Παραλίες του μαγικού νησιού της Γαύδου, αλλά και πόρτες, μισάνοικτες πόρτες, πόρτες που χάσκουνε, ξεδοντιασμένα στόματα στο αφτιασίδωτο προσωπείο του χρόνου. Ξύλινες σανίδες που κρύβουνε φεγγαρόφωτες ακρογιαλιές κι άλλα σμιλεμένα ξύλα από την διαμάχη της θάλασσας, μεταμορφωμένα σε επίδοξα καράβια, μεταφορικά των ονείρων μας. Σκουριασμένα εργαλεία, που αποκτούν πρόσωπα και ύφος. Κονσερβοκούτια που μεταμφιέζονται σε αλουμινένιους ήρωες και παλικάρια της φακής. Πέταλα και καρφιά, μαχαιροπήρουνα, βιδωτοί τεντωτήρες, παρατάσσονται σε κοινωνικές ομάδες, μεταμορφώνονται σε ζευγάρια και οικογένειες.
Μικροί θησαυροί μιας αστείρευτης παιδικότητας περιμένουν στοιβαγμένοι και ταξινομημένοι στα ραφάκια τους. Μικροσκοπικές φιγούρες-φαντομάδες, επιχειρούν να σπάσουν την κλεψύδρα, να σταματήσουν το μεγάλο ρολόι. Θα τα καταφέρουν; Επιζωγραφισμένα και κολλημένα ανάγλυφα χαρτόνια και χαρτιά συνθέτουν αποθήκες, παράγκες, προσόψεις εγκαταλελειμμένων σπιτιών κι εργαστηρίων, που αναδίδουν ιστορίες πάλε ποτέ ακμής και αδυσώπητης παρακμής.
Υλικά φθαρμένα, σημαδεμένα από τον χρόνο, υλικά που απαξιώνουμε, πετάμε, προσπερνάμε, μεταμορφώνονται στα τολμηρά χέρια του αρχιτέκτονα μηχανικού και εικαστικού Γιάννη Τσουκάτου με την τρυφερή ματιά και την αστείρευτη φαντασία, σε τόπους όπου παραδίδεται το βλέμμα μας και αναπαύεται η ψυχή μας. Γιατί είναι έργα που αποπνέουν άνεμο ελευθερίας, την αισθητική του λιτού, του άφτιασίδωτου, του αθώου, του ανυπεράσπιστου κι έρχονται να μας ξεκουράσουν από την επί δεκαετίες επέλαση μιας δήθεν αισθητικής του περιτυλίγματος, της κακογουστιάς, της βιτρίνας, της πολυτέλειας.
Σύμμαχοι μας στην κρίση τα έργα του καλλιτέχνη μας υπενθυμίζουν, ότι όλοι μας έχουμε έναν αξόδευτο πλούτο μέσα μας και τριγύρω μας, ότι το κάθε τι, ακόμα και το πιο ευτελές και περιφρονημένο, μπορεί να μετατραπεί σε έργο τέχνης υψηλής αισθητικής στα χέρια ενός ανθρώπου, που μπορεί να διακρίνει πίσω από την φθορά των πραγμάτων τους κρυμμένους θησαυρούς. Οι μικρογραφίες του με χρώματα ακουαρέλας πάνω σε στίχους του Σεφέρη εικονογραφούν με μαεστρία κι ευαισθησία στίχους του μεγάλου ποιητή, επιβεβαιώνοντας, ότι «είτε βραδιάζει είτε φέγγει μένει λευκό το γιασεμί».
Να τον ευχαριστήσω, που μέσα από την άρτια κι απέριττη ατομική του έκθεση στο Γιαλί Τζαμίσι στο Παλιό Λιμάνι των Χανίων μια κυριακάτική βραδιά του Νοέμβρη, άνοιξε ξανά την πόρτα της παιδικής μου κάμερας, για να πετάξει μέσα της το ξύλινο περιστέρι της έμπνευσης με τα φτερά από σκουριασμένα καρφιά.
Τερέζα Βαλαβάνη
ψυχολόγος-εικαστικός- συγγραφέας
Ηράκλειο, 22.1.2014