Η βρετανική εφημερίδα Guardian καλεί τους αναγνώστες της να λάβουν μέρος σε μια «μοναδική εμπειρία», όπως τονίζει: να πληρώσουν 2.500 λίρες για να περάσουν 7 μέρες στην Ελλάδα. Μέχρι εδώ, δεν εντοπίζετε κάτι περίεργο, σωστά; Λάθος.
Ολόκληρο το concept είναι μια περιήγηση στη χώρα που «η οικονομική και η προσφυγική κρίση είχε τον πιο προφανή αντίκτυπο από ολόκληρη την Ευρώπη και οι δραματικές περικοπές στον προϋπολογισμό επέφεραν τεράστιες αλλαγές στις ζωές των ανθρώπων», σύμφωνα με τα λεγόμενα της εφημερίδας, η οποία συμπληρώνει ότι παρά τα προβλήματα, η Ελλάδα αποδείχθηκε «ανθεκτική».
Οι αναγνώστες θα αρχίσουν την περιοδεία τους από τη Σάμο και θα καταλήξουν στην Αθήνα, ενώ θα συνομιλήσουν με καθημερινούς ανθρώπους, ΜΚΟ, επιχειρηματίες και πολιτικούς σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής τους. Στην περιγραφή της εκδρομής (γιατί περί αυτής πρόκειται, ας μην παίζουμε με τις λέξεις), η εφημερίδα αναφέρει ότι ζητούν συμπεράσματα και μαθήματα που μπορούν να εφαρμοστούν και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Θα είμαι ειλικρινής. Δεν κατέληξα αμέσως στο αν αυτή η πρόταση της εφημερίδας είναι απαραίτητα κακή. Σκέφτηκα ότι έστω κι έτσι, κάποιοι άνθρωποι θα γνωρίσουν ίσως δια ζώσης τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει εδώ και πολλά χρόνια η ελληνική κοινωνία. Δεν είναι, όμως, έτσι.
Οι άνθρωποι αυτοί που θα συμμετάσχουν στο συγκεκριμένο ταξίδι δεν έρχονται εδώ ως εθελοντές, να συνδράμουν στην αδιέξοδη κατάσταση των νησιών ή σε ομάδες και οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην Αθήνα. Έρχονται για να πιουν το κρασί τους στους αμπελώνες της Σάμου (οι οποίοι είναι υπέροχοι προφανώς, όπως και το κρασί τους), ενώ θα αφιερώσουν και χρόνο για να «συζητήσουν» με αρμόδιους φορείς και μη για θέματα διαχείρισης της κρίσης.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια ιδέα marketing «τουρισμoύ φτώχειας» και αδρά πληρωμένου, ώστε κάποιοι Βρετανοί πολίτες, γυρνώντας στη χώρα τους, να μπορούν να πουν ότι είδαν από κοντά την Ελλάδα της οικονομικής και προσφυγικής κρίσης – λες και πρόκειται για κάποιου είδους αξιοθέατο.
Αγαπητέ Guardian, η Ελλάδα της οικονομικής και προσφυγικής κρίσης είναι πολύ μακριά από περιπατητικές συζητήσεις. Βρίσκεται στις ουρές των συσσιτίων, στις ουρές των νοσοκομείων, στις ουρές του ΟΑΕΔ, στους ανθρώπους που με περίσσεια αυταπάρνηση ρίχνονται στη θάλασσα για να σώσουν πρόσφυγες, στους ίδιους τους πρόσφυγες που ξεκινούν ξεριζωμένοι για ένα καλύτερο μέλλον και καταλήγουν εγκλωβισμένοι, στους γονείς που αγωνιούν για το πώς θα εξασφαλίσουν τα προς το ζην στα παιδιά τους, στους περήφανους παππούδες μας που παίρνουν ψίχουλα για σύνταξη και όμως αντέχουν.
Και, όλα τα παραπάνω, με μια 7ημερη εκδρομή, κανένας αναγνώστης δε θα είναι σε θέση να τα καταλάβει, πόσω δε μάλλον να τα μεταφέρει ως μαθήματα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ένα μεγάλο μέρος της «αφ′ υψηλού» Ευρώπης έχει μάθει να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της Ελλάδας ως μια εξωτική περιπέτεια: με ολιγοήμερα ταξίδια, δηλώσεις συμπόνοιας και τσάι για συμπάθεια.
*Πραγματική στιχομυθία μεταξύ συζύγων, ενώ βλέπουν στις ειδήσεις εικόνες ανθρώπων σε ουρές συσσιτίων:
-Θα το άντεχες; Να περιμένεις στην ουρά για ένα πιάτο φαγητό. Θα το άντεχες;
-Αν δεν είχα άλλη λύση, ναι θα το άντεχα.
-Εγώ δε θα το άντεχα. Θα προτιμούσα να ανέβω σε μια ταράτσα και να πηδήξω στο κενό.
Οι σύζυγοι είναι οι γονείς μου. Και είναι πολλοί, όπως είπε και ο πατέρας μου, που δεν άντεξαν. Αυτή είναι η Ελλάδα της οικονομικής και προσφυγικής κρίσης, που λες.