Απόρρητα έγγραφα και ιστορικές καταθέσεις φωτίζουν τη στάση της Δύσης και της Ελλάδας απέναντι στον Μακάριο και την Κύπρο – Ο φόβος της «Κούβας της Μεσογείου» και η στρατηγική επιλογή της ΝΑΤΟποίησης
Η πραγματική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας και των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην ανεξαρτησία της Κύπρου έρχεται ξανά στο προσκήνιο, αποκαλύπτοντας μια στρατηγική που σε καμία περίπτωση δεν στόχευε στην πλήρη ανεξαρτησία του νησιού. Αντιθέτως, το Κυπριακό ζήτημα αντιμετωπίστηκε ως γεωπολιτικό πρόβλημα που έπρεπε να διευθετηθεί εντός του πλαισίου της δυτικής συμμαχίας, με βασικό άξονα τον έλεγχο της Κύπρου από το ΝΑΤΟ και την αποτροπή της ένταξής της στο Κίνημα των Αδέσμευτων ή στον σοβιετικό άξονα επιρροής.
Η Δύση και ο «ενοχλητικός» Αρχιεπίσκοπος Μακάριος
Η ηγεσία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας αντιμετώπισε με αυξανόμενη ανησυχία τις πολιτικές κινήσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ιδιαίτερα όταν ο ίδιος εγκατέλειψε τη φιλοδυτική γραμμή και προσέγγισε το Κίνημα των Αδέσμευτων, ενισχύοντας διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με τις σοσιαλιστικές χώρες, πρώτα απ’ όλα με τη Σοβιετική Ένωση.
Αυτό το άνοιγμα θεωρήθηκε «παρέκκλιση» από τα συμφέροντα της Δύσης, ενώ οι πιέσεις για επιστροφή στο «δυτικό στρατόπεδο» κλιμακώθηκαν. Η αμερικανική διπλωματία και οι βρετανικές υπηρεσίες έβλεπαν τον Μακάριο ως παράγοντα αποσταθεροποίησης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Γεώργιος Παπανδρέου: «ΝΑΤΟποίηση ή Κούβα»
Η στάση της Ελλάδας δεν ήταν διαφορετική. Παρά τις ρητορικές περί εθνικής ένωσης και ελληνικής στήριξης στην Κύπρο, οι αστικές κυβερνήσεις της χώρας κινήθηκαν σε απόλυτη σύμπλευση με τη στρατηγική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου σε μνημόνιο προς τον Αμερικανό πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1964. Σε αυτό, ο Παπανδρέου υπογραμμίζει:
«Το δίλημμα είναι ΝΑΤΟποίηση ή Κούβα. ΝΑΤΟποίηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο διά της ένωσης με την Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα της ένωσης, ολόκληρο το νησί, όντας τμήμα της Ελλάδας, θα μπορούσε να είναι ΝΑΤΟική βάση όπως η Κρήτη.
Ο εσωτερικός κομμουνισμός θα μειωθεί σημαντικά, όπως και στην Ελλάδα όπου ελαττώθηκε στο 12%. Έτσι η ασφάλεια της Τουρκίας και ολόκληρης της Μέσης Ανατολής θα περιφρουρηθεί πλήρως…»
Το απόσπασμα αποκαλύπτει ξεκάθαρα ότι η κύρια μέριμνα της ελληνικής κυβέρνησης δεν ήταν η κυριαρχία και η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά η ένταξή της στη ΝΑΤΟϊκή αρχιτεκτονική.
Ο ρόλος των ελληνικών κυβερνήσεων από το 1952
Η ίδια γραμμή συνεχίστηκε από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις τις επόμενες δεκαετίες, όπως επιβεβαιώνει και η μαρτυρία του Νίκου Κουρή, Αρχηγού ΓΕΕΘΑ την περίοδο 1984–1989, ο οποίος κατέθεσε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής:
«Όλες οι κυβερνήσεις πράγματι θέλουν να λύσουν το Κυπριακό μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, όλες οι κυβερνήσεις επαναλαμβάνω από το 1952 και εντεύθεν.»
Η αποστολή της Ελληνικής Μεραρχίας και η αποτροπή της «Κουβανοποίησης»
Η ενίσχυση της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο, μέσω της αποστολής της Μεραρχίας το 1964, δεν είχε μόνο στόχο την αποτροπή τουρκικής εισβολής. Εξίσου σημαντικός στόχος ήταν και η εσωτερική καταστολή της πολιτικής ανεξαρτησίας του Μακαρίου, καθώς και η «ανάσχεση» της επιρροής των αριστερών και κομμουνιστικών δυνάμεων στο νησί.
Είναι ενδεικτικό ότι οι βασικές δυνάμεις της Μεραρχίας εγκαταστάθηκαν στη Λευκωσία, όπου βρισκόταν η πολιτική ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, και όχι σε περιοχές πιθανής τουρκικής εισβολής.
Το παραδέχεται εμμέσως και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ σε απόρρητο τηλεγράφημα προς τον Ντιν Άτσεσον, στις 22 Αυγούστου 1964:
«Ο ελληνικός στρατός διαθέτει την ισχύ στο νησί για να κανονίσει τον Μακάριο, αν δοθεί εντολή…»
Η φράση αυτή αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονταν την ελληνική στρατιωτική παρουσία στο νησί: ως εργαλείο επιβολής δυτικών συμφερόντων, ακόμη και σε βάρος της δημοκρατικά εκλεγμένης κυπριακής ηγεσίας.



