18.2 C
Chania
Friday, December 26, 2025

Κρήτη: Μετανάστες στις καρότσες του… λιμενικού

Της Μαρίας Παπαδάκη *

Πάνε λίγες μέρες που, ένα τόπος που νιώθουμε σαν σπίτι μας, υποδέχτηκε μια βάρκα. Όχι από αυτές με τους λευκούς ανθρώπους με τα καπελάκια, αλλά μια από αυτές με τους μαύρους ανθρώπους που τα ρούχα τους μυρίζουν βενζίνα και πηδούν από τα σανίδια για να πατήσουν τα βότσαλα της ακτής.

Αραδιάστηκαν και αυτοί στην παραλία προκαλώντας τα τρομοκρατημένα ή ξαφνιασμένα βλέμματα των λουόμενων λόγω της όψης τους και της φασαρίας που έκαναν από κραυγές χαράς, τις γεμάτες αγκαλιές τους και τα πλατσουρίσματα αγαλλίασης στην ακροθαλασσιά.

Λιβύη-Ευρώπη σε τρεις μέρες, σώοι και αβλαβείς, οι 36 άνδρες επιβαίνοντες, στην παραλία του Αγιοφάραγγου. Οι λιμενικοί υπάλληλοι εμφανίστηκαν σε ένα μισάωρο, κατεβαίνοντας το φαράγγι με τα πόδια. Σε όλη τη διαδικασία που παραμείναμε παρόντες, δεδομένων των συνθηκών και των πρακτικών που έχουμε συνηθίσει να ακούμε, ομολογούμε ότι μας ξάφνιασε η αξιοπρεπής μεταχείριση.

Εκτός από κάτι: Η μεταφορά των Σουδανών και Αιγυπτίων προσφύγων προς το λιμεναρχείο των Καλών λιμένων έγινε με ιδιωτικά οχήματα που χρησιμοποιούνται για αίγες και πρόβατα που βόσκουν στην περιοχή. Κάθισαν πάνω στα κόπρανα των αιγών, βαστώντας το μεταλλικό πλαίσιο της οροφής -άλλοι σκυμμένοι, άλλοι καθισμένοι χάμω.

Δεν έχουμε να πούμε κάτι κακό για τους ανθρώπους που κατέβηκαν να διαχειριστούν την κατάσταση, τους λιμενικούς και τον βοσκό που έφερε τα οχήματα του. Μα εξοργιζόμαστε με αυτό το κράτος που σε κάθε γωνιά της χώρας ή υπάρχει για να καταστέλλει βίαια όσους μη προνομοιούχους αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον ή απουσιάζει εξίσου εγκληματικά στην αξιοπρεπή διαχείριση των προσφύγων.

Αναρωτιόμαστε ακόμη πώς -μετά από 300% αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην Κρήτη- υπάρχει ακόμη δικαιολογία, για τη μη στελέχωση των δήμων ή των λιμεναρχείων, που βρίσκονται στο επίκεντρο των ροών, με οχήματα μεταφοράς ή κατάλληλους χώρους παραμονής των ανθρώπων.

Επίσης, ακόμη αναρωτιόμαστε ποιος από αυτούς τους είτε χαμογελαστούς είτε ταλαιπωρημένους νέους, έφαγε την παράλογη κατηγορία του διακινητή, φέρνοντας τον αντιμέτωπο με τον εγκλεισμό για υπέρογκο διάστημα, όπως συνηθίζεται. Μια κατηγορία, που επανειλημμένα έχει καταδικαστεί ως αβάσιμη και άδικη, όπως στην περίπτωση των τεσσάρων νεαρών αγοριών από το Σουδάν που δικάστηκαν και αθωώθηκαν το Σεπτέμβριο του 2025 στο Ηράκλειο, γιατί έπραξαν το αδιανόητο αμάρτημα του να επιχειρήσουν να διασώσουν τους εαυτούς τους στη μέση της θάλασσας.

* Η Μαρία Παπαδάκη είναι κάτοικος Κρήτης, στον νότο του νομού Ηρακλείου 

Η ΕΛ.ΑΣ απαγορεύει συγκεντρώσεις στην Αθήνα λόγω Ζελένσκι

Κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας επισκέπτεται την Κυριακή (16/11) την Αθήνα ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Μάλιστα, για λόγους ασφαλείας δεν έχουν ανακοινωθεί οι ώρες των συναντήσεων του Ουκρανού προέδρου με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό, όπως συμβαίνει σε κάθε ταξίδι του Ζελένσκι.

Στο πλαίσιο αυτών των μέτρων, αποφασίστηκε και η απαγόρευση συγκεντρώσεων στο κέντρο της Αθήνας και στο Ψυχικό.

Συγκεκριμένα, με αποφάσεις των Διευθυντών των Διευθύνσεων Αστυνομίας Αθηνών και Βορειοανατολικής Αττικής, απαγορεύεται η πραγματοποίηση όλων των δημοσίων υπαίθριων συναθροίσεων την Κυριακή 16-11-2025 από ώρα 06:00’ έως και την ώρα 22:00’ στις παρακάτω περιοχές που περικλείονται από τις οδούς:

Δήμος Αθηναίων

  • Λ. Βασ. Κωνσταντίνου – Λ. Βασ. Όλγας – Λ. Βασ. Αμαλίας – Ξενοφώντος – Φιλελλήνων – Πλ. Συντάγματος – Σταδίου – Αμερικής – Λυκαβηττού – Ηλ. Ρογκάκου – Κλεομένους – Πλουτάρχου – Ριζάρη – Λ. Βασ. Κωνσταντίνου.

Δήμοι Φιλοθέης – Ψυχικού και Χαλανδρίου

  • Λ. Κηφισίας – Βεκιαρέλη – Γρίβα Διγενή – 25ης Μαρτίου – Μπιζανίου – Κορυτσάς – Μπενάκη – Κοκκώνη – Λ. Κηφισίας – Αγαμέμνονος – Αγ. Βαρβάρας – Σερρών – Λ. Κηφισίας.

Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση της ΓΑΔΑ, η ανωτέρω απαγόρευση επιβάλλεται καθώς από την διεξαγωγή συναθροίσεων, επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια λόγω πιθανής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων, ιδίως κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας και απειλείται σοβαρά η διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής στις εν λόγω περιοχές.

Άρχισαν οι κλοπές στην ελαιοσυγκομιδή – Που χτύπησαν οι επιτήδειοι!

Με το « καλημέρα» της ελαιοσυγκομιδής άρχισαν οι κλοπές και οι αρπαγές από τους παραγωγούς και τα χωράφια, που σαν να μην τους έφτανε η μειωμένη παραγωγή φέτος έχουν να αντιμετωπίσουν και την κλεψιά είτε ελαιόκαρπου, είτε εργαλείων!

Στο στόχαστρο βρέθηκαν τις τελευταίες ημέρες δύο παραγωγοί στο Θραψανό του Δήμου Μινώα, που στην πρώτη περίπτωση έκλεψαν από τον αγρότη, πριν πέντε ημέρες 30 σακιά ελιές, από τη θέση Τροχάλοι. Σε πολύ κοντινή απόσταση, από την κλοπή του καρπού, χθες ένας άλλος αγρότης έκανε το λάθος να αφήσει τα ελαιόπανα του και κάποια εργαλεία στο χωράφι και όταν πήγε το πρωί τα είδε να έχουν γίνει… καπνός!

Μπορεί να πήγε στην αστυνομία και να έκανε μήνυση κατ’ αγνώστων αλλά ένα είναι σίγουρο: πως τα λιόπανα, αξίας 1000 ευρώ, δύσκολα θα επιστρέψουν στον ιδιοκτήτη τους, ο οποίος το φυσά και δεν κρυώνει που με το “καλημέρα” της ελαιοσυγκομιδής θα βάλει γερά το χέρι στην τσέπη!

cretalive.gr

Μυστήριο με τη μεταφορά Παλαιστινίων στη Νότια Αφρική και τη ΜΚΟ “φάντασμα”

Μια μυστηριώδης πτήση που μετέφερε 153 Παλαιστίνιους από τη Γάζα προσγειώθηκε το βράδυ της Πέμπτης στη Νότια Αφρική, αιφνιδιάζοντας τις τοπικές αρχές. Έκτοτε, αποκαλύπτονται όλο και περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με έναν αμφιλεγόμενο φορέα που μεταφέρει ανθρώπους από τη Λωρίδα σε άλλες χώρες – μέσω ανεπίσημων διαύλων, με διευκόλυνση από τον ισραηλινό στρατό.

Το παλαιστινιακό Υπουργείο Εξωτερικών προειδοποιεί τους ανθρώπους στη Γάζα για δίκτυα εμπορίας ανθρώπων και για αυτό που αποκαλεί «πράκτορες εκτοπισμού».

Οι Αρχές της Νότιας Αφρικής διερευνούν πώς 150 και πλέον Παλαιστίνιοι έφτασαν στο Γιοχάνεσμπουργκ την Πέμπτη χωρίς τα κατάλληλα έγγραφα ή τον απαραίτητο συντονισμό, μεταδίδει το Al Jazeera.

Οι 153 άνδρες, γυναίκες και παιδιά ήταν υπό κράτηση από την συνοριακή αστυνομία για περισσότερες από 12 ώρες επειδή τα διαβατήριά τους δεν έφεραν σφραγίδα εξόδου από το Ισραήλ. Το υπουργείο Εσωτερικών ενέκρινε τελικά την είσοδο των επιβατών στη Νότια Αφρική χθες το βράδυ, αφού έλαβε διαβεβαιώσεις από τη νοτιοαφρικανική ΜΚΟ Gift of the Givers ότι θα φρόντιζε και θα παρείχε στέγη στους Παλαιστινίους.

Οι Παλαιστίνιοι φοβούνται ότι πρόκειται για μία σιωπηρή μεταφορά πληθυσμού, με το Ισραήλ να ενθαρρύνει τον εκτοπισμό Παλαιστινίων από τη Γάζα με κάθε τρόπο: Αρχικά κάνοντας τη ζωή τους αφόρητη, μετατρέποντας τις συνθήκες στη Γάζα σε μη βιώσιμες και στη συνέχεια προσφέροντας μια “πίσω πόρτα” μέσω της οποίας μπορούν να εγκαταλείψουν τη Γάζα και πιθανώς να μην επιστρέψουν ποτέ.

Ο συντονισμός με τις ισραηλινές Αρχές

Σύμφωνα με το διεθνές μέσο ενημέρωσης, όλα ξεκίνησαν με μια ανάρτηση από την οργάνωση Al-Majd Europe, η οποία υποσχόταν την ασφαλή απομάκρυνση οικογενειών από τη Λωρίδα της Γάζας. Έτσι, πολλοί Παλαιστίνιοι συμπλήρωσαν τις αιτήσεις τους και έκτοτε περιμένουν ένα τηλεφώνημα από την οργάνωση.

Η κατάσταση στη Γάζα έχει ωθήσει τους Παλαιστινίους να πληρώσουν ό,τι μπορούν για να διαφύγουν από τον θύλακα.

Αλλά πώς έφυγαν αυτοί οι Παλαιστίνιοι; Ήταν σε ένα λεωφορείο στη μεσαία περιοχή της Γάζας όταν έλαβαν ένα τηλεφώνημα λίγες ώρες πριν από την αναχώρησή τους. Πέρασαν τη λεγόμενη κίτρινη γραμμή με τη συνεργασία των ισραηλινών αρχών. Αυτό το λεωφορείο στη συνέχεια πήγε μέχρι το πέρασμα Κερέμ Σαλόμ και από εκεί στο αεροδρόμιο Ραμόν στο νότιο Ισραήλ.

Η ΜΚΟ που συνδέεται με τη μεταφορά Παλαιστινίων στη Νότια Αφρική

Πέπλο μυστηρίου φαίνεται πως καλύπτει το ποιος βρίσκεται πίσω από την ΜΚΟ που συνδέεται με τη μεταφορά Παλαιστινίων στη Νότια Αφρική.

Το Αl Jazeera αναφέρει πως η οργάνωση δρα εδώ και αρκετό καιρό, τουλάχιστον από τον Μάιο, όταν οργανώθηκε η πρώτη πτήση από αυτήν.

Η οργάνωση ισχυρίζεται ότι είναι γερμανική, με έδρα στη συνοικία Σεΐχ Τζαράχ στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ, χωρίς φυσικά να αναγράφεται στην ιστοσελίδα της συγκεκριμένη διεύθυνση. Παράλληλα, αρκετές από τις εικόνες που είναι αναρτημένες μοιάζουν να έχουν δημιουργηθεί με τη χρήση ΑΙ.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι για να υλοποιηθεί μία τέτοια επιχείρηση – όπως οι πτήσεις απομάκρυνσης Παλαιστινίων από τον θύλακα – απαιτείται υψηλού επιπέδου συντονισμός με τον ισραηλινό στρατό. Η μετακίνηση Παλαιστινίων προς και από τη Γάζα πρέπει να εγκριθεί από τον ισραηλινό στρατό διαφορετικά, το λεωφορείο που τους μεταφέρει θα βομβαρδιζόταν.

Επίσης, είναι γνωστό ότι ακόμα και ανθρωπιστικές οργανώσεις δεν μπορούν να μετακινηθούν από τον νότο προς τον βορρά και αντίστροφα χωρίς να ενημερώσουν τον ισραηλινό στρατό και να ταξιδέψουν στη διαδρομή που αυτός θα εγκρίνει.

Τουλάχιστον 200 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί από την κατάπαυση του πυρός του Οκτωβρίου και μετά, μόνο και μόνο επειδή προσπάθησαν να περάσουν την κίτρινη γραμμή, επομένως αυτή η επιχείρηση συντονίζεται στενά με τις ισραηλινές αρχές προκειμένου να απομακρυνθούν οι Παλαιστίνιοι.

Σύμφωνα με τον Άντονι Λόιενσταϊν, συγγραφέα του “The Palestine Laboratory”, ενός βιβλίου για τη βιομηχανία όπλων και επιτήρησης του Ισραήλ, αυτό που εμφανίζεται ως «πρόγραμμα διέλευσης Γάζας – Νότιας Αφρικής» μπορεί να λειτουργεί εβδομάδες ή μήνες και να μην έγινε νωρίτερα αντιληπτό.

Σχολιάζοντας τη μυστηριώδη πτήση που μετέφερε του Παλαιστίνιους από τη Γάζα, κατά την οποία έγινε στάση στην πρωτεύουσα της Κένυας, το Ναϊρόμπι, ο Λόιενσταϊν είπε στο Al Jazeera ότι υπήρχαν φήμες για εταιρείες που πραγματοποιούσαν τέτοιες πτήσεις, οι οποίες, όπως φαίνεται, “απαιτούν άδεια από το Ισραήλ καθώς και από άλλες χώρες”.

“Η Νότια Αφρική ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, ο τελικός προορισμός, δεδομένου ότι είναι μία από τις πιο φιλοπαλαιστινιακές χώρες στον πλανήτη”, είπε.

Ο συγγραφέας τόνισε ότι δεν υπήρχαν «ονόματα ή συσχετισμοί» στον «απίστευτα παράξενο» ιστότοπο της εταιρείας, ο οποίος «μοιάζει σχεδόν σαν να δημιουργήθηκε από την Τεχνητή Νοημοσύνη», αποκαλώντας αυτό που κάνει «καπιταλισμό καταστροφής».

«Αυτή είναι η έννοια των ανθρώπων που βγάζουν χρήματα από τη δυστυχία των άλλων ανθρώπων», κατέληξε ο Λέβενσταϊν.

Ένα “ταξίδι πόνου”

Γυναίκα περπατά ανάμεσα στα συντρίμμια σε βομβαρδισμένη γειτονιά στη Γάζα (AP Photo/Jehad Alshrafi)

Ένας κάτοικος της Λωρίδας της Γάζας, ο οποίος είναι ένας από τους 153 Παλαιστίνιους που αποβιβάστηκαν στη Νότια Αφρική, είπε στο Al Jazeera ότι δεν ήξεραν πού θα κατέληγαν  όταν έφυγαν από το Ισραήλ.

Ο Λόι Αμπού Σαΐφ, ο οποίος διέφυγε από τη Γάζα με τη σύζυγο και τα παιδιά του, δήλωσε στο Al Jazeera την Παρασκευή ότι το ταξίδι έξω από τον πολιορκημένο θύλακα ήταν ένα «ταξίδι πόνου».

Η πτήση που μετέφερε τον Αμπού Σάιφ έφυγε από το αεροδρόμιο Ραμόν στο Ισραήλ με ανταπόκριση στο Ναϊρόμπι, πριν προσγειωθεί στο Γιοχάνεσμπουργκ το πρωί της Πέμπτης.

Συνολικά, το ταξίδι διήρκεσε πάνω από 24 ώρες και περιλάμβανε αλλαγή αεροπλάνου. Ο Αμπού Σάιφ είπε ότι η οικογένειά του έφυγε από τη Γάζα χωρίς να γνωρίζει τον τελικό προορισμό. Μόνο όταν επιβιβάστηκαν στην πτήση της ανταποκρίσή τους στο Ναϊρόμπι έμαθαν ότι κατευθύνονταν στο Γιοχάνεσμπουργκ.

Σύμφωνα με τον Αμπού Σάιφ, η σύζυγός του είχε εγγράψει την οικογένεια στη ΜΚΟ Al-Majd Europe. Η οργάνωση είχε διαφημίσει τη φόρμα εγγραφής στα κοινωνικά δίκτυα, αποκάλυψε. Όσο για το πώς επιλέχθηκε, είπε ότι η διαδικασία φαινόταν να επικεντρώνεται σε οικογένειες με παιδιά και απαιτούσε έγκυρο παλαιστινιακό ταξιδιωτικό έγγραφο καθώς και έγκριση ασφαλείας από το Ισραήλ. «Αυτό ήταν όλο αναφορικά με τα κριτήρια», είπε.

Όταν ρωτήθηκε αν γνώριζε εκ των προτέρων πότε θα έφευγαν από τη Γάζα, είπε ότι δεν τους δόθηκαν χρονοδιαγράμματα. «Μας είπαν … θα σας ενημερώσουμε μία ημέρα πριν – και αυτό έγινε», είπε, προσθέτοντας ότι η οργάνωση τους είπε να μην πάρουν προσωπικές τσάντες ή αποσκευές, εκτός από τα απαραίτητα έγγραφα.

Σε ό,τι αφορά το κόστος, οι άνθρωποι χρεώθηκαν περίπου 1.400–2.000 δολάρια το άτομο για το ταξίδι, δήλωσε ο Αμπού Σάιφ. Οι γονείς πλήρωσαν το ίδιο ποσό και για κάθε παιδί ή μωρό που μετέφεραν μαζί τους.

Αφού επελέγησαν για αναχώρηση, ο Αμπού Σάιφ και η οικογένειά του μεταφέρθηκαν με λεωφορείο από τη Ράφα στο πέρασμα Κερέμ Σαλόμ, στα σύνορα με το Ισραήλ, όπου υποβλήθηκαν σε ελέγχους πριν μεταφερθούν στο αεροδρόμιο Ραμόν.

Είπε ότι τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα δεν σφραγίστηκαν από τις ισραηλινές αρχές, αλλά πίστεψε ότι επρόκειτο για τυπική διαδικασία, καθώς δεν υπάρχουν Παλαιστίνιοι συνοριοφύλακες στη Γάζα.

«Καταλάβαμε το πρόβλημα … όταν φτάσαμε στη Νότια Αφρική και μας ρωτούσαν … “Από πού έρχεστε;”», είπε ο Αμπού Σάιφ.

Η ομάδα που οργάνωσε το ταξίδι, η Al-Majd Europe, είπε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει την οικογένειά του για μία ή δύο εβδομάδες, μετά τις οποίες θα έπρεπε να τα καταφέρουν μόνοι τους, δήλωσε ο Αμπού Σάιφ.

Συνάντηση Κασσελάκη με Βαρθολομαίο στο Φανάρι: «Το Κίνημα Δημοκρατίας στηρίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο»

Περίπου δύο ώρες διήρκεσε η συνάντηση του προέδρου του Κινήματος Δημοκρατίας Στέφανου Κασσελάκη, με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στο Φανάρι.

«Είχαμε μια εξαιρετική συζήτηση για σχεδόν δύο ώρες με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Είμαι πάρα πολύ ευγνώμων που με δέχτηκε. Είναι ένας πραγματικά φωτισμένος άνθρωπος που αγαπάει τον κόσμο, τον συνάνθρωπο και το περιβάλλον» δήλωσε ο κ. Κασσελάκης και συμπλήρωσε: «Καταρχάς, ως παιδί του ελληνισμού από το εξωτερικό, κάθε φορά που επισκέπτομαι τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά και γενικότερα κάθε φορά που βλέπεις την καρδιά του ελληνισμού εκτός της επικράτειας, αισθάνομαι συγκίνηση και χρέος να στηρίξουμε ως πολιτεία τις διεκδικήσεις του ελληνισμού και φυσικά μέσα σε αυτές τις διεκδικήσεις είναι αναπόσπαστο κομμάτι η θρησκεία μας, το δόγμα μας και η επιρροή που πρέπει να έχει ο πνευματικός μας ηγέτης».

Η μακρά συζήτηση περιστράφηκε γύρω από ζητήματα περιβάλλοντος, ειρήνης, πιέσεων που δέχεται η κοινωνία λόγω οικονομικών δυσχερειών. Στο επίκεντρο βρέθηκαν επίσης οι τεχνολογικές αλλαγές, ο πολιτισμός, η παιδεία και η θρησκεία.

Ο κ. Κασσελάκης επισκέφθηκε χτες τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και μετά τη σημερινή συνάντησή του με τον Πατριάρχη δήλωσε συγκρατημένα αισιόδοξος για την επαναλειτουργία της.

Υπενθύμισε ότι πρόσφατα επισκέφθηκε και τη Μονή Σινά και εξέφρασε την πρόθεσή του, το Κίνημα Δημοκρατίας, να στηρίξει το Οικουμενικό Πατριαρχείο -και σε ευρωπαϊκό επίπεδο- τόσο για την επαναλειτουργία της Χάλκης, αλλά και ευρύτερα για όλα τα ζητήματα που απασχολούν το Πατριαρχείο.

«Είναι κάτι το οποίο προφανώς επιθυμώ να στηρίξω και να δείξουμε τη στήριξή μας στον Πατριάρχη για όλα αυτά τα ζητήματα και για τα ζητήματα του Πατριαρχείου και για την επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης που επισκέφτηκα χθες αλλά και γενικότερα όπου μπορούμε να είμαστε χρήσιμοι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο» δήλωσε ο πρόεδρος του Κινήματος Δημοκρατίας.

Αναφερόμενος στον πόλεμο στην Ουκρανία, ο κ. Κασσελάκης είπε ότι μας πληγώνει όλους να συγκρούονται οι δύο ορθόδοξοι πληθυσμοί και τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι πιο έντονη και διεκδικητική για να υπάρξει επιτέλους ειρήνη στο Ουκρανικό.

 

Χατζηδάκης μετά τη σύσκεψη στον ΟΠΕΚΕΠΕ: «Τέλος Νοεμβρίου οι πληρωμές στους αγρότες»

Σε λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στα τέλη Νοεμβρίου, θα γίνουν οι πληρωμές της βασικής ενίσχυσης και του Μέτρου 23 όπως ανέφερε ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης. Προηγήθηκε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ με τη διοίκηση του Οργανισμού, παρουσία του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστα Τσιάρα και του Διοικητική της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή.

«Είμαι αποφασισμένος να κάνω οτιδήποτε προκειμένου να πληρωθούν έγκαιρα οι αγρότες μας», ανέφερε ο κ. Χατζηδάκης προσθέτοντας ότι «εργαζόμαστε για αυτό», ενώ επανέλαβε ότι είναι βούληση του ίδιου του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά και του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστα Τσιάρα να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο σε σχέση με τη γεωργία και τις ενισχύσεις.

Σημείωσε ότι η μετάβαση του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ αποτελεί μεγάλη μεταρρύθμιση με προκλήσεις και πιεστικά χρονοδιαγράμματα και πως στόχος είναι να πληρωθούν έγκαιρα οι παραγωγοί μέσω ενός νέου συστήματος που επιβραβεύει τους παραγωγικούς γεωργούς και κτηνοτρόφους. «Θα επιβραβεύει στην πράξη όλους εκείνους που έχουν εκμεταλλεύσεις, που είναι παραγωγικοί, που συνεισφέρουν στην τοπική οικονομία και στην ύπαιθρο», επισήμανε.

Ο κ. Χατζηδάκης είπε επίσης ότι όλοι στην κυβέρνηση εργάζονται «για την εφαρμογή των νέων κριτηρίων που έχουν συμφωνηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ώστε να επιβραβευθούν οι πραγματικοί αγρότες και να μην υπάρξουν νέα πρόστιμα στη χώρα. Η άσκηση δεν είναι εύκολη αλλά εργαζόμαστε συστηματικά κάθε μέρα και θα τα καταφέρουμε».

Για μια δύσκολη προσπάθεια έκανε λόγο από την πλευρά του ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας αναφορικά με το νέο τρόπο λειτουργίας του ΟΠΕΚΕΠΕ επισημαίνοντας ότι «είναι απαραίτητη η ενσωμάτωση των ελέγχων για αυτό υπήρξαν καθυστερήσεις και μπαίνει σε νέα εποχή διαφάνειας και δικαιοσύνης».

Πρόσθεσε ότι «ο σχεδιασμός όλου αυτού του εγχειρήματος είναι να μπορέσουμε να στηρίξουμε τους έντιμους αγρότες στο συντομότερο δυνατό χρόνο και να τους δώσουμε τη βαθιά ανάσα που θέλουνε προκειμένου να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις δικές τους δυσκολίες και στα δικά τους προβλήματα».

Από την πλευρά του ο Διοικητής της ΑΑΔΕ, Γιώργος Πιτσιλής ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της σύσκεψης «υπογραμμίστηκε ο διπλός στόχος που υπάρχει: πρώτον να πληρώνουμε, τηρώντας τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα που έχουμε μπροστά μας και δεύτερον, να πληρώνουμε με διαφάνεια και δικαιοσύνη τους αγρότες που πράγματι δικαιούνται τις επιδοτήσεις, διασφαλίζοντας έτσι τα χρήματα των Ελλήνων και των Ευρωπαίων φορολογουμένων».

topontiki.gr

«Πυρο[γραφίες]»: Μια καλλιτεχνική φωτογραφική ματιά στο ίχνος της φωτιάς – Συνέντευξη με τον φωτογράφο Μιχάλη Πολυχρονάκη

Στο SOUTH space for photography στα Χανιά, ο καταξιωμένος Κρητικός φωτογράφος Μιχάλης Πολυχρονάκης επιστρέφει με μια νέα έκθεση που διερευνά το αποτύπωμα της φωτιάς.

Μετά από τριάντα χρόνια δημιουργικής πορείας, ο Μιχάλης Πολυχρονάκης επιστρέφει εκεί όπου ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή. Από 1 έως 30 Νοεμβρίου, η νέα του ατομική έκθεση με τίτλο «Πυρο[γραφίες]» φιλοξενείται στον χώρο SOUTH space for photography (Ηρώων Πολυτεχνείου 7), αποτελώντας μια ωδή όχι στη φωτιά καθαυτή, αλλά στο αποτύπωμά της – στο ίχνος που αφήνει.

Με αφορμή την έκθεση μιλήσαμε με τον Μιχάλη Πολυχρονάκη για την φωτογραφική του αφήγηση.

Δεν πρόκειται για καταγραφή της φωτιάς ως φυσικού φαινομένου ή καταγγελία της καταστροφής που αυτή προκαλεί. «Το κεντρικό σημείο αναφοράς είναι το ίχνος της φωτιάς. Όχι η ίδια η φωτιά. Αυτό που αφήνει πίσω της», λέει ο καλλιτέχνης.

Όταν ρωτήθηκε ποιος είναι ο συνεκτικός άξονας της έκθεσης, ο Πολυχρονάκης απάντησε:

«Ο συνδετικός κρίκος μπορεί να είναι αυτό (το ίχνος της φωτιάς) από άποψη τίτλου της εργασίας. Αλλά, κανονικά, ο συνδετικός κρίκος πρέπει να είναι η ματιά μου. Και αυτό δεν πρέπει να το πω εγώ – πρέπει να το πουν οι θεατές. Ότι, δηλαδή, διακρίνουν μια ομοιομορφία βλέμματος· ότι το ίδιο μάτι τα έχει δει αυτά».

Οι φωτογραφίες της έκθεσης προέρχονται από διάφορες περιοχές των Χανίων και συγκεντρώθηκαν μέσα σε μια περίοδο δέκα ετών. Παρουσιάζεται μόνο ένα μικρό δείγμα αυτής της δουλειάς, με τον ίδιο τον Πολυχρονάκη να επισημαίνει ότι η συλλογή παραμένει ανοιχτή και σε εξέλιξη. Όπως τονίζει, «η δουλειά δεν έχει τελειώσει· συνεχίζω να συγκεντρώνω υλικό και θα συνεχίσω για πολύ καιρό ακόμη».

Σκοπός του δεν είναι να αναπαραστήσει την τραγωδία ή την εγκατάλειψη, αλλά να χαρτογραφήσει την ποιητική υφή των χώρων που άλλοτε κατοικήθηκαν και τώρα φέρουν τα σημάδια της φωτιάς αλλά και του χρόνου.

Η τεχνική του φωτογράφου είναι εντελώς λιτή: φυσικός φωτισμός, χωρίς φλας, χωρίς παρεμβάσεις. «Αυτό που βλέπω, αυτό φωτογραφίζω», λέει. Το αποτέλεσμα όμως κάθε άλλο παρά πρόχειρο ή αυθόρμητο μοιάζει. Κάθε κάδρο στήνεται σαν θεατρικό σκηνικό, με εσωτερική συμμετρία και ατμόσφαιρα. «Η σκηνικότητα υπάρχει μέσα στο βλέμμα μου. Μέσα στο μυαλό μου», εξηγεί ο ίδιος.

Σε αντίθεση με άλλες σειρές φωτογραφιών που αποτυπώνουν τις συνέπειες φυσικών καταστροφών με έντονο κοινωνικό ή πολιτικό περιεχόμενο, ο Πολυχρονάκης διατηρεί συνειδητά αποστάσεις από οποιαδήποτε καταγγελτική πρόθεση. «Δεν καταγγέλλω κάτι. Σε κάποιους χώρους, δεν ξέρω καν πώς μπήκε η φωτιά. Πού να ξέρω;», σημειώνει.

Η έκθεση «Πυρο[γραφίες]» δεν επιχειρεί να εξηγήσει ή να καταγγείλει, αλλά να κοιτάξει. Να σταθεί με σεβασμό απέναντι στα ίχνη που αφήνει η φωτιά και να αναγνωρίσει σε αυτά τη σιωπηλή δύναμη της εικόνας.

Ο θεατής καλείται να δει, να αισθανθεί και –ίσως– να αναγνωρίσει μέσα στις λεπτομέρειες μια ταυτότητα: του καλλιτέχνη που βλέπει τον χώρο που κάηκε και μεταμορφώθηκε.

Διαβάστε τη συνέντευξη του Μιχάλη Πολυχρονάκη στον “Α.τ.Κ.”:

ΕΡ.: Κύριε Πολυχρονάκη, ποια έκθεση είναι αυτή που κάνετε; Πόσες εκθέσεις έχετε κάνει μέχρι τώρα;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Ε, να σου πω την αλήθεια, δεν τις μετράω. Αυτή είναι η έβδομη ατομική.

ΕΡ.: Το κεντρικό σημείο αναφοράς είναι η φωτιά;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Το κεντρικό σημείο αναφοράς είναι το ίχνος της φωτιάς. Όχι η ίδια η φωτιά. Αυτό που αφήνει πίσω της. Δηλαδή, αποκαΐδια –ας το πούμε έτσι.

ΕΡ.: Και πώς εμπνευστήκατε αυτό το θέμα; Καταρχάς, αυτές οι φωτογραφίες είναι από ένα συγκεκριμένο σημείο ή είναι από διαφορετικές περιοχές;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Είναι από διαφορετικές περιοχές. Όλα εδώ γύρω-γύρω στα Χανιά είναι. Βρέθηκα σε αυτούς τους χώρους, όπως εξηγώ και στο κείμενό μου, εξαιτίας της φωτογράφησης ερειπίων. Κάποια ερείπια ήταν καμένα και, σιγά-σιγά, κατάλαβα ότι ένα καμένο σπίτι ή χώρος δεν είναι απλώς ερείπιο. Είναι κάτι διαφορετικό και αυτό πρέπει να το υπηρετήσω. Να μην έχω παραπομπές προς το παρελθόν, προς την εγκατάλειψη και τα λοιπά, αλλά να ανοίγονται καινούργια κεφάλαια. Επομένως, το έβαλα σε ξεχωριστή ενότητα και το υπηρέτησα με αυτό τον τρόπο, ως κάτι ξεχωριστό.

ΕΡ.: Εδώ, για παράδειγμα, αυτή η συγκεκριμένη φωτογραφία δείχνει ένα κρεβάτι, σωστά;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Ιατρικό κρεβάτι.

Κρεβάτι στο καμμένο ΠΙΚΠΑ

ΕΡ.: Σε ποιο χώρο είναι αυτό;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Στο παλιό ΠΙΚΠΑ, που έχει καεί δύο φορές. Αυτή είναι από την πρώτη φορά. Τώρα, με τη δεύτερη, έγινε ολόμαυρο και τελείωσε.

ΕΡ.: Τι τεχνικές χρησιμοποιείτε για να τραβήξετε αυτές τις φωτογραφίες; Είναι φυσικός ο φωτισμός;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Ναι. Είναι φυσικός φωτισμός. Απολύτως καμία τεχνική. Αυτό που βλέπω, αυτό φωτογραφίζω.

ΕΡ.: Δηλαδή δεν χρησιμοποιείτε φλας ή κάτι άλλο;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Όχι, το αποφεύγω το φλας. Έχω, βέβαια, έναν φακό – φανάρι εννοώ – με τον οποίο μπορεί να φωτίσω κάτι ή να σκοτεινιάσω κάτι. Αλλά ως εκεί. Τίποτα παραπέρα.

ΕΡ.: Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει όλες αυτές τις φωτογραφίες; Προφανώς είναι το αποτύπωμα της φωτιάς, αλλά συνολικά;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Ο συνδετικός κρίκος μπορεί να είναι αυτό από άποψη τίτλου της εργασίας. Αλλά, κανονικά, ο συνδετικός κρίκος πρέπει να είναι η ματιά μου. Και αυτό δεν πρέπει να το πω εγώ – πρέπει να το πουν οι θεατές. Ότι, δηλαδή, διακρίνουν μια ομοιομορφία βλέμματος· ότι το ίδιο μάτι τα έχει δει αυτά. Γιατί σε αυτούς τους χώρους μπορεί να μπει και κάποιος άλλος. Αν όμως δεν διαφέρει το βλέμμα, τότε κάτι δεν έχω κάνει καλά. Δηλαδή ουσιαστικά όταν λέμε ότι είμαι ο υποκείμενος στις φωτογραφίες μου εννοούμε ότι είμαι αυτός που υπογράφει.

ΕΡ.: Είναι ξεκάθαρο. Πως βλέποντας τις φωτογραφίες υπάρχει μία ταυτότητα στις φωτογραφίες που συνδέονται όλες αυτές μεταξύ τους. 

Μιχ. Πολυχρονάκης: Μου αρέσει γιατί μου το χουν πει και φωτογράφοι αυτό. Ότι “αναγνωρίζω έναν κοινό παρονομαστή”. Είναι το καλύτερο κομπλιμέντο που μπορεί να μου πει κάποιος: ότι “σε βλέπω μέσα στις εικόνες”.

ΕΡ.: Έχει ξαναφωτογραφηθεί έτσι; Εγώ δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Δηλαδή έχω δει εγκαταλελειμμένους χώρους φωτογραφημένους, αλλά καμένους, όχι με αυτό τον τρόπο.

Μιχ. Πολυχρονάκης: Έχω δει ένα λεύκωμα για το Μάτι. Το οποίο όμως είχε καταγγελτικό χαρακτήρα. Ήταν περισσότερο φωτορεπορτάζ· δηλαδή “κοιτάξτε τι έπαθαν οι άνθρωποι”. Εξυπηρετούσε κάτι άλλο.

ΕΡ.: Εδώ δεν υπάρχει ίχνος καταγγελίας.

Μιχ. Πολυχρονάκης: Δεν καταγγέλλω κάτι. Σε κάποιους χώρους, δεν ξέρω καν πώς μπήκε η φωτιά. Πού να ξέρω;

ΕΡ.: Γι’ αυτό σας το λέω. Γιατί, όταν ένας φωτογράφος πάει σε έναν καμένο χώρο, συνήθως το κάνει για να αποτυπώσει την καταστροφή. Εδώ δεν βλέπουμε αυτό.
Μιχ. Πολυχρονάκης: Ναι.

ΕΡ.: Το κάθε φωτογραφικό κάδρο στέκεται μόνο του, σαν σκηνικό. Γιατί μοιάζουν πράγματι σαν σκηνικά – τόσο προσεκτικά καδραρισμένα και με τόσο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Μιχ. Πολυχρονάκης: Η σκηνικότητα υπάρχει μέσα στο βλέμμα μου. Μέσα στο μυαλό μου. Με αυτή την έννοια. 

ΕΡ.: Άρα, ένας Χανιώτης που έρθει να δει την έκθεση, τι θα πρέπει να περιμένει;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Δύσκολη ερώτηση. Δεν ξέρω. Να εκπλαγεί, θα περίμενα να πω. Να δει κάτι το οποίο δεν θα περίμενε – ακόμα και αν έχει βρεθεί σε παρόμοιους χώρους. Γιατί, όπως είπαμε, υπογράφω με το βλέμμα μου. Άρα, κανονικά, πρέπει να δει κάτι άλλο. Το κάτι άλλο.

ΕΡ.: Πράγματι, μπαίνοντας στην αίθουσα, αυτό που ξεχωρίζεις είναι ότι δεν βλέπεις απλώς έναν καμένο χώρο. Πολλές φορές, ούτε καν καταλαβαίνεις ότι είναι καμένος. Κάποιες φωτογραφίες μοιάζουν σχεδόν ονειρικές.

Μιχ. Πολυχρονάκης: Ναι.

ΕΡ.: Εστιάζετε, δηλαδή, σε ένα συγκεκριμένο σημείο του χώρου. Όχι σε μια γενική άποψη που να δείχνει την καταστροφή. Τι είναι αυτό που σας τραβάει και επιλέγετε πού να εστιάσετε;

Μιχ. Πολυχρονάκης: Πολλές φορές έχω φανταστεί τον εαυτό μου να στέκεται δίπλα σε έναν πραγματογνώμονα της Πυροσβεστικής. Και λέω μέσα μου: “Με αυτόν τον άνθρωπο, ως προς το βλέμμα, δεν πρέπει να έχω καμία σχέση.” Αυτός είναι ο μπούσουλάς μου: να μη φωτογραφίζω ως πραγματογνώμονας – να φωτογραφίζω ως ποιητής.

ΕΡ.: Από την άλλη, και η φωτιά ως φαινόμενο δημιουργεί εντυπωσιακές εικόνες. Το αποτέλεσμα της φωτιάς σε συνδυασμό με κάποια υλικά μπορεί να είναι πολύ δυνατό, ακόμα και για έναν πυροσβέστη.

Μιχ. Πολυχρονάκης: Ναι, αλλά για εκείνον είναι περιοδικό, εργαλειακό. Χάνεται η ποιητικότητα.

ΕΡ.: Ενώ εσείς εστιάζετε στο αποτύπωμα. Όχι στο γεγονός. Και γι’ αυτό οι φωτογραφίες έχουν αυτή την ενότητα και ταυτότητα. Πιστεύετε ότι το καμένο –το αποτύπωμα της φωτιάς– έχει κάποια ευρύτερη σημασία για την εποχή μας, ειδικά στην Ελλάδα, ή είναι καθαρά προσωπικό βίωμα;

 Μιχ. Πολυχρονάκης: Δεν θέλω να το συνδέσω. Όχι. Δεν θέλω να το συνδέσω με κάτι ευρύτερο.

Η έκθεση «Πυρο[γραφίες]» στην οδό Ηρώων Πολυτεχνειου 7, στο SOUTH space for photography θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2025. Οι ώρες λειτουργίας είναι Δευτέρα – Σάββατο 10:00 – 14:00 και Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 18:00 – 21:00.

(Στις φωτογραφίες ο Μ. Πολυχρονάκης σε συζήτηση με μαθητές του τμήματος φωτογραφίας του ΔΙΕΚ Χανίων στον χώρο της έκθεσης)

“Άγρια Κρήτη”, ομερτά και το φονικό στα Βορίζια – Μία συνέντευξη με τον καθηγητή Κ. Καλαντζή

Του Γιάννη Αγγελάκη

Μια συνέντευξη με τον κοινωνικό ανθρωπολόγο, Κωνσταντίνο Καλαντζή, για την αυθεντικότητα, τη βία και την παγίδα της εξιδανίκευσης.

Ο Κωνσταντίνος Καλαντζής είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος με μακρά ερευνητική πορεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει διδάξει σε ιδρύματα όπως το Πανεπιστήμιο της Βέρνης, το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Princeton και το University College London (UCL). Αυτή την περίοδο είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στο Τμήμα Πολιτισμού και Δημιουργικών Μέσων και Βιομηχανιών και Λέκτορας Ανθρωπολογίας στο UCL.

Το πιο σημαντικό του έργο ωστόσο εκτυλίσσεται μακριά από τις πανεπιστημιακές αίθουσες: σε μια σχεδόν 20ετή εθνογραφική έρευνα στα ορεινά χωριά των Σφακίων, το υλικό της οποίας αποτυπώθηκε στο βιβλίο Tradition in the Frame (Indiana University Press, 2019) και στο ντοκιμαντέρ The Hospitable Gaze / Το φιλόξενο βλέμμα. Στις σελίδες και τις εικόνες αυτών των έργων, η Κρήτη δεν εμφανίζεται απλώς ως σκηνικό, αλλά ως δυναμικό πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα στο βλέμμα του επισκέπτη και την αυτοαντίληψη των ντόπιων.

 

Η «άγρια Κρήτη» και το φονικό στα Βορίζια

Με αφορμή το πρόσφατο διπλό φονικό στα Βορίζια και την αναπαράστασή του στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, ο Καλαντζής μου παραχώρησε μια συνέντευξη. Μιλήσαμε για όσα έχουν συμβεί στα Βορίζια με το φονικό και με αφορμή όσα συνέβησαν, επεκτείναμε τη συζήτησή μας σε μία σειρά ζητήματα που αφορούν την Κρήτη και την ταυτότητά της, τη διαχρονική έλξη που ασκεί η Κρήτη ως φαντασιακός τόπος — μια γοητεία που συνδέεται βαθιά με στερεότυπα.

«Η Κρήτη αποτελεί αντικείμενο ενός δίκοπου στερεοτύπου», εξηγεί. «Τα ίδια στοιχεία που αποτελούν βασικά μοτίβα απόρριψης και κριτικής, είναι αυτά ακριβώς που προκαλούν και έλξη. Μια απλουστευτική λογική θα έλεγε ότι αυτά είναι δύο διαφορετικές «εκδοχές» της Κρήτης. Όμως, αν παρατηρήσει κανείς εκπομπές, τουριστικά προϊόντα, αλλά και συνομιλήσει με επισκέπτες, θα δει πως τα ίδια στοιχεία προκαλούν τόσο έλξη όσο και αποστροφή. Η αποστροφή, επισήμως τουλάχιστον, συνδέεται με πράγματα όπως η εγκληματικότητα, η αγριότητα — ή, αν διαβάσει κανείς πιο αριστερά media, με την πατριαρχία, τη βία, τα φονικά, το ποτό και αυτή την έξαλλη εξωτερικότητα, για την οποία θα μιλήσουμε και παρακάτω. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η «αυθεντικότητα», η γνησιότητα, οι άνθρωποι που ζουν κοντά στην άμεση παραγωγή, η φιλοξενία, η ιδέα της παράδοσης.».

Για τον Καλαντζή, τα φαινόμενα βίας όπως το φονικό στα Βορίζια δεν μπορούν να διαχωριστούν από τον τρόπο με τον οποίο έχει διαμορφωθεί κοινωνικά και πολιτισμικά το «κρητικό βλέμμα» — ούτε από το πώς το νησί φαντάζεται τον εαυτό του μέσα από το βλέμμα των άλλων.

Οι Σφακιανοί ως «υποκείμενο της αυθεντικότητας»

Η εικόνα της «αυθεντικής» Κρήτης δεν διαμορφώνεται μόνο έξωθεν. Όπως λέει ο Καλαντζής, οι ίδιοι οι κάτοικοι των Σφακίων έχουν ιστορικά ενσωματώσει τις προβολές των επισκεπτών στη δική τους αυτοεικόνα. Αν δει κανείς ιστορικά την περιοχή, λέει, «ήδη από τον 18ο και 19ο αιώνα, βλέπουμε περιηγητές, λαογράφους, μουσικολόγους, οι οποίοι καταγράφουν ό,τι βλέπουν, και μέσα από αυτή τη διαδικασία δίνουν στους ντόπιους την αίσθηση πως ό,τι βιώνουν και εκφράζουν έχει αξία για ένα ευρύτερο κοινό», εξηγεί. «Αυτό που στη δουλειά μου ονομάζω “κυκλική συνέργεια”».

Από τα βιβλία του Robert Pashley μέχρι τις βιολογικές μελέτες του Πουλιανού, οι εξωτερικές αναπαραστάσεις έχουν ριζώσει στα σπίτια και τις βιβλιοθήκες των τοπικών οικογενειών. Αυτή η ιστορική εσωτερίκευση των «ξένων» προσδοκιών διαμορφώνει, κατά τον Καλαντζή, έναν πολιτισμικό μηχανισμό μέσα από τον οποίο η αυθεντικότητα παίζεται και αναπαρίσταται.

Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που περιγράφει στο βιβλίο του, όταν Γάλλος τουρίστας εξέφρασε την απογοήτευσή του που οι Σφακιανοί δεν φορούν πλέον τις παραδοσιακές στολές και δήλωσε ότι «ο τουρισμός κατέστρεψε το φιλοξεν ήθος της περιοχής». Η απάντηση του ντόπιου ψαρά ήταν αιχμηρή:

«Ναι, θα έπρεπε ακόμα να χρησιμοποιούμε λύχνους αντί για ηλεκτρισμό για να σου αρέσει».

Για τον Καλαντζή, αυτό το επεισόδιο αποτυπώνει εύγλωττα το είδος της πολιτισμικής σύγκρουσης που αναδύεται σε τουριστικούς τόπους με ισχυρή φαντασιακή φόρτιση. «Η πίεση να είναι κανείς “παραδοσιακός” δεν είναι απλώς εξωτερική. Είναι εσωτερικευμένη, ενταγμένη στη ζωή των ανθρώπων. Οι ίδιοι επιθυμούν το σύγχρονο, την αστικότητα — αλλά ταυτόχρονα φέρουν την προσδοκία να παραμείνουν “αυθεντικοί” για τους ίδιους τους εαυτούς τους και για τους επισκέπτες».

Ο Καλαντζής εισάγει μια κρίσιμη διάσταση: την αμφιθυμία που βιώνουν οι κάτοικοι απέναντι σε ένα παρελθόν το οποίο ταυτόχρονα θαυμάζουν και απορρίπτουν.

Το μεγάλο ερώτημα, λέει, «είναι τι συμβαίνει όταν μια κοινωνία έχει τόσο εξιδανικευμένο το παρελθόν της. Τι συμβαίνει στο παρόν;» Αυτό που καταγράφει στην έρευνά του είναι μια συχνή αίσθηση ανεπάρκειας: οι άνθρωποι νιώθουν ότι δεν ανταποκρίνονται πια σε αυτό το παλιό, ηρωικό πρότυπο.

«Θυμάμαι, όταν έβγαζα φωτογραφίες για τη Νέλλη, στο τραπέζι, οι άνθρωποι έλεγαν: “Εμείς είμαστε απολειφάδια. Δεν έχουμε σχέση με αυτούς. Αυτοί ήταν οι πραγματικοί άντρες. Οι αυθεντικοί Σφακιανοί”.»

Αυτή η αναφορά στην «παρακμή» του παρόντος συνοδεύεται όμως και από μια άλλη, πιο εσωτερική, κριτική: Το παλιό, το τόσο εξιδανικευμένο, ήταν ταυτόχρονα και σκληρό, δύσκολο, φτωχό. Με συγκρούσεις, με μνησικακίες.

Η σύγκρουση ανάμεσα στην εξιδανικευμένη αφήγηση και την εμπειρική σκληρότητα του παρελθόντος είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, ένα από τα βασικά ψυχικά και πολιτισμικά δίπολα που χαρακτηρίζουν την κρητική κοινωνία — ειδικά στις ορεινές περιοχές.

Η βία ως πολιτισμικό φορτίο και η «υπερηφάνεια του βουνού»

Η ερώτηση που τέθηκε στον Καλαντζή αγγίζει ένα από τα πλέον δύσκολα και πολιτικά φορτισμένα ζητήματα: μπορεί η ιδέα της «παραδοσιακής Κρήτης» να λειτουργεί —συνειδητά ή ασυνείδητα— ως νομιμοποίηση για πράξεις βίας; Ειδικά σε περιοχές όπου η εγκληματικότητα είναι υψηλότερη και η «βουνίσια» ταυτότητα θεωρείται ανώτερη από αυτή των «πεδινών»;

Ο ανθρωπολόγος δεν δίνει μια εύκολη απάντηση, αλλά η έμμεση τοποθέτησή του υποδεικνύει μια σύνθετη πραγματικότητα: η πολιτισμική ταυτότητα δεν είναι απλώς ένα σύνολο από ήθη και έθιμα, αλλά ένα δυναμικό σύστημα αξιών που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές —και ενίοτε δικαιολογούνται— ορισμένες πρακτικές.

Η έντονη υπερηφάνεια που συναντάται σε πολλά ορεινά χωριά – το αίσθημα «εμείς είμαστε οι πραγματικοί Κρητικοί» – δεν είναι απαραίτητα προβληματική καθαυτή. Αλλά σε κοινωνίες όπου η βία παραμένει παρούσα, η ταύτιση με ένα εξιδανικευμένο και «σκληροτράχηλο» παρελθόν ενδέχεται να δημιουργεί συνθήκες ανοχής ή και δικαιολόγησης της βίας.

Όταν η ερήμωση γεννά εξιδανίκευση 

Η διαπίστωση πως η εξιδανίκευση της «παραδοσιακής» Κρήτης εντείνεται σε μια περίοδο που τα χωριά αδειάζουν και η καθημερινότητα φθείρεται, δεν είναι για τον Κωνσταντίνο Καλαντζή απλώς σύμπτωση. Αντίθετα, αποτελεί αναγνωρίσιμη πολιτισμική μηχανική.

«Υπάρχει μάλιστα και στη φιλοσοφία και στη βιβλιογραφία», λέει, «μια ευρύτερη ιδέα που λέει το εξής: φαινόμενα όπως η ‘παράδοση’ γίνονται σημαντικά ακριβώς όταν αρχίζουν να χάνονται από την καθημερινότητα. Όταν παύουν να βιώνονται άμεσα και περνούν στο μουσείο ή στη δημόσια αφήγηση, τότε εξιδανικεύονται».

Η δική του θέση όμως δεν μένει σε αυτή τη διαπίστωση. Για τον Καλαντζή, όσο μια κοινότητα εξακολουθεί να συζητά ενεργά γύρω από την παράδοση —να τη σχολιάζει, να τη σατιρίζει, να τη διαπραγματεύεται— αυτή δεν έχει πεθάνει. «Δεν πρόκειται για ένα στατικό παρελθόν, αλλά για κάτι ενεργό. Έστω και αν δεν είναι η ‘παράδοση’ που φαντάζεται ένας ρομαντικός λαογράφος.»

Στην ερώτηση αν αποτυπώνεται στην κρητική κοινωνία ένας παράδοξος «θαυμασμός» για τη δύναμη που αποδίδεται σε πρόσωπα που κινούνται στα όρια της παρανομίας. Άνθρωποι που, επιστρέφουν στο χωριό πλούσιοι και ισχυροί, χωρίς να έχουν υποστεί καμία τιμωρία, αναγορεύονται σε πρότυπα;

Ο Καλαντζής δεν το αρνείται. «Η εικόνα αυτή μπορεί να είναι ελκυστική για νέα παιδιά — στο βαθμό που ισχύει. Αυτό μου το λένε κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας συνομιλητές μου. Αλλά πρέπει να εξεταστεί.» Αν επιβεβαιωθεί, τότε, όπως παραδέχεται, «ενισχύει μια εικόνα κοινωνικής επιτυχίας που δεν σχετίζεται με το μέτρο ή με μια πιο ήπια κοινωνική παρουσία».

«Δεν είναι ομερτά»: Ο Κωνσταντίνος Καλαντζής για την επίλυση συγκρούσεων στην Κρήτη των μικρών κοινοτήτων

Όταν η κουβέντα φτάνει στα πρόσφατα αιματηρά περιστατικά στα Βορίζια, ο ίδιος υπογραμμίζει ότι η παραδοσιακή μέθοδος συμφιλίωσης δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς — αλλά έχει καταστεί πιο εύθραυστη.

«Ακόμα κι αν κάποιος διαφωνεί 100%, και το 99% του χωριού διαφωνεί με κάποιες πρακτικές», λέει, «δεν μπορείς εύκολα να καταγγείλεις. Γιατί η καταγγελία ισοδυναμεί με ρήξη — και κανείς δεν το θέλει αυτό».

Παρά τα όσα συχνά γράφονται στα ΜΜΕ περί «ομερτά», ο Καλαντζής απορρίπτει την απλουστευτική αυτή προσέγγιση. Στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλό. «Σαφώς είναι και φόβος. Γιατί δε θέλουν να μπλέξουν και γιατί θέλουν να κρατήσουν ισορροπίες. Δε θέλεις ένα περιβάλλον που είναι ήδη συγκρουσιακό να έρθεις να προσθέσεις επιπλέον βάρος»

Σύμφωνα με τον ίδιο, η καταγγελία θεωρείται παραδοσιακά ηθικά απαράδεκτη. «Δεν είναι στην κουλτούρα. Δεν θεωρείται ότι η αστική νομική κουλτούρα είναι ο σωστός τρόπος επίλυσης διαφορών.»

Η παρατήρησή του επεκτείνεται πέρα από την Κρήτη: «Η συγκρουσιακότητα δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της υπαίθρου. Αν κοιτάξει κανείς την Αθήνα, δεν υπάρχει πολυκατοικία όπου να μη συγκρούονται οι ένοικοι για τις θέσεις πάρκινγκ, για τον σκύλο που γαβγίζει, για τις γάτες. Η διαφορά είναι ότι εκεί θα έχεις μηνύσεις — στην Κρήτη όχι.»

Η ένταση, λοιπόν, υπάρχει παντού. Αλλά στην ύπαιθρο, και ειδικά στα μικρά χωριά της Κρήτης, το να φτάσει κανείς στη δημόσια ρήξη έχει πολύ μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος.

Η Πολιτεία απούσα — ή ανεπαρκής;

Ερωτώμενος αν το πρόβλημα είναι η απουσία του κράτους από τα χωριά, ο Καλαντζής είναι ειλικρινής: «Δεν είμαι σε θέση να προτείνω λύσεις. Αλλά δεν πιστεύω ότι η αστυνομία θα μπορούσε εύκολα να έχει παρουσία στα χωριά. Θα χρειαζόταν μακροχρόνια διαδικασία.»

Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν ιστορικές στιγμές έντονης καταστολής ή παρέμβασης, αλλά η γενική εικόνα είναι η απουσία σταθερής, θεσμικής παρουσίας. «Θα ακούσεις πολλούς ανθρώπους να λένε ‘μακάρι να υπήρχε αστυνομικό κέντρο εδώ’… Αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση το κράτος να παρέμβει σε ένα χωριό της Κρήτης χωρίς κοινωνική συναίνεση και να λειτουργήσει η λύση.»

Το συμπέρασμά του είναι σαφές: καμία λύση δεν μπορεί να επιβληθεί άνωθεν. «Αν δεν υπάρξει συνεννόηση, παραδοχή και συνεργασία από τις εμπλεκόμενες οικογένειες, δεν πρόκειται να λειτουργήσει τίποτα.»

Οι μεσολαβητές του παρελθόντος 

Πώς λύνονταν όμως στο παρελθόν τέτοιες υποθέσεις; Η απάντηση είναι γνωστή σε όσους έχουν ζήσει ή μελετήσει την ύπαιθρο της Κρήτης: μέσω της διαμεσολάβησης. Όχι όμως με θεσμικούς όρους, αλλά με όρους κοινωνικής αναγνώρισης και πολιτισμικής συνάφειας.

«Η επίλυση γινόταν μέσω μεσαζόντων — ανθρώπων κοινωνικά αποδεκτών, που είχαν αναγνώριση για να διαμεσολαβούν. Συνήθως η διαμεσολάβηση σφραγιζόταν με μια τελετουργική συγγένεια: κουμπαριά, συντεκνιά.»

Ο Καλαντζής αναφέρεται σε πραγματικά παραδείγματα, ακόμα και από την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Οι παλιοί μπορεί να μην μιλούσαν μεταξύ τους, αλλά τα νέα ζευγάρια έκαναν παιδιά, ζυμώθηκαν. Υπήρχαν και πικρίες που δεν ξεπεράστηκαν ποτέ, αλλά, εν γένει, η επίλυση γινόταν μ’ αυτόν τον τρόπο.»

Σκηνή από συζήτηση υλικού του ντοκιμαντέρ “Το Φιλόξενο Βλέμμα: Φωτογράφοι, Εχθροι και Τουρίστες στα Σφακιά” με Σφακιανούς/ες συνομιλητές και συνομιλήτριες, 2025. Κωνσταντίνος Καλαντζής

 

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:

Λοιπόν, κύριε Καλαντζή, έχοντας διαβάσει το βιβλίο σας «Η Παράδοση του Κάδρου», που βασίζεται στην εθνογραφική σας έρευνα, μου έχει γίνει σαφές ότι η Κρήτη ασκεί μια έντονη γοητεία στους ανθρώπους εκτός νησιού. Μία από τις κύριες αιτίες αυτής της έλξης φαίνεται να είναι η ίδια η εικόνα της Κρήτης: τα άγρια βουνά, οι «άγριοι» —και γι’ αυτό αυθεντικοί— άνθρωποι. Μια ταυτότητα που ταυτόχρονα προκαλεί φόβο και θαυμασμό. Θεωρείτε πως αυτή η εικόνα συντελεί στο να διατηρείται το φονικό στα Βορίζια επίκαιρο στη δημόσια σφαίρα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα; Πόσο επηρεάζει ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε ή φανταζόμαστε την Κρήτη και τους κατοίκους της, τον τρόπο που κατανοούμε τέτοια φαινόμενα βίας;

Κατ’ αρχάς, αυτό που θέλω να πω είναι ότι εγώ θα σας απαντήσω ως κοινωνικός ανθρωπολόγος, με δύο δεκαετίες έρευνας στην περιοχή των Σφακίων — σε χωριά των Σφακίων, με τουρίστες αλλά κυρίως με κατοίκους. Και θέλω να φέρω στη συζήτησή μας, στο προσκήνιο, τις φωνές των ίδιων των ανθρώπων. Να δείξω ότι οι ίδιοι είναι σχολιαστές· έχουν άποψη και κριτική σκέψη γύρω από αυτά τα φαινόμενα.

Γιατί αυτό κάπως απουσιάζει από το τοπίο των media — όπως συνέβη μετά το περιστατικό στα Βορίζια.

Πολύ σωστά εντοπίζετε ότι η Κρήτη αποτελεί αντικείμενο ενός δίκοπου στερεοτύπου, που έχει μια πολύ παράξενη και σημαντική αμφισημία. Τα ίδια στοιχεία που αποτελούν βασικά μοτίβα απόρριψης και κριτικής, είναι αυτά ακριβώς που προκαλούν και έλξη.

Μια απλουστευτική λογική θα έλεγε ότι αυτά είναι δύο διαφορετικές «εκδοχές» της Κρήτης. Όμως, αν παρατηρήσει κανείς εκπομπές, τουριστικά προϊόντα, αλλά και συνομιλήσει με επισκέπτες, θα δει πως τα ίδια στοιχεία προκαλούν τόσο έλξη όσο και αποστροφή.

Η αποστροφή, επισήμως τουλάχιστον, συνδέεται με πράγματα όπως η εγκληματικότητα, η αγριότητα — ή, αν διαβάσει κανείς πιο αριστερά media, με την πατριαρχία, τη βία, τα φονικά, το ποτό και αυτή την έξαλλη εξωτερικότητα, για την οποία θα μιλήσουμε και παρακάτω. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η «αυθεντικότητα», η γνησιότητα, οι άνθρωποι που ζουν κοντά στην άμεση παραγωγή, η φιλοξενία, η ιδέα της παράδοσης.

Αυτό είναι, νομίζω, πάρα πολύ κρίσιμο να το καταλάβει κανείς: η Κρήτη φέρει ένα δίκοπο στερεότυπο. Αυτές οι δύο πλευρές ταυτόχρονα προκαλούν έλξη, κριτική και αποστροφή — ειδικά στο εθνικό κοινό.

EUROKINISSI/ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 

Ωραία. Όμως αυτό το στερεότυπο που περιγράφετε, δεν ισχύει και από την ανάποδη πλευρά; Δηλαδή, θυμάμαι από το βιβλίο σας ότι περιγράφατε πώς οι ίδιοι οι Σφακιανοί νιώθουν μια πίεση να είναι «αυθεντικοί» σε σχέση με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για το πώς πρέπει να είναι τα Σφακιά. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ένα απόσπασμα στο οποίο Γάλλος τουρίστας εξέφρασε την απογοήτευση του όταν συνειδητοποιησε ότι οι Σφακιανοί πλεον δε φοράνε τα παραδοσιακά τους ρούχα και κατηγόρησε τον τουρισμό ότι έχει καταστρέψει το φιλοξενο ήθος που κυριαρχούσε στην περιοχή. Σε αυτη την κατηγορία απάντησε ψαράς της περιοχης με τα εξής λόγια: “Ναι, θα έπρεπε ακόμα να χρησιμοποιούμε κεριά αντί για ηλεκτρισμό για να σου αρέσει”. Και μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, γιατί φαινόταν πως αυτή η πίεση δεν ήταν απλά κάτι που ερχόταν «απ’ έξω προς τα μέσα», αλλά κάτι στο οποίο συμμετείχαν όλοι και σίγουρα όχι κάτι μονόπλευρο.

Θα ήταν πολύ απλό να λέγαμε ότι πρόκειται για μια εξωτερική ματιά που απλώς έρχεται και επιβάλλει σε αυτούς τους ανθρώπους να κάνουν κάτι. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αν το δει κανείς ιστορικά, αυτές οι «απέξω» παραστάσεις διαμορφώνουν διαρκώς την εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι άνθρωποι για τον εαυτό τους.

Στα Σφακιά, για παράδειγμα —και το έχω παρατηρήσει αυτό και ιστορικά— ήδη από τον 18ο και 19ο αιώνα, βλέπουμε περιηγητές, λαογράφους, μουσικολόγους, οι οποίοι καταγράφουν ό,τι βλέπουν, και μέσα από αυτή τη διαδικασία δίνουν στους ντόπιους την αίσθηση πως ό,τι βιώνουν και εκφράζουν έχει αξία για ένα ευρύτερο κοινό. Αυτό που στη δική μου δουλειά ονομάζω «κυκλική συνέργεια»: έρχονται, παρατηρούν, καταγράφουν, και ύστερα δημοσιεύουν. Οι ίδιες οι μελέτες, τα ίδια τα ιδιώματα που έχουν καταγράψει, επιστρέφουν ενισχυμένα, με νέα αναγνώριση και νομιμοποίηση. Τα βιβλία αυτά κυκλοφορούν, και παράγουν νέα γνωσιμότητα και νέες προσδοκίες γύρω από αυτά τα τοπικά χαρακτηριστικά.

Έτσι, αν πάει κανείς στα Σφακιά, ειδικά σε σπίτια ανθρώπων που αγαπούν την παράδοση, θα βρει ταξιδιωτικά βιβλία του Robert Pashley από τον 19ο αιώνα, θα βρει τις βιολογικές μελέτες του Πουλιανού, θα βρει πλήθος κειμένων που έχουν ενσωματωθεί —μετασχηματισμένα— στη σύγχρονη αυτοεικόνα των ντόπιων. Επομένως, σαφώς και υπάρχει μια πίεση, μια κατανόηση, μια επίγνωση της εξωτερικής επιθυμίας.

Ένα κλασικό, καθημερινό παράδειγμα αυτής της δυναμικής είναι ο τουρισμός. Θυμάσαι καλά τη σκηνή με τον Γάλλο τουρίστα, ο οποίος ζητά από τους κατοίκους να είναι «παραδοσιακοί» —όπως εκείνος τους φαντασιώνεται: χωρίς τεχνολογία, χωρίς σύγχρονες ανέσεις. Πολλοί ντόπιοι βιώνουν αυτή την απαίτηση ως ενοχλητική, γιατί, την ίδια στιγμή, επιθυμούν κι εκείνοι το μοντέρνο, την εσωτερική τους αστικότητα. Και αυτό έρχεται σε ένταση με την πίεση να διατηρήσουν μια παραδοσιακή, «καθαρή» αυτοεικόνα.

Δηλαδή, θεωρείς πως αυτή η εικόνα, μέχρι έναν βαθμό, εγκλωβίζει τις κοινότητες; Θυμάμαι πως προς το τέλος του βιβλίου σου έχεις μια πολύ ωραία παρομοίωση: ότι τα χιονισμένα βουνά των Σφακίων λειτουργούν σαν «ψυγεία» — μεταφορικά — διατηρώντας έναν κόσμο που κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Αντιλαμβάνονται δηλαδή οι ίδιοι οι κάτοικοι ότι υπάρχει μία «αρχή», από την οποία αποτυπώνεται το ιδανικό: του Κρητικού, του Σφακιανού, και πως αυτό πρέπει να μείνει παγωμένο, ακίνητο, άφθαρτο. Να διατηρηθεί, να επιμείνει στο χρόνο, γιατί αυτό είναι το πολύτιμο· όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα. Αυτό μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση — και ήθελα να μου πεις λίγα περισσότερα. Σκέφτομαι, ας πούμε, πως σε ορισμένα ορεινά χωριά υπάρχει μια έντονη υπερηφάνεια. Λένε: «Εμείς είμαστε πιο αυθεντικοί, πιο Κρητικοί». Και αναρωτιέμαι αν, σε περιοχές με υψηλότερη εγκληματικότητα, κάποιοι από όσους εγκληματούν ενδέχεται να συνδέουν αυτές τις πράξεις με την ταυτότητα της «παραδοσιακής» βουνίσιας Κρήτης. Να σκέφτονται: «Εμείς είμαστε βουνίσιοι. Δεν είμαστε απ’ τους πεδινούς». Μπορεί να υπάρχει τέτοια σύνδεση;

Η σκηνή που αναφέρεις με το ψυγείο είναι πράγματι στον επίλογο. Έχω εκεί μια φωτογραφία από μια ταβέρνα, όπου στον τοίχο βλέπει κανείς όλη την «παραδοσιακή» εικόνα — και την επιθυμία του ταβερνιάρη (για τον ίδιο και για τον γιο του) να προβάλει αυτή την ταυτότητα. Στον τοίχο υπάρχουν παλιά αντικείμενα, φωτογραφίες από χορευτικούς συλλόγους, λιθογραφίες των Σφακίων, μέχρι και ένα κέρατο τράγου. Όλα συνθέτουν ένα σκηνικό.

Σημειωτέον, στα τουριστικά Σφακιά, κανείς δεν αυτοπροσδιορίζεται ως «ταβερνιάρης τουριστικής ταβέρνας», όλοι προτιμούν να μιλήσουν για τη σχέση τους με το βουνό, τη βοσκή, την παράδοση. Εκεί, λοιπόν, φωτογραφίζω ένα καλώδιο που οδηγεί σε ένα ψυγείο, και γράφω ότι είναι σαν όλη αυτή η εικόνα στον τοίχο να προσπαθεί να «συντηρηθεί» —μεταφορικά— όπως τα τρόφιμα στο ψυγείο. Σαν να υπάρχει μια επιθυμία διατήρησης ενός ιδανικού.

Αυτό το ψυγείο, λοιπόν, λειτουργεί μεταφορικά στο μυαλό και των κατοίκων και των επισκεπτών: όπως τα χιονισμένα βουνά, «συντηρεί» έναν κόσμο που πρέπει να μείνει αναλλοίωτος.

Νομίζω ότι στην ερώτησή σου αγγίζουμε ένα πολύ σημαντικό —και φιλοσοφικό— ζήτημα: Τι συμβαίνει όταν μια κοινωνία έχει ένα τόσο εξιδανικευμένο παρελθόν; Τι συμβαίνει στο παρόν;

Αυτό που συναντούσα συνεχώς στην έρευνά μου —και το συναντώ ακόμη— είναι ότι οι άνθρωποι συχνά ένιωθαν πως «αυτό που θα δεις σήμερα εδώ δεν έχει καμία σχέση με το ηρωικό παρελθόν για το οποίο έχουν γραφτεί τόσα». Οι ίδιοι, δηλαδή, νιώθουν πως δεν μπορούν πια να ανταποκριθούν σε αυτή την εξιδανικευμένη εικόνα.

Θυμάμαι, όταν έβγαζα φωτογραφίες για τη Νέλλη, στο τραπέζι, οι άνθρωποι έλεγαν: «Εμείς είμαστε απολυφάδια. Δεν έχουμε σχέση με αυτούς. Αυτοί ήταν οι πραγματικοί άντρες. Οι αυθεντικοί Σφακιανοί».

Αυτό, όμως, έχει και μια άλλη πλευρά. Αν κανείς περάσει χρόνο με τους ανθρώπους, θα δει πως μαζί με τον θαυμασμό για το παλιό, υπάρχει και πολλή κριτική.

Το παλιό —το τόσο εξιδανικευμένο— ήταν ταυτόχρονα ένα σκληρό, δύσκολο, φτωχό περιβάλλον. Με συγκρούσεις, με μνησικακίες. Αυτή η αμφιθυμία είναι πολύ σημαντική και την εντοπίζω όχι μόνο στο βιβλίο, αλλά και σε άλλα μου έργα —και στην ταινία μου, για παράδειγμα.

Το παρελθόν, λοιπόν, είναι κάτι το οποίο εξιδανικεύεται έντονα· και σε αυτό συνεισφέρουν οι περιηγητές, το έθνος, ο τουρισμός. Όμως, ταυτόχρονα, είναι και ένα μέρος που θεωρείται από πολλούς ως φτωχό, βίαιο, δύσκολο. Και αυτά τα δύο —η εξιδανίκευση και η εμπειρική δυσκολία— βρίσκονται σε διαρκή εσωτερική σύγκρουση.

Τώρα θα ήθελα να κάνουμε και μια πιο ξεκάθαρη σύνδεση με αυτό που συνέβη στα Βορίζια. Όπως σου είπα, υπάρχουν αυτή τη στιγμή κάποια χωριά στην Κρήτη, των οποίων οι κάτοικοι θεωρούν τους εαυτούς τους πιο «βουνίσιους». Υπάρχει, δηλαδή —φαντάζομαι— μια εσωτερική κλίμακα στο μυαλό τους· μια ιεράρχηση, ίσως. Μου έχει κάνει εντύπωση ότι, κάθε φορά που επισκέπτομαι ένα ορεινό χωριό, οι άνθρωποι σε ρωτούν από πού είσαι. Το παρατηρείς κι εσύ στο βιβλίο σου αυτό: πολλοί που είναι από πόλεις προσπαθούν να ανασύρουν καταγωγή από κάποιο χωριό, σαν να προσπαθούν να πιστοποιήσουν μια «ρίζα». Νομίζω πως και οι ίδιοι οι κάτοικοι έχουν μια κλίμακα αξίας: αν κάποιος κατάγεται από ορεινό χωριό, ανεβαίνει στα μάτια τους — αναγνωρίζεται ως πιο «αυθεντικός». Και σκέφτομαι: στα Βορίζια, στα Ζωνιανά ή σε άλλες περιοχές που έχουν βρεθεί στην επικαιρότητα για αρνητικούς λόγους —φαινόμενα βίας, εγκληματικότητας— μήπως υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στην τοπική ταυτότητα και σε αυτά τα φαινόμενα; Δηλαδή, μήπως η ταυτότητα του «άγριου αλλά αυθεντικού» Κρητικού, καταλήγει να «νομιμοποιεί» οργανωμένα δίκτυα παραβατικότητας; Είναι αυτό μια στρέβλωση παλιότερων μοτίβων; Υπήρχε η παραβατικότητα ως κομμάτι της παραδοσιακής ταυτότητας ή έχει περάσει πλέον σε μια εντελώς νέα φάση, πιο σύνθετη, που πρέπει να την αναγνωρίσουμε ως ξεχωριστό φαινόμενο;

Εδώ πραγματικά αγγίζεις πολύ σημαντικά ερωτήματα. Και είναι όντως κρίσιμο να φέρουμε τις ίδιες τις φωνές των ανθρώπων — να δούμε τι λένε οι ίδιοι για αυτά τα φαινόμενα.
Καταρχάς, η διάκριση μεταξύ «ορεινού» και «πεδινού» είναι μια εξαιρετικά κομβική διάκριση στην Κρήτη —και όχι μόνο. Είναι στην ουσία μια ηθική αντίληψη της γεωγραφίας. Υπάρχει σε όλη την Ελλάδα, αλλά στην Κρήτη εκδηλώνεται πιο έντονα.

Στην ανθρωπολογία, υπάρχει ένα θεωρητικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο πρωτοπαρατηρήθηκε στη δεκαετία του ’40 σε κοινωνίες της Βόρειας Αφρικής, και λέγεται μοντέλο της κατάτμησης. Είναι εξαιρετικά σχετικό με την ελληνική —και ιδιαίτερα την κρητική— κοινωνία. Τι λέει αυτό το μοντέλο; Ότι σε μια κοινωνία υπάρχουν διαρκώς διαφορετικές μονάδες ταυτοτήτων και εντάσεων: η γειτονιά, το χωριό, ο νομός, η επαρχία. Και αυτά τα επίπεδα βρίσκονται συχνά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.

Για παράδειγμα, δύο γειτονιές μέσα στο ίδιο χωριό μπορεί να έχουν έντονη αντιπαλότητα. Ή δύο γειτονικά χωριά να έχουν παλιές αντιδικίες, παρατσούκλια, ανταγωνισμούς. Αυτά εκδηλώνονται σε λαϊκά έθιμα — όπως το κάψιμο του Ιούδα — ή σε ανταγωνισμούς γύρω από το ποτό, το γλέντι, την αντρική τιμή κ.ο.κ.

Όμως, όταν εμφανιστεί ένας εξωτερικός παράγοντας, τότε αυτές οι συγκρουόμενες μονάδες μπορούν να εναρμονιστούν. Δηλαδή, αν έρθει ένα τρίτο χωριό από άλλη περιοχή, τα δύο τσακωμένα χωριά μπορεί να ενωθούν απέναντί του. Αν έρθει κάποιος από τα Χανιά, η ενότητα επανακαθορίζεται. Αν εμφανιστεί κάποιος από άλλο νομό, π.χ. από το Ηράκλειο, τότε Χανιώτες και Σφακιανοί μπορεί να συνταχθούν από κοινού. Είναι ένα μοντέλο που εξηγεί γιατί υπάρχουν ρήξεις και εσωτερικές ιεραρχίες, αλλά και γιατί δεν καταλήγουν απαραίτητα σε διάλυση του κοινωνικού ιστού: επειδή υπάρχει πάντα δυνατότητα συνένωσης απέναντι στον «άλλο».

Τώρα, στο κρίσιμο ερώτημά σου για τη σχέση της παράδοσης με μορφές παραοικονομίας και εγκληματικότητας.

Πράγματι, ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής οργάνωσης στην ορεινή Κρήτη —ιδίως στην κεντρική Κρήτη και στα Σφακιά— είναι τα μεγάλα σόγια, οι εκτεταμένες οικογένειες με πολλά αρσενικά παιδιά. Οι ίδιοι οι κάτοικοι μου λένε συχνά πως αυτά έχουν μειωθεί σε μέγεθος σήμερα, όμως παραμένει ισχυρή η σημασία του επωνύμου, του σογιού.
Αν το δούμε αυτό με όρους σύγχρονης κοινωνικής ανάλυσης, τέτοιες μορφές οργάνωσης ευνοούν την εσωτερική αλληλεγγύη, την εμπιστοσύνη, την ικανότητα συνεννόησης. Όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, αυτό το μοντέλο μπορεί να εξυπηρετήσει δίκτυα παραοικονομίας. Όχι επειδή τα σόγια προκαλούν από μόνα τους το έγκλημα, αλλά επειδή παρέχουν τις δομές οργάνωσης και αλληλοκάλυψης — τις προϋποθέσεις που μπορεί να αξιοποιηθούν, αν υπάρξει κίνητρο, πολιτική κάλυψη, οικονομική ευκαιρία.

Στα Σφακιά, για παράδειγμα, οι ίδιοι λένε ότι μετά τη δεκαετία του ’80 έχει προκύψει μια νέα φάση της «παράδοσης». Αυτή η φάση συνδέεται με νεωτερικά στοιχεία: μαντινάδες για καλάσνικοφ και χασίσια, τεράστια αγροτικά αυτοκίνητα, επιδοτήσεις, οικοδομική ανάπτυξη στα χωριά. Οι ίδιοι παρουσιάζουν αυτή τη μετάλλαξη ως μια έξαλλη εκδοχή νεωτερικότητας, η οποία όμως πατά πάνω στην παράδοση.

Αυτό μου πήρε πολλούς μήνες για να το κατανοήσω και να το καταγράψω. Είναι η νέα αυτοεικόνα που διέπει τη σημερινή καθημερινότητα. Και πολλοί λένε πως αυτή η «έξαλλη εξωτερικότητα» έχει ενισχύσει ή «μπουστάρει», όπως λένε χαρακτηριστικά, τη νεανική παραβατικότητα.

Είναι κριτικός σχολιασμός πολλών χωριανών ιδίως για την νεοτερη γενία αλλά και την πολιτιστική βιομηχανία μια θεωρούμενης μετα-παράδοσης που στην ουσία λέει ότι όταν έχεις μαντινάδες που μιλούν για όπλα, σφαίρες, αγροτικά, επιδοτήσεις — όταν η επιθετική, ανδροκρατική κουλτούρα γίνεται ελκυστική — τότε είναι αναμενόμενο να δημιουργείται ένα πλαίσιο ηθικής νομιμοποίησης.

Οπότε ναι, αυτός είναι ο βασικός σχολιασμός που ακούς στα Σφακιά σήμερα. Ότι υπάρχει μια τομή μεταξύ παράδοσης και παραβατικότητας· μια γραμμή που δεν είναι σαφής, αλλά είναι κοινωνικά αναγνωρίσιμη. Και εκεί ακριβώς χρειάζεται προσοχή: για να καταλάβουμε πότε μιλάμε για πολιτισμική έκφραση και πότε για κοινωνικό πρόβλημα με πολιτικές ρίζες.

 

Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση; Το ότι αυτό το αφήγημα —της εξιδανίκευσης, της προβολής μιας “παράδοσης” που φλερτάρει με την παραβατικότητα— φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο ακριβώς σε μια στιγμή όπου πολλά χωριά στην Κρήτη ερημώνουν. Δηλαδή, από τη μια βλέπουμε την εγκατάλειψη, τη φθορά, τα άδεια σπίτια· και, από την άλλη, μια μορφή εξιδανίκευσης, ακόμα και της εγκληματικότητας. Αν θυμάμαι καλά, στο βιβλίο σου καταγράφεις πώς πολλά σπίτια είναι μισογκρεμισμένα, επειδή πολλοί άντρες δεν κατάφεραν να βρουν γυναίκες για να κάνουν οικογένεια. Την ίδια στιγμή παρατηρούμε μια παράξενη εξιδανίκευση της παρανομίας — συχνά συνδεδεμένης με συγκεκριμένα πρότυπα ισχύος. Αναρωτιέμαι συχνά,αν αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι κάποιοι που κινούνται στα όρια της παρανομίας, φαίνεται να απολαμβάνουν προνόμια, χωρίς να αντιμετωπίζουν συνέπειες. Κι αυτό την ώρα που οι πραγματικοί παραγωγοί, οι άνθρωποι που προσπαθούν να δουλέψουν τη γη, να ζήσουν με αξιοπρέπεια, βρίσκονται στο περιθώριο: δεν λαμβάνουν τις επιδοτήσεις που δικαιούνται, δεν έχουν στήριξη, αντιμετωπίζουν γραφειοκρατικά εμπόδια και οικονομική ανασφάλεια. Έτσι, όταν κάποιος που έχει παρανομήσει επιστρέφει στο χωριό πλούσιος και ισχυρός, χωρίς να έχει υποστεί καμία τιμωρία, γίνεται πρότυπο. Και αυτό αποτυπώνεται έπειτα και στα τραγούδια — τις μαντινάδες. Μπορεί, λοιπόν, αυτή η συνθήκη να γεννά έναν ιδιότυπο “θαυμασμό” για την επιτυχία μέσω παρανομίας — έναν θαυμασμό που αποκτά πολιτισμική βαρύτητα;

Πιάνεις κάτι πολύ ουσιώδες εδώ. Υπάρχει μάλιστα και στη φιλοσοφία και στη βιβλιογραφία μια ευρύτερη ιδέα που λέει το εξής: φαινόμενα όπως η “παράδοση” γίνονται σημαντικά ακριβώς όταν αρχίζουν να χάνονται από την καθημερινότητα. Όταν παύουν να βιώνονται άμεσα και περνούν στο μουσείο ή στη δημόσια αφήγηση, τότε εξιδανικεύονται.

Ωστόσο, η δική μου προσέγγιση είναι κάπως διαφορετική. Εφόσον αυτά τα φαινόμενα συζητιούνται τόσο έντονα στην καθημερινότητα —όταν πηγαίνεις σε ένα χωριό και οι άνθρωποι μιλούν, διαφωνούν, ασκούν κριτική— αυτό για μένα σημαίνει ότι η παράδοση είναι ζωντανή.

Συζητούν για το αν πρέπει να φοράς μαύρα, αν πρέπει να έχεις γένια, αν επιτρέπεται να παίζουν όπλα στις χαρές, αν οι μαντινάδες είναι απαράδεκτες ή όχι. Αυτό δείχνει ότι δεν πρόκειται για ένα στατικό παρελθόν, αλλά για κάτι ενεργό — ακόμα κι αν δεν είναι η “παράδοση” που φαντάζεται ένας ρομαντικός λαογράφος.

Η ερήμωση είναι πράγματι ένα σοβαρό φαινόμενο. Αφορά σχεδόν όλη την ελληνική ύπαιθρο. Στα Σφακιά, είναι το πρώτο πράγμα που θα σου πουν οι κάτοικοι: «Δεν έχει μείνει κόσμος». Και στην ταινία «Το Φιλόξενο Βλέμμα», είναι το πρώτο σχόλιο που άκουσα, ότι οι μισοί άνθρωποι που φαίνονται στην ταινία δεν είναι πια στη ζωή. Μου έδειχναν άδεια σπίτια. Μου έλεγαν: «Εδώ ζούσε οικογένεια, αλλά δεν έχει μείνει κανείς».

Το φαινόμενο των ανύπαντρων αντρών —ειδικά από τη δεκαετία του ’70 και ’80— ήταν έντονο. Πολλές γυναίκες εγκατέλειψαν τα χωριά για τις πόλεις. Υπήρχε πίεση. Οι γυναίκες ήθελαν να φύγουν από αυτό το “κλειστό”, “πνιγηρό” πλαίσιο. Η ασυμμετρία αντρών-γυναικών ήταν τεράστια και είχε επιπτώσεις και στη συνέχεια της κοινότητας.
Όμως… υπάρχει και η άλλη πλευρά.

Σε ένα μεγάλο χωριό των Σφακίων —το οποίο γνωρίζω πολύ καλά— τα τελευταία 15 χρόνια έχω παρατηρήσει επιστροφή νέων ζευγαριών. Και όχι οποιωνδήποτε ζευγαριών: πρόκειται για κοπέλες που είχαν φύγει στην πόλη, είχαν σπουδάσει, είχαν ζήσει αστικά, και επέλεξαν να επιστρέψουν. Άνοιξαν σπίτια, δημιούργησαν δραστηριότητες εναλλακτικές, εκπαιδευτικές, καλλιτεχνικές, παραγωγικές. Έφεραν έναν άλλο αέρα στο χωριό.

Αυτή είναι μια διακριτική αναζωογόνηση, που δεν έχει την ένταση της δεκαετίας του ’60, αλλά δείχνει ότι υπάρχει συνέχεια.

Ο τουρισμός, φυσικά, έχει διπλό ρόλο. Όλοι θεωρούν ότι αλλοιώνει —ειδικά όταν παρεμβαίνει έντονα στο τοπικό τοπίο, στα ήθη. Όμως, είναι και οικονομικό οξυγόνο. Υπάρχουν χωριά που αναπτύχθηκαν μέσα από λογικές ήπιου, πεζοπορικού ή θεματικού τουρισμού — με μικρά καταλύματα, όχι μαζικά resorts. Εκεί βλέπεις προσπάθεια να διατηρηθεί ένας ισορροπημένος τρόπος ζωής.

Βέβαια, αυτά τα χωριά δεν είναι τα ίδια με το χωριό του ’50 ή του ’70. Τα νοικοκυριά είναι μικρότερα. Ο τουρισμός ασκεί τρομερή εποχική πίεση, ιδίως στα ανατολικά και νότια Σφακιά. Για λίγους μήνες υπάρχει υπερκινητικότητα — και μετά, μια περίοδος σχετικής ερήμωσης.

Όμως, αυτός είναι ο σύγχρονος κύκλος ζωής του χωριού. Δεν είναι ούτε αμιγώς παραδοσιακός ούτε εντελώς αλλοτριωμένος. Είναι ένα νέο τοπίο, με εντάσεις και δυναμικές. Και ίσως σε αυτό το ενδιάμεσο σημείο, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, να βρίσκεται και το πραγματικό στοίχημα για την ύπαιθρο της Κρήτης.

Οι επιδοτήσεις είναι μονόδρομος για να συντηρηθεί η κτηνοτροφία. Όμως όλοι στα χωριά λένε —και το λένε ανοιχτά— ότι οι επιδοτήσεις είναι στημένες με έναν τρόπο που δεν αξιολογεί το προϊόν που παράγεται, αλλά μόνο τα “κεφάλια”. Από το 2006 που πήγα στα Σφακιά, όλοι λέγανε πόσο λάθος είναι το σύστημα επιδότησης και τι στρεβλώσεις δημιουργεί. Κι ας θεωρούν τις επιδοτήσεις σημαντικές για την επιβίωση της κτηνοτροφίας, προτείνουν άλλους τρόπους να δίνονται.

Τώρα, σε σχέση με αυτό που σχολιάζαμε πριν, για την εικόνα κάποιου που παίρνει πολλές επιδοτήσεις και έχει τεράστια αυτοκίνητα και πιστόλια, η εικόνα αυτή μπορεί να είναι ελκυστική για νέα παιδιά — στο βαθμό που ισχύει. Αυτό μου το λένε κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας συνομιλητές μου, αλλά πρέπει να εξεταστεί.

Αν ισχύει, τότε πράγματι η επιδότηση ενισχύει μια εικόνα κοινωνικής επιτυχίας που δεν σχετίζεται με το μέτρο ή με μια πιο ήπια κοινωνική παρουσία.

EUROKINISSI/ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 

Θέλω να σου κάνω και μία ερώτηση σε σχέση με τον τρόπο που θα μπορούσαν να λύνονται τέτοια ζητήματα. Δηλαδή, όταν υπάρχουν αιματηρά περιστατικά μέσα σε χωριά. Υπάρχει, βεβαίως, η παραδοσιακή μέθοδος συμφιλίωσης. Αλλά μπορούν αυτές οι μέθοδοι, στην εποχή που ζούμε, να εφαρμοστούν όπως παλιά; Μου έκανε εντύπωση πως πολλοί κάτοικοι στα Βορίζια εξέφραζαν την άποψη ότι πλέον οι νέοι δεν τηρούν τον λόγο τους — και γι’ αυτό δεν μπορούν να στεριώσουν τέτοιες λύσεις. Εσύ τι πιστεύεις;

Ξέρεις καλά την Κρήτη ότι ακόμα και αν κάποιος διαφωνεί 100% —και το 99% του χωριού διαφωνεί με τέτοιες πρακτικές— δεν μπορείς εύκολα να καταγγείλεις. Οι περισσότεροι θέλουν κανονικότητα, ασφάλεια, παροχές, νοσοκομεία, δρόμους. Όμως στο χωριό δεν μπορείς να προκαλέσεις ρήξη με τον άλλον που κάνει κάτι παράνομο.

Πολλές φορές τα ΜΜΕ το μπερδεύουν και λένε ότι υπάρχει «ομερτά», αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλό. Δεν μπορείς να καταγγείλεις γιατί αυτό ισοδυναμεί με ρήξη — και δεν το θέλει κανείς αυτό.

Εσύ πιστεύεις ότι αυτό συμβαίνει επειδή είναι μικρή κοινότητα ή είναι και θέμα φόβου;Όταν βλέπεις ανθρώπους που θα έπρεπε να είναι στη φυλακή να κυκλοφορούν ελεύθεροι, λες, πώς να μιλήσω; Γίνεται πιο δύσκολο.

Σαφώς είναι και φόβος. Γιατί δε θέλουν να μπλέξουν και γιατί θέλουν να κρατήσουν ισορροπίες. Δε θέλεις ένα περιβάλλον που είναι ήδη συγκρουσιακό να έρθεις να προσθέσεις επιπλέον βάρος. Επίσης η καταγγελία θεωρείται παραδοσιακά ηθικά απαράδεκτη, δεν είναι στην κουλτούρα. Δεν θεωρείται ότι η αστική νομική κουλτούρα είναι ο σωστός τρόπος επίλυσης διαφορών. Μην ξεχνάμε ότι το συγκρουσιακό στο δημόσιο περιβάλλον είναι κάτι που χαρακτηρίζει την Ελλάδα γενικότερα. Δεν υπάρχει πολυκατοικία στην Αθήνα που κάτοικοι να μην είναι σκοτωμένοι για τις θέσεις πάρκινγκ, για τον σκύλο που γαβγίζει, για τις γάτες, για τους ημιυπαίθριους. Απλώς εκεί θα έχεις μηνύσεις — στην Κρήτη όχι. Αλλά η συγκρουσιακότητα είναι γενικό φαινόμενο, συγκροτεί τον κοινωνικό χώρο και στην ύπαιθρο και στην πόλη. Δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Κρήτης.

Δηλαδή θεωρείς ότι το πρόβλημα στα χωριά είναι η απουσία της Πολιτείας;

Υπάρχουν μπλόκα και κατασταλτικές στιγμές στην ιστορία των χωριών, αλλά η αστυνομία δεν έχει σταθερή παρουσία. Δεν είμαι σε θέση να προτείνω λύσεις, αλλά θεωρώ ότι αυτό είναι δύσκολο να λυθεί. Δεν πιστεύω ότι η αστυνομία θα μπορούσε εύκολα να έχει παρουσία στα χωριά. Θα χρειαζόταν μακροχρόνια διαδικασία. Θα ακούσεις πολλούς ανθρώπους να λένε μακάρι να υπήρχε αστυνομικό κέντρο εδώ αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί να γίνει.

Οι κάτοικοι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στη λύση;

Θα μπορούσαν. Παραδοσιακά, η επίλυση γινόταν μέσω μεσαζόντων — ανθρώπων κοινωνικά αποδεκτών, που είχαν αναγνώριση για να διαμεσολαβούν. Συνήθως η διαμεσολάβηση σφραγιζόταν με μια τελετουργική συγγένεια: κουμπαριά, συντεκνιά.

Ξέρω περιπτώσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου αυτές οι συμφιλιώσεις λειτούργησαν: οι παλιοί μπορεί να μην μιλούσαν μεταξύ τους, αλλά τα νέα ζευγάρια έκαναν παιδιά, ζυμώθηκαν. Υπήρχαν και πικρίες που δεν ξεπεράστηκαν ποτέ, αλλά, εν γένει, η επίλυση γινόταν μ’ αυτό τον τρόπο.

Γενικώς, δεν νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση το κράτος να παρέμβει σε ένα χωριό της Κρήτης χωρίς κοινωνική συναίνεση και να λειτουργήσει η λύση. Αν δεν υπάρξει συνεννόηση, παραδοχή και συνεργασία από τις εμπλεκόμενες οικογένειες, δεν πρόκειται να λειτουργήσει τίποτα.

news247.gr

Αξιωματούχος ΟΗΕ: «Το Ισραήλ παραβιάζει το διεθνές δίκαιο εμποδίζοντας τη βοήθεια στη Γάζα»

Το Ισραήλ παραβιάζει το διεθνές δίκαιο συνεχίζοντας να επιβάλλει περιορισμούς στη ροή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα, όπου ο πληθυσμός παραμένει σε οριακό σημείο έλλειψης τροφίμων και βασικών ειδών ενόψει του χειμώνα, δήλωσε ανώτερο στέλεχος της υπηρεσίας του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες (UNRWA).

Σε συνέντευξη που παραχώρησε κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στις Βρυξέλλες, η Ναταλί Μπούκλι, αναπληρώτρια γενική επίτροπος της UNRWA, υπογράμμισε ότι «ολόκληρη η διεθνής κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και των ΗΠΑ, πρέπει να αυξήσει την πίεση προς την ισραηλινή κυβέρνηση ώστε να επιτρέψει την ανεμπόδιστη είσοδο βοήθειας στη Γάζα».

Σύμφωνα με τη Μπούκλι, η UNRWA έχει στη διάθεσή της επαρκείς ποσότητες τροφίμων, σκηνών και άλλων κρίσιμων προμηθειών για να γεμίσει έως και 6.000 φορτηγά. «Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας και ο λιμός εξακολουθεί να πλήττει τον πληθυσμό, είναι κρίσιμο όλη αυτή η βοήθεια να εισέλθει στη Γάζα χωρίς καθυστέρηση», είπε. «Τα αποθέματά μας θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες ολόκληρου του πληθυσμού για περίπου τρεις μήνες, αλλά παραμένουν εκτός Γάζας, στην Ιορδανία και στην Αίγυπτο, επειδή οι περιορισμοί συνεχίζονται. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες υπηρεσίες του ΟΗΕ».

UNRWA: Το 50% των φορτηγών φτάνουν στη Γάζα

Η ίδια εκτιμά ότι μόνο τα μισά από τα 500–600 φορτηγά που απαιτούνται καθημερινά καταφέρνουν να εισέλθουν στη Γάζα, ποσότητα που υπολείπεται κατά πολύ των πραγματικών αναγκών. Η Μπούκλι τόνισε ότι, ως δύναμη κατοχής, το Ισραήλ «δεν συμμορφώνεται με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο», επικαλούμενη τη 4η Συνθήκη της Γενεύης, αλλά και πρόσφατη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ), το οποίο έκρινε ότι το Ισραήλ οφείλει να εξασφαλίζει στους κατοίκους των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών «τα απαραίτητα για την καθημερινή τους επιβίωση».

Η ίδια γνωμοδότηση του ICJ, που εκδόθηκε στις 22 Οκτωβρίου, κατέληξε επίσης ότι το Ισραήλ έχει υποχρέωση να συνεργάζεται με την UNRWA. Το δικαστήριο δεν βρήκε κανένα στοιχείο που να στηρίζει τον ισχυρισμό της ισραηλινής κυβέρνησης ότι η υπηρεσία στερείται ουδετερότητας ή ότι σημαντικό μέρος του προσωπικού της ανήκει στη Χαμάς, κατηγορίες που ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει διατυπώσει επανειλημμένα.

Το Ισραήλ διέκοψε κάθε επίσημη επαφή με την UNRWA μετά τις κατηγορίες ότι η υπηρεσία είχε «διεισδυθεί» από τη Χαμάς και ότι οι εγκαταστάσεις της χρησιμοποιούνταν «συστηματικά» από ενόπλους. Η γνωμοδότηση του ICJ αναφέρεται σε εννέα υπαλλήλους της UNRWA που απολύθηκαν για πιθανή εμπλοκή στις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023, αλλά σημειώνει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τους πολύ ευρύτερους ισχυρισμούς του Ισραήλ.

Η Μπούκλι είπε ότι δεν έχει λάβει «καμία ένδειξη» πως το Ισραήλ σκοπεύει να αλλάξει την πολιτική «μηδενικής επαφής» με την υπηρεσία.

Ο ρόλος της UNRWA

Η UNRWA ιδρύθηκε το 1948 για να στηρίξει τους περίπου 700.000 Παλαιστίνιους που εκτοπίστηκαν στον πόλεμο γύρω από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Επρόκειτο για έναν προσωρινό μηχανισμό. Σχεδόν οκτώ δεκαετίες αργότερα, η υπηρεσία εξακολουθεί να παρέχει υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική πρόνοια και βασικές υπηρεσίες σε 5,9 εκατομμύρια πρόσφυγες σε Γάζα, Δυτική Όχθη, Ιορδανία, Λίβανο και Συρία.

«Δεν είναι η στιγμή να καταρρεύσει η UNRWA», τόνισε η Μπούκλι. «Είμαστε αναντικατάστατοι – κανείς άλλος δεν μπορεί να καλύψει αυτό το κενό».

Στις Βρυξέλλες, η ίδια αναμενόταν να συζητήσει με αξιωματούχους της ΕΕ το χρηματοδοτικό έλλειμμα των 200 εκατ. δολαρίων που αντιμετωπίζει η UNRWA έως τον Μάρτιο, μεταξύ άλλων θεμάτων.

«Ήμασταν ένας προσωρινός οργανισμός. Ο μόνος λόγος που υπάρχουμε ακόμη είναι η συλλογική αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να καταλήξει σε πολιτική λύση για τη σύγκρουση», είπε.

Πρόσθεσε ότι για πρώτη φορά μετά τη συμφωνία του Όσλο το 1993 υπάρχει «κάποια ακτίδα φωτός» για μια ενδεχόμενη πολιτική διευθέτηση της σύγκρουσης που διαρκεί δεκαετίες. Αν και τόνισε ότι δεν είναι δουλειά του ΟΗΕ να καθορίσει τους όρους μιας λύσης, προειδοποίησε για τον κίνδυνο να χαθεί αυτή η σπάνια ευκαιρία.

«Χωρίς πολιτική λύση, ούτε οι Ισραηλινοί ούτε οι Παλαιστίνιοι θα ζήσουν ποτέ σε ειρήνη», είπε.

Επέμεινε επίσης ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να ασκήσουν μια «διαφορετικού τύπου ηθική πίεση» στο Ισραήλ: «Να του υπενθυμίσουν ότι χρειάζεσαι διαδικασία συμφιλίωσης. Η καθαρή στρατιωτική ισχύς δεν θα σου φέρει ειρήνη».

Με πληροφορίες από Guardian

lifo.gr

Η Γερμανία ετοιμάζεται να φτιάξει τον ισχυρότερο στρατό της Ευρώπης… ξανά – Χαρές για τη βιομηχανία όπλων

Σε ένα αέναο ράλι εξοπλισμών έχει μπει η Ευρώπη, με τις χώρες της Ένωσης να ξεδιπλώνουν τα σχέδιά τους για νέα οπλικά συστήματα αλλά και αλλαγές στη στράτευση, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας.

Ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας κατέληξε σε συμφωνία για ένα νέο σχέδιο στρατιωτικής θητείας, με στόχο την ενίσχυση του αριθμού των στρατιωτών, έπειτα από μήνες αντιπαραθέσεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που τον απαρτίζουν.

Το νέο σχέδιο στρατιωτικής θητείας θα υποχρεώνει όλους τους 18χρονους άνδρες να συμπληρώνουν ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την καταλληλότητά τους για υπηρεσία και, από το 2027, να υποβάλλονται σε ιατρικές εξετάσεις.

Η απόφαση έρχεται καθώς το Βερολίνο στοχεύει να δημιουργήσει τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη.

Ο επικεφαλής της μεγαλύτερης γερμανικής αμυντικής εταιρείας, Rheinmetall, δήλωσε στο BBC ότι πιστεύει πως αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε πέντε χρόνια. Οι βουλευτές αναμένεται να ψηφίσουν το σχέδιο μέχρι το τέλος του 2025.

Ο Άρμιν Παπέργκερ δήλωσε ότι ο στόχος του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς να ενισχύσει τη Μπούντεσβερ είναι «ρεαλιστικός» και είπε στο BBC ότι από την κυβέρνηση προέρχονται «ξεκάθαρες αποφάσεις».

Νωρίτερα φέτος, ο Γερμανός αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός Κάρστεν Μπρόιερ, προειδοποίησε ότι η δυτική συμμαχία του ΝΑΤΟ πρέπει να προετοιμαστεί για μια πιθανή ρωσική επίθεση μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Ο κ. Παπέργκερ είπε ότι δεν έχει «κρυστάλλινη σφαίρα» για το μέλλον, αλλά συμφώνησε ότι η Γερμανία πρέπει να είναι «έτοιμη το ’29».

Όταν σχημάτισαν κυβερνητικό συνασπισμό νωρίτερα φέτος, τα συντηρητικά CDU/CSU του Μερτς και οι κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες SPD συμφώνησαν να επαναφέρουν τη στρατιωτική θητεία, η οποία θα ήταν αρχικά εθελοντική.

Τι περιλαμβάνει το νέο σχέδιο για τη στράτευση στη Γερμανία

Η Μπούντεσβερ διαθέτει σήμερα περίπου 182.000 στρατιώτες. Το νέο μοντέλο στρατιωτικής υπηρεσίας στοχεύει να αυξήσει αυτόν τον αριθμό κατά 20.000 μέσα στον επόμενο χρόνο, φτάνοντας μεταξύ 255.000 και 260.000 μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, με επιπλέον περίπου 200.000 εφέδρους.

Από το επόμενο έτος, όλοι οι 18χρονοι άνδρες και γυναίκες θα λαμβάνουν ένα ερωτηματολόγιο για να εκτιμηθεί το ενδιαφέρον και η προθυμία τους να ενταχθούν στις ένοπλες δυνάμεις. Για τους άνδρες θα είναι υποχρεωτικό, για τις γυναίκες προαιρετικό.

Από τον Ιούλιο του 2027 όλοι οι άνδρες ηλικίας 18 ετών θα πρέπει επίσης να υποβληθούν σε ιατρική εξέταση για να εκτιμηθεί η καταλληλότητά τους για υπηρεσία.

Εάν οι κυβερνητικοί στόχοι δεν επιτευχθούν, μια μορφή υποχρεωτικής στράτευσης θα μπορούσε να εξεταστεί από το κοινοβούλιο. Σε περίπτωση πολέμου, ο στρατός θα μπορεί να αξιοποιήσει τα ερωτηματολόγια και τις ιατρικές εξετάσεις για την επιλογή πιθανών νεοσύλλεκτων.

Φωνές εντός της αριστεράς παραμένουν έντονα αντίθετοι στη στρατιωτική θητεία.

Πώς υποδέχονται οι νέοι τα σχέδια της γερμανικής κυβέρνησης

Πολλοί νέοι Γερμανοί είναι επιφυλακτικοί και μια σημαντική πλειονότητα την απορρίπτει. Πρόσφατη δημοσκόπηση της Forsa για το περιοδικό Stern έδειξε ότι ενώ λίγο πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες υποστήριζαν την υποχρεωτική υπηρεσία, η αντίθεση αυξανόταν στο 63% μεταξύ των 18-29 ετών.

«Δεν θέλω να πάω στον πόλεμο γιατί δεν θέλω να πεθάνω ή να με πυροβολήσουν», είπε ο Τζίμι, 17χρονος μαθητής από το Βερολίνο, που συμμετείχε σε διαμαρτυρία κατά της στράτευσης έξω από το Bundestag αυτή την εβδομάδα. «Δεν θέλω ούτε να πυροβολήσω ανθρώπους».

Μια επίθεση κατά της Γερμανίας ήταν ένα «απίθανο και αφηρημένο σενάριο» που η κυβέρνηση χρησιμοποιούσε για να νομιμοποιήσει «την κλοπή του δικαιώματος εκατομμυρίων νέων να αποφασίζουν τι θέλουν να κάνουν», πρόσθεσε.

Την ίδια ώρα, ο 21χρονος Τζέισον κατατάχθηκε ως νέος στρατιώτης της Μπούντεσβερ νωρίτερα φέτος λόγω της τρέχουσας «κατάστασης ασφαλείας».

«Ήθελα να συμβάλω στην υπεράσπιση της ειρήνης, στην υπεράσπιση της δημοκρατίας αν συμβεί το χειρότερο», είπε. Με την κατάταξή του ένιωθε ότι «ανταποδίδει κάτι στην κοινωνία», αλλά πίστευε επίσης στη δύναμη αποτροπής του στρατού, «ώστε οι πιθανοί εχθροί να μην σκεφτούν καν να σε επιτεθούν».

Ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους προσπάθησε να καθησυχάσει τους Γερμανούς, λέγοντας πως παρά το νέο σχέδιο στρατιωτικής θητείας «δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας… κανένας λόγος φόβου».

«Όσο πιο ικανές είναι οι ένοπλες δυνάμεις μας στην αποτροπή και την άμυνα – μέσω εξοπλισμού, εκπαίδευσης και προσωπικού – τόσο λιγότερο πιθανό είναι να γίνουμε μέρος μιας σύγκρουσης», είπε ο Πιστόριους.

Οι αμυντικές δαπάνες στη Γερμανία κατέρρευσαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ η υποχρεωτική θητεία ανεστάλη το 2011.

Λόγω του ιστορικού της, η Γερμανία για πολλά χρόνια δίσταζε να επιδείξει στρατιωτική ισχύ, αλλά νωρίτερα φέτος ο Φρίντριχ Μερτς ανακοίνωσε ότι ο κανόνας για την αμυντική πολιτική της Γερμανίας «πρέπει πλέον να είναι ό,τι χρειαστεί», μετά την πλήρους κλίμακας ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Μεγαλώνουν τα έσοδα για τη βιομηχανία όπλων

Οι χώρες του ΝΑΤΟ σε όλη την Ευρώπη έχουν δεχθεί πιέσεις από τον Λευκό Οίκο του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες.

Οι ευρωπαϊκές κινήσεις επανεξοπλισμού έχουν αποφέρει σημαντικά έσοδα στη Rheinmetall.

Ο διευθύνων σύμβουλός της, Άρμιν Παπέργκερ —της εταιρείας που προμηθεύει επίσης και την Ουκρανία— είπε: «Βγάζουμε πολλά χρήματα επειδή υπάρχει τεράστια ζήτηση».

«Πρέπει να ισχυροποιηθούμε στα οχήματα, στα πυρομαχικά, πρέπει να έχουμε τις δικές μας διαστημικές δυνατότητες. Κάνουμε πολύ περισσότερα στα ηλεκτρονικά και στη τεχνητή νοημοσύνη… από ποτέ», πρόσθεσε.

Έκθεση των ΗΠΑ πέρυσι ανέφερε ότι ο επικεφαλής της Rheinmetall είχε γίνει στόχος ρωσικού σχεδίου δολοφονίας. Δεν υπήρξε επιβεβαίωση τότε, και ο κ. Παπέργκερ αρνήθηκε να σχολιάσει, λέγοντας: «Νιώθω καλά, νιώθω ασφαλής».

Όταν ρωτήθηκε αν θεωρεί ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε κατάσταση ψυχρού ή υβριδικού πολέμου, απάντησε: «Όπως και να το πεις, δεν είναι ειρηνική εποχή».