Το μεγάλο, ευρωπαϊκό ψέμα της δήθεν «ελληνικής διάσωσης» αποκαλύπτει με ένα άρθρο-παρέμβαση στον Guardian ο Sony Kapoor, καλώντας τους ηγέτες της Ευρώπης να πουν, επιτέλους το mea culpa που χρωστούν στους Έλληνες, αλλά και τους Γερμανούς, πολίτες.
«Σταματήστε να στίβετε τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχουν αντοχές για μια ακόμη λάθος στροφή στην Ευρώπη» τιτλοφορεί το άρθρο του ο διευθυντής του think tank Re-Define, Sony Kapoor, εξηγώντας πώς, στην πραγματικότητα, τα χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων δεν «διέσωσαν» ποτέ την Ελλάδα αλλά τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
«Όταν εκδηλώθηκε η κρίση, γράφει, «οι ευρωπαϊκές ηγέτες επέμεναν σε εθνικές λύσεις για ένα πρόβλημα που, στην ουσία του, ήταν ευρωπαϊκό: το πρόβλημα της αστάθειας των μεγάλων, και ως επί το πλείστον, πανευρωπαϊκών τραπεζών. Η εμμονή αυτή ανέβασε τον τελικό λογαριασμό, καθώς οι κυβερνήσεις αρνούντο να αναγνωρίσουν πως οι τράπεζές τους ήταν ευάλωτες».
Και όταν πια οι ευρωπαίοι ηγέτες άρχισαν να εγκαλούνται πως έσωζαν τις τράπεζες με χρήματα των φορολογουμένων, τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας εμφανίστηκαν ως θεόσταλτος αντιπερισπασμός. Οι βορειο-ευρωπαίοι δημιούργησαν τότε το αφήγημα του «τεμπέλη Έλληνα» που είχε κάνει «δημοσιονομική απάτη».
Παρ’ ότι πολλοί ήταν εκείνοι που αναγνώριζαν ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, το ασφυκτικό lobbying των Γερμανικών και Γαλλικών τραπεζών που κατείχαν μεγάλες ποσότητες ελληνικών ομολόγων έθεσε βέτο στην απολύτως αναγκαία αναδιάρθρωση του χρέους. Ένα στρεβλά σχεδιασμένο πρόγραμμα επιβλήθηκε ως προϋπόθεση για την χορήγηση οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα. Το πρόγραμμα αυτό ήταν, στην πραγματικότητα, μια διάσωση των Ευρωπαϊκών τραπεζών σε βάρος των Ελλήνων πολιτών και των Ευρωπαίων φορολογουμένων.
Ακόμη χειρότερα, το αφήγημα των «τεμπέληδων του Νότου» και της «δημοσιονομικής κρίσης» που προμοτάρισαν η Γερμανία και οι θεσμοί της ΕΕ απέκρυψε την πραγματικότητα μιας τραπεζικής κρίσης που ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε.
Στην Ιρλανδία, που ανοήτως είχε εγγυηθεί για τις χρεοκοπημένες τράπεζές της, απαγορεύτηκε τότε από την ΕΚΤ να επιβάλει ζημιές στους κατόχους ομολόγων των τραπεζών. Με αυτόν τον τρόπο το ιδιωτικό χρέος έγινε δημόσιο και η τραπεζική κρίση μετατράπηκε σε δημοσιονομική.
Και όσο η τραπεζική αβεβαιότητα και τα μέτρα λιτότητας οδηγούσαν την ευρωζώνη σε βαθιά ύφεση, η αφήγηση της «δημοσιονομικής κρίσης» εξελίχθηκε σε αυτο-εκπληρούμενη προφητεία: Οι δείκτες χρέους επί του ΑΕΠ ανέβαιναν συνεχώς τόσο λόγο των τραπεζικών διασώσεων όσο και της κατάρρευσης των ρυθμών ανάπτυξης. Τ ο πρόβλημα επιδεινώθηκε με την Ανγκελα Μέρκελ και το Νικολά Σαρκοζί να απειλούν να διώξουν την Ελλάδα από την ευρωζώνη – γεγονός που, με τη σειρά του, ώθησε τις αγορές να αμφισβητήσουν την βιωσιμότητα του κοινού νομίσματος και πυροδότησε πανικό, οδηγώντας τα ισπανικά και ιταλικά spreads σε επίπεδα ρεκόρ.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η καθοδική δίνη από ένα πρόβλημα με λανθασμένη διάγνωση, σκοπίμως διαστρεβλωμένα αίτια και τραγικά στρεβλή συνταγή θεραπείας. Η διάσωση των υποτιθέμενων τεμπέληδων του Νότου προκάλεσε αντι-ευρωπαϊκά αισθήματα στις οικονομίες των πιστωτών όπως η Γερμανία, που ήθελαν να επιβάλουν ακόμη μεγαλύτερη κι όχι λιγότερη λιτότητα στις χρεωμένες χώρες. Η κοινωνική κρίση που προκάλεσε η υπερβολική λιτότητα της Τρόικας πυροδότησε την άνοδο των αντι-Μνημονιακών κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Podemos.
Παρ’ ότι οι αποτυχίες της Ελλάδας αναγνωρίζονται ευρείες, ακόμη και από τον ίδιον τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι η ώρα να γίνει παραδεκτό ότι και η ευρωζώνη απέτυχε απέναντι στην Ελλάδα και τους πολίτες της. Χωρίς ένα mea culpa που θα αναγνωρίζει ότι η διάσωση της Ελλάδας ήταν στην πραγματικότητα μια διάσωση των Ευρωπαϊκών τραπεζών και το πρόγραμμα κακά σχεδιασμένο, οι Γερμανοί και οι Έλληνες πολίτες δεν θα μπορέσουν ποτέ ξανά να κοιταχτούν κατάματα. Και αξίζουν να τους ειπωθεί η αλήθεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, είναι ειλικρινής ως προς το τι πήγε λάθος. Το να πνίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ως μόνο αποτέλεσμα την κλιμάκωση του αντι-ευρωπαϊκού αισθήματος και θα είναι η τελευταία, πιθανώς μοιραία, στροφή για την ευρωζώνη. Η σοφή επιλογή, σημαίνει συμβιβασμός, ανεξαρτήτως του ποιό θα είναι το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος.