Ο Γκριγκόρι Εφήμοβιτς Ρασπούτιν γεννήθηκε στο χωριό Πετρόβσκ της Ανατολικής Σιβηρίας το 1870. Η οικογένειά του ήταν αρκετά εύπορη.
2+2=5: Ο ανεκτικός δικτάτορας
«Δυό και δυό κάνουν τέσσερα. Μοιάζει με κάποιον αυθάδη που στέκεται στη μέση του δρόμου, με τα χέρια στη μέση και σου τον φράζει, σε προκαλεί. Συμφωνώ, δυό και δυό κάνουν τέσσερα, είναι έξοχο πράγμα: μα για να το θαυμάσω, όχι! Λοιπόν! Δυό και δυό κάνουν πέντε, είναι καμμιά φορά πιο χαριτωμένο αυτό». [Φ. Ντοστογιέφσκι, Το Υπόγειο]
Tου Γιάννη Αγγελάκη
2+2=4. Κοντευε δύο τα μεσάνυχτα. Οι πόνοι δε μου επέτρεπαν να κοιμηθώ. Μονάχα όταν το ισοζύγιο γείρει απόλυτα υπέρ της ανάγκης για ύπνο, ο πόνος θα σιγοσβήσει και θα αφεθώ. Ήταν η πρώτη σκέψη – η πρώτη αποδοχή.
Έκαμα να κλείσω τα μάτια. Ένιωσα να βαραίνουν τα βλέφαρα. Μία αμελητέα αλλαγή της στάσης του σώματός μου επέφερε νέους πόνους και τα μάτια επέστρεψαν τεντωμένα. Δεν υπήρχε λόγος να βγάλω κάποιο θόρυβο. Όλοι κοιμόντουσαν.
Υπομένω τον πόνο. Φυσικός πόνος. Σε στιγμές ασήμαντες φαινομενικά, γκρινιάζω με πάθος, δυσανασχετώ κι απειλώ θεούς και δαίμονες. Τώρα, δε μπορώ να κάνω τίποτα. Δε θέλω να φανερώσω την αδυναμία μου. Δεν ήθελα να εξαντληθώ. Δε θέλω τη φιλανθρωπία, τη συμπάθεια ή τη λύπη – ήθελα να αντιδράσω. Η αντοχή στον πόνο, δίχως να λυγίσεις τη στιγμή της μεγάλης αδυναμίας σου. Η ικανότητα να δημιουργείς απόσταση από τη στιγμή της αδυναμίας. Εκείνη που είσαι εύθραυστος. Δίχως να ταπεινωθείς. Περήφανος. Με αξιοπρέπεια. Η αδυναμία παύει να είναι, φανερώνεται η συνείδηση.
Η ώρα ήταν 5. Έχω μουσκέψει στον ιδρώτα. Γλυστράει από το μέτωπο στο μάγουλό, μετά στο πηγούνι και στο λαιμό. Ανοίγω τα μάτια. Πέρα απ’ το παράθυρο βλέπω αχνά τον καλυμμένο από σκοτάδι πορτοκαλεώνα. Το πιο δύσκολο είναι η αρχή. Η αρχή της προσπάθειας, το ξεκίνημα: σημαίνει πως μπαίνεις σε μία πορεία, που θα οδηγήσει σε ένα τέλος.
Η αρχή της προσπάθειας σημαίνει πως αρχίζεις να κινείσαι προς μία κατεύθυνση, με έναν σκοπό, πλησιάζεις όσο απομακρύνεσαι. Η αρχή της προσπάθειας σημαίνει πως αναλαμβάνεις την ευθύνη να προχωρήσεις. Κι εκεί που δεν υπήρχε τίποτα φανερώνω μία μαύρη βούλα. Αυτή θα επεκταθεί μετά με μια καμπύλη και με την κίνησή του χεριού μου θα σχηματίσει ένα γράμμα. Και ακόμα ένα. Κι άλλο ένα. Ως ότου σχηματίσω μία λέξη. Μετά θα έρθουν και άλλες λέξεις και θα γίνει πρόταση. Θα αποτυπωθεί μία σκέψη. Αυτό είναι η ευθύνη. Και μετά δε συμβαίνει τίποτα. Δεν υπάρχει πια αρχή, οι λέξεις προχωρούν. Οι στιγμές συγκεντρώνονται και σβήνουν. Τα λόγια ξεχνιούνται.
Αλλά από τη στιγμή που αρχίζεις, σταματάς να αντιλαμβάνεσαι τον πόνο, υπάρχει δίχως συνείδηση: βουβά. Όσο σκέφτομαι, απομακρύνομαι από τον πόνο. Κάποια στιγμή οι σκέψεις θα με συνοδεύσουν μέχρι τον ύπνο. Θα σταματήσω. Θα έχει επέλθει φυσική εξάντληση. Δε θα νοιώθω την υφή του ιδρώτα. Ο χρόνος θα περάσει δίχως τη συνείδησή του. Θα λεπτύνει. Θα κοιμηθώ.
Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Θυμήθηκα μία ιστορία. Ήταν ένας βασιλιάς που πιάστηκε αιχμάλωτος. Βρισκόταν φυλακισμένος σ’ ένα κελί, στο στρατόπεδο του νικητή, εγκλωβισμένος. Οι στρατιώτες του αντίπαλού του χλευάζαν την κατάντια του. Το βασίλειό του κατεκτημένο, πλιατσικολόγοι ρήμαζαν τον οίκο του. Η γη του ανέδυε σύννεφα στάχτης και φλόγες. Αυτή ήταν η πραγματικότητα όπως την αντιλαμβανόταν όταν πέρασαν από μπροστά του αλυσοδεμένοι ο γιος και η κόρη του. Ο βασιλιάς δεν αντέδρασε.
Μετά από κάποιες ώρες από το ίδιο σημείο πέρασε ένας δούλος της αυλής του δεμένος πισθάγκωνα. Ο βασιλιάς άρχισε να ουρλιάζει, να θρηνεί βαθιά, να κλαίει γοερά και να τραβάει τα μαλλιά του σε μια σκηνή αλλοφροσύνης η οποία τρόμαξε τους φρουρούς που δε μπορούσαν να κατανοήσουν την αιτία της.
Υπάρχουν στιγμές που δεν πρέπει κανείς να λυγίσει – δε θα είχε αξία. Το να παραμένεις όμως στωικός για πάντα, αυτό θα αποτελούσε καθαρή ανοησία: η εξάντλησή σου θα ήταν χωρίς λόγο.
Η ζωή είναι συνυφασμένη με τον πόνο. Ο πόνος είναι η συνείδησή της. Όμως ζεις όσο απομακρύνεσαι από τη συνείδηση του πόνου. Αυτό που μένει, είναι να επιλέξουμε, από που θα απομακρυνθούμε. Από τη ζωή ή από τη συνείδηση του πόνου που συνεπάγεται η ζωή. Στην πρώτη περίπτωση, το σημείο κρίσης είναι η συνείδηση πως δεν υπάρχει αρκετός χρόνος. Η παύση. Στη δεύτερη, το αδυσώπητο βάθος του χρόνου, το βάρος της κάθε παρατήρησης. Η εμβάθυνση. Η εξάντληση, και από τους δύο δρόμους είναι εφικτή. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στο τέλος της φανερώνεται η τρομακτική όψη της Ύπαρξης. Στην εξάντληση βρίσκεις τον παραλογισμό της.
Κι η Κρίση; Η Κρίση είναι η συνείδηση της Ύπαρξης. Της κενής μορφής της. Είναι στιγμή επαναδιαπραγμάτευσης.
Η σκέψη αυτή μ’ απομάκρυνε από την αδυναμία μου. Δημιούργησε την αναγκαία απόσταση. Όμως τη στιγμή που σκέφτηκα την επιτυχία της επίτευξης απόστασής, ο πόνος επέστρεψε. Σα για να μου υπενθυμίσει πως η συνείδηση της απομάκρυνσης σε φέρνει πιο κοντά σ’ αυτό από το οποίο τόσο κόπο έβαλες για να δημιουργήσεις απόσταση. Τη συνείδηση του πόνου.
Ο χρόνος πάλι κυλά αργά. Σα κύμα που έρχεται από μακριά. Δεν αντιλαμβάνομαι την ταχύτητά του. Μετά είναι αργά. Ο χρόνος κυλά γρήγορα. Η Κρίση ζητά επαναδιαπραγμάτευση. Ειδάλλως …περπατάς, συνεχίζεις. Συνεχίζω να ζω σα να μη συμβαίνει τίποτα. Δεν κρύβω το κεφάλι μου στην άμμο. Δεν εθελοτυφλώ. Συνεχίζω.
Η ΑΤΥΧΙΑ
Ο Γιώργος, μετά το εργατικό ατύχημα που είχε, βρέθηκε στο νοσοκομείο. Δε θυμότανε πώς έφτασε, μονάχα πως ένα πρωί ξύπνησε και ήτανε εκεί. Στην αίθουσα που βρισκόταν συνάντησε τον Θεόφιλο. Ο Θεόφιλος είχε κι αυτός ένα ατύχημα. Κάποιος δεν είχε σταματήσει σε μία πινακίδα του STOP. Θα έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο για 2 ακόμα βδομάδες. Οι δυο τους έφτασαν σε συμφωνία να καπνίζουνε μέσα στο θάλαμο παρά του ότι απαγορευόταν για λόγους υγείας – και της δικής τους – αυστηρά. 2 + 2 γι’ αυτούς, έκανε 5.
Μετά την αρχική συμφωνία τους δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να αρχίσουν να συζητούνε φιλικά. Υπήρχε κλίμα εμπιστοσύνης. Μιλούσανε για διάφορα. Γελούσε δυνατά ο Θεοφιλος παρά του ότι βρισκόταν σε ένα καθεστώς ακινησίας, στην κάθε ατάκα του ετοιμόλογου Γιώργου.
Το κεφάλι του Θεόφιλου – το μόνο τμήμα του σώματός του το οποίο δε βρίσκοταν σε γύψο, σε καθεστώς προσωρινής ακινησίας / παράλυσης – παλλόταν δεξιά κι αριστερά, όπως πάλλονται τα κλαδιά ενός παραφορτωμένου δέντρου όταν κάποιος κόβει έναν καρπό του. Κάθε πρόταση που έβγαινε από το στόμα του Γιώργου προκαλούσε κι έναν ακόμα δυνατό παλμό. Δονούσε το κεφάλι του Θεόφιλου. Και αυτό μετά εκσεσφενδόνιζε ένα τρανταχτό γέλιο που κτυπούσε στους τοίχους και έδινε χρώμα στην αντισηπτική όψη του θαλάμου.
Ο Γιώργος δεν πρόλαβε να κρύψει το τσιγάρο του όταν μπήκε μέσα ένας γιατρός. Το τσιγάρο πήγε να του «κατέβει στον πνεύμονα», όπως ήταν η χαρακτηριστική έκφραση που χρησιμοποίησε για να περιγράψει στον γιατρό την τρομάρα που του προκάλεσε.
Μετά, τον κάλεσε να δείξει επιείκεια και να φέρεται με μεγαλύτερη σύνεση και προχώρησε στην επισήμανση πως για να μη κατέβει πραγματικά το τσιγάρο στον πνεύμονα – γεγονός που ως γιατρός υπόθεσε πως δε θα το επιθυμούσε – καλό θα ήταν να χτυπά πρώτα την πόρτα πριν εισέλθει στον θάλαμο. Το αίτημα του σχετιζόταν και με την κοινή όπως πίστευε επιθυμία – γιατρού και ασθενούς – να κρατιούνται τα προσχήματα και να μη διακινδυνεύσει κανείς.
Για τον Γιώργο και τον Θεοφιλο, παρά το φαινομενικά παράλογο της δράσης τους να καπνίζουν ενώ υπήρξαν βαριά τραυματίες, το τσιγάρο αποτελούσε ένας τρόπος για να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά, για να μη νοιώθουν ασθενείς, αδύναμοι κι εξαρτημένοι.
Η δικιά τους συμφωνία και των υπόλοιπων στο θάλαμο, η σιωπηρή συναίνεση που πρόσφεραν οι νοσοκόμες, καθώς και οι κάθε άλλο παρά τιμωρητική συμπεριφορά των γιατρών, με τις αντιδράσεις τους που γνωστοποιούσαν στους ασθενείς ότι γνωρίζουν αλλά δίνουν το δικαίωμα και τους επιτρέπουν να καπνίζουν, δηλαδή, σα να τους έλεγαν, έχουμε την εξουσία να σας αρνηθούμε αυτό το δικαίωμα αλλά δε θα το κάνουμε, η οποία συμπεριφορά έκανε εμφανές ότι δεν αμφισβητήτο η θέση των γιατρών να ορίζουν τι είναι πρέπον για τους ασθενείς, αλλά αποτελεί απλά μία παραχώρηση εκ μέρους τους, διαμόρφωναν το καθεστώς λειτουργίας του θαλάμου ανάρρωσης. Η συμφωνία – αν και δεν υπήρξε συμβόλαιο – ήταν: 2+2=4.
Ο Γιώργος επεξηγούσε την θέση του. Το τσιγάρο τραβάει την προσοχή από τον πόνο. Η προσοχή εστιάζεται εκεί κι έτσι ξεχνιέμαι. Η μικρή καθημερινή απόλαυση του τσιγάρου μέσα στο νοσοκομείο αποκτούσε μία άλλη αξία, εμφατική, πολλαπλάσια αυτής έξω από το νοσοκομείο. Η αξία αυτή χρειαζόταν μια ηθική βάση για να γίνει αποδεκτή, μια διαδικασία νομιμοποίησης: Είμαστε στο ορθοπεδικό, είπε ο Γιώργος. Αν ήμασταν στο πνευμονολογικό τότε το να καπνίζω θ’ αποτελούσε έγκλημα προς τον εαυτό μου και προς τους άλλους συν-ασθενείς μου. Εδώ όμως δρα θεραπευτικά. Ο πόνος μπαίνει σε δεύτερο πρόσωπο – γίνεται εσύ – και εκεί υπάρχουν πια ελεύθεροι άνθρωποι που καπνίζουν και μιλούν για οτιδήποτε άλλο πέρα από τον πόνο. Επιστρέφει μονάχα ως υπενθύμιση της παροδικότητάς του.
Επισήμανε ότι στο θάλαμο βρισκόταν μονάχα καπνιστές, οπότε, δεν ενοχλούσε κανέναν. Κάποιος του επισήμανε ότι σε ένα νοσοκομείο άλλης χώρας, δε θα τολμούσε να προβεί στην ίδια πράξη. Όμως, δε θα κάπνιζε υπό τον φόβο των πολύ πιθανών συνεπειών. Αν ήταν ο Γιώργος. Γιατί, αν είχε μεγαλώσει σε κάποια άλλη χώρα, όπως εξήγησε, η σκέψη του να καπνίσει τσιγάρο μέσα σε ένα νοσοκομείο δε θα περνούσε καν απ’ το μυαλό του. Αλλά τότε δε θα ήταν ο Γιώργος. Θα ήταν ο Ρόλαντ, ο Έρκα, ο Νικολά. Είπε ότι θαύμαζε τους ανθρώπους αυτών των χωρών και την παιδεία τους, τα επιτεύγματα και τον τρόπο που τα παιδιά διδάσκονταν στα σχολεία τους. Πάντως, αυτός αναγνώριζε ότι δεν είναι από αυτές τις χώρες, ότι γεννήθηκε εδώ. Αναμφίβολα ήταν Έλληνας. Και ήταν χαρούμενος γι’ αυτό.
Η ΤΥΧΗ
Κάποτε ήταν ένας φτωχός και ηλίθιος. Ο φτωχός και ηλίθιος ήταν ερωτευμένος με μία πολύ όμορφη και πλούσια γυναίκα. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ αυτή τη γυναίκα, δεεν είχαν ποτέ ανταλλάξει δύο κουβέντες. Δε γνώριζε την ύπαρξή του, γι’ αυτόν όμως αυτή η άγνωστη ήταν όλος του ο κόσμος. Οι φαντασιώσεις του στροβιλίζανε το μικρό μυαλό του έπλαθαν σενάρια ευτυχίας και πάθους. Κάποια στιγμή βρίσκει το θάρρος και παίρνει την απόφαση – απόφαση που ξεπερνούσε τα όρια μίας θαρραλέας πράξης και αποτελούσε ηλιθιότητα – και προχωρά στην εκμυστήρρευση των συναισθημάτων του προς αυτή.
Όταν ολοκλήρωσε την εκμυστήρρευσή του, της ζήτησε να του πει ξεκάθαρα, ποιες είναι οι αληθινές πιθανότητες που έχουν για να προχωρήσουν σε γάμο. Η εκπληκτη γυναίκα κατανοώντας ότι πρόκειται για ηλίθιο με αρκετή καλοσύνη στο πρόσωπο και μ’ ειλικρίνια του απαντά: μία στο εκατομμύριο. Ο ηλίθιος αν και αρχικά δυσανασχετεί από το μικρό ποσοστό των πιθανοτήτων, το σκέφτεται καλύτερα και λέει γεμάτος χαρά: μα τότε μου λες να ελπίζω!
Ο Θεοφιλος είχε παίξει Τζόκερ. Ο Γιώργος επίσης. Το ποσό της κλήρωσης ήταν πολύ μεγάλο. Στον θάλαμο είχαν μαζευθεί και συγγενείς. Όλοι είχαν παίξει και συζητούσαν, τι θα κάνει ο καθένας με τα λεφτά, εφόσον κερδίσει. Για την Τζώρτζια το μέντιουμ – που για άγνωστο σε μένα λόγο – κρατάει όλα τα δελτία και θα πάρει τα χρήματα και θα φύγει προς Βραζιλία, θ’ αλλάξει πρόσωπο και σώμα και θα γίνει κουκλάρα. Κάποιος πετάχτηκε και είπε πως την είδε σ’ ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο, τροφοδοτώντας περαιτέρω την σχετική συζήτηση. Στη συνέχεια, άλλοι παρευρισκόμενοι προέβαλλαν τους εαυτούς τους ως αλτρουιστές και άρχισαν να λένε ότι δε θα φερθούν όπως η Τζώρτζια, και ότι όσα χρήματα κερδίσουν θα τα μοιραστούν και είπαν σε ποιους θα δώσουν και τι πόσα εξηγώντας τους λόγους που κάποιος αξίζει περισσότερα και άλλος λιγότερα.
Οι μικροί της παρέας ήταν φανερά ενθουσιασμένοι από τη συζήτηση και το επιδείκνυαν με κάθε τρόπο. Οι μεγαλύτεροι, λειτουργούσαν περισσότερο ως τροφοδότες του ενθουσιασμού των νεότερων. Όμως ο ενθουσιασμός τους στο τέλος παρέσυρε και τους ίδιους που άρχιζαν να ονειρεύονται τις δυνατότητες που θα άνοιγαν στις ζωές τους με το ποσό της κλήρωσης.
Ο Θεόφιλος ξεκίνησε μία ιστορία. Σε μια άλλη μακρινή χώρα, υπήρξε ένα παιχνίδι παρόμοιο με το Τζόκερ. Εκεί το ποσό που θα κληρωνόταν είχε φθάσει στο εξωφρενικό ποσό των 20.000.000 αντίστοιχων ευρώ. Πριν αρχίσει όμως η κλήρωση εμφανίστηκε ένας άνθρωπος με ένα όπλο. Έδωσε διαταγή στις κοπέλες να ρίξουν τις μπάλες στον μηχανισμό και να τραβήξουν τους τυχερούς αριθμούς. Ας πούμε: 5, 16, 43, 67, 21, 2. Διέταξε να επαναληφθεί η διαδικασία. Οι ίδιοι αριθμοί κληρώθηκαν ξανά. Η διαδικασία επαναλήφθηκε πολλές φορές δίχως ποτέ ν’ αλλάξουν οι τυχεροί αριθμοί. Οι αριθμοί παρέμεναν σταθεροί. Μάλιστα, προέκυπταν στην ίδια ακριβώς σειρά. Το συμπέρασμα ήταν ότι δεν υπήρχε τύχη. Ή, ότι η τύχη ήταν προσχεδιασμένη, και ο νικητής θα ήταν ο ίδιος κάθε φορά. Η κλήρωση ήταν ένα σκηνοθετημένο θέαμα που σκοπό είχε να παραπλανήσει τους συμμετέχοντες ότι είχαν πράγματι ελπίδα ότι θα κερδίσουν.
Η αντίδραση των παρευρισκόμενων στον θάλαμο ήταν υποτονική. Όλοι φαίνεται ότι αναγνώριζαν το μικρό ή ασήμαντο των πιθανοτήτων τους.
Τότε, γιατί να συμμετέχεις, αναρωτήθηκε ένας επισκέπτης. Ο Γιώργος απάντησε: μα είναι ασήμαντες νομίζετε οι τόσες ώρες που περάσανε μέσα στην αναμονή με την ελπίδα ότι ίσως εγώ θα είμαι ο τυχερός; Ο Γιώργος γνώριζε πως δε θα είναι ο τυχερός, ή ότι πράγματι οι πιθανότητες είναι εξαιρετικά μικρές. Δεν είναι ηλίθιος. Δεν είναι καν ερωτευμένος. Ο Γιώργος δεν πιστεύει. Γνωρίζει όμως την αξία της πίστης και της ελπίδας.
Δεν πιστεύω, υποθέτω ότι κάποιος άλλος πιστεύει. Κανείς δεν πιστεύει, όμως το γεγονός πως θεωρούμε δεδομένο πως κάποιοι πιστεύουν αρκεί για να ωθήσει όλο το σύστημα της πίστης σε λειτουργία. Εν τέλει, αυτό αρκεί. Το ότι δύναται να υπάρχει κάποιος που πιστεύει. Κι ο Γιώργος γνώριζε ότι δε θα κερδίσουν, ότι οι αριθμοί παραμένουν “σταθεροί”, δίχως καν να χρειάζεται να είναι προκαθορισμένοι. Αυτό το γεγονός δεν ήταν τελικά τόσο σημαντικό όσο φαινόταν.
Δε χρειαζόταν να του πουν μία ιστορία με καλάσνικοφ. Ούτε οι αριθμοί να επαναληφθούν 7 φορές για να πειστεί. Δε θ’ άλλαζε κάτι αν οι αριθμοί προέκυπταν διαφορετικοί. Όμως υπέθετε πως ο γιος του δεν το γνώριζε.
Από την πλευρά του ο γιος του γνώριζε πως δε θα κερδίσουν ή ότι οι πιθανότητες ήταν ασήμαντες, όμως ανέλαβε τον ρόλο να ευχαριστήσει τον πατέρα του με τον ενθουσιασμό του. Γύρω απ’ αυτό χτίστηκαν ιστορίες και σενάρια. Συζήτησαν και γελάσανε. Και μετά από ένα σημείο έγιναν οι ρόλοι που ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας. Εν τέλει, η αποτυχία να κερδίσουν δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Γιατί δεν υπήρχε εξαρχής κάποια ουσιαστική πιθανότητα για επιτυχία. Δεν είχε σημασία. Ο σκοπός επιτεύχθηκε.
Ο βασιλιάς ήταν πάντα γυμνός. Ο βασιλιάς δεν είχε σημασία αν ήταν γυμνός. Αρκεί που κάποιος πίστευε πως δεν ήταν. Αρκούσε η πίστη πως κάποιος δύναται να πιστεύει. Έστω κι αν κανείς δεν πίστευε. Ο ενθουσιασμός παρέμεινε. Η ψευδαίσθηση συνεχίζει να λειτούργεί. Η ελπίδα συνεχίζει να υπάρχει.
2+2=4. Είμαστε τόσο ελεύθεροι όσο μας επιτρέπουν τα δεσμά μας. Στο κέντρο της ιδεολογίας βρίσκεται η ιδέα πως οι ιδεολογικές μας καταβολές δε μας ορίζουν ολοκληρωτικά. Είμαστε πάν’ απ’ όλα άνθρωποι. Έχουμε όλοι οικογένειες. Νοιώθουμε τη ζεστασιά του ήλιου. Αν δεν έχουμε φαγητό, πεινάμε. Αν δεν έχουμε νερό, διψάμε. Ερωτευόμαστε. Κάποια στιγμή πεθαίνουμε. Αφού είμαστε πάν’ απ’ όλα άνθρωποι τότε πάν’ απ’ όλα κατανοούμε τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τις ανάγκες τους. Όμως, κάποιος πρέπει ν’ αποφασίσει. Και υπάρχει η ανάγκη. Οικονομική – κοινωνική – πολιτική. Υπάρχει η κατανόηση, όμως δεν υπάρχουν τα περιθώρια, υπάρχει κι η ευθύνη. Δεν αποφασίζω ιδεολογικά, αποφασίζω ως άνθρωπος σε μία κατάσταση, σε μία θέση. Κάνω απλά τη δουλειά μου. Όπως ο ξυλοκόπος κόβει ξύλα κι ο αγρότης οργώνει το χωράφι. Μετά τη δουλειά μου, θα επιστρέψω στην οικογένειά μου, όπως κι εσείς. “Είμαι Άνθρωπος!”, φωνάζει ο πολιτικός. “Δε με ορίζουν οι πράξεις μου. Είναι ανεξάρτητες από εμένα. Είναι δύσκολοι καιροί για όλους μας. Δύσκολοι καιροί και για μένα. Σε μια άλλη εποχή θα έπαιρνα άλλες αποφάσεις και θα εφάρμοζα άλλα μέτρα. Τώρα, δε μπορώ. Κατανοώ τη δυσκολία σας, απλά, δε συναινώ σε αυτή. Η θέση μου και η κατάσταση δε μου επιτρέπει. Θα ήταν ανεύθυνο. Είναι δύσκολο και για μένα”. Ο λόγος επαναλαμβάνεται. Συνεχίζουμε.
Ιδεολογία: Δεν το ξέρουν, αλλά το κάνουν. Κάρλ Μαρξ. Κεφάλαιο. Κρίση: Δεν υπάρχει εναλλακτική / Ζητείται επαναδιαπραγμάτευση.
Ο ΑΝΕΚΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
Ο πατέρας του φίλου μου ήταν παλιομοδίτης. Ο Βασίλης τον κατηγορούσε για τη στενότητα των αντιλήψεών του. Είναι απολυταρχικός, δε νοιάζεται για το πώς αισθάνομαι και τι σκέφτομαι. Μου λέει, “είναι Κυριακή και θα επισκεφθούμε τη γιαγιά σου. Δε με νοιάζει τι σχέδια έχεις αλλά θα έρθεις. Και θα φερθείς καλά”.
Ο Βασίλης παραπονιόταν συνεχώς και μάλωνε συχνά με τον πατέρα του. Με διάφορες αφορμές. Οι φίλοι του τον ακούγανε και κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι. Έδιναν συμβουλές και έλεγαν δικές τους ιστορίες από την εμπειρία που είχαν αποκτήσει με τους δικούς τους γονείς.
Ο Μανώλης από την άλλη ήταν συνεσταλμένος. Άκουγε κι αυτός αλλά δίχως να αντιδρά. Δε μιλούσε πολύ για τον πατέρα του. Δε θα έπρεπε να είχε πρόβλημα. Ο πατέρας του Μανώλη ήταν όλος ανοχή και κατανόηση, άκουγε τον γιο του. Του έλεγε, “γνωρίζεις πόσο σ’ αγαπάει η γιαγιά σου, αλλά πάραυτα εσύ θα έπρεπε να έρθεις μαζί μας μονάχα αν πραγματικά το θέλεις”.
Ο Μανώλης δεν είχε πραγματικά επιλογή. Γνώριζε πως ο μόνος τρόπος ν’ αντιδράσει θα ήταν να μην επισκεφθεί τη γιαγιά του. Όμως δε θα υπήρχαν αντιδράσεις εκ μέρους του πατέρα του. Μονάχα μία σιωπή. Ένα συγκαταβατικό χτύπημα στον ώμο. Και μία υπενθύμιση πως η γιαγιά ρωτούσε για σένα, που θα τον κατέτασσε στους ένοχους, σ’ αυτούς που δε νοιάζονται για τα συναισθήματα των άλλων. Που αν και του δόθηκε η επιλογή, ελεύθερα επέλεξε το λάθος. Όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια. Αυτό που έλεγε ουσιαστικά ο πατέρας του ήταν: όχι μόνο πρέπει να επισκεφθείς τη γιαγιά σου αλλά πρέπει να σ’ αρέσει κιόλας. Ο Μανώλης αισθανόταν παγιδευμένος, αλλά δε μπορούσε να κατηγορήσει τον πατέρα του. Ένας επιπλέον λόγος που δε μπορούσε είναι γιατί ο φίλος του ο Βασίλης εκτιμούσε τον πατέρα του και όλο επαναλάμβανε πόσο καλά θα ήταν αν ο δικός του πατέρας ήταν σα τον δικό του.
Ήξερε πως δεν υπήρχε ανοχή, πως δεν είχε επιλογή και δεν αποφάσιζε ελεύθερα, όμως συναινούσε. Έβρισκε δύσκολο να αντιδράσει. Αν αντιδρούσε θα ήταν αντιδραστικός δίχως αιτία. Αν δυσανασχετούσε θα ήταν κακομαθημένος και ξεροκέφαλος, μη συνεργάσιμος κι ανυπάκουος, όχι διαλλακτικός κι ανεκτικός, όχι αγαπητός στους φίλους του, όπως ο πατέρας του. Βρισκόμενος σε μία σχέση σεβασμού και φαινομενικής ισοτιμίας, όπου ο πατέρας του αναγνώριζε και εκτιμούσε την προσωπικότητα και κατανοούσε τις ιδιαιτερότητές του, η αντίδρασή του απλά δε θα έβγαζε νόημα: θα ήταν κατακριτέα. Θα ήταν αχάριστος και ένοχος.
Ο Μανώλης ήταν εγκλωβισμένος. Άκουγε τον Βασίλη να διαμαρτύρεται, και μπορούσε μονάχα να σκύβει το κεφάλι και να νοιώθει ένοχος που αυτός αισθάνεται εγκλωβισμένος με έναν τόσο καλό πατέρα. Ένοιωθε ένοχος για τα αισθήματά του που δε μπορούσαν να αιτιολογηθούν πειστικά. Διπλά ένοχος μιας και μπροστά στα μάτια των φίλων του ο πατέρας του ήταν τόσο καλός κι αυτός τόσο αχάριστος: Ως εκ τούτου, παρέμενε αμίλητος – αδύναμος: δίχως επαρκή εξήγηση.
Κάθε φορά που πήγε να ψελλίσει κάτι του το υπενθύμιζαν με τα βλέμματά τους. “Τι άλλο θέλει επιτέλους; Τι θέλει να πει τώρα; Του τα έχει δώσει όλα του κακομαθημένου”. Ένοχος γιατί ενώ θα έπρεπε να νοιώθει ελεύθερος αυτός ένιωθε τρομερά εγκλωβισμένος. Κι ένιωθε πως δεν υπήρχε κανείς να τον ακούσει ή να τον κατανοήσει. Δε μιλούσε πολύ. Πίστευε, πως δε μπορούσε άλλο να κάνει παρά να υπομένει μέχρι εξάντλησης. Ο πόνος του βουβός.
Ο Βασίλης ήταν πιο ελεύθερος. Η σχέση του με τον πατέρα του αν και φαινομενικά χειρότερη, ήταν πιο ισότιμη. Οι συχνές συγκρούσεις τους είχαν μειώσει την απόσταση μεταξύ τους, μετέφερε τον πατέρα του σε ένα πιο ανθρώπινο επίπεδο. Ένα επίπεδο που δεν ήταν αλάνθαστος, που μπορούσε να κάνει λάθη. Δεν του δόθηκαν, κέρδισε περισσότερα δικαιώματα κι έκανε περισσότερο αυτό που πραγματικά ήθελε. Κι ήταν πιο χαρούμενος. Πιο δυνατός. Περισσότερο ανεξάρτητος. Δεν ένοιωθε εγκλωβισμένος από την πατρική αυθεντία.
Ο Μανώλης, απλά, δεν είχε εναλλακτική. Δεν είχε κάποιον να τον ακούσει. Η σύγκρουση – αν συνέβαινε κάποια στιγμή – στα μάτια των τρίτων θα ήταν ακατανόητη. Δίχως πραγματική αιτία. Σαν από παρθενογέννεση. Γιατί; Θ’ αναρωτιόντουσαν όλοι. Η έκρηξη ήταν αναπόφευκτη. Μια ανύποπτη στιγμή. Στιγμή που δε θα ήταν αδυναμίας. Θα είχε αντέξει. Δε θα είχε λυγίσει. Θα υπήρχε απόσταση. Θα την είχε δημιουργήσει. Δε θα το περίμενε κανείς. Ένα Δεκέμβρη ένα παιδί θα κραύγαζε μ’ όλη του τη δύναμη και μια συσσωρευμένη οργή, σαν ένα κύμα που ερχόταν από μακριά: 2+2=5! Μετά είναι αργά. Ο χρόνος κυλά γρήγορα.
2+2=4: (1) «Είναι αλήθεια ότι όχι μία αλλά πολλές φορές έχω πει ότι είμαι ανοιχτός σε κάθε μορφή συνεργασίας. (2) Περιθώρια προσέγγισης υπάρχουν πάντα, και σήμερα, αυτό όμως προϋποθέτει ειλικρινείς προθέσεις και από τις δύο πλευρές. (1) Σε κάθε περίπτωση όμως ξεκαθαρίζω ότι ο/η […] δεν είναι η μόνιμη άρνηση κάθε αλλαγής στον τόπο μας, δεν είναι οι εύκολες καταγγελίες των αυτονόητων αδυναμιών του σημερινού οικονομικού συστήματος, ούτε είναι ιδεοληψίες που οδηγούν σε διχασμούς. (2) Ο/η […] είναι για μένα ταυτισμένος/η με τους αγώνες για την πρόοδο και την αλλαγή σε καθημερινή βάση, με ορατές αλλαγές- όχι θεωρητικές- υπέρ των πολλών, υπέρ των αποκλεισμένων, υπέρ των μη προνομιούχων σε μια κοινωνία. (4) Και αυτό πολλές φορές σημαίνει να προσαρμοστούμε σε νέες συνθήκες, να αλλάξουμε και εμείς, να φύγουμε από την αντίδραση και το δόγμα, για να υπηρετήσουμε αξίες μέσα σε ένα νέο περιβάλλον».
Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΛΟΧΑΓΟΣ
2+2=4. Θημήθηκα έναν ορθολογιστή λοχαγό σε ένα νησί στο Αιγαίο. Ο λοχαγός παντρέυτηκε και έκανε δύο παιδιά. Αυτός πήρε μετάθεση για ένα νησί, η οικογένειά του όμως έμεινε στην Αθήνα.
Ο διοικητής του τάγματος ήταν θρήσκος. Εδινε διαταγή κάθε βράδυ πριν το σιωπητήριο να γίνεται προσευχή. Κάθε φορά ο λοχαγός επέλεγε έναν στρατιώτη και οι άλλοι – αν και πολύ κουρασμένοι – καθόταν σε στάση προσοχής. Ο Λοχαγός δεν ήταν θρήσκος, όμως ακολουθούσε διαταγές. Μάλωνε συχνά με τους φαντάρους. Έχανε την ψυχραιμία του.
Πριν έλθει στο συγκεκριμένο στρατόπεδο πίστευε πως η σχέση του με τους φαντάρους θα ήταν διαφορετική. Ήθελε να είναι ένας λοχαγός που θα τον αγαπούσαν οι στρατιώτες του. Το γεγονός ότι δε διατηρούσε την αυτο-κυριαρχία του, του δημιουργούσε ακόμη περισσότερο εκνευρισμό. Παραπονιόταν ότι δεν έπαιρνε αρκετά λεφτά ενώ του έλειπε και η οικογένειά του. Επικοινωνούσε συχνά μαζί τους μέσω διαδικτύου. Ένιωθε εγκλωβισμένος σ’ ένα καθήκον από το οποίο είχε αφαιρεθεί η όποια ανταποδοτική ευχαρίστηση. Καμία υπόσχεση δε φαίνεται ότι εκπληρωνόταν.
Συνειδητοποιούσε αργά αλλά σταθερά πως το να είναι στρατιωτικός είναι άλλη μια δουλειά. Βίωνε τη ματαίωση. Φώναζε στους φαντάρους για την αναγκαιότητα του να είναι καλοί στρατιώτες αλλά περισσότερο φώναζε για να τονώσει το δικό του καταρρακωμένο ηθικό. Όσο αυτοί δεν ήταν καλοί φαντάροι, τόσο μπορούσε να προφασίζεται ότι αυτοί έφταιγαν για τη δική του λαβωμένη πίστη. Έτσι, το πρόβλημα δεν ήταν ο στρατός ή η λειτουργία του, αλλά οι απλοί στρατιώτες που δεν ήταν αρκετά καλοί. Τα θεωρητικά του πορίσματα ήταν λάθος, αλλοίωναν την αλήθεια και βασιζόταν σε ψευδαισθήσεις, δεν ήταν ικανός να δει και δεν άκουγε τίποτα, μονάχα για να μην αναιρέσει τις θεωρίες του. Φαίνεται ότι ήταν συνθήκη επιβίωσης γι’ αυτόν το να ερμηνεύει λανθασμένα την πραγματικότητα.
Με το να κατηγορεί διαρκώς τους φαντάρους, ο σεβασμός που ήλπιζε πως θα κέρδιζε ποτέ δεν ερχόταν. Δεν μπορούσαν να τον εμπιστευτούν, ακολουθούσαν τις διαταγές μόνο από φόβο για τις ποινές. Αναλάμβαναν και αυτοί βολικούς ρόλους – σα σε ένα θεατρικό παιχνίδι – ώστε να αναπαράγονται οι λανθασμένες βεβαιότητες που βοηθούσαν στην αναπαραγωγή της πραγματικότητας. Αναλάμβαναν αυτούς τους ρόλους με τη γνώση ότι η παρουσία τους εκεί δεν είναι παντοτινή και ότι κάποια στιγμή ο χρόνος της θητείας θα τελείωνε και θα ήταν ελεύθεροι από την εξουσία του.
Η ανασφάλειά του για την έλλειψη σεβασμού που βίωνε ήταν πιο εμφανής με όσους νέους είχαν σπουδάσει. Τους ήθελε κοντά του αλλά τους φοβότανε κιόλας. Τους ήθελε κοντά του γιατί έτσι διαχώριζε τον εαυτό του από τους υπόλοιπους φαντάρους αλλά και γιατί έλπιζε ότι με αυτούς θα μπορούσε να επικοινωνήσει. Όμως κάθε φορά που ένιωθε πως πήγαινε να διαμορφωθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης φοβόταν πως αυτό θα οδηγούσε σε μία αμφισβήτηση της αυθεντίας του, σε έλλειψη σεβασμού που θα σήμαινε ανυπακοή. Δε μπορούσε να εμπιστευθεί, και δε μπορούσε να επιτρέψει να δουν οι στρατιώτες πως υπάρχουν κάποιοι που γνωρίζουν περισσότερα απ’ αυτόν σε κάποιον τομέα. Το να μη γνωρίζει περισσότερα θα σήμαινε ότι ήταν υποδεέστερος. Το πραγματικό πρόσωπο της εξουσίας στο στρατόπεδο – που ήταν ο διοικητής – ήταν σα να μην υπήρχε: οι εντολές του έπρεπε να εφαρμοστούν από τους φαντάρους. Το πρόσωπο όμως που καθημερινά έδινε αυτές τις εντολές και απαιτούσε την εφαρμογή τους – όσο παράλογες και αν ήταν αυτές – ήταν ο λοχαγός. Αυτό ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφωνόταν οι ανθρώπινες σχέσεις.
Αυτός ο λοχαγός κάθε φορά που εκνευριζότανε άναβε ένα τσιγάρο προσομοίωσης. Ήταν περήφανος γι’ αυτό το τσιγάρο. Και στα κέφια του το επεδείκνυε ιδιαίτερα στους «πτυχιούχους».
Είτε γνώριζαν, είτε δε γνώριζαν, όλοι αναλάμβαναν (τον ρόλο) να δείχνουν έκπληκτοι όταν το άναβε. Η έκπληξή τους επιβεβαίωνε το ρόλο τους ως φαντάροι, κι αυτό τον ευχαριστούσε. Επιτέλους, θα μπορούσε με ασφάλεια να είναι ανώτερος, να νουθετήσει τους φαντάρους που ακόμα καπνίζανε, να μιλήσει για τον εαυτό του και ιστορίες γύρω από το πώς έφτασε στην απόφαση να το αγοράσει, να τους πει πώς το ανακάλυψε, γιατί είναι ανώτερο από τα άλλα τσιγάρα. Θα μιλούσε έτσι και για την πειθαρχία. Την αναγκαιότητα να πειθαρχούμε τις επιθυμίες μας, να μη γινόμαστε έρμαιο των παθών μας. Για την αδυναμία μας να το πετύχουμε. Και θα παραδεχόταν έτσι και τη δική του αδυναμία. Ως κάποιος όμως που συνειδητοποιεί αυτή την αδυναμία του και προχωράει μπροστά. Ως ανώτερος από τους υπόλοιπους που δεν έχουν τη δύναμη να συνειδητοποιήσουν και επιλέγουν τις αυταπάτες. Μετά, ίσως να μπορούσε να λειτουργήσει καλά για κάμποσες ώρες. Θα μπορούσε ευγενικά να τους ζητήσει να κάνουν τον επιπλέον φόρτο εργασίας – που πάντα υπήρχε στο στρατόπεδο – να κάνουν λίγη ακόμα υπομονή, σίγουρος για τον εαυτό του. Με ένα χαμόγελο.
Εξηγούσε. Το τσιγάρο αυτό προσομοιώνει την αίσθηση του καπνίσματος. Ρουφάς και φυσάς και βγαίνει καπνός. Αλλά είναι ηλεκτρονικό. Επαναφορτιζόμενη μπαταρία, ειδικό φως για ένδειξη φλόγας, ένας μικροεπεξεργαστής, σταθμός δημιουργίας καπνού κι ένα αναλώσιμο φίλτρο. “Είναι το μέλλον”, όπως έλεγε. Και όλους τους καλούσε ν’ ακολουθήσουν το καλό παράδειγμά του. Απόλαυση δίχως συνέπειες. Έτσι το έλεγε: “Το μέλλον”.
ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
2+2=5. Αφαίρεση αρνητικών συνεπειών.
Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλα απαγορεύονται, μου είχε πει ένας φίλος. Η αινιγματική αυτή φράση που κατ’ αρχάς μου φάνηκε εντελώς παράδοξη είχε την εξήγησή της:
Ο σημερινός ηδονισμός συνδυάζει δύο φαινομενικά αντίθετα χαρακτηριστικά: την απόλαυση με τον περιορισμό. Απόλαυσε ακίνδυνα, απεριόριστα, δίχως να διακινδυνεύεις.
Η παλιότερη έννοια του μέτρου μεταξύ απόλαυσης και περιορισμού αντικαθιστάται σταθερά από την ταυτόχρονη συνύπαρξη των δύο άκρων. Κατανάλωσε όσο επιθυμείς – η απαγόρευση ενυπάρχει πια μέσα στο προϊόν που καταναλώνεις. Αυτό που δημιουργεί το πρόβλημα συμπεριλαμβάνει τη λύση: το φάρμακο. Ηλεκτρονικό τσιγάρο: Τσιγάρο δίχως βλαπτικές ιδιότητες, Κοινωνικά δίκτυα: ελεγχόμενη επικοινωνία δίχως τον κίνδυνο της επαφής, Εικονικό σεξ: έρωτας δίχως το ρίσκο του αγγίγματος. Εξυπνες βόμβες: πόλεμος δίχως ανθρώπινες απώλειες.
Πέρα από το ποσοστό επιτυχίας ή αποτυχίας, είναι μία τάση υπαρκτή.
Η προβαλλόμενη ουτοπία είναι η δημιουργία μίας πραγματικότητας όπου ο κίνδυνος θα έχει απαλειφθεί ολοκληρωτικά, έτσι ώστε η δίχως όρια – “ελεύθερη”, λ.χ., κατανάλωση να οικουμενοποιεί τις απαγορεύσεις: Μια πραγματική εικονική πραγματικότητα.
Καταναλώστε ελεύθερα / ζήστε από απόσταση. Η μεσολάβηση φυσικοποιείται, γίνεται συστατικό στοιχείο για την επίτευξη ασφάλειας. Έλεγχος δίχως φυσική παρουσία.
Μα επιπλέον, η απόλαυση μπορεί να έρθει μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μέσα από μία διαδικασία αποστείρωσης που επιβάλλεται στον άνθρωπο. Απόλαυσε δίχως συνέπειες. Με απόσταση από τον πόνο. Δίχως συνείδησή του.
Στην ουσία, μου έλεγε ο φίλος μου, αυτό που φανερώνει η διαδικασία της απεγνωσμένης – επιστημονικά πραγματωμένης προσπάθειας για έλεγχο είναι ο φόβος που μεταφράζεται σε απαγόρευση.
Ο φόβος μεταφέρεται από το οικονομικό σύστημα, σ’ εμάς ως καταναλωτές και μετά σ’ ένα επόμενο στάδιο ενσωματώνεται στον ίδιο τον πυρήνα του προϊόντος / στο οποίο επεμβαίνουμε για να το «ελευθερώσουμε» από τις βλαπτικές ουσίες του και μαθαίνουμε να το καταναλώνουμε με ασφάλεια. Και όλα είναι εν δυνάμει προϊόντα.
Φόβος της ζωής, φόβος του πόνου, φόβος της αγάπης, κοινωνία ρίσκου, ανταγωνισμού, μη δέσμευσης. Και εμείς ζούμε δίχως τον κίνδυνο που είναι το κάθετι που μπορεί να οδηγήσει σε μία οποιαδήποτε βλαπτική λειτουργία του ατόμου. Μια βλαπτική λειτουργία που γίνεται εν τέλει παραβατική στο επίπεδο των επιθυμιών.
To τέλος της ιστορίας: Η φιλελεύθερη δημοκρατία ως ανώτερο στάδιο. Πολιτική δίχως ιδεολογία, δίχως κίνδυνο αμφισβήτησης της κυριαρχίας. Η συνέχιση της ιστορίας δίχως τη δυνατότητα αλλαγή της. Δεν υπάρχει εναλλακτική. Η απαγόρευση ενσωματώνεται στον ίδιο τον πυρήνα.
Η σκέψη και η δράση είναι επικίνδυνα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Είναι απρόβλεπτα. Έχουν συνέπειες. Και είναι πια καθήκον μας η απόλαυση με ασφάλεια. Η επιλογή μας είναι εύκολη. Είναι ελεύθερη όσο είναι ακίνδυνη. Ορθολογικά επιτρέπεται. Οικονομικά.
Αν δεν υπάρχει Απαγόρευση, τότε όλα απαγορεύονται. Η απαγόρευση σήμερα γενικεύεται, φυσικοποιείται και ενσωματώνεται. Πλέον, δεν υπάρχει η ανάγκη να γίνεται λόγος γι’ αυτήν. Παύει να είναι επειδή είναι παντού.
Αλλά η ψευδαίσθηση καταρρέει. Η ιστορία επιστρέφει, σα κύμα που έρχεται από μακρυά. Στην αρχή δεν το συνειδητοποιείς. Συνεχίζω να ζώ. Φαινομενικά με ασφάλεια. Δίχως συνέπειες. Σα σε ακινησία. Όταν φτάσει είναι αργά.
Μια κρίση που ζητά επαναδιαπραγμάτευση. Ένα κενό που παραπαίει. Το μέλλον.
ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ
Επαναδιαπραγμάτευση. Είναι ζητούμενο. Σε μια περίοδο κρίσης όπως αυτή που ζούμε, η πιο επιθυμητή κατάσταση για να συνεχίσει η ζωή στο ίδιο μοτίβο είναι ο καννιβαλισμός.
Φαντασθείτε μία φασιστική Γερμανία στην οποία δεν θα υπήρχαν σύμβολα. Δε θα υπήρχαν κείμενα θεωρητικά ή ιδεολογικά, δίχως Φύρερ και Ες – Ες. Ένα Κέντρο δίχως Κέντρο. Δηλαδή, δίχως [φαινομενικά] ιδεολογία. Όπου όλοι κάνουν απλά τη δουλειά τους. Διαχειρίζονται την πραγματικότητα. Συνεχίζουν να ζουν. Βρίσκουν λύσεις ορθολογικά.
Ας κάνω τώρα μία νέα υπόθεση.
Αν αυτό το σύστημα κατέρρεε δίχως να υπάρχει «ελεύθερος» κόσμος ή αντίπαλο δέος, δίχως να υπήρχε η ιδέα του, αν το σήμερα τελείωνε δίχως να υπάρχει ένα αύριο, αν δεν υπήρχε θέληση για μία νέα θεώρηση των πραγμάτων, για την αποδοχή των αλλαγών που αυτή η θεώρηση θα επέφερε στην οργάνωση της ζωής, στις συνήθειές μας, το ρίσκο που θα ενυπήρχε στη δημιουργία του νέου, αν φοβόμασταν το ρίσκο και επιζητούσαμε την ασφάλεια του παρόντος το οποίο αν και καταστρεπτικό γνωρίζουμε τους κανόνες του και αυτό είναι εφυσηχαστικό και βολικό, τότε το πιο ασφαλές σενάριο δε θα ήταν πως η συνέχιση της επιβίωσης θα είχε μέσα το στοιχείο της αυτο-καταστροφής;
Σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει τίποτα πέρ’ απ’ αυτόν, η μόνη πιθανή πορεία είναι η εξώθηση στα άκρα του. Αναπόφευκτα, τα δυστοπικά σενάρια πληθαίνουν. Το ορθολογικό σενάριο της ασφάλειας – της αποφυγής του κινδύνου – είναι εφιαλτικό. Αυτό που θέλει ο μοντέρνος άνθρωπος είναι η απόλαυση της επανάστασης δίχως συνέπειες. Αλλά αυτό είναι καταστρεπτικό. Οδηγεί σε μία κατάσταση όπου διαρκώς πρέπει να ανακαλύπτονται νέα όρια του περιττού. Οδηγεί στον αυτο-κανιβαλλισμό. Όπως ένα χταπόδι που τρώει τα πλοκάμια του για να επιβιώσει.
Είναι απόλυτα ασφαλές αυτό που δε μπορείς να γκρεμίσεις. Γιατί, αν δεν υπάρχει κάτι να γκρεμίσεις, πώς να μπορέσεις κάτι να κτίσεις με τα υλικά του; Όταν η ύπαρξή του δεν είναι;
Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Ίσως στο μέλλον να παραχθούν οι τεχνολογίες. Και από την επίπεδη πραγματικότητα της οθόνης περάσουμε σε αυτή των τριών διαστάσεων. Οι τριών διαστάσεων ερωτικές ταινίες θα εξελιχθούν. Και με το κατάλληλο εργαλείο που θα προσαρμόζεται στα γεννητικά όργανά μας θα μπορούμε να συμμετέχουμε στην ερωτική πράξη. Μετά θα δημιουργηθούν αισθητήρες για τα χέρια έτσι ώστε να προσομοιώνουμε την αίσθηση του αγγίγματος. Θα μπορούμε να επιλέξουμε ανάλογα με τη σεξουαλική μας κατεύθυνση και τις ορέξεις μας, άνδρα ή γυναίκα, σωματότυπο, χώρα προέλευσης, ύψος, όλα μετρήσιμα, οριοθετημένα και ταξινομημένα, όπως σε κάθε καλό προϊόν. Μυρωδιές θα διαχέονται στον αέρα την κατάλληλη στιγμή. Θα νοιώθουμε ακόμα και τον ιδρώτα του κορμιού. Απόλαυση δίχως συνέπειες. Με απόλυτη ασφάλεια. Δημιουργία απόστασης. Είναι πιο αποδοτικό, λιγότερο χρονοβόρο και πιο ασφαλές. Το μέλλον.
Στο ίδιο μοτίβο, στο επίπεδο της πολιτικής, το ιδανικό της ασφάλειας υπαγορεύει τη μη ύπαρξη ιδεολογίας. Νεοφιλελευθερισμός δίχως νεοφιλελευθερισμό. Δίχως συνέπειες.
Ιστορία απελευθερωμένη από βλαπτικές ουσίες, πολιτική δίχως βλαπτικές ουσίες, πόλεμος δίχως βλαπτικές ουσίες = “ειρήνη”.
Έτσι:
Το πρόβλημα δεν είναι το σύστημα αλλά η μη ορθή εφαρμογή της θεωρίας από το άτομο / κέντρο του σύμπαντος και συνεπακόλουθα η μη ορθολογική λειτουργία του εντός των ορίων του. Το πρόβλημα δεν είναι οι κερδοσκόποι αλλά το γεγονός πως δεν κερδίζουν ελεύθερα για να δημιουργείται η αναγκαία εξισσορόπηση. Το πρόβλημα δεν είναι τα υπέρ-κέρδη αλλά η διαφθορά και η διαπλοκή. Το πρόβλημα δεν είναι ο πόλεμος αλλά το γεγονός πως δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμα οι κατάλληλες τεχνολογίες για ν’ αποφύγουμε τις ανθρώπινες απώλειες.
Άλλωστε, στον “έξυπνο” πόλεμο ο στόχος ποτέ δεν είναι ο άνθρωπος. To πρόβλημα δεν είναι ο πόλεμος, αλλά ότι πεθαίνουν άνθρωποι κατά τη διάρκειά του.
Το πρόβλημα είναι πως ζουν άνθρωποι στα σπίτια που βομβαρδίζουμε. Ενώ αν λειτουργούσαν ορθολογικά θα είχαν φύγει μετά την προειδοποίηση.
Το πρόβλημα είναι ο ανθρώπινος παράγοντας που είναι ασταθής και απρόβλεπτος. Που βρίσκεται παντού. Που δε λειτουργεί σύμφωνα με τη θεωρία. Το πρόβλημα είμαι εγώ. Φταίω. Χρειάζομαι διόρθωση.
Σας κατανοώ, αλλά θα πρέπει να βρούμε μία λύση.
Η απόλαυσή σας θα επιστρέψει σύντομα.
Άλλωστε, έχει αποδειχθεί, βρισκόμαστε στο ανώτερο στάδιο.
Η επιλογή σας είναι σεβαστή.
Θα δείτε, το σύστημα θα παράγει απόλαυση δίχως βλαπτικές ουσίες.
Οι κερδοσκόποι θα συνεχίζουν να συσσωρεύουν κέρδη, ελεύθερα, αλλά δίχως εσείς να φτωχαίνετε. Η διαφθορά και η διαπλοκή θα παταχθούν, αποτελούν λάθη ενός ανώτερου συστήματος. Ο φτωχός θα είναι φτωχός επειδή είναι ανίκανος, μη αποδοτικός, απροσάρμοστος ή περιθωριακός, όχι επειδή θα είναι θύμα εκμετάλλευσης. Θα γίνονται πόλεμοι αλλά δε θα υπάρχουν θύματα, ανθρωπιστικά. Οι ισχυροί θα γίνονται ισχυρότεροι, αλλά αξιοκρατικά, επειδή είναι οι πιο ικανοί. Οι αδύναμοι θα είναι ένοχοι για την αδυναμία τους αλλά εμείς θα επιδεικνύουμε ευαισθησία απέναντί τους. Και όλα αυτά είναι εις όφελός σας. Εξαλείφουμε τις αρνητικές συνέπειες για να απολαύσετε ελεύθερα. Σας απελευθερώνουμε. Θα σας παρακαλούσα λοιπόν να μείνετε ακίνητος. Μείνετε στην ενδεδειγμένη απόσταση. Στη θέση σας. Σε λίγο θα επισκεφθούμε τη γιαγιά. Δείχνε χαρούμενος.
Ένα κενό που χάσκει. Πόνος βουβός. Ένα κύμα που έρχεται από μακριά. Μελλοντικές εξεγέρσεις, βουβές, ανεξήγητες. Μοιάζει το πιο συμβατό σενάριο.
ΤΟ ΚΥΜΑ
Ζούμε σε ενδιαφέρουσες εποχές. Σε μια κρίση που η διάστασή της είναι σε φαινομενικό επίπεδο οικονομική. Πρέπει να σκεφτούμε, πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε. Να πονέσουμε ως ότου καταλάβουμε.
Δεν υπάρχει μία προσέγγιση ικανοποιητική. Δεν είναι πως δεν έχουμε τις απαντήσεις. Δεν έχουμε καν τις σωστές ερωτήσεις. Ο Δεκέμβρης του 2008 ίσως να είναι ένα σημείο εκκίνησης.
Μου είχε κάνει τότε εντύπωση, η σύγκριση που γινόταν (αναπόφευκτη όπως παρουσιάστηκε) μεταξύ της γενιάς του Πολυτεχνείου και της γενιάς του Δεκέμβρη. Στην ανικανότητα κατανόησης και στα λάθος ερωτήματα που τέθηκαν, η απάντηση δε θα μπορούσε παρά να εμπεριέχει τη στρέβλωση.
Η γενιά του Πολυτεχνείου ήταν πολιτικοποιημένη, έριχνε μια δικτατορία, αυτοί, με ποιον τα βάζουν; Το συμπέρασμα ήταν ότι η εξέγερση ήταν απολίτικη. Ποια ήταν τα αιτήματά τους, κάποιοι αναρωτηθήκανε, και δημιουργήσανε καταλόγους με επιφανειακές εικασίες για να καλύψουν το κενό. Υπάρχει ένα έλλειμμα σήμερα θεμελιώδες. Είναι έλλειμμα μέσων που θα εκφράσουν την εποχή.
Χρησιμοποιούμε παλιά εργαλεία για να κατανοήσουμε καινούργιες καταστάσεις. Αναπόφευκτα, τα συμπεράσματά μας είναι λανθασμένα. Αυτή η πολυεπίπεδη απουσία, το έλλειμμα έκφρασης, το κενό μετατράπηκε σε γεγονός.
Η μεσολάβηση που υπάρχει σε κάθε σημείο της ζωής ως αναγκαιότητα την οποία πρέπει να επιθυμούν και να επιζητούν οι άνθρωποι επιστράφηκε από μια μερίδα νέων κυρίως ανθρώπων βίαια, ως μη αποδεκτή. Η λογική πετάχθηκε στον κάλαθο των αχρήστων, δεν πρυτάνευσε. Η απόρριψη ήταν προς κάθε πλευρά. Γι’ αυτό και κάθε πλευρά βρέθηκε απορρημένη μπροστά στα γεγονότα. Επέλεξαν την κίνηση από την ακινησία. Η «κακομαθημένη» γενιά η οποία – αρκετά βολικά- είναι «κακομαθημένη» επειδή δε φαίνεται να υπάρχει καμία προοπτική γι’ αυτήν, εντός ή εκτός του συστήματος, δημιούργησε το σημείο αναφοράς της. Δίχως μεσολάβηση, ως ελεύθερη παράλογη επιλογή επειδή η εποχή μας είναι τόσο παράδοξη.
Η «απολιτικοποίητη» γενιά των γκάτζετς και της εσωστρέφειας έχασε την αθωότητά της τις μέρες του Δεκέμβρη. Ο θάνατος του Αλέξη, σε ένα συμβολικό επίπεδο, ήταν ο θάνατός της. Μιας γενιάς γεμάτη ανασφάλειες, επειδή η ύπαρξή της γίνεται αισθητή ως βάρος παρά ως ελπίδα για το μέλλον της κοινωνίας. Είναι περιττή επειδή δεν υπάρχει προοπτική για αυτή, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου η απόλαυση δίχως συνέπειες παραμένει η κυρίαρχη ψευδαίσθηση. Σε μια κοινωνία δίχως μέλλον, πρέπει να είναι ένοχη.
Δεν αθωώνω αυτή τη γενιά. Είναι της εποχής της. Κουβαλάει τις ενοχές της, το κενό της. Καταδικάζω τον παράδοξο ορθολογισμό.
Το πιο δύσκολο είναι η αρχή. Η αρχή της προσπάθειας, το ξεκίνημα, σημαίνει πως μπαίνεις σε μία πορεία που θα οδηγήσει σε ένα τέλος. Ίσως η αρχή να έχει ήδη γίνει. Σα κύμα που έρχεται από μακριά.
Στην αρχή δεν το συνειδητοποιείς. Όταν φτάσει είναι αργά.
2+2=5.