορέων, θεσμών, ιδεολογικών αναζητήσεων κ.ο.κ., κάθε εναλλακτικής σκοποθεσίας που θα μπορούσε να αμφισβητήσει, να υπονομεύσει και να ανατρέψει την κυριαρχία τους.
Επομένως, η επίδραση της κοινωνικής συνείδησης επί των υλικών κοινωνικών σχέσεων με υλικά-οργανωτικά μέσα είναι αναγκαία, ενώ η αναγκαιότητα χρήσης υλικών μέσων, οργάνωσης και διαμόρφωσης συσχετισμών δυνάμεων, μαρτυρά την ύπαρξη διαφορετικών, αντιτιθέμενων είτε αντιφατικών υλικών συμφερόντων και αντίστοιχων σκοποθεσιών. Η αντεπίδραση αυτή και οι αντιδράσεις που συναντά, συγκροτούν πεδίο πολιτικού αγώνα ή/και πολέμου.
Τα υλικά και οργανωτικά-τεχνικά μέσα και οι τρόποι του εποικοδομήματος είναι πολλαπλασιαστές ισχύος, εμβέλειας και βάθους της αντίστροφης επενέργειας των ανθρώπων στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής τους. Ωστόσο, στο εποικοδόμημα της ανταγωνιστικής κοινωνίας, είναι ανταγωνιστικά και τα εν λόγω μέσα. Επομένως, στον αγώνα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, τόσο η ενίσχυση-βελτιστοποίηση των εκάστοτε ημετέρων-φίλιων οργανωτικών-τεχνικών μέσων και τρόπων και η υπονόμευση-άλωση, διαφθορά κ.ο.κ. των εχθρικών.
Η νομοτελής ενσωμάτωση μορφωμάτων στη μακροχρόνια ειρηνική περίοδο.
Η μακροχρόνια λίγο πολύ ειρηνική-συναινετική συνύπαρξη κυρίαρχων και κυριαρχούμενων (συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων) συνιστωσών στη δομή και λειτουργία του εποικοδομήματος (εντός, εκτός και στις παρυφές των πολιτικών, διοικητικών, ιδεολογικών, μορφωτικών κ.ο.κ. θεσμών του), συγκροτεί ένα πεδίο αμοιβαίων ετεροπροσδιορισμών, που φθείρει και διαφθείρει με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς βαθμούς κυρίαρχους και κυριαρχούμενους (ασυνείδητα, αλλά εν πολλοίς και συνειδητά), αμβλύνει και ενσωματώνει την πάλαι ποτέ μαχητική αποτελεσματικότητα και το ριζοσπαστισμό των παγιωμένων πλέον στερεοτυπικά οργανωτικών δομών (πολιτικών οργανώσεων, κομμάτων, συνδικαλιστικών φορέων, διοικητικών θεσμών κ.ο.κ.), των μορφών και των μέσων δράσης των κυριαρχούμενων, σε μια διαδικασία ολικής μετατόπισης του φάσματος διαμεσολάβησης, έκφρασης και εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, προς όλο και πιο συντηρητικές-καθεστωτικές στάσεις και ιδεολογικές αρχές.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πάλαι ποτέ ριζοσπαστικές μορφές και δομές εκπροσώπησης λαϊκών συμφερόντων των κάτω, της εργασίας στο εποικοδόμημα (ακόμα και αυτές που προέκυψαν από επαναστατικές διαδικασίες), μετατρέπονται βαθμηδόν εκ των πραγμάτων (δια της εκ των πραγμάτων μακροχρόνιας ματαίωσης της όποιας εναλλακτικής ριζικής αλλαγής και της λίγο πολύ συναινετικής θητείας τους) σε μορφές διαχείρισης (και εκτόνωσης) της δυσαρέσκειας και της διαμαρτυρίας εντός του κυρίαρχου συστήματος.
Οι επισημάνσεις αυτές δεν συνιστούν υβριστική στάση προς τον κόσμο διαφόρων οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς, προς τους αγώνες και τις αγωνίες που αυτός πρεσβεύει και βιώνει. Εδώ δεν γίνεται λόγος για έναν εκφυλισμό που οφείλεται κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά σε προθέσεις ιθυνόντων (χωρίς να σπανίζουν και οι τελευταίες), αλλά για μια νομοτελή αντικειμενική τάση στην ιστορία. Για την ενσωμάτωση εκείνη που εκ των πραγμάτων προκύπτει νομοτελώς κατά την μακροχρόνια ειρηνική περίοδο του συστήματος. Σε αυτές τις περιόδους, το σύστημα επιφυλάσσει και τελικά παγιώνει πρακτικά στην αριστερά το ρόλο της διαχείρισης εκδοχών της μειοψηφικής διαμαρτυρίας, πάντα στα πλαίσια του συστήματος, σε συνθήκες αδιαμφισβήτητης πολιτικής και εξουσιαστικής κυριαρχίας πολιτικών φορέων του κεφαλαίου.
Η ενσωμάτωση αυτή εκφράζεται νομοτελώς και μέσω της γραφειοκρατικοποίησης των δομών των μορφωμάτων του εποικοδομήματος (των επάνω και των κάτω), με οικονομική εξάρτηση από κρατικούς και ιδιωτικούς πόρους, με πρόσβαση στα Μ.Μ.Ε. και προβολή, με αντίστοιχη αυτονόμηση και αποξένωση των επιπέδων διοικητικής ιεραρχίας τους, με απόσπαση της ηγεσίας από τη βάση και αντίστοιχη μετάθεση προταγμάτων στην κατεύθυνση της διασφάλισης αυτής της ιεραρχίας και των όποιων συμβολικών ή υλικών προνομίων της, με υποκατάσταση του περιεχομένου από τη μορφή, με υποκατάσταση της επιστήμης με ιδεολογικές χειραγωγήσεις της ηγεσίας κ.ο.κ.
Πάλαι ποτέ ριζοσπαστικά και επαναστατικά μορφώματα, σε επόμενες μακροχρόνια ειρηνικές συγκυρίες της ιστορίας, μεταλλάσσονται βαθμηδόν σε δυνάμεις όλο και πιο καθεστωτικές, όλο και πιο ενσωματωμένες στο κυρίαρχο σύστημα και στην ιδεολογία του, σε δυνάμεις συστημικές. Μάλιστα, στην ανταγωνιστική κοινωνία, η μετατόπιση αυτή ευνοείται και από τον ανταγωνισμό για προνομιακή αν όχι αποκλειστική έκφραση-εκπροσώπηση των «από κάτω» στο εποικοδόμημα (αγώνας για το ποιο είναι π.χ. το «μοναδικό» κόμμα της εργατικής τάξης, για το ποιος είναι ο πιο αριστερός, κομμουνιστής, αντικαπιταλιστής κ.ο.κ.). Επιπλέον, επιτείνεται και από την ασυνείδητη ενσωμάτωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και του ανταγωνισμού μεταξύ των μορφωμάτων και των συνιστωσών έκφρασης-εκπροσώπησης των «από κάτω», σε μια σχέση αμοιβαίων ανταγωνιστικών ετεροπροσδιορισμών, η ένταση των οποίων μπορεί να οδηγεί και σε όρους αλληλοεξόντωσης αυτών των μορφωμάτων και των συνιστωσών, γεγονός που μπορεί πρακτικά να ακυρώσει και την ίδια την έννοια της έκφρασης-εκπροσώπησης των πραγματικών κοινωνικών συμφερόντων των «από κάτω», προκαλώντας καταστροφική σύγχυση, υπονομεύοντας τη δυνατότητα σαφούς ιεράρχησης σκοπών, με αντίστοιχη ορθολογική διάκριση φίλων και εχθρών στη σύγκρουση, αφήνοντας εν πολλοίς στο απυρόβλητο τις κυρίαρχες δυνάμεις του καθεστώτος. Ο αγώνας για αντίστοιχη των περιστάσεων θεωρία και πρακτική, υποκαθίσταται από την εκφυλιστική υπαρξιακή αγωνία του «εμείς, εμείς οι μόνοι συνεπείς!».[2]
Η μετατόπιση αυτή γίνεται ιδιαίτερα έκδηλη, όταν αίφνης ξεσπούν κρισιακές (προεξεγερσιακές, προεπαναστατικές κ.ο.κ.) συγκυρίες, όπου η οικονομική και κοινωνική κρίση προσλαμβάνει και χαρακτηριστικά γενικευμένης πολιτικής κρίσης, κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης των ραγδαία ριζοσπαστικοποιούμενων λαϊκών διαθέσεων από το κληροδοτημένο από τη μακροχρόνια ειρηνική-συναινετική περίοδο υφιστάμενο φάσμα καθιερωμένης (κομματικής, συνδικαλιστικής, επιστημονικής, ιδεολογικής κ.ο.κ.) εκπροσώπησης.
Όλα αυτά επέρχονται με τη βαθμιαία απόσπαση των γραφειοκρατικοποιημένων μηχανισμών μορφωμάτων πολιτικής οργάνωσης-εκπροσώπησης των συμφερόντων από τους «κάτω». Έτσι, οι «κάτω», η εργατική τάξη, ο λαός, παύουν να υφίστανται ως βασική ομάδα αναφοράς αυτών των μηχανισμών, γεγονός που οδηγεί νομοτελώς σε τάσεις: πρώτον, μετατροπής της γραφειοκρατικής ιεραρχίας σε κύρια ομάδα αναφοράς και της αυτοαναπαραγωγής της θέσης και του ρόλου της σε βασικό περιεχόμενο της πολιτικής τους, ή/και δεύτερον, συστημικής ενσωμάτωσής τους σε καθεστωτικούς κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς με βαθμιαία μετατροπή των τελευταίων σε καθοριστική ομάδα αναφοράς (με αντίστοιχη σπουδή για το «θεσμικό» τους ρόλο, εμμονή στον «κοινοβουλευτικό κρετινισμό» κ.ο.κ.). Ως αποτέλεσμα των παραπάνω επέρχεται περαιτέρω διάσταση λόγων και έργων, διακηρύξεων και πρακτικής αποτελεσματικότητας με όρους ηθικοπολιτικής ηγεμονίας και συσχετισμών δυνάμεων και η επίταση των αγκυλώσεων με άγονους αλληλοαναπαραγόμενους ετεροπροσδιορισμούς.
Ο «λόγος» που μαθαίνουν να αρθρώνουν π.χ. δυνάμεις της αριστεράς (λόγος κατά κανόνα ρητορικός, παρ’ όλη την πιθανή ριζοσπαστικότητά του), υποβαθμίζεται τελικά σε φραστικό-συμβολικό περιτύλιγμα εκδοχών μειοψηφικής διαμαρτυρίας, σε εκ των υστέρων λεκτική επένδυση προειλημμένων αποφάσεων-«γραμμών». Εξ ου και η εν πολλοίς «ανέξοδη» ριζοσπαστικοποίηση του λόγου μερικών, η «απογείωση»-φυγή τους από την πραγματικότητα, οι αλλοπρόσαλλες και ανερμάτιστες ιδεολογικές ακροβασίες, η αναζήτηση ερεισμάτων στις πιο απίθανες και ετερόκλητες «πηγές», με κοινό παρονομαστή τον εκλεκτικισμό, το μεθοδολογικό πλουραλισμό, την ερωτοτροπία με αστικά ιδεολογήματα της μόδας, την απουσία επαναστατικά συνεπούς θεωρίας και μεθοδολογίας και/ή την χυδαία εργαλειακή-καιροσκοπική χρήση τους[3]. Φαινόμενα γνώριμα τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών π.χ. από τον εκφυλισμό και τη χρεοκοπία των κομμάτων της Β΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπως απέδειξε ο Λένιν. Κατά παρόμοιο και δραματικά πιο επικίνδυνο τρόπο εκδηλώνεται ο νυν εκφυλισμός και η αποστασία της αριστεράς, σε συνθήκες πρωτόγνωρης έκτασης και βάθους δομικής κρίσης όχι μόνο του καθεστώτος του κεφαλαίου, αλλά και των διαθέσιμων μορφών αντιπολίτευσης σε αυτό, όπου δεν υπάρχει ακόμα πειστική, ρεαλιστική εναλλακτική προοπτική διεξόδου και πραγματικές δυνάμεις ικανές να τη φέρουν σε πέρας.
Στην κρίση εκδηλώνεται απροκάλυπτα η γύμνια αυτού του «λόγου». Η απόσπαση του τελευταίου από την πραγματικότητα, συμπυκνώνεται σε εκείνη τη φράση-σύμβολο της εσωστρεφούς ιδεοκρατίας- τύπου Χέγκελ. Ο τελευταίος, ως απάντηση σε μομφές αναφορικά με το ότι η θεωρία του δεν συνάδει με την πραγματικότητα, απαντούσε: «τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα!»… Γι’ αυτό και δεν έχει πλέον για τέτοιους κύκλους ιδιαίτερη σημασία η αντιστοίχηση των ιδεών τους με την πραγματικότητα (με τις πραγματικές ανάγκες και την αγωνία επιβίωσης των εργαζομένων, με το γνωστικό αντικείμενο, με την αλήθεια και την αποτελεσματικότητα της πράξης), αλλά ο αυτοαναφορικός αντίκτυπος στον ελεγχόμενο-οπαδικό τους μικρόκοσμο, η απήχηση, η ιδεολογική-χειραγωγική χρήση των ιδεών. Επομένως, μάλλον δεν έχει και τόσο νόημα να αναζητά κανείς ορθολογική εξήγηση και αντιστοίχηση με την πραγματικότητα στο «λόγο» που αρθρώνουν κάποιοι φορείς της αριστεράς, ιδιαίτερα στην κρίση. Αυτός, όλο και πιο πολύ μοιάζει με ιδεοψυχαναγκαστικά συμπτώματα (υποκατάστατα πρακτικής αδυναμίας-παραίτησης), με έμμονες ιδέες, με εκ των υστέρων λεκτικοποιήσεις-ορθολογικοποιήσεις για αυτοεπιβεβαίωση, αν όχι απλώς με υλικό για αγελαία τελετουργική-επιτελεστική οριοθέτηση-περιχαράκωση του χώρου αυτοαναφορικότητας μιας εκάστης των συνιστωσών…
Έτσι καθίσταται σαφές ότι εδώ δεν αρκούν οι όποιες καλές και ειλικρινείς προθέσεις. Η γνωστή στη φιλοσοφία από τον Αριστοτέλη «ετερογονία των σκοπών», ενισχύεται και αναπαράγεται μέσω γραφειοκρατικών ιεραρχιών, οργανωτικών κ.λπ. μέσων και τρόπων.
Αντίστοιχη μετατόπιση και παραφθορά επέρχεται και σε θεμελιώδεις έννοιες της επαναστατικής συνείδησης. Είναι γνωστή στη μαρξιστική παράδοση η κλιμάκωση της επαναστατικής συνείδησης, στράτευσης και προσήλωσης στον επαναστατικό σκοπό, όπως αυτή εκφράζεται με τις αλληλένδετες έννοιες: λαϊκότητα, ταξικότητα και κομματικότητα. Η τελευταία, νοείται ως ανώτερη μορφή κοινωνικής ταξικής συνείδησης, που χαρακτηρίζει την αντίληψη για την επαναστατική αποστολή της εργατικής τάξης, για την κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας. Ωστόσο, ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός και η ενσωμάτωση που προαναφέραμε, οδηγούν σε πλήρη παραφθορά αυτής της έννοιας, σε γραφειοκρατική ιδεαλιστική αντιστροφή της, σε βαθμό που αυτή εννοείται ως κριτήριο του βαθμού άκριτης ενσωμάτωσης-ταύτισης με το εκάστοτε κόμμα ως γραφειοκρατική δομή και τελικά, με το βαθμό άκριτης εκτελεστικότητας, υπακοής και υποταγής στις επιλογές, στα κελεύσματα, στη «γραμμή» της εκάστοτε ηγεσίας του. Έτσι, σε ανθρώπους γαλουχημένους σε αυτό το πνεύμα, η κομματικότητα εννοείται πλέον ως εξ ορισμού γραφειοκρατικά-ιεραρχικά κλιμακούμενη και μυσταγωγικά κατανεμόμενη ως «χρίσμα» ιδιότητα του ατόμου, ως μονοσήμαντα αύξουσα κλίμακα, που τελικά χάνει κάθε σχέση με την πραγματική κατάσταση και τις ανάγκες της τάξης και της κοινωνίας: από τον οπαδό-ψηφοφόρο-πιστό, στο μέλος, στα διαφόρων επιπέδων στελέχη κ.ο.κ., με κορύφωση στην ανώτατη ηγεσία!
Στην κρίση εκδηλώνονται τα αποτελέσματα της μακροχρόνιας ενσωμάτωσης και μετάλλαξης πάλαι ποτέ επαναστατικών μορφωμάτων πολιτικής διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης της εργατικής τάξης και ευρύτερα των καταπιεσμένων και αντίστοιχης παραμόρφωσης προσωπικοτήτων και συλλογικοτήτων. Εδώ, εκδηλώνεται η διαμόρφωση και αναπαραγωγή ορισμένου τύπου οργανωτικού στελέχους, με βάση την άκριτη πίστη, υπακοή και εκτελεστικότητα στην εκάστοτε ηγεσία και στην «πάντοτε σωστή γραμμή της τελευταίας» (γνωστού στην πολιτική ως «κομματόσκυλου»). Κάποτε, τα στελέχη αυτού του τύπου, με τις δεξιότητες από αυτού του είδους τη θητεία, διαπιστώνουν ότι η ύπαρξη και λειτουργία τους, η παροχή των υπηρεσιών τους σε άλλη δομή και ηγεσία, μπορεί να είναι πιο προσοδοφόρος. Στην κρίση, γενικεύεται μάλιστα το φαινόμενο των «κομματόσκυλων» παντός καιρού, σημαίας ευκαιρίας, τα οποία με τις μετεγγραφικές τους επιδόσεις λειτουργούν ως διακομματικοί ιμάντες καθεστωτικού εκφυλισμού της πολιτικής ζωής[4].
Εδώ, η κριτική χρήση, η επικαιροποίηση και η ανάπτυξη των κεκτημένων της επιστήμης για την έγκαιρη αντικειμενική διάγνωση των διακυβευμάτων της συγκυρίας, για την επιστημονική περιγραφή, εξήγηση και πρόγνωση των φαινομένων (για τους λόγους που προαναφέραμε), δεν προέρχεται και δεν μπορεί να προέλθει από τα κυρίαρχα ρεύματα των θεσμικών δομών κυρίαρχων και κυριαρχούμενων συνιστωσών του εποικοδομήματος.
Στην κρίση, τα καθιερωμένα μορφώματα εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, ιδιαίτερα ό,τι έχει απομείνει από πάλαι ποτέ ριζοσπαστικές εκφράσεις κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, δυσκολεύονται ή και αδυνατούν να συλλάβουν και να εκφράσουν καταλυτικά την ανερχόμενη πολιτικοποίηση-ριζοσπαστικοποίηση και την ανάγκη συγκρότησης νέων δυναμικών, νέων υποκειμένων. Έτσι, λειτουργούν ανασχετικά (αν όχι διαλυτικά) στην κλιμάκωση αυτής της ριζοσπαστικοποίησης από τα κάτω, με παρελκυστικά προσχήματα, με εμμονές σε άκαιρους και άσχετους με τη μοναδικότητα της συγκυρίας δογματισμούς, στερεοτυπικά σχήματα, αυτοαναφορικές ιδιολέκτους και ιδεολογήματα, με αναντίστοιχες της συγκυρίας κινήσεις και ρητορικές υπεκφυγές (π.χ. συγκαλύπτοντας με φραστικό ριζοσπαστισμό, με επίκληση ιστορικών συμβόλων, με πρακτικές περιχαράκωσης κ.ο.κ. την αναντίστοιχη στάση τους ή και την καθεστωτική μετάλλαξή τους). Η δυσκολία αυτή, αν δεν ξεπεραστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά, μπορεί να μετατραπεί σε καταστροφική δύναμη ανάσχεσης της ευρείας κλίμακας ριζοσπαστικοποίησης των ανθρώπων, της προοδευτικής κίνησης της κοινωνίας. Η μη έγκαιρη θεωρητική και πρακτική-οργανωτική ανταπόκριση στις επιτακτικές ανάγκες αυτών των συγκυριών, μπορεί να ακυρώσει την επιτακτική ανάγκη ριζικής αλλαγής των συσχετισμών δυνάμεων σε προοδευτική κατεύθυνση, με προοπτική την ενοποίηση της ανθρωπότητας, μπορεί να ματαιώσει τη συγκρότηση και ανάδειξη στο προσκήνιο του νέου συνειδητού κοινωνικού υποκειμένου, μπορεί τελικά να οδηγήσει σε τραγική ήττα και καταστροφή του λαϊκού κινήματος, σε επικράτηση ακραίων αντιδραστικών δομών και σε αντίστοιχη μακροχρόνια επιδείνωση των εργασιακών και του συνόλου των υλικών κοινωνικών σχέσεων.
Η ιδεολογία και η συνείδηση, παρά τις αυταπάτες των δομολειτουργικών και άλλων απόψεων, δεν συνιστά καθ’ ολοκληρία «ψευδή συνείδηση». Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχαμε την παραμικρή κοινωνική ανάπτυξη, πρόοδο, θα βλέπαμε την ανθρωπότητα εγκλωβισμένη σε απλή και αδιέξοδη αναπαραγωγή-ανακύκλωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και των κυρίαρχων σχέσεων.
Η δημιουργικότητα και η εγρήγορση ως όροι αντιστοιχίας του υποκειμένου στην κρισιακή συγκυρία.
Βάσει των παραπάνω, και δεδομένου ότι στο ιστορικό γίγνεσθαι αναβαθμίζεται νομοτελώς η θέση και ο ρόλος του υποκειμένου, καθίσταται σαφές ότι εκ των ων ουκ άνευ όρος για τη βέλτιστη συγκρότηση και εμπλοκή του υποκειμένου στον αγώνα για το μετασχηματισμό της κοινωνίας, μέσω των οργανωτικών και υλικών μέσων του εποικοδομήματος, είναι η εκάστοτε βέλτιστη δημιουργική αφομοίωση, ανάπτυξη, διάδοση, και εφαρμογή της επαναστατικής θεωρίας στην πράξη εκ μέρους του υποκειμένου.
Δημιουργικότητα, με τη ριζοσπαστική και επαναστατική έννοια, σημαίνει υπέρβαση, διαλεκτική άρση των όρων και των ορίων της κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας βάσει των κεκτημένων της, στην κατεύθυνση των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξή της και των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας, σημαίνει προώθησή της σε ανώτερο επίπεδο από άποψη ποιότητας και ουσίας, και τελικά, τη ριζική επίλυση των αντιφάσεών της και τη διαλεκτική άρση της (βάσει του νόμου της άρνησης της άρνησης) μέσω της γόνιμης κριτικής αφομοίωσης, μέσω της άρσης των κεκτημένων της. Αν μάλιστα η διαδικασία αυτή είναι η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας ως όλου, απαιτείται η μέγιστη δημιουργικότητα όχι μεμονωμένων ατόμων αλλά των σημαντικότερων δυνάμεων, αν όχι της πλειονότητας του λαού.
Στον βαθμό που κλιμακώνεται η επιτακτική ανάγκη ενεργού παρέμβασης του υποκειμένου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ανακύπτουν αντιφάσεις με τη μορφή προβληματικών συγκυριών, προβληματικών καταστάσεων. Οι αντιφάσεις αυτές συνδέονται με τη διαρκή αναμόρφωση και μετάθεση των εμπράγματων και προσωπικών όρων και των ορίων της κλιμακούμενης ενεργού εμπλοκής του υποκειμένου στα πλαίσια ορισμένης συγκυρίας. Η εκάστοτε εμπλοκή των ανθρώπων στην ιστορική διαδικασία με όρους κινήματος, δεν εκτυλίσσεται γραμμικά και σταθερά διαχρονικά, αυθαίρετα, εντελώς τυχαία και υποκειμενικά, ανεξαρτήτως εποχής, κατάστασης και συγκεκριμένης συγκυρίας, αλλά διέπεται από ορισμένες νομοτέλειες. Οι νομοτέλειες αυτές μπορούν να γίνουν αντικείμενο διερεύνησης, βάσει του προσδιορισμού της εκάστοτε ιστορικής εποχής και συγκυρίας. Η τελευταία, οι ρυθμοί εκτύλιξης της οποίας και η επιτακτικότητα διάγνωσης και εμπλοκής του ιστορικού υποκειμένου είναι ευθέως ανάλογα των κρισιακών γνωρισμάτων της, προσδιορίζεται βάσει ορισμένων αντικειμενικών και υποκειμενικών κριτηρίων, τα οποία συνδέονται:
(1) Με το συγκεκριμένο στάδιο ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, με την ιστορική εποχή και με την ιδιότυπη χωροχρονική συμπύκνωση και εκδήλωση της αντιφατικότητας και των προοπτικών στον ένα ή στον άλλο βαθμό ριζικών ή και επαναστατικών μετασχηματισμών της κοινωνίας στη συγκεκριμένη περιοχή, χώρα και στιγμή (συγκυρία), ιδιαίτερα αν τα παραπάνω αφορούν «ασθενή κρίκο» του παγκόσμιου και περιφερειακού συστήματος.
(2) Με το επίπεδο ιστορικής ανάπτυξης και συγκρότησης (θεωρητικής, ιδεολογικοπολιτικής, οργανωτικής κ.ο.κ.) των εμπλεκόμενων σε αυτήν κοινωνικών δυνάμεων (τάξεων, κοινωνικών ομάδων, κοινωνικών στρωμάτων κ.ο.κ. με τα συγκλίνοντα ή αποκλίνοντα συμφέροντά τους), με το σύνολο των διαθέσιμων, κληροδοτημένων από το παρελθόν μορφωμάτων, μέσων και τρόπων διαμεσολάβησης αυτών των δυνάμεων, από την άποψη των πραγματικών (και όχι διακηρυκτικών, φαντασιακών κ.ο.κ.) δυνατοτήτων ανάταξης-αναδιάταξης του συνολικού συσχετισμού δυνάμεων, από την άποψη του εάν και κατά πόσο αυτά μπορούν να λειτουργούν ως υποκείμενα και όχι ως ενεργούμενα αντικείμενα, σε συνάρτηση με την αντιστοιχία ή αναντιστοιχία τους με τα ζωτικής σημασίας διακυβεύματα της εν λόγω εποχής και συγκυρίας. Μάλιστα, η κλιμάκωση, η εκάστοτε αναβάθμιση αυτών των μορφωμάτων, μέσων και τρόπων, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά υπάγεται σε συγκεκριμένες νομοτέλειες. Το επίπεδο αυτό, λόγου χάριν, των επαναστατικών δυνάμεων, δεν μπορεί να εξετάζεται εκτός του συνολικού επιπέδου και συσχετισμού των δυνάμεων (επαναστατικών και αντεπαναστατικών, καθεστωτικών και αντικαθεστωτικών κ.ο.κ.), με το σύνολο των υλικών και οργανωτικών μέσων και τρόπων επενέργειας στο όλον της κοινωνίας που έχουν στη διάθεσή τους.
(3) Με τις ανάγκες και τα συμφέροντα (τη συνειδητοποίηση και ιεράρχηση των αναγκών), με την ύπαρξη ή την απουσία αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων ενότητας και πάλης των συνιστωσών του υποκειμένου –ορισμένης τάξης ή τάξεων, κοινωνικών στρωμάτων, κοινωνικοπολιτικών συμμαχιών κ.ο.κ.– με τις ιδιότητες, τις ικανότητες, τις δεξιότητες, τη γνώση, την παιδεία, τη συνείδηση και το όλο επίπεδο συγκρότησης και ανάπτυξης του υποκειμένου, ιδιότητες που εδράζονται μεν καθοριστικά στη θέση και στον ρόλο των ανθρώπων στην εργασιακή επενέργεια στη φύση και στις εργασιακές σχέσεις, αλλά δεν ανάγονται σε αυτές. Συνδέεται επίσης με το επίπεδο γνωσιακής, μεθοδολογικής και συνειδησιακής ανάπτυξης της «οντογένεσης» ενός εκάστου συγκεκριμένου υποκειμένου του κινήματος (ατομικού ή και συλλογικού), με το όλο επίπεδο πολιτισμικής του συγκρότησης, δηλαδή με την ικανότητά του να διαγνώσει κριτικά τόσο την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης της συγκεκριμένης κοινωνίας (εποχής και συγκυρίας) και των αντίστοιχων διακυβευμάτων, όσο και το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά προσδιορισμένης επάρκειας ή ανεπάρκειας) των διαθέσιμων κληροδοτημάτων (θεωρητικών και πρακτικών-οργανωτικών). Αυτά τα χαρακτηριστικά κινούνται ιστορικά και λογικά σε ένα ευρύτατο φάσμα: από επιμέρους στοιχειώδεις χειρωνακτικές και εκτελεστικές ικανότητες-δεξιότητες επιμέρους ατόμων (σε ατομικές και μαζικές εκδοχές, π.χ. ψηφοφορία, αφισοκόλληση, παρουσία σε συναθροίσεις, εκτέλεση εντολών, κ.ο.κ.), προς όλο και πιο σύνθετες, περίπλοκες, επιτελικές και αναπτυγμένες, μέχρι τις σφαιρικές και συνθετικές δημιουργικές (ψυχοσωματικές) ικανότητες ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων και συλλογικοτήτων. Μάλιστα, η κλιμάκωση, η εκάστοτε αναβάθμιση αυτών των μέσων και των τρόπων, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά υπάγεται επίσης σε συγκεκριμένες νομοτέλειες.
(4) Με την εκάστοτε συνυφασμένη με τα παραπάνω κριτήρια ικανότητα του υποκειμένου για σκοποθεσία αναφορικά με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, η οποία κυμαίνεται επίσης σε ευρύ φάσμα: από επιμέρους άμεσες-βραχυπρόθεσμες, εργαλειακές, σε όλο και πιο σύνθετες, διαμεσολαβημένες, μεσοπρόθεσμες και απώτερες-μακροπρόθεσμες, στρατηγικές προοπτικές, από στοιχειώδεις αγελαίες-κοινοτικές βιοσυντηρητικές, προς εξατομικευμένες και από αυτές προς κοινωνικές και πανανθρώπινες, που αφορούν την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου και της κοινωνίας. Με την ικανότητα διαλεκτικής διασύνδεσης επιμέρους, γενικών και καθολικών, βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων, τακτικών και στρατηγικών σκοπών του ανθρώπου, της ανθρωπότητας.
(5) Με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, με το τι κυοφορείται και προβάλλει ως προοπτική. Η ατμόσφαιρα αυτή επιδρά άμεσα ή έμμεσα στη στάση ζωής, στην ετοιμότητα για εμπλοκή και στις κατευθύνσεις του κινήματος, στη συνειδητοποίηση, στη διατύπωση και στην προώθηση των διακυβευμάτων (ως προς το τι, πώς, γιατί και σε ποια κατεύθυνση, με ποια σκοπιμότητα, προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να μετασχηματιστεί).
Επομένως, ό,τι συνδέεται με τη συγκρότηση του εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένου υποκειμένου του επαναστατικού κινήματος, ιδιαίτερα σε κρίσιμες μεταβατικές εποχές και συγκυρίες, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ανιστορικά, ανορθολογικά και στατικά. Δεν είναι θέμα γούστου, υποκειμενικών προτιμήσεων, κελευσμάτων της μόδας και του συρμού ή άκριτου φόρου τιμής σε πάλαι ποτέ δοκιμασμένες μορφές. Η αντιστοιχία-αναντιστοιχία του υποκειμένου, των μέσων και του σκοπού του κινήματος με την ιδιοτυπία του αντικειμένου (του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στη συγκεκριμένη εποχή και συγκυρία), είναι ζωτικής σημασίας πρόβλημα, που απαιτεί τη μέγιστη επιστημονική διακρίβωση των εκάστοτε όρων εμπλοκής σε συνδυασμό με τη μέγιστη διαισθητική εγρήγορση και δημιουργική φαντασία.
Σε συνάρτηση με την προαναφερθείσα αντιστοιχία-αναντιστοιχία των πέντε παραπάνω κριτηρίων, όπου αυτή εκδηλώνεται αντιφατικά, ανακύπτει προβληματική, είτε ακόμα και κρισιακή συγκυρία, η διαλεκτική άρση της οποίας οδηγεί σε αναβάθμιση του συνόλου των αντικειμενικών και υποκειμενικών, εμπράγματων και προσωπικών όρων και ορίων της δημιουργικής-επαναστατικής διαδικασίας. Η άρση αυτή, απαιτεί αναβάθμιση της ενεργητικότητας του υποκειμένου, απαιτεί κλιμάκωση της δημιουργικότητάς του, βάσει της διάγνωσης και συνειδητοποίησης των εκάστοτε διαθέσιμων και απαιτούμενων-σκοπούμενων όρων και ορίων αυτής της δραστηριότητας. Η κρισιακή συγκυρία προβάλλει ως φάσμα δυνατοτήτων δημιουργικής-επαναστατικής επίλυσης των αντιφάσεων από ένα αντίστοιχο των περιστάσεων υποκείμενο-κίνημα, σωτηρίας του λαού και ανάπτυξης της κοινωνίας, είτε αδράνειας και αναντίστοιχων παρεμβάσεων με αμφίβολα έως καταστροφικά αποτελέσματα, μιας και η πρωτοβουλία των κινήσεων και η κυριαρχία στους συσχετισμούς των δυνάμεων εκ των πραγμάτων παραδίδεται στις καθεστωτικές και αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η εμπλοκή του υποκειμένου και η όλη εκτύλιξη της δραστηριότητας, δεν συνιστά μια γραμμική και απρόσκοπτη εξελικτική διαδικασία.
Η όποια a priori έμφαση μόνο στην αντιστοιχία και επάρκεια ορισμένου υποκειμένου προς τις ανάγκες της εποχής και της συγκυρίας, υπονομεύει τη δυνατότητα διερεύνησης των νομοτελειών που διέπουν την επαναστατική διαδικασία και οδηγεί σε εκδοχές απολογητικής απολυτοποίησης της ιδέας που έχουν κάποιοι για τον εαυτό τους, υποκατάστασης από αυτήν της πραγματικότητας. Έτσι, η ζωτική για την κοινωνία ανάγκη συγκεκριμένης ιστορικής βελτιστοποίησης της συγκρότησης και εμπλοκής του επαναστατικού υποκειμένου, υποκαθίσταται από την ανιστορική ανάγκη περιχαράκωσης, αυτοεπιβεβαίωσης και αναπαραγωγής μορφωμάτων φορέων της «σωστής γραμμής»…
Με αυτές τις νομοτέλειες συνδέονται και ορισμένα παράδοξα. Εδώ, η «ετερογονία των σκοπών» μπορεί να οδηγήσει σε δραματικά αποτελέσματα. Σκοπός της επαναστατικής διαδικασίας, του επαναστατικού κινήματος, είναι ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Ο τελευταίος προϋποθέτει την άρση της αναντιστοιχίας του επαναστατικού κινήματος με τις βαθύτερες κοινωνικές ανάγκες επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, συγκρότηση και ανάπτυξη αντίστοιχου της εποχής και της συγκυρίας υποκειμένου. Βεβαίως, η όποια συγκρότηση και δραστηριοποίηση του υποκειμένου και τα αποτελέσματα αυτών, συνιστούν ένα ιδιότυπο μόρφωμα έναντι της κοινωνίας που οφείλει να μετασχηματιστεί επαναστατικά.
Σκοπός του πραγματικού επαναστατικού κινήματος, του αντίστοιχου υποκειμένου, είναι η άρση της παραπάνω αναντιστοιχίας, η εκπλήρωση-άρση των όποιων μορφωμάτων του στο αποτέλεσμα της δράσης του, στο νικηφόρο επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η όποια ιδιοτυπία και αυτοτέλεια ορισμένης ιστορικής, παραδεδεγμένης, κ.ο.κ. συγκρότησης του υποκειμένου δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο προς επίτευξη των τακτικών και του στρατηγικού σκοπού του κινήματος. Η επίτευξη του σκοπού οδηγεί στην απάλειψη του μέσου, χωρίς το οποίο ο σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί. Αλλά με κάθε απάλειψη, το μέσο εκ νέου επανεμφανίζεται με νέες μορφές, μέσα και τρόπους συγκρότησης και δράσης και σε νέα βάση. Η όποια εξέταση του μέσου ως αυτοσκοπού, δεν υπονομεύει μόνο το σκοπό, αλλά εκ των πραγμάτων εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς, τους σκοπούς των καθεστωτικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων.
Απαιτείται, λοιπόν εγρήγορση για την ανάδειξη των αντικειμενικών όρων-κριτηρίων διακρίβωσης της εκάστοτε ιστορικής εποχής και συγκυρίας, βάσει των οποίων είναι εφικτή η συγκεκριμενοποίηση του εκάστοτε επιπέδου συγκρότησης του υποκειμένου και των επόμενων στόχων (άρα και μέσων-τρόπων διεξαγωγής του αγώνα) του κινήματος. Η όλη διαδικασία προβάλλει νομοτελώς ως αλλεπάλληλες ατυχείς προσπάθειες προεκβολών κεκτημένων θεωρητικών και πρακτικών-οργανωτικών μέσων και τρόπων σε νέα γεγονότα, άλλης εποχής και συγκυρίας, του εγνωσμένου-δοκιμασμένου στο άγνωστο και πρωτοφανές, η αποτυχία των οποίων οδηγεί πλέον μονοσήμαντα σε ουσιαστική άρση της αναντιστοιχίας αυτών των κεκτημένων, σε ουσιώδη αναβάθμιση του υποκειμένου, των σκοπών και των μέσων του κινήματος. Έτσι, στην ιστορική διαδικασία προκύπτουν νομοτελώς ιδιότυπες αντιφάσεις, μεταξύ αναντίστοιχων μορφωμάτων και πραγματικότητας και μεταξύ μορφωμάτων ποικίλων βαθμών αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας, μόνο μέσα από την επίλυση-διαλεκτική άρση των οποίων μπορεί να προάγεται-αναβαθμίζεται το επαναστατικό κίνημα. Οι αντιφάσεις αυτές, δεν είναι δηλωτικές απλώς και μόνο της ανεπάρκειας, της «ξεροκεφαλιάς» μεμονωμένων υποκειμένων, ηγεσιών, κομμάτων κ.ο.κ., αλλά κυρίως της νομοτελούς αντιφατικής ανάπτυξης, όχι μόνο της εκάστοτε βάσης της κοινωνίας, αλλά και των μορφών και επιπέδων γνώσης και συνείδησης, και της πολλαπλά διαμεσολαβημένης και σχετικά αυτονομημένης έκφρασης αυτής της αντιφατικής ανάπτυξης στα ποικίλα μορφώματα του εποικοδομήματος. Είναι επίσης νομοτελές φαινόμενο, η αναντιστοιχία αυτών των μορφωμάτων να εκδηλώνεται ακριβώς στις στιγμές που απαιτείται επιτακτικά άρδην επαναπροσδιορισμός της αντίστροφης επενέργειας στη βάση και στο όλον της κοινωνίας. Η αναντιστοιχία αυτή και οι προαναφερθείσες ιδιότυπες νομοτελείς αντιφάσεις του εποικοδομήματος, εάν δεν γίνουν έγκαιρα αντικείμενο συνειδητού αναστοχασμού με βάση τη γνώση της ιστορικής νομοτέλειας, της λογικής της ιστορίας, κινδυνεύουν να διογκωθούν κακοφορμίζοντας, με καταστροφικές για το κίνημα και την ανθρωπότητα επιπτώσεις. Εκ των ων ουκ άνευ όρος για την αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου του υποκειμένου στην ιστορία, είναι η έγκαιρη και συνειδητή (μετά λόγου γνώσεως) άρση αυτών των νομοτελών αντιφάσεων, χωρίς να εναποτίθεται η επίλυσή τους στη βασανιστική κυριαρχία της μεθόδου δοκιμής και λάθους.
Στις προβληματικές κρισιακές συγκυρίες εγείρεται με ένταση το ζήτημα της επάρκειας ή/και ανεπάρκειας του υποκειμένου, αλλά και των όρων και ορίων για την ενεργητική εμπλοκή του υποκειμένου. Εδώ παρατηρείται μια κλιμάκωση των βαθμών και των επιπέδων περιπλοκότητας των κρισιακών συγκυριών.
Επιπλέον, τα περισσότερα αριστερά οργανωτικά κ.ο.κ. μορφώματα, φαίνονται όλο και πιο αναντίστοιχα της συγκυρίας και της εποχής: τα μεν διά του καθεστωτικού εκφυλισμού τους σε «υπεύθυνες» διαχειριστικές δυνάμεις του συστήματος εδώ και τώρα, απεμπολώντας τον κομμουνισμό και κάθε εναλλακτική προοπτική, τα δε, διά της φραστικής φυγής από την εποχή και τη συγκυρία, με την επίκληση «αυστηρής ιδεολογικής καθαρότητας» και «στρατηγικής συνέπειας», προσδοκώντας επαναστατικές καταστάσεις στο απώτερο και απροσδιόριστο μέλλον.
Γιατί να διακινδυνεύσουν κάποιοι «ηγέτες»-ηγετίσκοι μορφωμάτων και συνιστωσών της αριστεράς την όποια μικροεξουσία τους με άνοιγμα σε νέες μορφές, μέσα και τρόπους του αγώνα, άρα τη δημόσια έκθεση και δοκιμασία τους ενώπιον άλλου κόσμου που ριζοσπαστικοποιείται στην κρίση; Προτιμούν την πεπατημένη: την «ασφάλεια» της «καταξίωσης» και του χειροκροτήματος στο -έστω και δραματικά συρρικνούμενο- εναπομείναν ποίμνιο-κοινό τους. Όταν όμως συγκλονίζεται ο κόσμος, όταν ο ταξικός-κοινωνικός πόλεμος στην κρίση οδηγεί σε δημογραφική καταστροφή με όρους γενοκτονίας και οι ηγετίσκοι βαυκαλίζονται αυτάρεσκα με την εμμονή τους σε σχήματα αυτοπροβολής-αυτοκαταξίωσης σε φθίνουσες αυτοαναφορικές ομαδούλες οπαδών, η αποστασία τους αυτή αποκτά ιστορικά καταστροφικές διαστάσεις διαστροφικού γλεντιού στον καιρό της πανούκλας…
Δεδομένου μάλιστα ότι η Αριστερά ουδέποτε άσκησε στη χώρα μας κυβερνητική εξουσία, «οι πολιτικές προσωπικότητες του χώρου αυτού αρκούνται στο να ηγούνται μικρών οργανώσεων και κινήσεων, …παντελώς άγνωστων στο ευρύ κοινό. Δεν υπάρχει όμως τίποτα πιο επικίνδυνο ίσως στον κόσμο της Αριστεράς από την προσπάθεια αφαίρεσης αυτής της μικροεξουσίας!» (βλ. Γ. Δελαστίκ http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22792&subid=2&pubid=63830960 ).
Έσχατη εκφυλιστική διαστροφή, δηλωτική της νοσηρής ενσωμάτωσης της «επαναστατικής» αριστεράς! Ας θυσιαστεί λοιπόν η κοινωνία, η χώρα, ο λαός, η τάξη, το κίνημα κ.ο.κ., αρκεί να παραμείνουν υπό έλεγχο έστω και ίχνη αυτής της «αριστερής» μικροεξουσίας τους!
Η γραφειοκρατίσκοι με την «εσαεί σωστή γραμμή» να ‘ναι καλά και στην αιμάσσουσα κοινωνία – γαία πυρί μειχθήτω… Η διαπαραταξιακή ακούσια-εκούσια συνεισφορά στην δια της επιστράτευσης προληπτική ήττα κατά κράτος της κινητοποίησης των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης, με εκ των υστέρων συνδικαλιστική και πολιτική δικαίωση των συνιστωσών, είναι ενδεικτική αυτής της καταστροφικής (ανηκέστου;) νοσηρότητας και των πολύτιμων υπηρεσιών που αυτή παρέχει στο καθεστώς… Έναν αποκλειστικό ρόλο επιφυλάσσει εκ των πραγμάτων το καθεστώς στους φορείς αυτής της απελπιστικά προβλέψιμης και διαχειρίσιμης αριστερας: θα τους χειρίζεται και θα τους αξιοποιεί ως συνιστώσες του πολέμου όλων εναντίον όλων και ως ενεργούμενα του διαίρει και βασίλευε…
Ωστόσο, οι κρισιακές συγκυρίες δεν είναι ούτε συχνά, ούτε μακροχρόνια ιστορικά φαινόμενα. Ξεσπούν στους «ασθενείς κρίκους» του συστήματος μετά από πολλές δεκαετίες «ειρηνικής» κυριαρχίας των κρατούντων. Στην ιστορία δεν υπάρχουν κενά. Η μη έγκαιρη αξιοποίηση της κρισιακής συγκυρίας με κλιμάκωσή της σε επαναστατική-ριζοσπαστική κατεύθυνση, μπορεί να αποβεί καταστροφική, μπορεί να οδηγήσει σε γενικευμένο εκφασισμό, με όρους διακρατικομονοπωλιακής δικτατορίας.
Κλιμάκωση της αναβάθμισης του υποκειμένου από την κρισιακή συγκυρία προς την επαναστατική κατάσταση.
Η κλιμάκωσης της κρισιακής συγκυρίας μπορεί να οδηγήσει σε επαναστατική κατάσταση, που εκδηλώνεται μέσω ενός πλέγματος κρισιακών φαινομένων οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα. Κύρια γνωρίσματά της είναι, κατά τον Β. Ι. Λένιν, τα εξής: πρώτον, αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν αμετάβλητη τη μορφή κυριαρχίας τους με έκδηλη την αντίθεση των κυριαρχούμενων σε ενδεχόμενη παράταση της ισχύος αυτής της μορφής κυριαρχίας· δεύτερον, εξαιρετική επιδείνωση της ανέχειας και της δυστυχίας των καταπιεσμένων τάξεων (απόλυτη είτε σχετική εξαθλίωση)· τρίτον, σημαντική άνοδος της πολιτικής ενεργητικότητας των μαζών, οι οποίες ωθούνται από την κρισιακή συγκυρία και από τη στάση των κυρίαρχων τάξεων σε αυτοτελή ιστορική παρέμβαση.
Η επαναστατική κατάσταση δεν μπορεί να θεωρείται στατικά, ως εκδήλωση-σύμπτωση κάποιων αποσπασματικών γνωρισμάτων. Είναι το αποτέλεσμα της κλιμάκωσης μιας βαθιάς και πολυεπίπεδης δυναμικής συγκρουσιακής διαδικασίας, μιας διαδικασίας συνδυαστικής όξυνσης κρισιακών φαινομένων, που εκτυλίσσεται στη δομή και στην ιστορία της κοινωνίας, στην οποία εμπλέκονται αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι, συνειδητοποιούμενοι σε ποικίλους βαθμούς και τρόπους από τα εμπλεκόμενα υποκείμενα. Στα πλαίσια μάλιστα αυτής της διαδικασίας, λειτουργεί ως σταθμός και αφετηρία περαιτέρω κλιμάκωσης κοινωνικών αλλαγών.
Ας επιχειρήσουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε τα παραπάνω γνωρίσματα με όρους Λογικής της Ιστορίας. Τα γνωρίσματα αυτά εκδηλώνονται αλληλένδετα και ως αλληλεπιδρώντα σε διάφορα επίπεδα της δομής της κοινωνίας:
(1) Ραγδαία επιδείνωση των όρων εμπλοκής του υποκειμένου της εργασίας σε επίπεδο ουσίας της κοινωνίας, στην εργασιακή διαδικασία, ραγδαία επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων (απαξίωση της εργασίας και ως προς το σκέλος του άμεσου μισθού και της αγοραστικής του δύναμης και ως προς το σκέλος των κοινωνικών, ασφαλιστικών κ.ο.κ. κονδυλίων και παροχών, ανεργία, υποαπασχόληση, αλλαγές στον τρόπο κεφαλαιακής συσσώρευσης, στροφή στην απόσπαση απόλυτης υπεραξίας κ.ο.κ., εντατικοποίηση της εργασίας και αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης).
(2) Άμεσες επιπτώσεις σε επίπεδο φαινομένου: απότομη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου και του τρόπου ζωής οικογενειών-νοικοκυριών που απαρτίζουν κοινωνικές τάξεις και στρώματα (ραγδαίες αλλαγές στα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της κατανάλωσης-αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, στη δομή της κατανάλωσης, στη διατροφή, στη στέγαση, στη θέρμανση, στην ένδυση, στην πρόσβαση σε υπηρεσίες και σε δημόσια αγαθά κ.λπ.) με όλο και πιο έκδηλες δημογραφικές επιπτώσεις.
(3) Όλο και πιο διαμεσολαβημένες εκδηλώσεις σε επίπεδο φαινομένου: ποικίλοι βαθμοί πρακτικών επιπτώσεων των παραπάνω αλλαγών και άμεσης εμπειρικής-βιωματικής πρόσληψης έως και θεωρητικής διάγνωσής τους,συνειδητοποίησή τους μέσω διαφόρων μορφών και επιπέδων κοινωνικής συνείδησης (ηθικής, πολιτικής, δικαίου, αισθητικής-καλλιτεχνικής, θρησκευτικής, φιλοσοφίας). Διαπάλη μεταξύ διαφόρων ειδών και επιπέδων πρόσληψης και συνειδητοποίησης των αλλαγών.
(4) Αλλαγές σε επίπεδο πραγματικότητας (στο εποικοδόμημα), στα υλικά και οργανωτικά μέσα αντίστροφης επενέργειας των ανθρώπων στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής τους, αλλά και στους ανθρώπους ως συγκροτημένες προσωπικότητες και συλλογικότητες σε ποικίλους βαθμούς. Υποβαθμίσεις και αναβαθμίσεις ως προς την κατανομή των κοινωνικών τύπων προσωπικότητας (π.χ. λουμπενοποίηση κάποιων και αναβάθμιση της κοινωνικής-ταξικής συνείδησης κάποιων άλλων), ως προς το είδος και το επίπεδο των σκοποθεσιών που νοηματοδοτούν τη ζωή τους, σε αντιστοιχία με την κατίσχυση αντεπαναστατικών ή επαναστατικών τάσεων.
Οι αλλαγές αυτές αφορούν: πρώτον, την προνομιακή διαμεσολάβηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης και των συμμάχων της στην υλική θεσμικότητα και στα οργανωτικά μορφώματα των μηχανισμών, της κρατικής εξουσίας και των πολιτικών, διοικητικών κ.ο.κ. θεσμικών και εξωθεσμικών οργάνων, τις όποιες συγκλίσεις και διαφορές, αντιθέσεις κ.ο.κ. σε αυτά, και δεύτερον, την υστερούσα διαμεσολάβηση-εκπροσώπηση συμφερόντων της κυριαρχούμενης τάξης και των συμμάχων της στην υλική θεσμικότητα του κράτους και των συνδικαλιστικών, πολιτικών, διοικητικών κ.ο.κ. θεσμικών και εξωθεσμικών οργάνων, τις όποιες συγκλίσεις και διαφορές, αντιθέσεις κ.ο.κ. σε αυτά τα σχήματα διαμεσολαβημένης έκφρασης, οργάνωσης και δράσης. Την αναβάθμιση των όρων εμπλοκής των κάτω στον επαναστατικό μετασχηματισμό του όλου της κοινωνίας, καταρχάς με όρους πρακτικής ικανότητας και ετοιμότητας της πρωτοπόρου τάξης και των συμμάχων της για ανατροπή της κυρίαρχης τάξης και των συμμάχων της. Η αναβάθμιση αυτή των όρων εμπλοκής των κάτω, έρχεται σε σύγκρουση τόσο με την αντίδραση των επάνω,όσο και με την αδράνεια-αντίσταση-αναντιστοιχία διαθέσιμων μορφωμάτων, νοοτροπιών, κληροδοτημάτων του παρελθόντος.
Εδώ εκδηλώνεται νομοτελώς μια κλιμάκωση στα παραπάνω επίπεδα των βαθμών διαμεσολάβησης των αλλαγών και των επιπτώσεων, του αντίκτυπού τους στο όλον, σε επίπεδο διαθέσεων, ηθικοπολιτικής ηγεμονίας, και τελικά σε επίπεδο συσχετισμών δυνάμεων, με έκφραση σε σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Η αναβάθμιση της πολιτικής ενεργητικότητας των μαζών και η αυτοτελής ιστορική παρέμβασή τους δεν επέρχονται ισομερώς, γραμμικά και ακαριαία. Τα θύματα της απότομης επιδείνωσης της ανέχειας και της δυστυχίας, άμεσα στρέφονται σε αναζήτηση λύσεων προϋποθετικού τύπου για το άτομό τους και για τις οικογένειές τους. Αυτό οδηγεί αρχικά σε εσωστρέφεια και σε κλίμα «πολέμου όλων εναντίον όλων» με γνώμονα το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Δοκιμάζουν εκδοχές άμεσα διαθέσιμων και δοκιμασμένων μέσων και τρόπων λύσεων και διεξόδων (άμεση προσφυγή σε ανάθεση διαχείρισης σε άλλους, αλλά στα πλαίσια του συστήματος και της λογικής της ανάθεσης) και μόνον εφόσον πειστούν για την αναντιστοιχία-ανεπάρκεια αυτού του τύπου υποκειμένων, μορφών και λειτουργιών, αναζητούν άλλη λογική, ριζοσπαστικές κατευθύνσεις μετασχηματισμού και συνειδητοποιούνται-συγκροτούνται σε υποκείμενο άλλου τύπου και επιπέδου έναντι των διαθέσιμων.
Εδώ χρησιμοποιώ την έννοια του ασθενούς κρίκου, κυρίως με τη δεύτερη (συνδεδεμένη με την πρώτη και απορρέουσα από αυτήν) έννοιά της, που είναι επιτακτικότατη σε συνθήκες γενικευμένης κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης: αυτή που αφορά στην έγκαιρη διάγνωση, ανάδειξη και επικέντρωση των δυνάμεων και της προσοχής σε εκείνο το πρόβλημα, σε εκείνες τις επιτακτικές ζωτικές ανάγκες του λαού (αιτήματα, διεκδικήσεις) που θα επιτρέψουν να ξετυλίξει το κουβάρι του πλέγματος των εσωτερικών και εξωτερικών συστημικών αντιφάσεων, αλλάζοντας άρδην το συσχετισμό υπέρ της διεξόδου από την κρίση με επαναστατική προοπτική προς όφελος του λαού. Ο κρίκος αυτός επιτρέπει στις δυνάμεις που θα τον αδράξουν, να κατακτήσουν ακλόνητα την χειραφετική για το λαό πρωτοβουλία των κινήσεων, να κλιμακώνουν και να κατευθύνουν δημιουργικά και συσπειρωτικά την αγανάκτηση και την ανυπακοή, να προσδώσουν όλο και πιο συνειδητό, συντεταγμένο, αποτελεσματικό και τελικά νικηφόρο προσανατολισμό στη λαϊκή αυτενέργεια.
Έχει ιδιαίτερη σημασία η κλιμάκωση των διεκδικήσεων, των σκοπών, των προταγμάτων, των μέσων και των τρόπων του αγώνα, με όρους της «ζώνης της εγγύτερης ανάπτυξης» (κατ’ αναλογία με την εξαιρετικά γόνιμη ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση της πολιτισμικής-ιστορικής θεωρίας του Λ. Βιγκότσκι)[5]. Η κλιμακωτή αναβάθμιση της συγκρότησης και συνειδητοποίησης του συλλογικού υποκειμένου σε όλο και πιο ριζοσπαστική και επαναστατική κατεύθυνση, δεν γίνεται γραμμικά, αδιαμεσολάβητα και ακαριαία. Επιτυγχάνεται με τη συστράτευση μιας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, στον πυρήνα της οποίας θα βρίσκεται η ενοποίηση παραδοσιακών και νέων στρατιών της μισθωτής εργασίας, με ενότητα δράσης για τη διεκδίκηση εκείνων των προταγμάτων που συνιστούν τον ασθενή κρίκο της συγκυρίας: πετυχαίνουν ταυτόχρονα τη μέγιστη συσπείρωση των κάτω γύρω από ζωτικής σημασίας διεκδικήσεις και το μέγιστο ρήγμα στην κυριαρχία των επάνω. Η συμμαχία αυτή γίνεται επιτακτική ως έκφραση της νομοτελούς ανάγκης σύμπηξης συλλογικού επαναστατικού υποκειμένου με όρους ραγδαίας εισόδου και αναβάθμισης της δημιουργικότητας των λαϊκών μαζών στο ιστορικό προσκήνιο. Η επαναστατική προοπτική στην κρισιακή συγκυρία και γενικότερα, είναι διακύβευμα της πλειοψηφικής εμπλοκής των μαζών στην υπόθεση της διεκδίκησης της εξουσίας και της εναλλακτικής πορείας ανάπτυξης, και όχι μικρών αυτόκλητων και αυτοαναφορικών «πρωτοποριών». Σε αυτή τη διαδικασία θα ενεργοποιούνται και θα συνειδητοποιούνται με όλο και πιο ενεργό, αυτόνομο και ηγετικό ρόλο οι νέες στρατιές της μισθωτής εργασίας. Άρα, αυτή η μετωπική συγκρότηση του αγώνα μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο και στη συγκρότηση του νέου υποκειμένου (χωρίς πρωθύστερα σχήματα επανέκδοσης «μιας από τα ίδια» ή βεβιασμένης επίσπευσης μιας νομοτελούς διαδικασίας).
Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές και υποκειμενικές μεταβολές, είναι ανέφικτη η εκδήλωση επανάστασης. Η βαθμιαία κλιμάκωση της επαναστατικής κατάστασης, ως αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, δεν οδηγεί αυτόματα σε νίκη μιας κοινωνικής επανάστασης, αν δεν συνοδεύεται από αντίστοιχους υποκειμενικούς όρους (θεωρητική θεμελίωση της στρατηγικής και τακτικής του επαναστατικού υποκειμένου, διαπαιδαγώγησή του σε ευρύτατο φάσμα δεξιοτήτων, μέσων και τρόπων διεξαγωγής του αγώνα, μαχητική οργάνωση της επαναστατικής του πάλης σε όλα τα επίπεδα, κ.λπ.). Η επαναστατική κατάσταση είναι εκείνη η αντικειμενική συγκυρία, στην οποία εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη ένταση η αναγκαιότητα συλλογικής συγκρότησης και παρέμβασης του υποκειμένου της επανάστασης, ο χαρακτήρας του οποίου καθορίζεται μεν πρωτίστως από τον εκάστοτε συγκεκριμένο χαρακτήρα της εργασίας που επικρατεί στατιστικά, αλλά εξαρτάται κατά πολύ και από την όλη προπαρασκευή του, από την διαπαιδαγώγηση, από την πολιτική του συγκρότηση, από την οργάνωση και την αγωνιστική του δράση.
Η κυριολεκτικά ζωτική σημασία του μετώπου, της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας με όρους ενότητας δράσης σε συγκεκριμένους στόχους, απαιτεί σήμερα τιτάνιες και πρωτόγνωρες προσπάθειες, απαιτεί τη μέγιστη δυνατή ικανότητα να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες του λαού, το βηματισμό του και τις καμπές στις διαθέσεις και στη συνείδησή του, τη μέγιστη δυνατή ευπροσηγορία, πέρα κι έξω από ελιτίστικες νοοτροπίες διδακτικού αφ’ υψηλού τόνου και επιτιμητικής χλεύης των ταλαντεύσεων και της απουσίας «ωριμότητας» και «ιδεολογικής καθαρότητας» των μαζών.
Κόμμα ή μέτωπο;
Δεν μπορεί σήμερα να προτάσσεται εσπευσμένα η (ανα-)συγκρίτηση είτε η (επαν-) ίδρυση ενός κομμουνιστικού κόμματος (πόλου) ως προαπαιτούμενο της συγκρότησης του μετώπου είτε ως “η μόνη συνεπής επαναστατική γραμμή” έναντι του μετώπου…
Η συγκρότηση ενός κομμουνιστικού κόμματος -όχι κακέκτυπου αυτών της Γ’ Διεθνούς, αλλά της νέας εποχής- δεν είναι θέμα γούστου ή πολιτικής βούλησης κάποιων. Είναι μια περίπλοκη νομοτελής ιστορική διαδικασία που απαιτεί άλλου, ανώτερου επιπέδου όρους από αυτούς του μετώπου:
- Απαιτεί την ωρίμανση των νέων στρατιών της εργατικής τάξης, τη μετάβασή τους από τη θέση της τάξης “εν εαυτή” στην τάξη “δι’ εαυτήν”. Απαιτεί δηλ. την οργάνωσή της κατ’ αρχήν σε συνδικαλιστικό και στη συνέχεια σε πολιτικό επίπεδο, όταν πλέον θα είναι σε θέση να επιτελεί καθοδηγητικό ρόλο στο σύνολο της μισθωτής εργασίας σε διεθνή κλίμακα (ποια είναι σήμερα η κατάσταση με τους ανέργους να είναι περισσότεροι από τους εργαζόμενους, με την επισφάλεια της απασχόλησης, την αδήλωτη εργασία και την χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα κ.ο.κ.;).
- Απαιτεί ουσιώδη ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας, έτσι που μέσω της επιτέλεσης και των τριών θεμελιωδών λειτουργιών της (περιγραφής, εξήγησης και πρόβλεψης) να μπορεί να οδηγεί σε διακρίβωση σκοπών με τη μορφή του συγκεκριμένου θετικού (όχι αφηρημένου, “αντικαπιταλιστικού” κ.ο.κ.) κομμουνιστικού πολιτικού προγράμματος της εποχής (όχι μηρυκασμού εκδοχών του 19ου & 20ου αι., είτε ετεροπροσδιορισμών αυτών). Αλήθεια, ποια είναι σήμερα η κατάσταση της θεωρίας (ιδιαίτερα του θεωρητικού κεκτημένου εκείνων που προτάσσουν εδώ και τώρα τη συγκρότηση του κομμουνιστικού φορέα); Έχει διερευνηθεί διεξοδικά το σύγχρονο στάδιο της κεφαλαιοκρατίας, η θέση και ο ρόλος χωρών σαν την Ελλάδα σε αυτό; Έχει διερευνηθεί επιστημονικά (όχι θεολογικά ή αφοριστικά) η θέση και ο ρόλος των πρώιμων επαναστάσεων του 20ου αι., οι νομοτέλειες, οι αντιφάσεις τους και τα κατ’ εξοχήν αντικειμενικά (όχι υποκειμενικά-ιδεολογικά-αφοριστικά, τύπου “τότε πήραν λάθος γραμμή” ή/και βαφτίσια τύπου: “ανέκδοτα εκμεταλλευτικά καθεστώτα”, “κεϋνσιανά καθεστώτα”, “κρατικός καπιταλισμός” κ.ο.κ.) αίτια της αδυναμίας επίλυσης-προώθησης της βασικής και των παράγωγων αντιφάσεών τους, που οδήγησαν στην αντεπανάσταση και στην κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση; Έχει προσδιοριστεί θετικά το τι ακριβώς πρεσβεύει η κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας, όχι ως αφηρημένο “όραμα”-ουτοπικό σχεδίασμα, αλλά ως νομοτελής πορεία, ως προοπτική ικανή να έλκει και να συστρατεύει ως η μόνη ζωτική προοπτική το κίνημα;
- Απαιτεί μετάβαση από τη διάδοση αυτής της θεωρίας σε ομίλους της επαναστατικής νεολαίας σε συγκροτημένη πολιτική οργάνωση μάχης.
- 4. Στην εποχή της επιβολής διακρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων με αξιώσεις “Παγκόσμιας Διακυβέρνησης”, απαιτεί υπέρτερη αυτής του κεφαλαίου διεθνή οργάνωση και συντονισμό δράσης, κ.ο.κ.
Στο βαθμό που δεν πληρούνται αυτοί οι όροι, είτε συνειδητοποιείται αυτό είτε όχι (και καλά θα κάνει να συνειδητοποιηθεί) τα όποια εγχειρήματα βεβιασμένης επίσπευσης της συγκρότησης του νέου κομμουνιστικού φορέα της εποχής, είναι καταδικασμένα να αναπαράγουν γελοιογραφικά κακέκτυπα παρωχημένων μορφών, εκφυλίζοντας την ίδια την προοπτική της ωρίμανσης του επαναστατικού κομμουνιστικού φορέα της εποχής.
Η κλιμάκωση του μετωπικού αγώνα, θα συμβάλλει οργανικά στην ωρίμανση των όρων για τον κομμουνιστικό φορέα της εποχής. Κάθε πρωθύστερο σχήμα μπορεί να φέρει πίσω την νομοτελή πορεία προς αυτό το φορέα[6].
Αριστερό μέτωπο, μέτωπο της αριστεράς; Για τις αρχές δραστηριοποίησης των κομμουνιστών στο μέτωπο.
Ωστόσο, Είναι σαφές ότι μέτωπο δεν χτίζεται χωρίς την αριστερά, είτε ακόμα και εναντίον της αριστεράς (το αντίθετο ανοίγει δρόμο μονοσήμαντα στο φασισμό). Επιπλέον, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι εκ των πραγμάτων, ο βασικός πόλος έλξης, ο νους και η ραχοκοκκαλιά του μετώπου είναι οι πιο συνεπείς κομμουνιστικής αναφοράς και κομμουνιστικές δυνάμεις. Είναι και οφείλουν να είναι. Δεν φωνασκούν αυτάρεσκα για αυτό, αλλά το κάνουν όπως αρμόζει στους πραγματικούς επαναστάτες: με σεμνότητα, αφοσίωση, συνέπεια, ανιδιοτέλεια και αυτοθυσία. Δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων την πρωτοκαθεδρία τους, επιδιώκοντας να σύρουν “αφ’ υψηλού” το λαό στα προαπαιτούμενά τους, αλλά κατακτούν με τη δράση και το παράδειγμά τους καθοδηγητικό ρόλο, πείθοντας και έλκοντας στην προοπτική που πρεσβεύουν (αρκεί να την έχουν και να παλεύουν γι’ αυτήν, συνδέοντάς την οργανικά με τα άμεσα ζωτικά προτάγματα της εποχής-συγκυρίας). Άρα, μέτωπο δεν σημαίνει “εκπτώσεις” σε αρχές. Τουναντίον. Όσο θα οξύνεται η πάλη, οι συγκροτημένοι θεωρητικά και ως συλλογικότητα κομμουνιστές θα συνδέουν με συνέπεια και συνέχεια κάθε βήμα με την ανάγκη κλιμάκωσης του αγώνα, με την προοπτική. Θα διαπαιδαγωγούν και θα διαπαιδαγωγούνται σ’ αυτή την προοπτική. Θα είναι οι πιο συνεπής δύναμη, ακριβώς λόγω της στρατηγικής που οφείλουν να πρεσβεύουν.
Επιχειρείται τελευταία από κάποιους που αντιτίθενται στη μετωπική συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών μια ολισθηρή και μάλλον επικίνδυνη ταχυδακτυλουργία: επιχειρείται να ταυτιστεί κάθε εγχείρημα-πρόταγμα άμεσης παρέμβασης στις δραματικές αντιφάσεις της συγκυρίας με τη χυδαία συστημική κυβερνητική πρεμούρα της εκφυλισμένης-πουλημένης αριστεράς. Επιχειρείται να παρουσιαστεί κάθε τέτοιο εγχείρημα ως δήθεν οπορτουνισμός-καιροσκοπισμός, που επιδιώκει δήθεν εμπλοκή στο “εδώ και τώρα” χωρίς αρχές, όρους και όρια, αποκόπτοντας τη συγκυρία από τα βαθύτερα καθήκοντα της εποχής και την προοπτική της επαναστατικής στρατηγικής. Αν ίσχυε αυτό το τρικ, τότε οι πιο “συστημικοί” θα ήταν όλοι οι επαναστάτες που άφησαν παρακαταθήκες στο επαναστατικό κίνημα μέσα ακριβώς από (νικηφόρες και ηττημένες) παρεμβάσεις σε ανεπίλυτες αντιφάσεις του συστήματος, σε κρισιακές, επαναστατικές κ.ο.κ. συγκυρίες. Από πότε και βάσει ποιας επαναστατικής θεωρίας αναγορεύεται η παραίτηση-αποστασιοποίηση από την εμπλοκή στην κρισιακή συγκυρία ως κριτήριο επαναστατικής συνέπειας; Ακριβώς αυτή την παραίτηση όριζαν τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λένιν βασικό σύμπτωμα ηθικοπολιτικής αυτοκτονίας και αποστασίας των επαναστατών, όχι σε αποσπασματικά χωρία, αλλά σε όλο το θεωρητικό και πρακτικό τους έργο. Έτσι αντιμετώπισαν οι Μαρξ και Ένγκελς τους ηγέτες των “υπεραριστερών” σεχταριστών της “Ένωσης κομμουνιστών” Βίλλιχ και Σάππερ και τα φραστικά “παιχνίδια” με την επανάσταση: “Ενώ εμείς λέμε στους εργάτες: έχετε να περάσετε από 15, 20, 50 χρόνια εμφύλιου πόλεμου, ώστε να αλλάξετε την κατάσταση και να διαπαιδαγωγηθείτε για την άσκηση της εξουσίας, [εκείνοι] τους λένε: πρέπει να πάρουμε την εξουσία αμέσως, αλλιώς μπορούμε κάλλιστα να πάμε στο κρεβάτι μας” (Από τα Πρακτικά της συνάντησης για την κεντρική διεύθυνση [της Κομμουνιστικής Λίγκας] στις 15 Σεπτεμβρίου 1850, στο Marx-Engels, Collected Works, vol.10, pp.626).
Όλη η διάλυση της Β’ Διεθνούς, η αποστασία των Κάουτσκι, Πλεχάνοφ, μενσεβίκων κ.ο.κ., δεν είχε να κάνει με έλλειμμα αφηγήσεων, οραματικού λόγου και υποσχέσεων στην ανθρωπότητα στις παραμονές της μεγάλης παγκόσμιας κρίσης και του παγκοσμίου πολέμου, αλλά με το τι έκαναν όλοι αυτοί στην πρακτική της ταξικής πάλης στην κρίσιμη συγκυρία. Το κεφαλαιώδες λοιπόν, δεν είναι μια αφηρημένη διακήρυξη του συνθήματος του μέλλοντος, αλλά ο συγκεκριμένος αγώνας για την κατάκτηση-δημιουργία των θεωρητικών, πρακτικών, οργανωτικών μέσων και τρόπων επίτευξης του στρατηγικού σκοπού, ιδιαίτερα όταν οι «ρωγμές» της γενικευμένης κρίσης του συστήματος μπορούν να γίνουν πύλες για την επαναστατική ανατροπή των συσχετισμών δυνάμεων και του ρου της ιστορίας.
Μια αναγκαία διευκρίνιση: καιροσκοπισμός-οππορτουνισμός δεν είναι η όποια εμπλοκή-παρέμβαση στη συγκυρία, αλλά εκείνος ο τύπος παρέμβασης που γίνεται χωρίς αρχές, χωρίς διάγνωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων, συσχετισμών και διακυβευμάτων της εποχής-συγκυρίας, χωρίς τη βέλτιστη συνειδητή υπαγωγή αυτής της εμπλοκής στο στρατηγικό σκοπό της κομμουνιστικής ενοποίησης της ανθρωπότητας. Είναι ο τακτικισμός, η σπουδή για διαχειριστική εμπλοκή-προσαρμογή στο αστικό σύστημα, με τους όρους του τελευταίου, είναι η άμβλυνση του ταξικού αγώνα αντί για την συνειδητή και οργανωτική αναβάθμισή του, είναι ο κατακερματισμός και η απουσία οργάνωσης-συντονισμού του κινήματος στην κρίσιμη φάση του αγώνα, είναι απουσία επαναστατικής θεωρίας και αντίστοιχης συνειδητής στάσης, που καταλήγει σε συνδιαλλαγή, σε πρόθυμη υποταγή των συμφερόντων της μισθωτής εργασίας σε αυτά των αστών, των εθνικών και υπερεθνικών τους οργάνων, με αντίστοιχη μετάθεση του αγώνα για ριζικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό στο απροσδιόριστο μέλλον. Οφείλουμε λοιπόν να διαχωρίζουμε την προσαρμοστική προθυμία για συμβιβασμούς χωρίς αρχές και στρατηγική των οππορτουνιστών από τις συμφωνίες και τους τακτικούς συμβιβασμούς βάσει αρχών. Χωρίς τα τελευταία είναι ανέφικτη η διεξαγωγή πραγματικής (όχι φανταστικά “καθαρής”) ταξικής πάλης.
Τυπική περίπτωση καιροσκοπισμού-αποστασίας, είναι και η μη εμπλοκή στη μοναδική κρισιακή συγκυρία (με το προκάλυμμα εκδοχών “ορθοδοξίας” και “επαναστατικής καθαρότητας” κ.ο.κ.), που επιτρέπει στην καθεστωτική αντίδραση να αλωνίζει…
Για τους πραγματικούς επαναστάτες, το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν η απριόρι παραίτηση-αποστασιοποίηση από κάθε παρέμβαση στη συγκυρία, αλλά η επιλογή των εκάστοτε βέλτιστων για τις προοπτικές της επανάστασης και του κομμουνισμού όρων εμπλοκής του επαναστατικού κινήματος και ιδιαίτερα της όποιας πρωτοπορίας του (εντός ή εκτός εισαγωγικών).
Δεν υπάρχει πιο βλακώδης και καταστροφική για το κίνημα αντιδιαλεκτική προκατάληψη, από αυτή που συνδέει τη μετωπική πολιτική με παραίτηση και αποστασία από την επαναστατική θεωρία και στρατηγική. Η προκατάληψη αυτή εκδηλώνεται τραγελαφικά, με μιαν εμμονή κάποιων στη στρατηγική “ορθοδοξία” ως προαπαιτούμενο για την παραμικρή επιμέρους τακτική κίνηση, σε βαθμό αντιστρόφως ανάλογο της πραγματικής θεμελίωσης και του συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα αυτής της “στρατηγικής”. Δυστυχώς, πολύ συχνά, αν όχι κατά κανόνα, θέτουν φραγμό σε κάθε μετωπική πρωτοβουλία και αγώνα άνθρωποι και συλλογικότητες, η θεωρητική συγκρότηση και η σαφήνεια των στρατηγικών προταγμάτων των οποίων είναι επιεικώς φαιδρά. Αυτή η θεωρητική ανεπάρκεια είναι οργανικά συνδεδεμένη με την αδυναμία διαλεκτικής και ιστορικά συγκεκριμένης αντίληψης της σχέσης μεταξύ στρατηγικής και τακτικής, που έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη σύγχυση και παράλυση-παραίτηση: κάθε επιμέρους τακτικό βήμα εκλαμβάνεται ως ατόφια στρατηγικό και αντιστρόφως, η στρατηγική εκλαμβάνεται αδιαμεσολάβητα ως τακτική.
Όταν οι επαναστάτες, οι κομμουνιστές καλούν σε μέτωπο, δεν αποποιούνται την κομμουνιστική θεωρία και προοπτική. Μέτωπο με κρυψίνοιες, κρυφές ατζέντες και καπελώματα, δεν γίνεται. Δεν τίθεται ως προαπαιτούμενο για τη “μαζικότητα” του μετώπου η άρνηση είτε η συγκάλυψη της κομμουνιστικής προοπτικής από τους κομμουνιστές που συστρατεύονται και πρωτοστατούν σε αυτό. Απλώς αυτή η προοπτική (όπως την εννοεί ο καθ’ εις) δεν μπορεί να τίθεται ως προαπαιτούμενο για τη σύμπηξη του Μετώπου και την προώθηση των διεκδικήσεών του, δεν μπορεί να τίθεται ως κραυγαλέα προμετωπίδα αριστερής, αντικαπιταλιστικής, σοσιαλιστικής, κομμουνιστικής κ.ο.κ. “καθαρότητας”. Μιας “καθαρότητας”, που θα δρα αποτρεπτικά για τη συστράτευση ανθρώπων, οι οποίοι προσφάτως κάνουν τα πρώτα βήματα της ριζοσπαστικοποίησής τους και είναι άκρως επιφυλακτικοί σε κάθε ακατάληπτη διακήρυξη.
Δεν μας χρειάζεται λοιπόν ούτε “αριστερό” μέτωπο, ούτε μέτωπο “της αριστεράς”, της “παναριστεράς” κ.ο.κ. Το πρόσημο και η κοινωνική σημασία του μετώπου θα τίθενται από τα προτάγματα, από την πρακτική του στην κοινωνία, από το περιεχόμενο και τις μορφές του αγώνα, ενός αγώνα που δεν θα αναπαράγει αγκυλώσεις και προκαταλήψεις, αλλά θα ενοποιεί χειραφετικά το συλλογικό του υποκείμενο. Εάν π.χ. κάποιος άνθρωπος στη φάση της ριζοσπαστικοποίησής του συστρατεύεται με το πρόταγμα της εθνικοποίησης των τραπεζών και κομβικών κλάδων υποδομών με εργατικό έλεγχο, αλλά δεν αυτοπροσδιορίζεται σήμερα ως αριστερός, κομμουνιστής κ.ο.κ., θα πρέπει να τίθεται εκτός Μετώπου; Το ίδιο το περιεχόμενο παρόμοιων αιτημάτων τι είναι άραγε, δεξιό; Για ποιο λόγο λοιπόν σε αυτή τη συγκυρία να κραυγάζει το Μέτωπο περί της αριστεροσύνης ή περί του ανικαπιταλισμού του;
Επομένως, το μέτωπο έχει νόημα, εάν και μόνον εάν, απεμπλακεί από την εσωστρέφεια των ενδοαριστερών οριοθετήσεων-αναδιατάξεων του παρελθόντος και στραφεί ρωμαλέα στις λαϊκές μάζες, δίνοντάς τους πραγματική προοπτική ζωής και αγώνα.
Ο Λένιν στηλίτευσε αμείλικτα τις «φαιδρές σχολαστικές» σχηματοποιήσεις κάποιων που φαντασιώνονται το κίνημα και την επαναστατική διαδικασία κατά τον εξής τρόπο: « … θα παραταχθεί σε ένα μέρος ένα στράτευμα και θα πει: “εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού”, ενώ σε ένα άλλο μέρος [θα παραταχθεί] ένα άλλο, και θα πει: “εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού” και αυτή θα είναι η κοινωνική επανάσταση!… Όποιος αναμένει την “καθαρή” κοινωνική επανάσταση, ποτέ δεν θα ζήσει να τη δει. Αυτός είναι ένας επαναστάτης στα λόγια, που δεν κατανοεί την πραγματική επανάσταση». Και διευκρίνιζε: «Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, εκτός από έκρηξη της μαζικής πάλης όλων και όλων των ειδών των καταπιεσμένων και ανικανοποίητων. Μέρος της μικρής αστικής τάξης και των καθυστερημένων εργατών αναπόφευκτα θα συμμετάσχει σε αυτήν -χωρίς αυτή τη συμμετοχή δεν είναι εφικτός ο μαζικός αγώνας, δεν είναι εφικτή καμία επανάσταση…» (Άπαντα, τ. 30, σ. 54).
Δεν είναι η πάλαι ποτέ ιστορική ή/και αυτόκλητη πρωτοπορία της τάξης και του όποιου κόμματος, που θα αποφανθεί δίκην ασκήσεων επί χάρτου περί του «πολιτικώς και ιδεολογικώς ορθού» αγώνα, αλλά, τουναντίον, αυτός που θα αναδείξει την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και την προοπτική είναι ο μετωπικός αγώνας στην κλιμάκωσή του: «το προλεταριάτο συνιστά μια πραγματικά επαναστατική, μια πραγματικά σοσιαλιστικά δρώσα τάξη, μόνο υπό τον όρο ότι διεκδικεί και δρα ως πρωτοπορία όλων των εργαζομένων και όσων υφίστανται την εκμετάλλευση, ως ηγέτης τους στον αγώνα για την ανατροπή των εκμεταλλευτών…» (Άπαντα, τ. 41, σσ. 169-170).
Η επαναστατική κατάσταση σηματοδοτεί ουσιαστικά μια ριζική καμπή στην ιστορία της κοινωνίας, όπου γίνεται άμεσα και έντονα έκδηλη η ανεπάρκεια και η ιστορική χρεοκοπία της άρχουσας τάξης και του καθεστώτος της, η αναντιστοιχία της με τις ανάγκες και τις επιταγές της εποχής, η αδυναμία της να επιτελέσει λειτουργίες ηγεμονίας και κυρίαρχου υποκειμένου διά των ιδεολογικών και πολιτικών εκπροσώπων του καθεστώτος της. Τότε είναι που προκύπτει επιτακτικά η δυνατότητα και η αναγκαιότητα ριζικής επαναστατικής μεταστροφής του ρου της ιστορίας, ανάληψης πρωτοβουλίας κινήσεων από τους κάτω, αναβάθμισής τους από τη θέση των υποτακτικών ενεργούμενων σε συγκροτημένο υποκείμενο, με όρους αρχικά ηθικοπολιτικής ηγεμονίας και στη συνέχεια με την αξίωση κατίσχυσης και κυριαρχίας με όρους συσχετισμών δυνάμεων. Για να γίνει αυτή η δυνατότητα πραγματικότητα, απαιτείται συγκρότηση και ανάπτυξη του επαναστατικού υποκειμένου με όρους μετώπου, κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, μαζικής ενότητας δράσης.
Χρειάζεται άραγε να συμφωνήσουμε σε όλα για να συμπήξουμε νικηφόρο κίνημα ανατροπής του καθεστώτος; Κάθε άλλο. Μέτωπο σημαίνει: κτυπάμε μεν μαζί στα επιτακτικά & ζωτικής σημασίας βραχυμεσοπρόθεσμα που συμφωνούμε, επιφυλασσόμεθα δε, συζητάμε, κάνουμε ζύμωση, παλεύουμε για τα περαιτέρω. Δεν συγκαλύπτουμε, δεν κουκουλώνουμε τις όποιες διαφωνίες, αλλά τις αναδεικνύουμε, με πλήρη σεβασμό στους συντρόφους μας που είναι φορείς τους, κτίζοντας συντροφικές σχέσεις ανεξιγνωμίας και συναγωνιστικότητας. Επομένως, είναι ζωτικής σημασίας:
α. η σαφήνεια στη διατύπωση των θέσεων-απόψεων, ώστε να καταστούν σαφή και τα πλαίσια της όποιας συμφωνίας ή διαφωνίας, ώστε να δούμε στην κρίσιμη φάση τι πραγματικά μας ενώνει και τι μας χωρίζει,
β. η σαφής διατύπωση των άμεσων βραχυμεσοπρόθεσμων, μεταβατικών στόχων παρέμβασης, όχι στο απροσδιόριστο μέλλον, αλλά ακριβώς στο πλέγμα αντιφάσεων της συγκυρίας που καθιστά ευάλωτο και αδύναμο το καθεστώς, που παρέχει τις βέλτιστες δυνατότητες αλλαγής των συσχετισμών με κλιμάκωση της ριζοσπαστικοποίησης και αγωνιστική διαπαιδαγώγηση του λαού,
γ. η δημιουργία κλίματος-ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης, καλής προαίρεσης, άρσης κάθε καχυποψίας και όλων των συσσωρευμένων φορτίσεων (που καθιστούν ενίοτε το διάλογο με τον ταξικό αντίπαλο πιο εύκολο από το διάλογο μεταξύ -κατά τα λοιπά- ομοϊδεατών)…
δ. η συγκρότησή του βάσει των αρχών της αιρετότητας, της εκ περιτροπής εναλλαγής, του διαρκούς ελέγχου από τα κάτω, της λογοδοσίας και της ανακλητότητας. Της βέλτιστης δημοκρατικής και αποτελεσματικής-μάχιμης λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα, ώστε να αίρονται και οργανωτικά οι πιθανότητες επιβολής, καπελώματος, μικροκομματικών παιγνίων κ.ο.κ. και οι αντίστοιχες παραλυτικές καχυποψίες και κωλυσιεργίες.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο και ανέφικτο, σχέσεις αυτού του τύπου δομούμε με εξαιρετική επιτυχία εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, στα πλαίσια των Ομίλων Επαναστατικής Θεωρίας (βλ. http://www.omilos.tuc.gr/). Και είναι καταλυτική η σημασία των κομμουνιστών σε αυτές τις σχέσεις.
Άλλωστε, στην κρισιακή συγκυρία, όπως αυτή εκδηλώνεται στον «ασθενή κρίκο», το κάθε πρόταγμα από τη μετωπική δέσμη βραχυ-μεσοπρόθεσμων διεκδικήσεων του κινήματος, εξακοντίζεται στον πυρήνα των διακυβευμάτων της εποχής, αναμετράται με τις κυρίαρχες στρατηγικές επιλογές της άρχουσας τάξης, συναρτάται με τη δυναμική του ριζικού επαναστατικού μετασχηματισμού, με το έναυσμα της επανεκκίνησης της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Είναι λοιπόν σκόπιμο, αυτή η συνάρτηση να γίνεται μετά λόγου γνώσεως, συνειδητά, με όρους διαλεκτικής υπαγωγής των τακτικών κινήσεων στη στρατηγική, με όρους εμπλοκής του επαναστατικού κινήματος στη «ζώνη εγγύτερης ανάπτυξης» της συγκυρίας.
Είναι θέμα ζωής ή θανάτου του λαού και του κινήματος η συγκρότηση αυτής της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας. Η συγκρότηση ενός ενιαίου κέντρου συντονισμού και περιφρούρησης του νικηφόρου αγώνα σε όλα τα επίπεδα, με κάθε αναγκαίο τρόπο και μέσο, ικανού να αδράξει τη στρατηγική πρωτοβουλία κινήσεων από το Μαύρο Μέτωπο του καθεστώτος, υπερβαίνοντας την ηττοπάθεια και τις εκ των υστέρων μάχες οπισθοφυλακής. Ενός Μετώπου για τη διεκδίκηση λαϊκής κυριαρχίας, πατριωτικού και διεθνιστικού[7].
Η βέλτιστη επίτευξη αυτών των όρων, απαιτεί επιτακτικότερα από ποτέ το θετικό προσδιορισμό της κομμουνιστικής προοπτικής, όχι ως προαπαιτούμενο της σύμπηξης της ως άνω κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας (που θα συνιστούσε καταστροφικό σεκταρισμό), αλλά ως σαφή διακηρυγμένο σκοπό και προσανατολιστική αρχή των κομμουνιστών σε αυτή την εμπλοκή.
Απαιτείται λοιπόν θεμελιώδης ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και της κλιμάκωσης της συγκρότησης του υποκειμένου των επικείμενων επαναστάσεων, αρχής γενομένης από ένα μετωπικό αγώνα, που θα εδράζεται σε κοινή δράση, με διεκδικήσεις που θα αφορούν τις επιτακτικές θεμελιώδεις ανάγκες ζωτικής σημασίας για την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων. Έναν αγώνα αντιιμπεριαλιστικό, για λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική απελευθέρωση, για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, εναντίον των πλέον επιθετικών δυνάμεων του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου, εναντίον των νέων μορφών αποικιοκρατίας. Μέσα από αυτό το θεωρητικό και πρακτικό αγώνα θα λάβει χώρα μια πολύ σημαντική ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, σε μια διαδικασία ωρίμανσης του επαναστατικού υποκειμένου για την επαναστατική ενοποίηση της ανθρωπότητας.
Χανιά 27.5.2013
* Μέλος της Διεθνούς Ερευνητικής Ομάδας “Η Λογική της Ιστορίας” και του “Ομίλου Επαναστατικής Θεωρίας”.
[1] Η απολογητική λειτουργία αυτής της αυταπάτης-φενάκης της δέσμιας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων συνείδησης συνδέεται με τη γενικευμένη επίφαση «ισότητας» και «ελευθερίας» του συνόλου των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, οι οποίες -στο εν λόγω πλαίσιο- προβάλλουν ως βουλητικές πράξεις-επιλογές στις συναλλαγές-δικαιοπραξίες των ατόμων-«λελογισμένων» εγωιστών. Στον αντίποδα αυτής της θεώρησης και ως αφετηριακός ετεροπροσδιοριστικός πόλος της, βρίσκεται η άλλη φενάκη, βάσει της οποίας το σύνολο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων προβάλλει ως άκαμπτο και ανυπέρβλητο πλέγμα αυθύπαρκτων απρόσωπων «δομών χωρίς υποκείμενο», με τους ανθρώπους σε ρόλο απλών φορέων-ενεργούμενων αυτών των δομών. Με αυτό τον τρόπο αλληλοαναπαράγονται δέσμιες της κυριαρχίας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στάσεις και αυταπάτες, φιλοσοφικές-μεθοδολογικές εκφράσεις των οποίων είναι εκδοχές της ιδεοκρατικής βουλησιαρχίας, του υποκειμενισμού καθώς και του θετικισμού, του δομισμού, κ.λπ.
[2] Απαιτεί ξεχωριστή διερεύνηση η υπονόμευση της επιστημονικής ορθολογικότητας στο πεδίο της υποκατάστασης της επιστήμης από ιδεολογικές-χειραγωγικές τοποθετήσεις φορέων πραγματικών και φαντασιακών αντιπαλοτήτων στην ανταγωνιστική δομή του εποικοδομήματος, στο πνεύμα πολλαπλών ετεροπροσδιορισμών. Σε αυτό το πνεύμα, οι βασικές λειτουργίες της επιστήμης (αντικειμενική περιγραφή, εξήγηση και πρόβλεψη) υποκαθίστανται από την κατίσχυση σε συσχετισμούς δυνάμεων βάσει της αγοραίας δημοφιλίας, από τη σπουδή για ιδεολογική περιχαράκωση «ημετέρων» έναντι «αντιπάλων», από τον καθορισμό του εκάστοτε «κύριου ρεύματος» (μόδας ιδεών του συρμού) και τη σύμπλευση με αυτό, από αγελαίες ιδεολογικές συστρατεύσεις κ.ο.κ. Εδώ, η σπουδή για επικράτηση των ιδεών παραγκωνίζει τη γνωσιακή σχέση και προσομοιάζει μάλλον με την εμπορική-επιχειρηματική κατίσχυση στις αγοραίες σχέσεις, με αντίστοιχη υποβάθμιση και εκτόπιση τόσο της γνωστικής διαδικασίας και του αντικειμένου, όσο και του υποκειμένου της γνώσης. Η δημοσκοπική ή/και εκλογική κατίσχυση προσλαμβάνει όλο και πιο πολύ χαρακτηριστικά αγοραίου ανταγωνισμού, όπου οι αλλοτριωμένοι γραφειοκράτες «ηγέτες» (επαγγελματίες ή ερασιτέχνες-χομπίστες πολιτικοί) φέρονται ως μαγαζάτορες με αξιώσεις αποκλειστικότητας και χειρίζονται τους υπόλοιπους ως ανταγωνιστικά «μαγαζιά» ή/και ως πελάτες. Εδώ, δεν έχει πλέον ιδιαίτερη σημασία η αντιστοίχηση των ιδεών με την πραγματικότητα, με το γνωστικό αντικείμενο, με την αλήθεια και η αποτελεσματικότητα της πράξης, αλλά ο αντίκτυπος, η απήχηση, η ιδεολογική-χειραγωγική χρήση των ιδεών. Αντίστοιχα και το υποκείμενο απαλείφεται, ή υποβαθμίζεται στους ρόλους του δίπολου χειραγωγός-χειραγωγούμενος.
Η απόσπαση αυτής της ειδικής πτυχής της ανταγωνιστικής λειτουργίας των ιδεών στο εποικοδόμημα και η αντίστοιχη απολυτοποίηση-υποστασιοποίησή της, αποτελεί τη βάση αρχικά της δομολειτουργικής αντίληψης περί ιδεολογίας και «ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους», των μεταδομικών αντιλήψεων αποκλειστικής σύζευξης της γνώσης με την εξουσία, τη χειραγώγηση, τον «ολοκληρωτισμό» και στη συνέχεια των μετανεωτερικών ιδεολογημάτων αναγωγής της γνώσης συλλήβδην σε «κοινωνικές και συμβολικές κατασκευές».
Το αδιέξοδο αυτών των ιδεολογημάτων συνδέεται με την απάλειψη από την προβληματική τους της καθολικής σχεδιοποιού και χειραφετικής-απελευθερωτικής λειτουργίας της επιστήμης και της φιλοσοφίας.
[3] Αυτό μαρτυρά π.χ. η υποκατάσταση του επαναστατικού διεθνισμού από τον αστικό κοσμοπολιτισμό, η υιοθέτηση αστικών ιδεολογημάτων της «θεωρίας των άκρων», του «ολοκληρωτισμού», του δομισμού, του μεταδομισμού και του μεταμοντέρνου, η ευκολία μετακίνησης από μαοϊκές σταλινικές δοξασίες σε ιδεολογήματα επιγόνων του τροτσκισμού, από καστοριαδικό «φαντασιακό» ανορθολογισμό σε μιντιακή «φιλοσοφία» εντυπωσιασμού αδαών, τύπου Σλαβόι Ζίζεκ, κ.ο.κ….
[4] Είναι συναρπαστικές οι οπαδικές μετατοπίσεις, παλινδρομήσεις και μετεγγραφικές επιδόσεις ορισμένου τύπου αριστερής διανόησης, με αντίστοιχες ιδεολογικές παλινωδίες και ακροβασίες. Το φαινόμενο «εμπλουτίζεται» με τις επιδόσεις αμοιβαίας κύρωσης κομματικών και πανεπιστημιακών ιδιοτήτων. Π.χ., ο πιστός σε ορισμένη κομματική γραμμή πανεπιστημιακός είναι πάντα ευπρόσδεκτος άνθρωπος «των γραμμάτων και των τεχνών», που κοσμεί τη δημόσια παρουσία της αντίστοιχης γραφειοκρατίας… Ενίοτε μάλιστα, τυγχάνει να αποχωρεί από αυτό το ρόλο, αφήνοντας ιδεολογήματά του «κληρονομιά» στον εν λόγω χώρο…
[5] Βλ. επίσης και τη θεωρία των αναβαθμών της διαμόρφωσης των νοητικών δράσεων του P.Galperin.
[6] Διδακτική είναι από αυτή την άποψη και η ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος της χώρας μας. Το ΕΑΜ ήταν δημιούργημα μιας μικρής ομάδας περίπου 200 κομμουνιστών, ενώ το ΚΚΕ το 1944 είχε 500.000 μέλη το 1944, σε πληθυσμό 7.500.000 κατοίκων. Άρα και το μέσα και μετά το μετωπικό αγώνα κομμουνιστικό όμμα ήταν δημιούργημα του μετώπου.
[7] Σε αυτή τη συγκυρία, εάν δεν τίθενται αιτήματα εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας με όρους ταξικούς και διεθνιστικούς, παρέχονται τεράστιες δυνατότητες χειραγώγησης και καπηλείας στις δυνάμεις του φασισμού.