Λίγοι από εμάς γνωρίζουμε το όνομα ενός ανθρωπιστή που έσωσε πάνω από το 15% του πληθυσμού της Ελλάδος το 1922.
Ήταν Σεπτέμβριος του 1922. Ο ελληνικός στρατός στις 8 του μηνός εγκαταλείπει την Σμύρνη, ενώ ο τουρκικός μπαίνει σ αυτήν, με την εμπροσθοφυλακή του, που ήταν οι φοβεροί Τσέτες (Κούρδοι). Αμέσως προσέφεραν απλόχερα αυτό που υπαγόρευε ο πολιτισμός τους, ληστείες, βιασμούς, δολοφονίες, πόνο και οδύνη. Στις 13 του μήνα, ξεκινά και η μεγάλη φωτιά, που έκανε τους κατοίκους της πόλης να καταφεύγουν στη παραλία και ιδίως στην αποβάθρα για να γλιτώσουν τη φωτιά αλλά και για να βρουν τρόπο να φύγουν με κάποιο καράβι. Οι Τούρκοι στρατιώτες τους περικυκλώνουν αφήνοντάς τους χωρίς τροφή και νερό, επιφέροντας σε πολλούς το θάνατο από την έλλειψη. Αυτό που σήμερα ορισμένα μιάσματα του Ελληνισμού χαρακτηρίζουν “συνωστισμό”.
Αυτά τα τρομερά και φοβερά συμβαίνουν κάτω από τα βλέματα των “συμμάχων”μας που δεν αντιδρούν αλλά μένουν αδιάφοροι, όπως επικαλέστηκαν, αργότερα, για να μην προσβάλλουν τους Τούρκους. Όσοι προσπαθούσαν να ανέβουν στα Αγγλικά πλοία, είτε Έλληνες, είτε Αρμένιοι, τους έλουζαν με καυτό νερό.
Οι Γάλλοι δέχονταν μόνο όσους γνώριζαν Γαλλικά, οι Ιταλοί ήταν θετικοί σε όποιους κατάφερναν να τους πλησιάσουν. Ένας Ιάπωνας πλοίαρχος άδειασε το φορτίο του πλοίου στη θάλασσα και το γέμισε ανθρώπινες ψυχές. Οι Αμερικάνοι έπαιρναν, επίσης, μόνο Αμερικανούς ενώ όταν άρχισε η μεγάλη σφαγή στην προκυμαία άρχισαν να παίζουν μπάντες στα πλοία τους για να μην ακούνε τα ουρλιαχτά των σφαζομένων. Ένας μόνο απ’ αυτούς ζεχώρισε σ’ αυτή την διεθνή απάθεια, ο Άσα Τζένινγκς. Αμερικανός από την Νεά Υόρκη, μεθοδιστής πάστορας, βρέθηκε στη Σμύρνη σαν γραμματέας της YMCA. Όταν η πόλη πυρπολήθηκε βρέθηκε και αυτός στην παραλία μαζί με μισό εκατομμύριο Ελληνες και Αρμένιους. Αρνήθηκε να φύγει για να μπορέσει να σώσει ζωές, έτσι και έγινε. Μετά από προσπάθεια κατάφερε να συναντηθεί με τον Κεμάλ και τον έπεισε να επιτρέψει στο κόσμο να φύγει εκτός από τους άντρες από 17 έως 45 ετών γιατί τους χρειαζόταν, όπως επικαλέστηκε ο Κεμάλ, για να πάνε σε στρατόπεδα εργασίας. Να επανορθώσουν για τις καταστροφές που έκανε ο ελληνικός στρατός κατά την εκστρατεία του στην Μ.Ασία (περίπου 50.000 άνδρες μαζεύτηκαν για το σκοπό αυτό οι οποίοι σε μια πορεία προς την ενδοχώρα, που τους επέβαλαν, χωρίς ύπνο, τροφή και νερό, ελάχιστοι επέζησαν).
Η προθεσμία που του έδωσε ο Κεμάλ στην αρχή ήταν 7 ημέρες. Ο Άσα δεν έχασε καιρό, έπεισε ένα πλοίαρχο να μεταφέρει όσους μπορούσε, έναν άλλο πλήρωσε με δικά του χρήματα για τον ίδιο σκοπό, ενώ ο ίδιος πήγε στη Μυτιλήνη όπου πίεσε την Ελληνική κυβέρνηση (ολόκληρη ιστορία το πώς, στο τέλος απείλησε τον Έλληνα πρωθυπουργό οτι θα έκανε γνωστό στον Ελληνικό λαό οτι η κυβέρνηση επέτρεψε στους Τούρκους να σκοτώσουν 350.000 Έλληνες της Ιωνίας) να στείλει πλοία για τη παραλαβή του λαού της Σμύρνης. Μετά απ’ αυτή του την παρέμβαση, 55 πλοία με τη συνοδεία του Αμερικανικού ναυτικού παρέλαβαν τους κατατρεγμένους 6 ώρες πριν λήξει η προθεσμία του Κεμάλ. Μετά, αυτή η προθεσμία επεκτάθηκε ως το Δεκέμβριο και σε όλα τα λιμάνια της Μ.Ασίας, τη Συρία ως τη Μαύρη θάλασσα. Εποπτεύων και υπεύθυνο η ελληνική κυβέρνηση όρισε τον Άσα, όπου μετέφερε συνολικά 1.200.000 άτομα στην Ελλάδα, Ρωσία και αλλού.
Η Ελλάδα τίμησε αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο με το μετάλλιο της Στρατιωτικής αξίας, το υψηλότερο στρατιωτικό παράσημο. Όμως ο Άσα μετά ξεχάστηκε και ούτε σε μια οδό δεν έδωσαν το όνομά του για να μη φανούν πόσο μικροί ήταν οι πολιτικοί απέναντι του.
Ο Asa K. Jennings πέθανε το 1933 σε ηλικία 56 ετών. Εκατομμύρια απόγονοι των σωζόμενων που ζουν σήμερα, το οφείλουν σ’ αυτόν τον υπέροχο ΑΝΘΡΩΠΟ. Και εμένα είναι τιμή μου που κατάφερα να γράψω γι αυτόν μερικές γραμμές για τη μεγάλη προσφορά του στον Ελληνισμό.
Μιχάλης Γ. Κελαϊδής